Γιώργος Σεφέρης: Εξορία και κοσμοπολιτισμός

Γιώργος Σεφέρης: Εξορία και κοσμοπολιτισμός

Η ιδέα που έχουμε για τον κοσμοπολιτισμό αφορά μια συνθήκη ελεύθερης και άνετης κυκλοφορίας μεταξύ διαφορετικών χωρών. Μετακίνηση από περιβάλλον σε περιβάλλον με άνεση, χωρίς δυσκολίες. Ο παλιότερος ορισμός τη συνθήκης αναφέρεται στην αδιαφορία του περάσματος από χώρα σε χώρα, και στη δυνατότητα της προσαρμογής σε όλα. Η νεότερη σημασία δίνει βάρος στην κατανόηση των άλλων και στην αποδοχή της επιρροής τους. Οι διπλωμάτες υπήρξαν πάντοτε, ως εκ του επαγγέλματός τους, αντιπρόσωποι αυτής της κατάστασης. Είναι οι κατ’ εξοχήν και κατ’ επιλογήν κοσμοπολίτες. Αντιθέτως στην εξορία υπάρχει η υποχρεωτική μετακίνηση και ο αποκλεισμός της επιστροφής. Αυτός ο αναγκαστικός εκπατρισμός, η απομάκρυνση και ο αποχωρισμός από τον γενέθλιο ή τον πάτριο χώρο, που άλλοτε είναι μια τιμωρία και άλλοτε μια διέξοδος επιβίωσης, εμπεριέχει το βάρος μιας συνθήκης απαραίτητης για τη συνέχεια της ζωής. Η εξορία γίνεται ικανή και αναγκαία συνθήκη για να δοθεί χώρος αλλού ώστε να υπάρξει χρόνος, παράταση και συνέχεια στη ζωή.

Ο Σεφέρης είναι ένα παράδειγμα, μια περίπτωση που συνδέει τις δύο συνθήκες, κι όχι απλώς επειδή υπήρξε διπλωμάτης. Και δείχνει επιπλέον ότι ο κοσμοπολιτισμός μπορεί συχνά να κρύβει, να συγκαλύπτει την κατάσταση του εξόριστου. Τότε η εξορία βρίσκεται στην καρδιά κάποιου που εμφανίζεται ως κοσμοπολίτης. Πολύ περισσότερο στις μέρες μας, όταν η παγκοσμιοποίηση γίνεται μια συνθήκη που αντλεί από τον κοσμοπολιτισμό και από την εξορία ταυτόχρονα, προσπαθώντας να μειώσει τη σημασία των συνόρων χωρίς να το πετυχαίνει. Σμύρνη, Αθήνα, Παρίσι, Αθήνα, Λονδίνο, Κορυτσά, Αθήνα, και ο μεγάλος περίπλους του πολέμου, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Γιοχάνεσμπουργκ, Ιερουσαλήμ, Κάιρο, Κάβα ντέι Τιρένι (ο τελευταίος σταθμός), Αθήνα, Άγκυρα, Αθήνα. Αυτοί είναι οι υποχρεωτικοί σταθμοί μιας διαδρομής, της διαδρομής της ζωής του, όχι οι σταθμοί ενός ταξιδιώτη που μετακινείται χάριν αναψυχής, αλλά από ανάγκη για να ζήσει, ενώ μετράει «μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε / μέσα στη φυγή.»[1], όπως γράφει ο ίδιος. Ένα κράτημα μέσα στη φυγή, να σταθεί όρθιος μέσα σε αυτήν, η φυγή να γίνει μια πλατφόρμα ζωής. Άλλωστε αυτό το ίδιο κράτημα επανέρχεται αλλού ως εκ των υστέρων κατόρθωμα, «Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας / ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής / σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, / καμιά φωτιά στην κορυφή τους Βραδιάζει.»[2], πάντοτε όμως αρθρωμένο με τη μετακίνηση, αφού γράφει «κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας». Μια διπλή κίνηση, εκείνη που ασκούν οι δυνάμεις προς το κέντρο και προς την περιφέρεια, σε έναν φυγόκεντρο και έναν κεντρομόλο στροβιλισμό σε ανταγωνισμό.
Όμως αυτή η διπλή κίνηση γίνεται η ζωή του, προς ένα χαμένο για πάντα κέντρο και προς την περιφέρεια, υποχρεωτική κίνηση η δεύτερη, υποχρεωτικό κράτημα η πρώτη. Γι’ αυτό άλλωστε ο ομηρικός Οδυσσέας υπήρξε για κείνον ένας σταθερός αντιπρόσωπος, της μοιραίας και αναγκαστικής περιπλάνησης («Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα»[3]) σε μια κίνηση επιστροφής που θα μεταμορφώσει τον πλάνητα, θα τον φέρει πίσω αγνώριστο σε έναν τόπο που θα έχει κι αυτός γίνει ξένος, ανοίκειος. Αυτό που γνώριζε, αυτό που αποχωρίστηκε έχει πλέον χαθεί. «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα // Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του κυμάτου την αρμύρα // τόσα περίπλοκα τέρατα που δεν μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.»[4] Ο Σεφέρης στο «Μυθιστόρημα» θα ιστορήσει αυτό το ταξίδι της επιστροφής, και θα δραματοποιήσει την απουσία συντρόφων, την έλλειψη των άλλων, ακολουθώντας κι εδώ το παράδειγμα της ομηρικής επιστροφής του ήρωα ολομόναχου, χωρίς κανέναν συμπαραστάτη αλλά και συνοδοιπόρο. Είναι κι αυτός ένας όρος της αλλαγής, γιατί το ταξίδι έχει ξεκινήσει με την παρουσία των συντρόφων. Όμως η επιστροφή θα συντελεστεί σε κάτι άλλο, οριστικά διαφορετικό. Εκείνος που επιστρέφει είναι άλλος από εκείνον που έχει αναχωρήσει, και επειδή ο ίδιος έχει αλλάξει αλλά και επειδή επιστρέφει μόνος. Όμως εξίσου η επιστροφή αφορά έναν τόπο αλλαγμένο και αλλότριο από εκείνον που έχει αφήσει. Ο Σεφέρης το περιγράφει αυτό σε ένα ποίημα, σχεδόν σκηνικό ποίημα με έντονο δραματικό τόνο, στο οποίο αναγνωρίζεται εντέλει αυτή η διπλή αλλαγή: «ο γυρισμός του ξενιτεμένου» «χρόνια ξενιτεμένος ήρθες / με εικόνες που έχεις αναθρέψει / κάτω από ξένους ουρανούς» και «η νοσταλγία σου έχει πλάσει / μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους / έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους».

Ένα μεγάλο μέρος της ποίησής του ξεδιπλώνεται σε αυτή τη διελκυνστίδα, ανάμεσα σε μια φυγόκεντρο δύναμη περιπλάνησης, του εξόριστου και του πρόσφυγα, και σε μια κεντρομόλο δύναμη επιστροφής στο σπίτι και στην πατρίδα. Από τη μία το ερώτημα «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας / πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών / στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε / χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα / ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.»[5] και η αδυναμία το ταξίδι να λειτουργήσει με τα θαύματα του νέου κόσμου που ανοίγει. Από την άλλη το κέντρο βάρους ενός κόσμου που αντιπροσωπεύεται από την εστία και την απώλειά της: «Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια / που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι / και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.»[6] Εδώ «Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες / ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια / το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα / τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.»[7] και οι εικόνες μιας ζωής σχεδόν ειδυλλιακής γίνονται εικόνες που προβάλλουν ως αναμνήσεις από τις παλιές κορνίζες. Όμως εκείνος που επιστρέφει είναι πλέον ένα ανθρώπινο ερείπιο: «Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι / μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο / από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.»[8] Γιατί η περιπλάνηση έχει χαράξει στο σώμα του τις ίδιες τις διαδρομές της πορείας του, αποκαλύπτει μια ιστορία που τον έχει αφήσει ανέστιο: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε / να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί».

Πέρα από την πολύ προσωπική ιστορία του ξεριζωμένου μικρασιάτη ο Σεφέρης έζησε με τον ίδιο προσωπικό τρόπο, σαν επανάληψη, τους ξεριζωμούς του πολέμου, κι εκεί είδε πάλι να παίζεται το ίδιο ανθρώπινο δράμα σε επανάληψη πολλαπλασιασμένο, αυτό που παίζεται ως τις μέρες μας με τους νεκρούς να σωριάζονται στα βάθη της θάλασσας και τους πολέμους να πελεκάνε το ανθρώπινο κοπάδι. Αντιλήφθηκε τη σημασία του ανθρώπου που έγινε «πραμάτεια», ένα αναλώσιμο υλικό της Ιστορίας, μια ύλη για τους δυνατούς του κόσμου που όπως τα σμήνη των πουλιών αλλάζουν σχήματα με τον άνεμο έτσι και τα πλήθη του κόσμου παίρνουν τη μορφή που τους δίνουν οι διώκτες τους. «Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς! / Αλλά τα μάτια τους μιλούν όλα τον ίδιο λόγο, / όχι το λόγο που έγινε άνθρωπος, θεέ μου συμπάθα μας, / όχι ταξίδια για να ιδείς καινούργιους τόπους, αλλά / το σκοτεινό τρένο της φυγής όπου τα βρέφη / τρέφουνται με τη βρώμα και τις αμαρτίες των γονιών / και νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμα / να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα / που μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη / και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε.»[9] «Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις φίλε. / Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη / του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια / δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.»[10] Ο κοσμοπολιτισμός είναι μου φαίνεται εντέλει ένας ευφημισμός για την εξορία, είναι ένα κάλυμμα για τον κόσμο «τώρα που έγινε / ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο»[11]. Γιατί, όσοι κατατρεγμένοι γυρεύουν μια γωνιά για να ζήσουν έξω από την πατρίδα του, μόνον πολίτες του κόσμου δεν είναι. Ο κοσμοπολιτισμός είναι οι επίσημες διαδρομές που κρύβουν τα μυστικά περάσματα των εξόριστων όταν διαβαίνουν τα σύνορα για να σωθούν, των προσφύγων όταν κυνηγημένοι φορτώνουν τη ζωή τους στις σχεδίες των ονείρων για μια ζωή ανθρώπινη. Στο διάβα τους συναντούν τελικά τον θάνατο, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα σε στιγμές απογύμνωσης σαν αυτή των δύο στίχων που ο Σεφέρης τους αντιγράφει από ένα νεκροταφείο στην Κορυτσά «Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί / πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου». Αλλά αυτή η συνθήκη, η τόσο κοντά στον θάνατο, η τόσο πρωτόλεια για τη ζωή είναι το όριο στο οποίο κινείται ο πρόσφυγας και ο εξόριστος προτού γίνει είτε πραμάτεια του θανάτου, είτε αν γλιτώσει από αυτήν μετατραπεί σε πολίτη του κόσμου και βαφτιστεί σε μια νέα ταυτότητα, που από εξόριστο θα τον ονομάσει, συγκαλύπτοντας μιαν αλήθεια, κοσμοπολίτη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: