Μήνες ανάμεσα

«Παιδί που τρέχει», ακολουθία φωτογραφιών από την περίφημη σειρά «Ζωικής κίνησης» του αγγλοαμερικανού Eadweard Muybridge (1887)
«Παιδί που τρέχει», ακολουθία φωτογραφιών από την περίφημη σειρά «Ζωικής κίνησης» του αγγλοαμερικανού Eadweard Muybridge (1887)

Και χτύ­πη­σε το κα­μπα­νά­κι του ο Ιού­νιος, με τις χρυ­σές σιω­πές πά­νω σε ήσυ­χα νε­ρά, και πέ­ρα­σαν την πόρ­τα του κα­λο­και­ριού μέ­ρες από την επο­χή που λεν της αθω­ό­τη­τας, από την επο­χή που λεν αθώα, τό­τε που ο χρό­νος ήταν άπει­ρος, και πύ­ρω­νε τις πέ­τρες ήλιος αδερ­φός, και η ζωή φαι­νό­τα­νε σαν ορ­ταν­σία που ανοί­γει τα φτε­ρά της στα χαϊ­δέ­μα­τα της ρέμ­βης.
Μ’ ένα μι­κρό σκαρ­πέ­λο να χτυ­πάς και να χτυ­πάς, βρά­δυ, την πέ­τρα για να φτιά­ξεις τη μορ­φή αυ­τού που εί­σαι, και να μην εί­ναι γέν­νη­ση, και να μην εί­ναι θά­να­τος, για­τί κα­νέ­ναν τους εσύ δεν εί­χες δει.
Πέ­ρα­σαν ύστε­ρα οι οδο­στρω­τή­ρες των λη­στών, και πή­ραν ό,τι ξέ­ρα­νε πο­λύ­τι­μο, γδύ­σαν και γδύ­σαν όλα σου τα φύλ­λα, ώσπου στο τέ­λος έμει­νε ένα φυλ­λα­ρά­κι μο­να­χό, ένα μο­νά­χο, κα­τα­πρά­σι­νο, να ιρι­δί­ζει μες στους σκο­τει­νούς και­ρούς.
Δεν ήτα­νε λη­στές αυ­τοί, δεν ήταν τί­πο­τα αυ­τοί, πα­ρά ο γέ­ρο-Φό­βος που δεν εί­χε ύπνο και ξε­νύ­χτα­γε αντί­κρυ στα κα­του­ρη­μέ­να των παι­διών του, μα το πρωί γι­νό­ταν απλω­μέ­νο στο πα­ρά­θυ­ρο σε­ντό­νι, που το φυ­σού­σε ο άνε­μος να τα­ξι­δέ­ψει.
Κι ύστε­ρα άνοι­ξες τα μά­τια σου και ήσου­να σχε­δόν εξή­ντα, και εί­δες μή­νες διά­σπαρ­τους σ’ όλο το μά­κρος της ζω­ής, μή­νες που πε­ρισ­σεύ­α­νε –δεν έβγαι­νε σω­στός λο­γα­ρια­σμός!– ένας δέ­κα­τος τρί­τος, κι ύστε­ρα άλ­λος ένας, κι άλ­λοι που ακο­λού­θη­σαν, πολ­λοί, κι έστε­καν λέ­ει στο κα­τώ­φλι σαν τον γά­το που κοι­τά­ζει τους Ασώ­μα­τους με δί­χως φό­βο, ήσυ­χοι μή­νες, κα­λο­ζω­ι­σμέ­νοι, αυ­τοί, οι μό­νοι, οι πραγ­μα­τι­κοί σου μή­νες.
Αν έχεις χέ­ρια που ‘ναι άξια ακό­μα, θα ορ­γώ­σεις ένα χω­ρα­φά­κι βο­ρι­νό γι’ αυ­τά εδώ τα ορ­φα­νά σου, θα σπεί­ρεις σπέρ­μα με­θυ­σμέ­νο, κα­τά πως τους πρέ­πει, ανά­με­σα στα χέρ­σα, και ύστε­ρα θα κά­τσεις και θα πε­ρι­μέ­νεις, έτσι όπως πά­ντα εσύ ήξε­ρες να πε­ρι­μέ­νεις, και ένας κή­πος –θα δεις– θα αν­θί­σει εκεί του χρό­νου, εκεί που τώ­ρα βλέ­πεις μό­νο πέ­τρες να πα­τά­νε τον αέ­ρα, μη λυ­θεί κι αφη­νιά­σει, και ήλιο πυ­ρω­μέ­νο να δα­γκώ­νει μες στο κα­λο­καί­ρι τον κα­φά του Ψη­λο­ρεί­τη.
Κι αυ­τός ο κή­πος θα ’ν’ το σχή­μα σου στον κό­σμο αυ­τόν, τώ­ρα που επι­τέ­λους το σκαρ­πέ­λο απο­θυ­μή­θη­κε, κι εί­πε ωραία λό­για σάρ­κι­να –λό­για που φτά­ναν στο­λι­σμέ­να τα κα­λά τους, μ’ όλα τα πνεύ­μα­τα, με τις οξεί­ες, τις βα­ρεί­ες, κι όλες τις πε­ρι­σπω­μέ­νες τους να κυ­μα­τί­ζου­νε, έτσι που τους φυ­σού­σε η σκέ­ψη το σγου­ρό μαλ­λί και τις θω­ρού­σες όλο νά­ζι να πη­δά­νε στο κου­τσό των ήχων, μια στη σκιά τους, μια στο φως, να, ένα βου­να­λά­κι εδώ, λί­γο πιο σκο­τει­νά πιο πέ­ρα, κι ύστε­ρα, πά­λι πί­σω– μί­λη­σε το σκαρ­πέ­λο με τα τέ­τοια λό­για και με άλ­λα που δεν τα θυ­μού­μαι τώ­ρα, και εί­πε για ζωή και θά­να­το, αυ­τά που λέ­γαν κι άλ­λοι δη­λα­δή, μα τα ‘πε αλ­λιώς, για­τί εκεί­νοι με τα τρυ­φε­ρά τα χέ­ρια τί­πο­τα δε νο­γά­νε για να πουν.

Τέ­τοια εί­πε, που δεν τα θυ­μού­μαι τώ­ρα, εί­ναι αλή­θεια. Θυ­μά­μαι μό­νο που με­τά ο ου­ρα­νός κοκ­κί­νι­σε, σαν κά­ποιοι να του κλέ­ψαν ένα μυ­στι­κό που το κρα­τού­σε για τα γη­ρα­τειά του. Και από τό­τε εί­ναι που ο ένας σου μι­σός φο­βε­ρί­ζει την κα­κία, κα­τά πως ήδη ήξε­ρε να κά­νει, (ασκί γε­μά­το τρύ­πια τί­πο­τα, άχρη­στες βάρ­κες που δεν τα­ξι­δεύ­ουν ού­τε στων μι­κρών παι­διών τα όνει­ρα, μη­δε­νι­κά με πει­να­σμέ­να στό­μα­τα, γε­μά­τα απο­ρία, όπως εκεί­να που φυ­λά­νε τα φα­ντά­σμα­τα στις τσέ­πες τους) ναι, μα ο άλ­λος σου μι­σός –για δες το­νε!– το σκά­ει μυ­στι­κά απ’ τα κά­γκε­λα, σαν κα­λο­σύ­νη που πε­ρίσ­σε­ψε, και βγαί­νει ανυ­πό­μο­νη στον δρό­μο για να κά­νει τη δου­λειά της.
Λο­φία τσα­λα­πε­τει­νών, κι ανε­μο­δού­ρες άθι­κτες από τους κε­ραυ­νούς, κα­λο­λο­γούν αυ­τήν την ώρα, τώ­ρα που ο κή­πος κάρ­πι­σε μες στο σκο­τά­δι, και δε σε νοιά­ζου­νε τα τέ­ρα­τα που θα ‘ρθουν, σκιές μυρ­μή­γκων στην λευ­κή του φό­βου τους οθό­νη, μι­κροί Πο­λύ­φη­μοι που τους ζου­λάς μες στην πα­λά­μη σαν απο­κα­ΐ­δια.

Σκί­σε­τε τον μπερ­ντέ!
Ση­κώ­σε­τέ τον για πα­νί, να φύ­γου­με!
Τί­πο­τα τώ­ρα δεν θα εί­ναι αυ­τό που ήταν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: