Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, ΙΙ

Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, ΙΙ

Συνεχίζουμε την σειρά μεταφράσεων ποίησης που με κάποιο τρόπο, ρητό ή υπόρρητο, διαμορφώνει ελληνικά σκηνικά και τοπία, που με την σειρά τους χρησιμεύουν στο κτίσιμο ενός κόσμου – άλλου, αλλά όχι ξένου. Μεταφέροντάς τα στην ελληνική γλώσσα αποδίδουμε σε αυτά τα ποιήματα, κάπως σαν δώρο, την γλώσσα χάριν της οποίας γράφτηκαν παρόλο που γράφτηκαν σε μια άλλη.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο ποιητής γνωρίζει την ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) σχεδόν άπταιστα. Πολλές φορές, μεταφράζοντας, είχα την πρωτόγνωρη αίσθηση ότι αποτύπωνα τα ορίτζιναλ ελληνικά του ποιητή, όπως τα είχε μεταφέρει στο αγγλόφωνο κείμενο του.
Ο Τζέημς Μέριλ γεννήθηκε το 1926 στην Νέα Υόρκη – ο πατέρας του ήταν, μαζί με τον J.P. Morgan, ο σημαντικότερος τραπεζίτης της εποχής του, ιδρυτής της τράπεζας Merrill-Lynch και επιτήδειος σε τέτοιο βαθμό που το κραχ του 1929 δεν τον επηρέασε καθόλου, καθότι είχε καταλάβει την φούσκα και είχε φροντίσει να αποσύρει τα χρήματα του. Ο γιός του αποποιήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την τράπεζα, αν και ο πατέρας φρόντισε να τον καλύψει οικονομικά εφ’ όρου ζωής. Λέγεται ότι είχε τηλεφωνήσει στον πρόεδρο του κολεγίου Άμχερστ, όπου φοιτούσε ο νεαρός, ρωτώντας αν πράγματι ο Τζέημς είχε την δυνατότητα να γίνει κορυφαίος ποιητής στην ζωή του. Όταν έλαβε την καταφατική απάντηση αποδέχτηκε πλήρως την επαναστατική απόφαση του νεαρού.

Ο Μέριλ, κατά την γνώμη μου, είναι ο κορυφαίος Αμερικανός ποιητής στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα –και υπάρχουν πολλοί τεράστιοι ανταγωνιστές: πρώτη από όλους η Πλαθ (αλλά πέθανε νέα), μετά ο Άσμπερυ, η λιγότερο γνωστή στην Ελλάδα Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, και βέβαια ο Γκίνζμπεργκ, τουλάχιστον αν λάβουμε υπόψη την επιρροή του. Είναι δύσκολος και περίεργος ποιητής. Ανήγαγε σε υψηλή τέχνη την κατά δικούς μας όρους Εμπειρίκια «προσωπική μυθολογία» σε βαθμό απαράμιλλο. Ο Μέριλ πέθανε to 1995 από επιπλοκές του AIDS, έχοντας αφήσει πίσω ένα τεράστιο ποιητικό θησαυρό για μας τους τίμιους πειρατές.

Το σπίτι του Μέριλ στον Λυκαβηττό
Το σπίτι του Μέριλ στον Λυκαβηττό

Τα δύο ποιήματα που επέλεξα να μεταφράσω είναι υποδειγματικά αυτής της προσωπικής μυθολογίας. Ο Μέριλ λάτρεψε την Ελλάδα – και την έζησε όσο κανείς άλλος ξένος της εποχής του, περνώντας τον μισό του χρόνο για μια εικοσαετία στο ιδιόκτητο σπίτι του στην οδό Αθηναίων Εφήβων 44 – η επιλογή της οδού υπήρξε απόλυτα συνειδητή και χαρακτηριστικό χωρατό στην ομοφυλόφιλη παρέα του. Το ποίημα «Μέρες του 1964», με το οποίο κλείνει την συλλογή Μέρες και Νύχτες (1966), σκηνογραφεί αυτόν το περίγυρο του Λυκαβηττού ενώ ταυτόχρονα μας δίνει μια εικόνα από την πρώτη φάση της σχέσης του με τον Στράτο Μουφλουζέλη, ανηψιό του περίφημου ρεμπέτη, ο οποίος υπήρξε και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Το ποίημα «Ο Στράτος στο γύψο», από την μεταγενέστερη συλλογή Με τόλμη απέναντι στα στοιχεία (1972), καταγράφει τον πόνο του χωρισμού τους με αμείλικτη αλλά βαθειά πονεμένη ειρωνεία.

Ο Μέριλ με φίλους στα Χανιά (δίπλα στον πρώτο από αριστερά Στράτο Μουφλουζέλη)
Ο Μέριλ με φίλους στα Χανιά (δίπλα στον πρώτο από αριστερά Στράτο Μουφλουζέλη)

Υπάρχουν και πολλά άλλα ελληνικά ποιήματα του Μέριλ – για την ώρα εστιάζω σε αυτό το ερωτικό σκηνικό. Θα επανέλθω. Μεταφράζοντας τον Μέριλ αποδίδω φόρο τιμής όχι μόνο στην ποίηση του, αλλά στο γεγονός ότι υπήρξε ανεπανάληπτος μεταφραστής του Καβάφη, αν και μετέφρασε μόνο 4 ποιήματα του. Είναι ο μόνος που πραγματικά κατάλαβε τον ρυθμό των καβαφικών ποιημάτων. Οι μεταφράσεις του Καβάφη από τον Μέριλ πρέπει να διδάσκονται σε όλα τα σχολεία ως υψηλής τέχνης ποιητική. Για περισσότερες λεπτομέρειες περί του θέματος βλ. https://read.dukeupress.edu/boundary-2/article/44/3/129/129341/Cavafy-s-Debt

Μέρες του 1964

Σπίτια, μια πρεσβεία, το νοσοκομείο,
η γειτονιά μας ηλιοζώντανη αν και ολίγον τρεμάμενη
ακόμη απ’ τα ποτάμια της βραδινής βροχής…
Απέναντι στον δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της πόλης
ένας απότομος λόφος σου κάνει παρέα για κάμποση βόλτα
ή προσφέρεται για ανάβαση εικοσαλέπτου
προς όφελος μιας θέας που σου κόβει την ανάσα κυριολεκτικά –
σε κάδρο πεύκων σαν ομπρέλες, πόλις και θάλασσα.
Στα πόδια σου αναδύονται κυκλάμινα και κρόκοι φθινοπώρου
πιτσιλισμένοι με λεπτό ιδρώτα ανάμεσα στα λείψανα
καιρών ωραίων που όλοι χάρηκαν. Αν κι όχι ακριβώς Όλυμπος,
ο λόφος διατηρεί μια απόμακρη στο άκουσμα ολόχρονη γιορτή.

Κατεβαίνοντας έφερα στο σπίτι κάτι λουλούδια.
Η σπιτονοικοκυρά μας η κυρα-Κλειώ τα βάζει στο νερό
αναστενάζοντας Παναγία μου! Παναγία μου!
Πονάν τα πόδια της. Με καφέ φόρεμα, παχιά, περασμένα τα πενήντα,
έμοιαζε με αντίγραφο οικοδέσποινας από την Παλμύρα
ζωγραφισμένο με λαρδί και αλογότριχα. Πόσο μας αγαπούσε,
εσένα, εμένα, όλους μας, το πουλί, τη γάτα!
Ήταν σκέτη αγάπη, το ξέρω πια. Αναστέναζε κι έσταζε
από αγάπη όλη μέρα, ή και πόνο, ή και τα δύο.
(Δεν συνεννοούμασταν και πολύ καλά.)
Ζούσε κάπου κοντά με την θεοσεβή μητέρα της
και τον άσωτο υιό της. Εμένα μόνο φώναζε γιο.

Την πλήρωνα αδρά, τολμώ να πω.
Η αγάπη σε κάνει γενναιόδωρο. Κοίτα τους δυό μας. Τόσο λίγο
γνωριζόμασταν ώστε αντί να κοιμηθούμε
καθόμασταν όλη νύχτα ξαπλωμένοι με το φως αναμμένο
χαζεύοντας, ανταλλάσσοντας ιστορίες.

Μου ξανάρχεται μια στιγμή – στην αγκαλιά μου να ασθμαίνεις
από έρωτα, ή γέλιο, ή και τα δύο,
κι εγώ μόλις να έχω θυμηθεί και να σου λέω
τι είχα δει κατεβαίνοντας στην πόλη μεσημεριάτικα:
την κακομοίρα την Κλειώ με τα πονεμένα πόδια της
να τραβάει με κόπο μες τα πεύκα. Φώναξα,
τρεις φορές φώναξα, μέχρι να γυρίσει.
Πάνω από ένα στενό πουλόβερ θαλασσί, το πρόσωπο
ήταν βαμμένο. Ναι. Το πρόσωπο ήταν βαμμένο
κατάλευκο σαν κλόουν, σε χρώμα φεγγαριού στο φως της μέρας,
καλυμμένο με μαργαριτάρια, το στόμα φύλλο Αλεξανδρινό,
Φάε με, πλήρωσέ με – η μάσκα του έρωτα
φορεμένη απανταχού στον κόσμο από αυταπάτη
σε παντρειές του εαυτού της με την απλή ανάγκη.

Από μουγγό ξάφνιασμα, κοιταχτήκαμε – ήταν η αγάπη αυταπάτη; –
και πήρε ο καθένας μας το διάβα του. Μετά, περνώντας
μια πλατεία που στην κινητή υπαίθρια αγορά της παλλόμενα
εμφανιζόντουσαν λαχανικά, κοτόπουλα, πήλινα σκεύη
μες τον ονειροπυκνωμένο συρφετό από ερίζοντες πραγματευτές
κατάψυχα φιλύποπτους μη τύχει κανείς να τους μαδήσει,
σαν πουλί, ή σαν λουλούδι γλυκού Νοέμβρη,
ο εαυτός μου χάθηκε στα κεραμιδένια μονοπάτια, ή βρέθηκε
με πάτημα στον μίσχο που πάλλεται στο ξύπνημα
έτσι ώστε τέλεια να κοπεί, ένας εαυτός στα γόνατα στη λάσπη –
εκεί σταμάτησα στη ψύχρα, για χάρη και των δυό μας

και πιο ήρεμα, γυρνώντας σπίτι, μας έφερα φρούτα.

Συγχώρα με αν τύχει κάποια στιγμή να το διαβάσεις. (Και η κυρα-Κλειώ,
αν τύχει κάποιος κάποτε στα ελληνικά να το σκαρώσει
και να της το διαβάσει φωναχτά, μακάρι κι αυτή να με συγχωρέσει.)
Είχα τόσο καιρό να αγαπηθώ
που είχα χάσει το μυαλό μου.

Εκεί που έκρυψα την όψη μου, το άγγιγμα σου ακαριαίο, εύσπλαχνο,
μου έδεσε τα μάτια. Ένας θεός εξέπνευσε απ’ τα χείλη μου.
Αν ήταν αυταπάτη, θα ήθελα να διαρκέσει πολύ
να κάτσει εκεί, έστω φτηνό επίδομα της κάθε μέρας, εκεί μαζί
πλένοντας και ποτίζοντας, στενάζοντας με έρωτα και πόνο.
Ευχόμουν να σκαρφάλωνε όσο το είχε ανάγκη, ακόμα και στα ύψη
του ξεπεσμού, όπως εγώ τουλάχιστον
φαινόταν, τούτες τις μέρες, να σκαρφάλωνα διαρκώς
σε ένα κόσμο αγρίων
λουλουδιών, γιορτών, δακρύων – ή μήπως έπεφτα, με πόδια
λυγισμένα, σε ύψη, βάθη,
αδιάκοπα ποτάμια βραδυνής βροχής;
Αλλά εσύ ήσουν δίπλα μου παντού, μασκαρεμένος
σαν κάποιος που δεν ήταν, μέσα στο γέλιο, στον έρωτα, στον πόνο.

Ο Στράτος στο γύψο

στήθος μάρμαρο και καρδιά πατάτα*

Ξαφνικά σε γύψο από τον καρπό ως τον δικέφαλο
κάποιος ανοίγει μια μπύρα υποδυόμενος
τον φίλο μου τον Στράτο. Πέρασαν λεπτά ή χρόνια –
τι ακριβώς; – αφ’ ης στιγμής αντάμωσαν τα μάτια μας.

Είχε κατέβει για τον γάμο της αδερφής του

με ένα λεπτόχειλο κωλόγερο
που προίκα παίρνει και το σπίτι – ό,τι πρέπει
για ένα αδερφό να ξεκόψει από το σύνολο της φάρας.
Καθώς το μηχανεύεται, τα μάτια του
διασταυρώνουν με την έπαρση. Αυτό, το αναγνωρίζω.

Στο χέρι μου μια καρτ-ποστάλ του Τσέστερ
με τον Ολύμπιο Απόλλωνα
και μήνυμα: ο Στράτος όπως ήταν κάποτε.
Χαρά κυοφορεί στο όμορφο τυφλό βλέμμα,
στο μαρμαρένιο στόμα, στέρνο. Με προσοχή κοιτώ
μια τον θεό, μια εκείνον. (Σαν τα παιδιά ή τους θεούς,
γουστάρει να τον κοιτούν όταν σηκώνει το ποτήρι.)

Κάτι κιλά παραπανίσια, κάτι το μουστάκι,

κάτι τα ψέμματα που ανακαλύφθηκαν, κάτι τα γράμματα
που δεν απαντήθηκαν, δεν φτάνουν πια και σκάει στα γέλια
περιέργως ευτυχής, πιτσιλισμένος με αφρό.

Για την ώρα μένει μακρυά από το σπίτι,
οικοδόμος το πρωί, τύραννος το βράδυ,
Αθηναίος εν μέσω αγροτών. Φίνος Αθηναίος που μαθαίνει
στην γυναίκα του την συγκατάθεση σκαμπίλι το σκαμπίλι.
Άγγιξα νεύρο. «Μα δεν την παντρεύτηκα ακόμη!
Ηλίθιος είμαι να παντρευτώ πριν τα τριάντα;
Εξάλλου, ποιος εμπιστεύεται γυναίκα;
Η νοσοκόμα που μου έδεσε τον αγκώνα, η παλιόγρια,
φώναξα, με πόνεσε η βρωμιάρα – την ενδιέφερε, νομίζεις;»
Συνεχίζει γοργά, με έπαρση:

«Είμαι γεμάτος πίκρα και θυμό. Θυμάσαι τι μου έγραψες
όταν σου ζήτησα δανεικά;
Έσκισα την διεύθυνση σου – αν κι είχες δίκιο! –
και μετά πούλησα την μαύρη καμπαρντίνα και τα μανικετόκουμπα.»
Τώρα θέλει να πάει στο Ελ Ντοράντο
αν και ο αδερφός του έπαψε πια να τον παρακινεί.
«Εντάξει, θα του γαμήσω τη Παναγία.
Κακός γιός, κακός πατέρας, κακός δικός σου φίλος,
ας γίνω και κακός αδερφός».
Το παιδάκι είναι τριών χρονών και «ευαίσθητο»
αλλά «διάολος, το λέει η καρδούλα του».
Αδειάζει το ποτήρι. Διπλά διαμάντια παραδόξως απούλητα,
τα μάτια του λάμπουν με χαρά.

Τρεις χειμώνες παίζοντας τάβλι στο καφενείο
με στόχους που σουβλίζουν την καρδιά,
ένα τσιγάρο κι ένα δράμι καυτό κατακάθι,
και να μη χάνει ποτέ («έχω στο αίμα μου τα ζάρια») –
η Μαρίκα να κοιμάται, τα μάγουλα της παγωμένα
και ο καπνός από το λάδι να σε πνίγει, ο κοκορόβηχας
να ξυπνάει το μωρό που ρίχνει στο πάτωμα
ό,τι πορφυρό ελιξήριο εκείνος κάποτε θα έχυνε –

τρεις χειμώνες. Μυστριές κατάψυχρου λευκού

πνίγουν το γλυκό ζαχαρωτό πρωτότυπο

που κάποτε έμενε ολονυκτίς ζεστό από δικό του ήλιο.|
Ο θεός μέσα του ζει μόνο στην ανάμνηση.
Μια ακαμψία που την σουβλίζουν αστέρια,
περίπλοκο κάταγμα, καιρό τώρα
αδιόρθωτο, για να παραμείνουμε φίλοι.
Έχω, υποθέτει, άλλους φίλους πια.
Ένας λόγος παραπάνω να χωρίσουμε σαν φίλοι.
Τουλάχιστον, απόψε ένα σύννεφο ροδοπέταλα και ρύζι
με στόχο κάποιους άλλους θα τον περιτυλίξει.

Όρθιος πάλι, αναρωτιέται – σχεδόν ομολογώντας το.

Παίρνω το πρησμένο του χέρι στα δικά μου.
Χωρίς ούτε συλλαβή από τα σαφή μεγαλειώδη υβρεολόγια
που πέρασα ένα χάλι φθινόπωρο συνθέτοντας,
μόνο αυτή η λέξη που στην καθομιλουμένη ταυτόχρονα
σημαίνει
ηλιθιότητα και αυτο-ικανοποίηση
μου έρχεται στο νου, χαμογελώντας:
έτσι έσπασες το χέρι σου, από τόση μαλακία;
Κι ο Στράτος, απαντώντας, για ύστατη φορά
στα γέλια ξανασκάει. «Που τέτοια τύχη!
Μια μέρα σαν κι αυτή κατέρρευσε η σκαλωσιά.
Δεν ένιωσα καθόλου πόνο. Στην αρχή.»

——————
*Ελληνικά στο πρωτότυπο

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Στάθη Γουργουρή ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: