«Περισσότερον από όλους καταστρέφουν την γλώσσαν οι ποιηταί»

Εί­ναι τό­σο γνω­στή η πε­ρί­φη­μη εξο­ρία, ο απο­κλει­σμός των ποι­η­τών από την πλα­τω­νι­κή πο­λι­τεία ώστε δεν διέ­φυ­γε από το γνω­στι­κό πε­δίο των λο­γο­κρι­τών επί δι­κτα­το­ρί­ας, οι οποί­οι απο­φαί­νο­νται επί του θέ­μα­τος της θέ­σης των ποι­η­τών, επι­χει­ρη­μα­το­λο­γώ­ντας ως εξής υπέρ της θέ­σης του ποι­η­τή ως κα­τα­στρο­φέα: «Οι λο­γο­τέ­χναι οφεί­λουν [σε­βα­σμόν] εις τας κα­τα­λή­ξεις των λέ­ξε­ων και εις τας αυ­ξή­σεις των πα­ρω­χη­μέ­νων χρό­νων των ρη­μά­των. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από όλους κα­τα­στρέ­φουν την γλώσ­σαν οι ποι­η­ταί. Ο Πλά­των, ως γνω­στόν, εί­χεν απο­κλεί­σει τους ποι­η­τάς από την πο­λι­τεί­αν του.»[1] Έτσι επει­δή βρί­σκε­ται σε θέ­ση κα­τα­στρο­φέα ο ποι­η­τής, θέ­ση η οποία στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση συ­νι­στά εύ­ση­μο, χρειά­ζε­ται να εξο­βε­λι­στεί ίσως όχι μό­νον εκτός πο­λι­τεί­ας αλ­λά και εις το πυρ το εξώ­τε­ρον. Έτσι, για να απο­φευ­χθούν τα κα­τα­στρο­φι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα της γλωσ­σι­κής επιρ­ρο­ής των ποι­η­τών, που δεν σέ­βο­νται τους «κα­νό­νες», απαι­τεί­ται ο λο­γο­κρι­τι­κός έλεγ­χος που βά­ζει τα πράγ­μα­τα σε μία τά­ξη, ώστε να μην υπο­φέ­ρουν οι αυ­ξή­σεις στους πα­ρω­χη­μέ­νους χρό­νους των ρη­μά­των. Η γραμ­μα­τι­κή μπο­ρεί να πά­ρει τη θέ­ση των κη­δε­μό­νων που χρη­σι­μο­ποιούν οι ορ­θο­πε­δι­κοί προ­κει­μέ­νου να στη­ρί­ξουν μια σω­μα­τι­κή πε­ριο­χή όταν το μυ­ϊ­κό σύ­στη­μα δεν τα βγά­ζει πέ­ρα με τη βα­ρύ­τη­τα και τις έλ­ξεις. Βε­βαί­ως στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, όπως και με την πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα στις μέ­ρες μας, ο κη­δε­μό­νας λει­τουρ­γεί υπέρ της ασφυ­ξί­ας του λό­γου, αν όχι τον στραγ­γα­λι­σμό του. Και να πως οι κα­νό­νες, που ρυθ­μί­ζουν ένα σύ­στη­μα, χρη­σι­μο­ποιού­νται για να το δια­λύ­σουν μέ­σα σε μια εκ προ­οι­μί­ου προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη, μη­χα­νι­κή λει­τουρ­γία. Και πως οι ποι­η­τές που ανα­και­νί­ζουν την κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα από τη συ­νή­θη φθο­ρά της συ­νε­χούς χρή­σης της εί­ναι απα­ραί­τη­το να απο­μα­κρυν­θούν ώστε να αφή­σουν εντέ­λει το έρ­γο της κα­τα­στρο­φής στον χρό­νο, στην ακι­νη­σία, στην θα­να­τε­ρή επα­νά­λη­ψη.

Συ­νε­χί­ζουν λοι­πόν ακά­θε­κτοι οι Με­γά­λοι Αδελ­φοί της γλώσ­σας: «Η Εθνι­κή Κυ­βέρ­νη­σις, προ­κει­μέ­νου να ανα­κο­πεί η ύπου­λος δη­λη­τη­ρί­α­σις της εθνι­κής ψυ­χής, έχει ανα­γκα­σθεί να επι­βά­λει λο­γο­κρι­σί­αν εις τα βι­βλία. Τοιου­το­τρό­πως επει­δή εν­δέ­χε­ται να υπάρ­χουν λέ­ξεις δι­φο­ρού­με­νοι ή όχι ευ­θέ­ως κα­τα­λη­πταί ή ου­χί εν τω πλαι­σίω και τη εν­νοία του υπό της Εθνι­κής Επα­να­στά­σε­ως δια­γρα­φο­μέ­νου πνεύ­μα­τος του ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­κού πο­λι­τι­σμού, απαι­τεί­ται η πα­ρου­σία του συγ­γρα­φέ­ως δια να συ­ζη­τή­σει με­τά των αρ­μο­δί­ων αρ­χών τα επί­μα­χα ση­μεία ή λέ­ξεις και να επι­φέ­ρει τας ανα­γκαί­ας τρο­πο­ποι­ή­σεις ή να απο­δεί­ξει προ­σφεύ­γων εις την αμέ­σως ανω­τέ­ρα βαθ­μί­δα της ιε­ραρ­χί­ας ή εν ανά­γκη και στην ανω­τέ­ρα της αμέ­σως ανω­τέ­ρας ή εν ανά­γκη και στην γε­νι­κήν διεύ­θυν­σιν την αθω­ό­τη­τα των προ­θέ­σε­ών του.»[2] Νο­μί­ζω ότι γί­νε­ται έτσι πιο ανά­γλυ­φος ο στό­χος της λο­γο­κρι­σί­ας, που δεν εί­ναι άλ­λος από το νό­η­μα. «Εν­δέ­χε­ται να υπάρ­χουν λέ­ξεις δι­φο­ρού­με­νοι ή όχι ευ­θέ­ως κα­τα­λη­πταί» γρά­φει το κεί­με­νο, και απο­ρεί κα­νείς πως δεν αρ­χί­ζουν να κα­ταρ­γούν τις ίδιες τις λέ­ξεις. Μα θα έπρε­πε να απο­ψι­λώ­σουν τη γλώσ­σα με­τα­τρέ­πο­ντάς την σε έρη­μη γη, πράγ­μα το οποίο απο­τε­λεί τον στό­χο τους. Για­τί δύ­σκο­λα θα βρουν λέ­ξεις που να μην μπο­ρούν να λει­τουρ­γή­σουν μέ­σα στην αμ­φι­ση­μία και το δι­φο­ρού­με­νο, ή άλ­λες που να εί­ναι ευ­θέ­ως κα­τα­λη­πτές. Βε­βαί­ως το μο­νο­σή­μα­ντο του νο­ή­μα­τος, όπως μας πλη­ρο­φο­ρούν για να μην έχου­με κα­μία αμ­φι­βο­λία, δεν εί­ναι άλ­λο από το πλαί­σιο και την έν­νοια «του υπό της Εθνι­κής Επα­να­στά­σε­ως δια­γρα­φο­μέ­νου πνεύ­μα­τος του ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­κού πο­λι­τι­σμού». Μπο­ρεί να ακού­γε­ται γε­λοίο σή­με­ρα, αλ­λά αυ­τή η ιδε­ο­λο­γι­κή κα­θο­δή­γη­ση της γλώσ­σας και της σκέ­ψης εί­ναι στην ου­σία το πρό­ταγ­μα κά­θε δι­κτα­το­ρι­κού κα­θε­στώ­τος. Φα­νε­ρού και κρυ­φού, ρη­τού και άρ­ρη­του. Αλ­λά και κα­θε­νός που θέ­λει να λει­τουρ­γεί με τέ­τοιες αρ­χές, φα­νε­ρά και κρυ­φά, ρη­τά και άρ­ρη­τα. Η πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα, όπως και κά­θε ορ­θό­τη­τα, κά­θε ορ­θο­δο­ξία, μπο­ρεί δυ­νη­τι­κά να λει­τουρ­γή­σει και αυ­τή με πα­ρό­μοιο τρό­πο. Το μο­νο­σή­μα­ντο εί­ναι η ση­μαία, η πο­λυ­ση­μία ο εχθρός. Στό­χος η πλή­ρης αγκύ­λω­ση του λό­γου, της ίδιας της γλώσ­σας εντέ­λει.

Η ση­μα­σία λοι­πόν που μπο­ρεί να έχει η ποί­η­ση εί­ναι εκεί­νη μιας διαρ­κούς επα­νά­στα­σης στο πε­δίο της γλώσ­σας και του νο­ή­μα­τος, σε μια προ­σπά­θεια διαρ­κούς νοη­μα­το­δό­τη­σης αυ­τού που βρί­σκε­ται πέ­ραν του νο­ή­μα­τος ή στα όριά του. Μια μά­χη στα σύ­νο­ρα της γλώσ­σας, μια πά­λη ακρι­τι­κή με την ύλη του κό­σμου, με αυ­τό που ακό­μη δεν έχει όνο­μα και δεν έχει πε­ρι­λη­φθεί σε σχέ­σεις λέ­ξε­ων και νοη­μά­των. Βε­βαί­ως τα νο­ή­μα­τα μπο­ρεί να μην εί­ναι «ευ­θέ­ως κα­τα­λη­πτά» ή τα κεί­με­να να βρί­θουν από αμ­φι­ση­μί­ες, και πέ­ραν του ση­μεί­ου αυ­τού βρι­σκό­μα­στε στις δη­μιουρ­γι­κές εστί­ες της ποί­η­σης, σε αυ­τές που προ­κα­λούν πο­νο­κέ­φα­λο στους φι­λο­λό­γους και σε όσους ανα­ζη­τούν μα­ση­μέ­νη τρο­φή σε μα­ση­μέ­να λό­για. Σε όσους επί­σης ανα­ζη­τούν ευ­θύ­γραμ­μα νο­ή­μα­τα, σε εκεί­νους που αγνο­ούν τον πλού­το του υπε­δά­φους και ζη­τούν μιαν κα­θη­συ­χα­στι­κή επι­φά­νεια. Εί­ναι όσοι πα­ρα­πο­νού­νται ή βυσ­σο­δο­μούν ενα­ντί­ον οποιασ­δή­πο­τε σκο­τει­νό­τη­τας, του νο­ή­μα­τος ή του ύφους, που αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια σε αμ­φί­ση­μες προ­ο­πτι­κές. Η πυ­κνό­τη­τα τους ενο­χλεί μα­ζί με κά­θε εί­δους υπαι­νιγ­μό. Ο ποι­η­τι­κός λό­γος, ο οποί­ος συ­μπυ­κνώ­νει στο όνο­μα της με­τα­φο­ράς, τους εξορ­γί­ζει. Οι ίδιοι πο­λύ θα ήθε­λαν να λει­τουρ­γή­σουν λο­γο­κρι­τι­κά αν τους δι­νό­ταν η ευ­και­ρία και εν ολί­γοις έτσι λει­τουρ­γούν όταν κρί­νουν. Εί­ναι από την ίδια πλευ­ρά όσων θέ­λουν να πε­ριο­ρί­σουν τον λό­γο και τη γλώσ­σα, από την οποία αυ­τός βλα­σταί­νει εκτός πλαι­σί­ου, στα στε­νά μέ­τρα τους, στον δί­χως ορί­ζο­ντα κό­σμο τους. Σαν τα φυ­τά που τα κου­ρεύ­ουν σε γε­ω­με­τρι­κές κομ­μώ­σεις οι κη­που­ροί της Δύ­σης. Εί­ναι οι ίδιοι που «ξέ­ρουν» πώς πρέ­πει να γρά­φε­ται η ποί­η­ση και δεν μπο­ρούν να δουν πέ­ρα από τη μύ­τη τους. Εί­ναι εκεί­νοι που νο­μί­ζουν επί­σης πως μπο­ρεί να δι­δά­σκε­ται, και μα­ζί με αυ­τούς όσοι φα­ντά­ζο­νται πως μπο­ρούν να δι­δα­χθούν, στα πε­ρί­φη­μα ερ­γα­στή­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής το πώς γρά­φε­ται η ποί­η­ση. Που κα­λύ­τε­ρα θα ήταν να ονο­μά­ζο­νται ερ­γα­στή­ρια «δη­μιουρ­γι­κής» ανά­γνω­σης, και αυ­τό ήδη θα αρ­κού­σε.

Βε­βαί­ως αυ­τοί, όπως και οι λο­γο­κρι­τές, λει­τουρ­γούν υπέρ της κα­τα­στρο­φής της γλώσ­σας, στε­ρώ­ντας την από ό,τι εί­ναι για κεί­νη το οξυ­γό­νο της. Για­τί με­τα­ξύ άλ­λων το έρ­γο της ποί­η­σης με τη γλώσ­σα συ­ντε­λεί­ται στις κο­ρυ­φές όπου αραιώ­νει το οξυ­γό­νο, στους βυ­θούς όπου το οξυ­γό­νο εμπλου­τί­ζει το νε­ρό, στα όρια όπου η ποί­η­ση πα­λεύ­ει με την πέ­τρα. Ο Ρε­καλ­κά­τι, από μια άλ­λη σκο­πιά συ­νο­ψί­ζει το αυ­το­νό­η­το, τη σχέ­ση δη­λα­δή Κώ­δι­κα και λό­γου ως εξής: «Ο Κώ­δι­κας της γλώσ­σας κα­θο­ρί­ζει τους νό­μους στους οποί­ους υπό­κει­ται ο λό­γος, αλ­λά η άσκη­ση του λό­γου –το μο­να­δι­κό του γε­γο­νός– πά­ντα ξε­χει­λί­ζει από αυ­τόν τον Κώ­δι­κα. Συμ­βαί­νει κα­τά τρό­πο υπο­δειγ­μα­τι­κό στην ποί­η­ση, όπου το μο­να­δι­κό γε­γο­νός του λό­γου δια­στρε­βλώ­νει τη διά­στα­ση του Κώ­δι­κα ανα­τρέ­πο­ντάς του τα θε­μέ­λια. Για τον λό­γο αυ­τό ο Πωλ Σε­λάν όρι­ζε τον ποι­η­τι­κό λό­γο ως ‘κα­τα­στρο­φή της γλώσ­σα­ς’.»[3] Εδώ βέ­βαια η ποί­η­ση ως «κα­τα­στρο­φή της γλώσ­σας» βρί­σκε­ται στον αντί­πο­δα της κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τας, όπως την εν­νο­ού­σαν οι λο­γο­κρι­τές. Εδώ η κα­τα­στρο­φή έχει στό­χο την ανά­τα­ξη, και την ανά­πτυ­ξη, του νο­ή­μα­τος, τη σκλη­ρή πλευ­ρά των νοη­μά­των όπως την ανα­κα­λύ­πτει στην πέ­τρα ο γλύ­πτης. Πρό­κει­ται για δη­μιουρ­γι­κή κα­τα­στρο­φή. Και ο Πωλ Σε­λάν υπήρ­ξε ορια­κός ποι­η­τής ως προς αυ­τό. Έγρα­ψε ποί­η­ση στις εσχα­τιές της γλώσ­σας, και της ζω­ής, στις οποί­ες κιν­δύ­νε­ψε –για χά­ρη μας– να χα­θεί και χά­θη­κε. Λει­τούρ­γη­σε εν μέ­ρει σαν το μι­κρό παι­δί που δια­λύ­ει ένα παι­χνί­δι για να δει τι έχει μέ­σα. Ωστό­σο τα θραύ­σμα­τα που έφε­ρε στο φως δη­μιούρ­γη­σαν μιαν εξέ­χου­σα ποι­η­τι­κή κο­ρυ­φή από συ­ντρίμ­μια, από αυ­τά που κα­θέ­νας μπο­ρεί να φέ­ρει μέ­σα του. Ο ολο­κλη­ρω­τι­σμός της λο­γο­κρι­σί­ας συ­να­ντά εδώ τον ολο­κλη­ρω­τι­σμό της κα­τα­στρο­φής. Μό­νο που οι συ­νέ­πειες του δεύ­τε­ρου ανοί­γουν τα νο­ή­μα­τα όπως οι εται­ρεί­ες δη­μο­σί­ων έρ­γων τα τού­νελ στα βου­νά. Δεν συ­ντο­μεύ­ει ο Σε­λάν κα­μία δια­δρο­μή. Δεί­χνει μιαν άλ­λη προ­σέγ­γι­ση του βυ­θού της πέ­τρας.

Αυ­τό το ξε­χεί­λι­σμα από τον Κώ­δι­κα εί­ναι η ποί­η­ση. Αυ­τή η υπερ­χεί­λι­ση συ­νι­στά μια λει­τουρ­γία της ποί­η­σης, που όμως κι αυ­τή βρί­σκε­ται σε στε­νή ανα­φο­ρά με τον Κώ­δι­κα. Το σπά­σι­μο των ορί­ων, όσο κα­θο­ρί­ζει άλ­λο τό­σο κα­θο­ρί­ζε­ται από τα ίδια αυ­τά όρια. Εί­ναι μέ­ρος τους. Ο Κώ­δι­κας, η υπέρ­βα­σή του εί­ναι και πά­λι το ίδιο το πλαί­σιο που νοη­μα­το­δο­τεί την έξο­δο από αυ­τό. Η ποί­η­ση γί­νε­ται με τους κα­νό­νες ΚΑΙ με τις εξαι­ρέ­σεις της γλώσ­σας. Απο­τε­λεί μια συ­γκο­μι­δή που προ­κύ­πτει και από τα δύο, με στό­χο την εξε­ρεύ­νη­ση νέ­ων εδα­φών. Απλώς, όπως γρά­φει και πά­λι ο Ρε­καλ­κά­τι: «Ο λό­γος δεν μπο­ρεί πο­τέ εξ ολο­κλή­ρου να εμπε­ριέ­χε­ται στον Κώ­δι­κα· αυ­τός ξε­φεύ­γει, εκτρο­χιά­ζε­ται, υπερ­βαί­νει την (προ-κα­θο­ρι­σμέ­νη) κα­θο­λι­κή διά­στα­ση της γλώσ­σας. Δεν υπάρ­χει πράγ­μα­τι Κώ­δι­κας που να μπο­ρεί να φι­λο­ξε­νή­σει ή να προ­κα­τα­λά­βει την απρό­βλε­πτη τρο­χιά του λό­γου.»[4] Στην ου­σία οι τρο­χιές του λό­γου δη­μιουρ­γού­νται στις νέ­ες τους εκ­δο­χές από τους ποι­η­τές: αυ­τοί εί­ναι οι νέ­οι εξε­ρευ­νη­τές του αν­θρώ­πι­νου. Και σε αυ­τή την εξε­ρεύ­νη­ση και­ρο­φυ­λα­χτεί το απρό­βλε­πτο. Αυ­τός εί­ναι ένας τρό­πος με τον οποίο ο λό­γος εμπλου­τί­ζει τον Κώ­δι­κα, εξω­θώ­ντας τον στα όριά του τον σπρώ­χνει να υπερ­βεί κά­πο­τε αυ­τά τα όρια και να τα συ­μπε­ρι­λά­βει εντός του, ακό­μη και ως πε­ριο­χές άγριας φύ­σης, έναν Αμα­ζό­νιο ας πού­με της σύγ­χρο­νης επο­χής, όσο έχει μεί­νει προ­τού απο­ψι­λω­θεί. Που ενώ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον Κώ­δι­κα εντέ­λει υπερ­χει­λί­ζει από τους κα­νό­νες του. Έτσι ποι­η­τι­κά λει­τουρ­γεί η εξαί­ρε­ση, το εξαι­ρε­τι­κό που αί­ρε­ται υπε­ρά­νω του κα­νό­να. Αυ­τή όμως εί­ναι και η θέ­ση της ποί­η­σης. Επι­βε­βαιώ­νει τον κα­νό­να έχο­ντας βγει από αυ­τόν, ή άλ­λο­τε εντός και άλ­λο­τε εκτός κα­νό­να. Η υπέρ­βα­ση, ή η κα­τα­στρο­φή του ορί­ου επι­τρέ­πει στη γλώσ­σα να αποι­κή­σει εδά­φη που εκτός ποί­η­σης βρί­σκο­νταν έξω από τη δι­καιο­δο­σία της. Ο λό­γος αποι­κεί μια νέα ερη­μι­κή Πα­τα­γω­νία.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: