Διά ζώσης φωνής

Διά ζώσης φωνής

Η φω­νή υπήρ­ξε ανέ­κα­θεν συν­δε­δε­μέ­νη με το ποί­η­μα, τό­σο που δεν μπο­ρεί να νοη­θεί ποί­η­μα χω­ρίς φω­νή, χω­ρίς την πα­ρου­σία της. Τό­σο με τη μορ­φή λυ­ρι­κού τρα­γου­διού και θε­ά­τρου, όσο και σαν επι­κή αφή­γη­ση η φω­νή ήταν και εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι ένα ανα­πό­σπα­στο, ορ­γα­νι­κό στοι­χείο του ποι­ή­μα­τος. Μο­λο­νό­τι, στην πο­ρεία της αν­θρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας, το ποί­η­μα φαί­νε­ται να έσπα­σε ή να έχα­σε τα δε­σμά του με τη φω­νή και αρ­με­νί­ζει μό­νο του ως γρα­πτό, απο­συν­δε­δε­μέ­νο. Σκά­λι­σμα που μέ­νο­ντας χω­ρίς το στή­ριγ­μα της φυ­σι­κής φω­νής, χω­ρίς δη­λα­δή εκεί­νον που το απαγ­γέλ­λει, βρί­σκε­ται για όποιον το δια­βά­ζει σε ανα­ζή­τη­ση αυ­τής της φω­νής που θα του δα­νεί­σει δια ζώ­σης το ηχό­χρω­μά της. Μό­νο που το ποί­η­μα, τα αλη­θι­νά ποι­ή­μα­τα, φέ­ρουν από κα­τα­βο­λής τους το ρυθ­μό και τον ήχο της φω­νής που τα γέν­νη­σε. Δεν λέ­με τυ­χαία για έναν ποι­η­τή ότι «βρή­κε τη φω­νή του». Επει­δή τό­τε στα ποι­ή­μα­τά του η ιδιαί­τε­ρη φω­νή έχει δι­η­θη­θεί ως από­σταγ­μα στο ποί­η­μα, στις λέ­ξεις, στον τό­νο και στο χρώ­μα τους. Πρό­κει­ται για μια φω­νη­τι­κή δι­ή­θη­ση που έχει συ­γκρα­τή­σει όλα τα άλα­τά της, τα οποία εί­ναι έτοι­μα στην πρώ­τη υγρα­σία κά­θε νέ­ας ανα­γνω­στι­κής φυ­σι­κής φω­νής να δια­λυ­θούν ξα­νά για να δώ­σουν τον ήχο του ποι­ή­μα­τος. Αυ­τό που φαι­νο­με­νι­κά έχει στε­ρε­ο­ποι­η­θεί στο ποί­η­μα βρί­σκει ξα­νά την οδό του ανα­σχη­μα­τι­σμού του αρ­χι­κού δια­λύ­μα­τος ώστε ο ήχος να ακου­στεί στο ίδιο το αντη­χείο του ποι­ή­μα­τος. Για­τί το ποί­η­μα απο­τε­λεί ήδη τη φω­νή και το αντη­χείο της. Υπάρ­χει στο σώ­μα του ποι­ή­μα­τος μια φω­νή σε λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση. Σε όσους δια­θέ­τουν εσω­τε­ρι­κό αυ­τί ακού­γε­ται και κα­τά τη σιω­πη­ρή ανά­γνω­ση. Οι λέ­ξεις από τον οπτι­κό φλοιό με­τα­φέ­ρο­νται αμέ­σως στον ακου­στι­κό φλοιό και εγ­γρά­φο­νται μέ­σα στον ανα­γνώ­στη όπως οι κα­μπά­νες που κα­λούν τους πι­στούς. Το γρα­πτό γί­νε­ται κι αυ­τό όπως η παρ­τι­τού­ρα για τους μου­σι­κούς που ακούν με­λω­δί­ες δια­βά­ζο­ντας νό­τες. Στο ποί­η­μα οι κοι­νό­χρη­στες λέ­ξεις ανα­κα­λούν κι αυ­τές τη δι­κή τους με­λω­δία. Αυ­τή που εί­ναι εγ­γε­γραμ­μέ­νη στο ίδιο το ποί­η­μα.

Τα προ­βλή­μα­τα αρ­χί­ζουν με την ερ­μη­νεία. Ερ­μη­νεία, έτσι όπως την εν­νο­ού­με όταν λέ­με ότι ο Γκλεν Γκουλντ ερ­μή­νευ­σε τις Παρ­τί­τες του Γιό­χαν Σε­μπά­στιαν Μπαχ. Δη­λα­δή τις διά­βα­σε με τον δι­κό του τρό­πο, τις απέ­δω­σε με το δι­κό του «τέ­μπο». Που πι­θα­νώς υπάρ­χει στον Μπαχ, αλ­λά συγ­χρό­νως εί­ναι και μια ανα­προ­σαρ­μο­γή του Μπαχ στους ρυθ­μούς του σπου­δαί­ου πια­νί­στα, μια με­τα­γρα­φή. Στην ποί­η­ση η γλώσ­σα του ποι­ή­μα­τος μπο­ρεί να πά­ρει φω­νή από όποιον απλώς γνω­ρί­ζει ανά­γνω­ση, δεν απαι­τεί­ται η ιδιαί­τε­ρη σπου­δή ακό­μη και ενός αρ­χά­ριου πια­νί­στα. Η ποί­η­ση εί­ναι ανοι­χτή και εκτε­θει­μέ­νη σε κά­θε φω­νή, σε κά­θε ερ­μη­νεία. Κι εδώ από την «ερ­μη­νεία» που προ­σπα­θεί να της δώ­σει κά­θε φω­νή αρ­χί­ζουν οι εμπλο­κές. Κυ­ρί­ως επει­δή η ανά­γνω­ση της ποί­η­σης, η απαγ­γε­λία της δεν χρειά­ζε­ται κα­μιά ερ­μη­νεία. Αρ­κεί, αλ­λά εί­ναι και απα­ραί­τη­το, να έχει ακού­σει κα­νείς τη φω­νή του ποι­ή­μα­τος, με άλ­λα λό­για τα ρυθ­μι­κά του νο­ή­μα­τά, να έχει κα­τα­λά­βει δη­λα­δή τι δια­βά­ζει. Εί­ναι αρ­κε­τή αυ­τή η κα­τα­νό­η­ση και δεν χρειά­ζε­ται κα­νέ­ναν επι­το­νι­σμό, κα­μιά ατμό­σφαι­ρα. Εί­ναι αρ­κε­τό να δα­νεί­σει κα­νείς στο ποί­η­μα τη φω­νή του, για να ζω­ντα­νέ­ψει εκεί­νη που λαν­θά­νει στο ποί­η­μα και στο αντη­χείο του. Μό­νο που αυ­τό το αρ­κε­τό, δη­λα­δή μια όσο γί­νε­ται πιο γυ­μνή, απλή και κα­θα­ρή απαγ­γε­λία, εί­ναι και το πιο δύ­σκο­λο. Για­τί σ’ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση εκεί­νος που δα­νεί­ζει τη φω­νή του θα πρέ­πει να την οδη­γή­σει σε ου­δέ­τε­ρο έδα­φος. Να εξου­δε­τε­ρώ­σει δη­λα­δή τα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της προς όφε­λος εκεί­νων του ποι­ή­μα­τος. Να απο­δώ­σει δη­λα­δή το ποί­η­μα, σβή­νο­ντας την ιδιο­προ­σω­πεία του για χά­ρη εκεί­νης του ποι­ή­μα­τος και του ποι­η­τή. Με άλ­λα λό­για να αφε­θεί σε μια φι­λο­ξε­νία δια ζώ­σης φω­νής, όπου προ­σφέ­ρει το φω­νη­τι­κό όρ­γα­νο και την κα­τα­νό­η­σή του του ποι­ή­μα­τος. Για­τί εδώ ση­μα­σία έχει μό­νον ο λό­γος του ποι­η­τή. Μια πα­ρό­μοια ου­δε­τε­ρό­τη­τα του «ερ­μη­νευ­τή» μό­νον εύ­κο­λη δεν εί­ναι.

Γι’ αυ­τό άλ­λω­στε σπα­νί­ζουν οι κα­λές ανα­γνώ­σεις ποι­η­μά­των. Ακό­μα κι από ηθο­ποιούς, οι οποί­οι συ­νη­θί­ζουν να δια­βά­ζουν με τους τρό­πους του θε­ά­τρου. Φω­τει­νή εξαί­ρε­ση η απο­τυ­πω­μέ­νη σε βι­νύ­λιο απαγ­γε­λία του Μά­νου Κα­τρά­κη από τα «Ανα­γνώ­σμα­τα» του Άξιον εστί, του Οδυσ­σέα Ελύ­τη. Εξί­σου λα­μπρή εξαί­ρε­ση, για όσους τον εί­χαν ακού­σει, οι απαγ­γε­λί­ες του Μη­νά Χα­τζη­σάβ­βα· αγνοώ αν κά­ποιες από αυ­τές έχουν κά­που κα­τα­γρα­φεί. Επί­σης οι ίδιοι οι ποι­η­τές, όταν δια­βά­ζουν, δεν εί­ναι πά­ντο­τε οι κα­λύ­τε­ροι στη φω­νη­τι­κή από­δο­ση των ποι­η­μά­των τους. Ίσως επει­δή επι­φορ­τί­ζουν την ήδη εγ­γε­γραμ­μέ­νη στα ποι­ή­μα­τα φω­νή τους, με τον φυ­σι­κό της τό­νο και μέ­ταλ­λο, κά­τι σαν μια δι­πλή αντή­χη­ση. Στις μέ­ρες μας, πέ­ρα από τις ανα­γνώ­σεις που αν­θί­ζουν στις πα­ρου­σιά­σεις βι­βλί­ων ποί­η­σης συ­νή­θως χω­ρίς επι­τυ­χία, με­γά­λης εμ­βέ­λειας ρα­διο­φω­νι­κός σταθ­μός, και όχι το τρί­το πρό­γραμ­μα του δη­μό­σιου ρα­διο­φώ­νου που πα­ρα­δο­σια­κά φι­λο­ξε­νεί την ποί­η­ση με άλ­λο­τε κα­λά και άλ­λο­τε μέ­τρια απο­τε­λέ­σμα­τα, ανέ­λα­βε να υπε­ρα­σπι­στεί την ποί­η­ση προ­τεί­νο­ντας ανα­γνώ­σεις στί­χων, ού­τε καν ποι­η­μά­των, από μία πα­ρα­γω­γό του, ανα­γνώ­σεις κυ­ριο­λε­κτι­κά με­ρι­κών δευ­τε­ρο­λέ­πτων στα κύ­μα­τα του προ­γράμ­μα­τός του. Γλωσ­σι­κά ρά­κη άτε­χνα επι­λεγ­μέ­να συ­νή­θως, τα οποία προ­τεί­νο­νται σχε­δόν στη θέ­ση δια­φη­μι­στι­κού μη­νύ­μα­τος. Πρό­κει­ται για πε­ρι­πτώ­σεις όπου ισχύ­ει ότι το μέ­σον εί­ναι το μή­νυ­μα. Στο πλαί­σιο αυ­τό τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να ακου­στεί. Επι­πλέ­ον εί­ναι τέ­τοια η απαγ­γε­λία της με­λι­στά­λα­χτης φω­νής, εντε­λώς ακα­τάλ­λη­λης να με­τα­φέ­ρει τον ποι­η­τι­κό λό­γο, που προ­σπα­θεί να πεί­σει το­νί­ζο­ντας και απαγ­γέλ­λο­ντας μο­νί­μως σαν να προ­σπα­θεί να εκ­βιά­σει τα νο­ή­μα­τα για να φτιά­ξει ατμό­σφαι­ρα. Οποία ατυ­χία για την ποί­η­ση να εκ­φέ­ρε­ται στο ρα­διο­φω­νι­κό δί­κτυο με αυ­τό τον τρό­πο. Εί­ναι, με άλ­λο τρό­πο από εκεί­νον της δι­δα­σκα­λί­ας της στο σχο­λείο από δα­σκά­λους που δεν αγα­πούν την ποί­η­ση, μια επι­τυ­χής δυ­σφή­μη­σή της πα­ρά τις πι­θα­νές αγα­θές προ­θέ­σεις του προ­γράμ­μα­τος.

Αλ­λά αυ­τό δεί­χνει ακό­μα πιο έντο­να τη δυ­σκο­λία του εγ­χει­ρή­μα­τος, το πο­λύ λε­πτό ση­μείο της εγ­χά­ρα­ξης φυ­σι­κής φω­νής στον ποι­η­τι­κό λό­γο. Το μέ­λος βρί­σκε­ται σε μια εύ­θραυ­στη ισορ­ρο­πία με τον λό­γο, κι αυ­τό δεν έχει να κά­νει μό­νον με τη μορ­φή. Άλ­λω­στε η ιστο­ρία του ελ­λη­νι­κού τρα­γου­διού στον προη­γού­με­νο αιώ­να, που έδω­σε λα­μπρά πα­ρα­δείγ­μα­τα με­λο­ποί­η­σης της ποί­η­σης, μας δεί­χνει τις δυ­σκο­λί­ες άρ­μο­σης μιας εξω­τε­ρι­κής φω­νής στο ποί­η­μα, πλάι στη μου­σι­κή. Για­τί ενώ το τρα­γού­δι, οι στί­χοι που εί­ναι φτιαγ­μέ­νοι προς ανα­ζή­τη­ση μου­σι­κής η οποία θα στα­θεί πλάι τους, εί­ναι σε ανα­μο­νή και της φω­νής και της μου­σι­κής και ακού­γε­ται κά­πως ξύ­λι­νο αν δια­βα­στεί χω­ρίς τη συ­νο­δεία τους, στα ποι­ή­μα­τα αυ­τά τα δύο, μέ­λος και φω­νή, εί­ναι ήδη ορ­γα­νι­κά εν­σω­μα­τω­μέ­να. Αυ­τό ση­μαί­νει πως η επέμ­βα­ση, η προ­σθή­κη οποιασ­δή­πο­τε φω­νής (η προ­σθή­κη μου­σι­κής στο ποί­η­μα εί­ναι μια άλ­λη, ακό­μα πιο πε­ρί­πλο­κη ιστο­ρία στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη με εκεί­νη της φω­νής) χρειά­ζε­ται να γί­νει τό­σο δια­κρι­τι­κά, όσο ένα ρού­χο που θα φο­ρε­θεί απλώς για να φα­νούν οι γραμ­μές ενός σώ­μα­τος, χω­ρίς το ίδιο το ρού­χο να κα­λύ­πτει αλ­λά να απο­κα­λύ­πτει και να ανα­κα­λύ­πτει το σώ­μα που το φο­ρά­ει. Απ’ την άλ­λη η εσω­τε­ρι­κή φω­νή έρ­χε­ται διαρ­κώς μέ­σα από το ποί­η­μα και αυ­τήν χρειά­ζε­ται να συ­να­ντή­σει η φυ­σι­κή φω­νή, η οποία ανα­λαμ­βά­νει να δα­νεί­σει στο ποί­η­μα τον δι­κό της ήχο για να ακου­στεί ο δι­κός του ρυθ­μός, ο δι­κός του κό­σμος. Σαν ένας κα­λός αγω­γός που επι­τρέ­πει το πέ­ρα­σμα χω­ρίς τις αντι­στά­σεις κα­μιάς «δη­μιουρ­γι­κής» δια­σκευ­ής.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: