Δύο άγνωστοι

Δύο άγνωστοι
Mε αφορμή τη «Δεσμοφύλακα» του Νίκου Δαββέτα



ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ

«Προς το τέλος τα πέταξε όλα. Ανεχόταν μονάχα το νυχτικό της κι αφόδευε στο σαλόνι. Αλλά τότε ήμασταν πια δυο άγνωστοι.» Αυτή η φράση, μια από τις πολλές που επιχειρούν να μιλήσουν για τη σχέση των δύο βασικών προσώπων της Δεσμοφύλακα του Νίκου Δαββέτα, βρίσκονται στο κέντρο βάρους όλου του βιβλίου. «Προς το τέλος τα πέταξε όλα. […] Αλλά τότε ήμασταν δύο άγνωστοι». Τότε που τα πέταξε όλα, δηλαδή όταν η αρρώστια –άνοια, Αλτσχάιμερ ή όποιο άλλο όνομα και να της δοθεί– έχει καταλάβει το κέντρο της σκηνής και το κέντρο της μάνας, αυτής της γυναίκας που ήταν δεσμοφύλακας και έχει αποσυντεθεί κομμάτι κομμάτι σαν μια κατασκευή που πήρε μια ζωή για να φτιαχτεί, και τώρα (τότε) έχει φτάσει στον έσχατο βαθμό διάλυσης. Ό,τι είχε δομηθεί ψυχικά στα χρόνια της ζωής της βρίσκεται άλλο εδώ και άλλο εκεί, στη χωματερή αυτής της ίδιας ζωής όπου μπορεί κανείς να ψάξει και να βρει μικρότερα ή μεγαλύτερα κομμάτια, η απώλεια των οποίων οδήγησε σε αυτή την άγνωστη. Με την ανασύνθεσή τους ο γιος επιχειρεί να φτιάξει, όσο γίνεται –γιατί δεν γίνεται κιόλας– εκείνο που νομίζει πως ήταν η μάνα, η μάνα του, με την οποία έχει μοιραστεί τη ζωή του μέχρι την ενηλικίωσή του. Έχει μοιραστεί σημαίνει ότι οι δυο τους έχουν μεγαλώσει μαζί, αφού ο πατέρας, «ο άντρας της» όπως αναφέρεται τις λίγες φορές που περνάει από το προσκήνιο, έχει φύγει από τη ζωή πολύ νωρίς για τη ζωή του γιου. Έτσι μάνα και γιος έχουν γίνει ένα δίδυμο, που προσπαθεί να επιβιώσει και να ζήσει. Το δίδυμο, για το οποίο ο γιος θεωρεί ότι «Το δέρμα είναι ο κοινός γεωφυσικός μας χάρτης. Αδύνατον να χαθούμε…» Αυτό το «αδύνατον να χαθούμε» είναι ό,τι συμβαίνει συνεχώς και μετ’ επιτάσεως ως δυνατόν πλέον από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αρχής γενομένης από την πρώτη αντανάκλαση των δύο στο τζάμι μπροστά στην γραφειοκρατική θυρίδα. Εκεί ούτε και η υπάλληλος είναι όπως αρχικά φαίνεται, με τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσουν μέσα από το άνοιγμα της θυρίδας εμφανίζεται διαφορετική. Η αλλαγή και το άγνωστο μέσα στο θεωρούμενο γνωστό εναλλάσσονται άλλοτε με σπαραξικάρδιο τρόπο και άλλοτε με τον χλευαστικό τρόπο που έχει η πραγματικότητα να αποσαθρώνει το έδαφος, το θεωρούμενο ασφαλές και βέβαιο. Με τα αποσπάσματα λοιπόν αυτής της φτιαγμένης ζωής, ενόσω αυτή διαλύεται, επιχειρεί να ανασυνθέσει ο γιος και ο συγγραφέας στο βιβλίο που γράφει, τη «Δεσμοφύλακα». Κι ενώ το επιχειρεί μιλάει κυρίως για τη διάλυση.

Όλο το βιβλίο δεν είναι παρά αυτή η απελπισμένη προσπάθεια. Για να βγάλει πέρα ο συγγραφέας αυτή τη διάλυση της μάνας εις τα εξ ων συνετέθη, μετέρχεται το πικρό χιούμορ και τον σαρκασμό και μας προσφέρει μια μάνα, όπως τη γνώρισε και όπως τη θυμάται. Και ο ίδιος για κείνη είναι εξίσου ένας άγνωστος, στον οποίο εκείνη βρίσκει κάποιες νησίδες γνωριμίας. Του λέει κάποια στιγμή με το ύφος όχι μόνον της δεσμοφύλακα αλλά και της ανακρίτριας: «Σ’ ακούω λοιπόν, ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ;». Επίσης η ίδια τον αναζητά απεγνωσμένα στα σοκάκια της εσωτερικής φυλακής όπου έχει κρυφτεί η γνωστή ζωή, που κι εκείνη στίζεται από νησίδες αγνώστου: «Πού είναι το παιδί; Πού τρύπωσε; –Ποιο παιδί;». Ποιο παιδί, τίνος είναι το παιδί που ψάχνουν; Κάποτε και η ίδια η μάνα ως παιδί περνάει αιφνίδια σαν αστραπή με τα βιώματα της κατοχής, που την σφράγισαν. Το παιδί βρίσκεται συνεχώς και εδώ και εκεί, εκεί όπου τα στοιχειώδη της ύπαρξης εκβάλλουν στο παρόν με όλη την άγνοια του παρελθόντος. Όμως εκεί όπου βρίσκεται το οργανικό κέντρο της ύπαρξής μας, οι νευρώνες έχουν αρχίσει να λειτουργούν έξω από κάθε συναπτική συνδεσμολογία, η χαλάρωση και εντέλει η αποσύνδεση είναι σαφής: «Η κρυμμένη εικόνα είναι η εικόνα του εγκεφάλου της έτσι όπως χάνει μια μια τις συνάψεις, όπως σβήνουν ένα ένα τα φωτάκια στον πίνακα ελέγχου, όπως νεκρώνουν όλες οι γραμμές του δικτύου και καμιά πληροφορία δεν φτάνει πουθενά.» Οι διαπιστώσεις για το διαλυμένο κέντρο είναι συνεχείς: «Συνεχίζει, με μικρά διαλείμματα, να παίζει τον ρόλο που της έγραψε ο δρ. Αλτσχάιμερ.» Οι μεταφορές διαδέχονται η μία την άλλη για να μιλήσουν γι’ αυτό το σκάνδαλο της έλλειψης μεταφοράς από νευρώνα σε νευρώνα αλλά και από λέξη σε λέξη: «Δεν υποπτεύεται ότι ο εγκέφαλός της την έχει κλειδώσει μέσα σε ένα σώμα ερείπιο και έχει πετάξει απ’ έξω τα κλειδιά.» Για να φτάσουμε στην εικόνα όπου η μεταφορά απογειώνει το άδειασμα του μέσα και την προσπάθεια του ανθρώπου, που έχει μείνει μόνον σχήμα, να λειτουργήσει όλα τα σχήματα της γνωστής ζωής του εις μάτην: «βλέπω τη μητέρα μου να γέρνει την άδεια τσαγιέρα πάνω από τα πορσελάνινα φλιτζάνια της και να σερβίρει ζεστό αέρα.» Αυτός ο ζεστός αέρας δεν είναι πια παρά το κενό της ίδιας της της ύπαρξης.

Ο ΓΙΟΣ

Μέσα σε αυτό το διακριτικό πανδαιμόνιο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, μέτρησα αν δεν κάνω λάθος 50 μικρά κεφάλαια με τίτλους η διαδοχή των οποίων έχει σημασία για τη δομή του βιβλίου, ο γιος ψάχνει κι εκείνος τη δική του ταυτότητα. Γιατί όταν οι αναφορές, οι βασικές αναφορές στη ζωή ενός ανθρώπου χάνονται, και η μάνα είναι μία από αυτές, αν όχι η αναφορά πλάι στον πατέρα, διακυβεύεται το «ποιος είμαι». Ο γιος ψάχνει κι εκείνος τον εαυτό του μέσα στη χωματερή της κοινής ζωής, είναι κι ο ίδιος ένας άγνωστος, που επιχειρεί να στηριχτεί στο ήδη γνωστό. «Με ρωτάτε με ποια ιδιότητα; Ως βιογράφος της.». Ή «Ποιος είμαι; Ο δεσμοφύλακας της μητέρας μου». Βιογράφος και δεσμοφύλακας εκείνης, πάλι από εκείνη αντλεί ένα στοιχείο ταυτότητας, αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να υπάρξει: «Να διασώσω […] ένα ελάχιστο ίχνος της κοινής μας ζωής […] σαν να μην υπήρχε άλλος τρόπος να υπάρχω κι εγώ, καμιά άλλη επιλογή μπροστά μου.» Ή «Είμαι ο τελευταίος κρατούμενος των φυλακών Αβέρωφ.», αφού καταλήγει στη δική της θέση, εκείνη την οποία υπηρέτησε μια ζωή: η κρατούμενη δεσμοφύλακας, βασικό κρατούμενο της ζωής και των δύο.

Συνεχίζει ο γιος: «Δωμάτιο δικό μου δεν έχω· έτσι, εκ των πραγμάτων, ποτέ δεν μπορώ να είμαι μόνος. ‘Δεν σε χωρά ο τόπος’ επαναλαμβάνει νευρικά. Δεν μου άφησες κανένα χώρο και κανένα τόπο, θα έπρεπε να της απαντήσω.[…] Το μόνο μέρος στο οποίο μπορώ να αμυνθώ, να απομονωθώ ασφαλής και αυτάρκης αισθάνομαι ότι είναι το μυθιστόρημα που διαβάζω.» Η μάνα δεν του έχει αφήσει πραγματικό χώρο. Τώρα που αρχίζει να του αφήνει χρόνο και να τους αφήνει χρόνια η μόνη διαφυγή είναι οι «πλασματικοί» κόσμοι της λογοτεχνίας αλλά και της συγγραφής. Μοναδικό καταφύγιο για να ξεφύγει από την κατακλυσμιαία συνθήκη της του μένει η λευκή σελίδα. Εκεί θα κρυφτεί εντέλει ο γιος, μέσα στα μαύρα γράμματα με τα οποία θα την γεμίσει. Πολύ περισσότερο τώρα, που αδειάζει τις σελίδες της δικής της ζωής για να γεμίσει τα κενά της δικής του. Άλλωστε αυτή η αμοιβαία δέσμευση είναι το μοτίβο της κοινής ζωής: «‘Δεν θα πας πουθενά, δεν θα ξαναβγείς στο προαύλιο χωρίς την άδειά μου, βαρέθηκα να σε κυνηγάω σ’ όλες τις πτέρυγες της φυλακής’ ωρύεται αναψοκοκκινισμένη και, με τη βίαιη συνδρομή της καλόγριας, με κλειδώνει στο γραφείο της διεύθυνσης. ‘Θα σου ανοίξω μόλις σχολάσω. Ηρέμησε τώρα.’» Εκείνη τον κυνηγάει για να τον κλείσει στο θησαυροφυλάκιο της ζωής της, είναι ο χαμένος θησαυρός της, κρατάει τα κλειδιά του. Εκείνος αναζητάει εκεί τα μυστικά της ζωής και της ζωής της, όπως τον «απαγορευμένο καρπό του προπατορικού αμαρτήματος». Κι εκεί έρχεται το ερώτημα για την αγάπη και το μίσος: «Πόσο μακριά είναι το μακριά; Αν σε μισώ, θα είμαστε για πάντα μαζί, θα σε κουβαλάω στους ώμους ως το δικό μου τέλος. Αν σε αγαπώ, μπορώ και να σε αποχωριστώ.» Η μόνη προοπτική αποχωρισμού βρίσκεται στην αγάπη: αυτό ακούγεται ως η πιο βαθιά αλήθεια ενός παράδοξου. Το μίσος που τους κολλάει τον έναν στον άλλον, αν δεν καταλυθεί θα τους οδηγήσει σε μια σιαμαία κατάσταση, και αν δεν αποκολληθούν χειρουργικά ο ένας από την άλλη το μίσος και μόνον θα τους οδηγεί σε αυτή την πορεία μοιραίας αλληλεξάρτησης.

Ευτυχώς θα συμβεί το αντίθετο, καθένας θα συνεχίσει με το μερίδιο της αγάπης για το άλλον: «Τώρα μου μαθαίνει πώς να την αποχαιρετήσω με τα μάτια στραμμένα στο έμβρυο που υπήρξα. […] Και τώρα, κοίταξέ με, μου λέει κουνώντας πέρα δώθε το πρησμένο από τους ορούς χέρι, κοίταξε την αντίστροφη πορεία, μια κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση ενός σώματος, αφυδατωμένου, άσαρκου, άφυλου, σαν κορμός κλαδεμένου δέντρου που ταξιδεύει στο ποτάμι από τις εκβολές προς τις πηγές, προσμένοντας (μάταια;) κάποιο σπλαχνικό χέρι, εξίσου τραχύ με της μαμής, να το βοηθήσει ν’ απαλλαγεί το γρηγορότερο από την ύπαρξή του.» Κι έστω κι αν αυτή η πορεία είναι μια εργώδης ανάβαση προς τις πηγές –η μετατροπή του γέρικου κουφαριού σε έμβρυο– σε αυτήν κινούνται για τον έσχατο φυσικό αποχωρισμό. Θα ακολουθήσει βήμα βήμα και ο ψυχικός. Να πως σε μια από τις τελευταίες σελίδες, στο κεφάλαιο «Κτερίσματα και τιμαλφή», τον περιγράφει ο συγγραφέας: «Ελπίζω ότι μια μέρα, όχι μακρινή, θ’ ανοίξω την πόρτα του διαμερίσματός της, στο οποίο έζησε πενήντα πέντε χρόνια, και θα είναι άδειο, δεν θα υπάρχουν ούτε τα έπιπλα, ούτε τα φώτα της οροφής, ούτε οι κουρτίνες και οι απλίκες – μόνο ένα στρώμα λευκής σκόνης απλωμένο παντού, σαν την πούδρα που αφήνει το σβουράκι των μαρμαράδων, να σβήνει τα ίχνη σου, τις πατημασιές μας, την πατίνα του χρόνου, μια λευκή επιφάνεια όπου με το δάχτυλο θα μπορέσω να γράψω το τελευταίο επείγον μήνυμα, όπως έκανα άλλοτε στο σκονισμένο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μας: ‘Μαμά, θέλει πλύσιμο’.» Ακόμη και στην έσχατη στιγμή, η επίκληση απευθύνεται προς εκείνην.

Η ΜΗΤΕΡΑ

Κι ακολουθεί, θραυσματικά, σαν να ανάβουν φλας στη νύχτα της μνήμης, το πορτραίτο της μάνας: «Δεν ξέρω τι με σοκάρει περισσότερο: αυτό που δεν είναι ή αυτό που δεν έγινε.» Αυτή η φράση μας φέρνει πάλι στην άγνωστο αλλά και στα μονοπάτια του αγνώστου. Γιατί «αυτό που δεν είναι» στο τώρα της αφήγησης αποτελεί την αποσαρθρωμένη ύπαρξη εκείνου που ήξερε ο γιος, αλλά εκείνο που ήξερε ήταν εκείνο που η ίδια δεν έγινε. Όλες αυτές οι αρνητικές δηλώσεις περιγράφουν το υπάρχον της μητέρας, όχι την ύπαρξή της. Όλα συνεχίζουν στον ίδιο τόνο της περικύκλωσης του είναι από το μη είναι, αλλά τελικά το μη είναι επικρατεί στο είναι και στην προσπάθεια να περιχαρακωθεί το είναι αυτό μένει απέξω, χάνεται: «Η μητέρα μου περνούσε στην αντεπίθεση. Θα έφευγε όπως ήθελε αυτή, όχι όπως ήθελε η επιστήμη.» Και τώρα στη δική της κατεδάφιση, που ο γιος παρακολουθεί από μέρα σε μέρα, η ίδια είναι άραγε εκεί, ή μόνον ο γιος την παρακολουθεί; «Ήταν εκεί, παρούσα ψυχή τε και σώματι, όταν κατεδαφίζανε τη φυλακή.» Αυτό ήταν σαφές: παρούσα στην κατεδάφιση της φυλακής. Αλλά της φυλακής της, που γίνεται το σώμα της; Το σώμα ασφαλώς παραμένει, σαν ζωντανό κουφάρι. Αλλά η ψυχή; Σίγουρα όχι όπως την ήξερε, αλλά με όψεις που μπορεί να μην τις υποψιαζόταν, και τώρα βγαίνει στην επιφάνεια κάθε τι άγνωστο, κάθε τι παράταιρο κι αταίριαστο, αφού «Δεν είναι μητέρα, είναι κόρη στην προσχολική ηλικία.» Μέσα από την αποσάθρωση του γεροντικού αναδύεται και πάλι το παιδικό και μάλιστα σκόρπιο, αδόμητο, σχεδόν χαοτικό, τρομακτικό και τρομώδες. «Κλεψύδρα που αδειάζει η κάθε της λέξη.» και «Ξέρεις ότι δεν έχει πια λέξεις να κρυφτεί.» Δύο παρατηρήσεις που αφορούν το έργο της ζωής και των δύο. Οι λέξεις αδειάζουν από περιεχόμενο, τα νοήματα χάνονται και παραλλάσσονται από την πιο τρομακτική κυριολεξία στην ένδεια της μεταφοράς, ανάμεσα στη σιωπή και στην ακατάσχετη παραληρητική φλυαρία, όλα τα ενδύματα κουρελιάζονται και ο άνθρωπος μένει γυμνός στη σκηνή. Μόνο η τέχνη του συγγραφέα τη σώζει ακολουθώντας ένα βασικό δικό της χαρακτηριστικό: «Της αρέσει να αφηγείται ιστορίες (από αυτήν θα το πήρα το χούι).» Και μένει μόνον να την ντύσει εκείνο που η ίδια θεωρούσε ως γλίσχρο για να την καλύψει. Του είχε πει: «Μην περιμένεις να σε ντύσουν τα ποιήματα.» στην ιστορία με τίτλο «Το μοντγκόμερι», περιστατικό στο οποίο αναφέρεται και το εναρκτήριο λάκτισμα του συγγραφέα στη γραφή.

«Ναι, δεν γέλαγε. Μιλούσε όμως πολύ. Το πρωί κελαηδούσε. Πού έβρισκε την όρεξη; Μια ανεπίσημη αναφορά των πεπραγμένων της κατά τη χθεσινή ημέρα. Άλλοτε με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, άλλοτε τηλεγραφικά, στακάτα, σαν τους τίτλους του νυχτερινού δελτίου ειδήσεων.» Αυτή ήταν η εικόνα, η συνήθης συμπεριφορά της μάνας που έπαιρνε τον λόγο και βάφτιζε με αυτό καθημερινά τα πάντα γύρω της. Λογύδρια και αναφορές, σε αυτό το προσωπικό μπαλκόνι της καθημερινής πολιτικής, σαν το πουλί μες στο κλουβί που καλωσορίζει το φως της μέρας. Όσα συσσώρευε από μέρα σε μέρα, τώρα τα αραδιάζει σε σωρούς γύρω της: «Ο ειδικός με τη λευκή ρόμπα υποστηρίζει ότι η μεθοδική συσσώρευση των πραγμάτων της δημιουργεί την αυταπάτη της συνέχειας, την υποχώρηση της φθοράς…» Είναι η προσπάθειά της να τα έχει όλα τριγύρω, να μην χαθεί τίποτα τώρα που καταρρέει κάθε κέντρο και η ίδια αφανίζεται; Θα κρατηθεί άραγε από την περιφέρεια των πραγμάτων, θα βρει σε αυτά τον εαυτό της ακόμη κι όταν τελικά φτάνει να αγνοεί τη χρήση τους: «Και τούτο το κλειδί ποια πόρτα ανοίγει τώρα;» Ποια πόρτα, ποια είσοδο, ποια έξοδο, ποιο δωμάτιο, ποια φυλακή, ποια αποθήκη του νου; Άλλωστε γι’ αυτό «Αλλάζει σχεδόν κάθε ημέρα τις φωτογραφίες στο κομοδίνο της, σαν να αλλάζει λουλούδια στο ανθοδοχείο.» Καμιά από αυτές δεν της εξασφαλίζει τη σταθερότητα μιας αναφοράς, τη βεβαιότητα ενός καθρεφτίσματος. Όλα γλιστράνε. Όλες οι αναπαραστάσεις είναι μάταιες, μόνον η ύλη, στεγνή και μαραμένη, αλλά στέρεη, αντιστέκεται, το οργανικό υπόλειμμα των πραγμάτων μαζί με το ανόργανο.

Αυτά για την ίδια, γιατί η ίδια για τον γιο βρίσκεται στο εξής: «Όταν είσαι νέος, το σώμα σου είναι υποστηρικτικό, δεν έχει προλάβει να καταχωνιάσει φοβίες κι ανασφάλειες, δεν σε φρενάρει σε κάθε βήμα, δεν σου κρύβει τη θέα από τα αθέατα σκοτάδια, δεν χτυπάει συνέχεια συναγερμό, ενώ η γυναίκα που κοιτάζω σήμερα να ταλαντεύεται στο πρωινό φως, η μούσα του Μπονάρ στο πράσινο μπάνιο, δεν έχει σώμα πια, δεν έχει φωνή, είναι μια μεταφορά, μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.» Ο γιος μιλάει για την αντίστροφη δική του πορεία. Πόσο το σώμα στηρίζει τη νεότητα και στηρίζεται από αυτήν. Ενώ η μάνα γίνεται γι’ αυτόν μια αποστροφή του λόγου, ένα αναπαραστατικό ικρίωμα, αυτό το βιβλίο. Από αυτήν κρεμιέται πια ο ίδιος για να μην χαθεί, αλλά και για να μην την χάσει τελείως.

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΑΠΟΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ

Εικάζω πως όποιος διαβάσει το βιβλίο θα σταθεί σε μια εμβληματική φράση που μας υπενθυμίζει το αυτονόητο: «Η μνήμη ορίζει τα πάντα. Χωρίς αυτή είμαστε κάτι το άχρηστο, το άγνωστο, το απροσπέλαστο, πλατσουρίζουμε γυμνοί πάνω από την άβυσσο.» Ζούμε από αυτή την κατασκευή που φτιάχνουμε περίπου από την ηλικία των δύο-τριών χρόνων με συνειδητό και ασυνείδητο αποτύπωμα, αλλά από αυτήν επίσης αναδύεται «η σκουριασμένη οσμή του παρελθόντος». Η παρατήρηση ότι «το μακρινό παρελθόν ζωντανεύει με απίστευτες λεπτομέρειες, ενώ το παρόν καταρρέει..» είναι μια καταστατική συνθήκη της γεροντικής ηλικίας. Οι παλιοί σύνδεσμοι αντέχουν, από αυτούς κρατιόμαστε σαν από σκοινιά και αυτοί μας στραγγαλίζουν. Δεν μένουν οι νέες αφίξεις, σβήνουν πριν προλάβουν να εγγραφούν. Οι ισχύς των παλαιών εγγραφών είναι ακατάβλητη. Παρ’ όλα αυτά «Κάποιες στιγμές υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά τι ακριβώς δεν ξέρει, δεν μπορεί να καταλάβει. Πιστεύει πως όλο αυτό το χάος στην καθημερινότητά της το οργανώνω εγώ. Εγώ δημιουργώ το σκοτάδι της αταξίας γύρω της, αυτή απλώς σκοντάφτει. Όμως το σκοτάδι σταλάζει μέσα της. Το κουβαλάει όπως η σουπιά το μελάνι της. Είναι απλώς θέμα χρόνου να ποτίσει κάθε της κύτταρο.» Κι εδώ καθώς βυθίζεται κανείς στο σκοτάδι του αγνώστου μετατρέπεται κι ο ίδιος από άγνωστο σε γνωστό. Ο γιος αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτή την βύθιση στα βάθη του ασυνειδήτου, στο δικό του πέραν της γλωσσικής του οργάνωσης άγνωστο, και στην οριστική απώλεια. Γράφει ο Δαββέτας: «Ήταν η μέρα που άρχισα να τοποθετώ μέσα στο σπίτι, στις ηλεκτρικές συσκευές, στο μπάνιο, στην κουζίνα, κόκκινα κι κίτρινα αυτοκόλλητα με αυτονόητες οδηγίες και ανώδυνες απαγορεύσεις. Μη αυτό, μη εκείνο, μη το άλλο, σαν να απευθύνομαι σε εξωγήινο, ενώ το μόνο που πραγματικά ήθελα να της γράψω ήταν: Μην εγκαταλείπεις το ηλιακό μας σύστημα. Μη βγαίνεις έξω από το χρόνο.» Εκείνη όμως βρίσκεται εκτός του ιστορικού χρόνου αν και εντός του φυσικού ακόμη, παρόν παρελθόν μέλλον είναι ήδη για κείνην όλα παρόντα, όπως τα δύο διαδοχικά σε κεφάλαια ρεβεγιόν, με απόσταση 50 χρόνων μεταξύ τους, παρά την αντιθετική σύνθεση: «‘Χρόνια πολλά, μαμά. Ευτυχές το νέο έτος!’ Ένα έτος πιο κοντά στον χωρισμό μας.» Όμως για τον ίδιο χωρισμό μιλάει και για το ρεβεγιόν του 1971: «Και του χρόνου, έξω!» Τώρα πλέον όμως εκείνη βρίσκεται πιο έξω από το έξω, στο εκτός χρόνου, εκεί όπου δεν γιορτάζεται καμιά επέτειος, κανένας χρόνος δεν γυρίζει, προθάλαμος του μεταθανάτιου άχρονου.

Η ΦΥΛΑΚΗ

«Μέσα στα όνειρά της αφουγκραζόταν τη βαριά ανάσα της φυλακής – κάθε τρίξιμο πόρτας, κάθε σύρσιμο ή ψίθυρος ενεργοποιούσε τον εσωτερικό της συναγερμό.» Η φυλακή που αποτέλεσε τη βασική χωροθέτηση της ζωής της καταλαμβάνει πια τον εσωτερικό της χώρο. Υπήρξε η κοινωνική της διαβίωση: ποινικές και πολιτικές κρατούμενοι, με ή χωρίς παιδιά, οικείες και ξένες. Όπως η καλύτερή της φίλη, που είχε σκοτώσει τον άντρα της και γύρισε για να κρεμαστεί στη γενέθλια γη που δεν την χωρούσε πια. Μετά τον φόνο η αυτοκτονία, και μάλιστα σε δύο ιστορίες μέσα στο βιβλίο: το φονικό μίσος προς τον άλλον δεν αργεί να στραφεί στον εαυτό. Οι αναφορές στο κοινωνικό περιθώριο της φυλακής οδηγούν στο κοινωνικό κέντρο της ζωής της, αυτής που κρατάει ένα ακόμη άγνωστο με το ταξίδι στο Μεξικό, «(Με ποιον άραγε πήγε εκεί, ποιος τη συνόδευε; Ποτέ δεν έμαθα.)», κάποια ίχνη ζωής έξω από τα τείχη, αλλά και έξω από τον αντιληπτικό συναγερμό του γιου. Η μάνα είχε και μια ζωή στην οποία ο ίδιος δεν είχε πρόσβαση. Ίχνη του αγνώστου μέσα στο θεωρούμενο γνωστό. Θεριεύουν με την αρρώστια. Την μετατρέπουν στο άγνωστο υπόλειμμα. Αυτό που μένει όταν αφαιρέσει κανείς τις σταθερές της ανθρώπινης ζωής, απ’ τις οποίες ξεγλιστρά η αλήθεια που εκφράζεται με την άνοια.

«Τα πρώτα χρόνια που έφευγε από τον εαυτό της με εξαντλητικά αργό ρυθμό, ξαναγύριζε όλο και πιο συχνά στη φυλακή.» Και πού αλλού να γυρίσει; Ποιος να είναι ο άλλος προορισμός; Εκείνος στον οποίο την οδηγεί η άνοια: στο πουθενά. Και πάλι η φυλακή συνδέει και χωρίζει μάνα και γιο. Η δουλειά της την απομακρύνει από το σπίτι. Η ηλικία τον απομακρύνει από εκείνη. «Στην πρώτη φυλακή, που έμοιαζε με κάστρο μεσαιωνικό, πέρασα δώδεκα Κυριακές· στη δεύτερη, που η πρόσοψή της θύμιζε ψυχιατρική κλινική, μονάχα μία. Είχα μεγαλώσει πια και δεν της επέτρεπε ο κανονισμός να με παίρνει μαζί της.» Μεταξύ φυλακής και ψυχιατρείου, οι αποσυνάγωγοι, τρόφιμοι και υπάλληλοι, σιτίζονται από το ίδιο φως του εγκλεισμού. Η ίδια έχει γλιτώσει τον γιο από ένα άλλο ίδρυμα, ορθώνοντας «αυτό το ανένδοτο ‘όχι’» στη μάνα της, που προτείνει ένα ίδρυμα για τον μικρό γιο μετά την απώλεια του πατέρα του.

ΤΑ ΓΕΛΙΑ

Στην κατακλείδα του βιβλίου μια φωτογραφία από το φωτεινό παρελθόν. «Χαμογελάμε» είναι η τελευταία λέξη του κειμένου. Από το υπερπέραν της φωτογραφίας, μεταφυσικά χαμόγελα των φωτογραφιών, από εκεί όπου δεν υπάρχουμε πια. Ωστόσο αυτά τα μεταφυσικά χαμόγελα είναι το απαύγασμα κάποιου γέλιου. Μέσα σε όλο το βιβλίο ακούγεται ένα άγριο γέλιο: γέλιο άγχους, γέλιο αμηχανίας, γέλιο σκώμματος, γέλιο σαρκαστικό, που αντηχεί στους άδειους διαδρόμους κάποιας φυλακής, στους αυλούς του σώματος που επίσης αδειάζει. Κι αυτό μολονότι «Δεν την είχα δει ποτέ να γελάει με την ψυχή της.» αφού «Και το παραμικρό γεγονός βιωνόταν σαν όλεθρος. Η κωμική του διάσταση φάνταζε στα μάτια της σαν αμαρτία, σαν προδοσία, σαν παράβαση καθήκοντος.» Αυτή την παράβαση καθήκοντος επιτελεί ο γιος, ανεβάζοντας διαρκώς την κωμική διάσταση της συνθήκης στη γραφή, με τη γραφή, με την ίδια τη συγγραφή. Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να ήταν ένα μελοδραματικό αυτοβιογραφικό αφήγημα. Δεν είναι εξαιτίας της γραφής και του ύφους που ξέρει να κρύβει σε κάθε φράση την αλήθεια την οποία κοινοποιεί σε ένα σημείο ο συγγραφέας γράφοντας: «Σε κάθε έργο ο θάνατος είναι η κεντρική ιδέα.» Είναι ο τρόπος του Νίκου Δαββέτα, ο τρόπος ενός ποιητή, να εξάγει από το κοινό ανθρώπινο δράμα που μπορεί να ανήκει στον καθέναν, την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στην οποία δεν φτάνουν όλοι στη διάρκεια της ζωής τους: «περίεργοι, περίοικοι, περιπατητές.». Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει κάποτε παρά μέσα απ’ τα πικρά χαμόγελα και τα σαρκαστικά γέλια που χωνεύονται στις διαδρομές της ανάγνωσης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: