Ονειρικό πορτρέτο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Ονειρικό πορτρέτο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Τα αρκετά τελευταία χρόνια βλεπόμασταν πολύ σπάνια. Εξ αιτίας της δικής μου απόσυρσης από την κυκλοφορία στις λιγοστές παρέες συγγραφέων όπου άλλοτε ήμουν περαστικός. Μια από τις τελευταίες φορές ήταν σε μια συνάθροιση στου Μανώλη Πρατικάκη. Η Κατερίνα ήταν καταβεβλημένη από την απώλεια του Ρουκ – έτσι αποκαλούσε η ίδια τον άντρα της, «ο Ρουκ», όταν ήταν ακόμη εν ζωή. Από τότε που την είχα γνωρίσει, περί τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ήταν περισσότερο κι από σαφές το πόσο στηριζόταν σ’ εκείνον. Προσπαθούσε ωστόσο να συνέλθει και να προχωρήσει τη απουσία του με ό,τι μέσα διέθετε. Κυρίως εκείνο της γραφής, όπου στα τελευταία της βιβλία το υπαρξιακό στοιχείο –σταθερή αναφορά στα ποιήματά της– κατέκλυσε σπαρακτικά τον χώρο και έδωσε πολύτιμα ποιητικά κτερίσματα. Συνήθως η ίδια βρισκόταν στους αντίποδες κάθε κατάθλιψης χωρίς να απέχει καθόλου από τις θλίψεις. Πάντως τα βροντερά της γέλια και το κέφι της για ζωή συνιστούσαν παραδειγματικά τον χαρακτήρα της. Ανθρώπου που για να γευτεί τη χαρά θα έφτανε μέχρι να κάνει την πέτρα να ιδρώσει. Από σύνθλιψη, από βροχή, από θάλασσα, από αγωνία; Άγνωστο.
Πάντως έτσι τη θυμάμαι είτε στο διαμέρισμα της Συνεσίου Κυρήνης –ήμασταν για αρκετά χρόνια γείτονες, όταν κρυβόμουν ακόμη στην αετοφωλιά της Λασκάρεως– είτε στην Αίγινα (είχα βρεθεί ξέμπαρκος για ένα καλοκαίρι, φιλοξενούμενος της Κατερίνας Ζαρόκωστα στο άδειο επειδή ήταν κλειστό ξενοδοχείο των Μπράουν) όπου, από την αυλή του σπιτιού της στο χτήμα κάτω από ένα τεράστιο δέντρο –τι δέντρο ήταν άραγε;– μέχρι κάποιο από τα καφενεία της παραλίας –ποιο ήταν άραγε αυτό στο οποίο σύχναζε και συναντιόμασταν;–, η σταθερά της ήταν ένα τσίπουρο για απεριτίφ, ένα μόνο, είτε λίγο πριν από το μεσημέρι, είτε πριν από το δείπνο. Δεν ήταν έτσι όταν, σε μια τυχαία συνάντηση Ζαλόγγου και Ζωοδόχου Πηγής κατά την οποία εμφανίστηκε πολύ προβληματισμένη επιστρέφοντας από τον Κέδρο, πλέξαμε μέσα σε λίγα λεπτά την αρχή της συνεργασίας της με τον Καστανιώτη, για τον οποίο εκείνη την περίοδο «διάβαζα» τα χειρόγραφα ποίησης. Δεν ήταν βέβαια η περίπτωσή της. Αλλά εκεί, επί τόπου, στο πεζοδρόμιο δρομολογήσαμε το προξενιό, όπως αρμόζει σε εκδοτικές συνεργασίες. Η δική της μακροημέρευσε, εξαιτίας και της γνωστής αδυναμίας του εκδότη στο γυναικείο φύλο.

Γυναίκες άλλωστε κυκλοφορούσαν και στο δικό μου πρόσφατο όνειρο. Βρισκόμουν με μια παλιά φίλη, την Γ., σε ένα καφέ. Εμφανίστηκε στη συνέχεια μια άλλη, η Ε., των πρόσφατων χρόνων. Και η τελευταία φεύγοντας θα μας μετέφερε με το αυτοκίνητό της, για να μας αφήσει τον καθένα κοντά στο σπίτι του. Σηκώθηκα να πληρώσω. Βρέθηκα μπροστά σε έναν πάγκο, κάτι μεταξύ κουζίνας που ετοίμαζε πρόχειρους μεζέδες και ταμείου. Μια γυναίκα βρισκόταν πίσω από τον πάγκο. Μια άλλη, μεσόκοπη καθισμένη σε μια αναπηρική πολυθρόνα καθόταν με μέτωπο προς την εσωτερική πλευρά του πάγκου και την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Είπα πως η φίλη μου είχε πάρει «τσούρος» με τσίπουρο. (Ωραία παρήχηση μέσα στο όνειρο, και ωραίος αναδασμός της λέξης τσούρος σε τσίπουρο με την προσθήκη του γιώτα και του πι, για να μην καταφύγω στην ουρική κοινότητα των δύο.) Και η γυναίκα που καθόταν μου έδειξε ένα αντικείμενο στον πάγκο. Ήταν ένα κεραμίδι, παλαιού τύπου και παλιό λόγω χρήσης σε ένα βαθύ κοκκινοκαφέ χρώμα – είχε αν δεν απατώμαι φτιάξει κάποιες κατασκευές με παρόμοια κεραμίδια κάποτε ο Μιχάλης Μανουσάκης. Το κεραμίδι ήταν τυλιγμένο, με τρόπο που να αποκαλύπτεται στο κάτω μέρος, με ένα πανί. Πανί που θύμιζε άραγε σάβανο; Πάντως ένα κομμάτι λευκό βαμβακερό πανί. Το πανί είχε ζωγραφισμένο επάνω, σχεδιασμένο μάλλον, με τρόπο στοιχειώδη ένα γυναικείο πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά του παρέπεμπαν στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ήταν ένα σκίτσο του προσώπου της. (Το σύνολο άραγε ένα εικαστικό επιτύμβιο; Και το σύνολο ένα πένθιμο ξόδι;) Η γυναίκα της αναπηρικής πολυθρόνας (αναμφίβολα αναφορά στην ίδια την Κατερίνα) είπε πως ήταν έργο της Μαρίας Μπίγδα (!), την ύπαρξη της οποίας αγνοούσα, και ήταν πράγματι ένα πορτραίτο της ποιήτριας. Φώναξα τη γυναίκα μου για να το δει, νέα άφιξη μέσα στο όνειρο, και συνεχάρην τον σύζυγο της ζωγράφου (αναφορά στον Ρουκ) που εμφανίστηκε αίφνης από ένα άλλο δωμάτιο του καφενείου, το οποίο πλέον σαν να στεγαζόταν σε παλαιό νεοκλασικό που είχε αλλάξει την οικιακή χρήση του. Την επόμενη στιγμή είχα ένα χαρτί στο χέρι και σημείωνα μέσα στο όνειρο τα σχετικά με την προσωπογραφία, ώστε να γράψω ένα κείμενο για το εικαστικό έργο, για τη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Και ιδού που τελειώνω ένα σκαρίφημα και για το όνειρο και για την Κατερίνα και για το εικαστικό πορτρέτο της. Για την ποίησή της αλλού, άλλοτε.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θανάση Χατζόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: