Α
Ανέβαινε ο ήλιος με το χρυσό του πριονάκι μέσα στις πρώτες μέρες του Αυγούστου, αγκάλιαζε με ανάσα δροσερή παράξενη, σήμερα το παλιό νεκροταφείο. Ο κόσμος έμπαινε και έβγαινε σε αραιές ριπές. Δύσκολο να πεις αν ήταν ζωντανοί ετούτοι ή αν ίσως ήτανε φαντάσματα τού νου του, που φύγανε για λίγο απ’ την αιώνια ακινησία τους να ξεπιαστούνε και να επιστρέψουνε. Γι’ αυτό και δύσκολα την έλεγε την καλημέρα σε νεκροταφείο, μην τύχει και του απαντήσει κάποιος απ’ αυτούς εδώ, κι ύστερα θα τον βάραινε σ’ όλα τα χρόνια η κουβέντα που δεν έπρεπε να ακουστεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Είδε έναν γνωστό του που τον κοίταζε από μακριά αλλά προσπέρασε, ίσως να ξεγελάστηκε. Ανάμεσα στους τάφους προχωρούσε και οι προσευχές του δούλευαν μονάχες τους, κι ο ήλιος χρύσιζε τα μάρμαρα και τα υπομονετικά βλέμματα των κεκοιμημένων, κι εκείνος πολεμούσε να ξεφύγει απ’ τον λαβύρινθο, να φτάσει απέναντι στην εκκλησία που πλησίαζε, πλησίαζε, κι όλο πιο μακριά του φαινότανε να πηγαίνει. Εκεί θα ‘ταν η τελετή. Κόσμο δεν έβλεπε, ήταν νωρίς. Μα όχι, τα στεφάνια ήταν ήδη σε παράταξη, το φέρετρο βαθιά στην εκκλησία τοποθετημένο, ο κόσμος όρθιος, ανήσυχος. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στεκόταν από την πλευρά που έβλεπε στην είσοδο, πάνω απ’ το κεφάλι της, έτσι θα ήταν. Και μια εικόνα της ανάστασης πιο κει, με χρώματα. Και λουλούδια ήταν, και ένα αεράκι χάιδευε των κυριών τα φορέματα, και τα ιδρωμένα των αντρών πουκάμισα, τα καλογυαλισμένα πέδιλα και τα παπούτσια τα κάπως πιο πρόχειρα, βγαλμένα απ’ τη βιασύνη του αναπάντεχου. Όλοι εδώ θα ήτανε, κι ίσως και μερικοί ακόμα που δε φαινόντουσαν, έτσι σκέφτηκε, όσο έπιανε η άκρη του ματιού του εκείνα τα παράξενα κενά ανάμεσα στους αγνώστους, που έχασκαν σαν θέσεις κατειλημμένες από μια αόρατη χορωδία. Τα κεριά πύρωναν στα καντηλέρια και τα πρόσωπα σηκωνόντουσαν δειλά απ’ την ομίχλη των δεκαετιών, παίζανε τα χαρακτηριστικά τους σαν σε αντικατοπτρισμό και ίσιωναν μέσα στη μνήμη πάλι οι συμμαθητές.
Ήτανε χρόνια που δεν είχε έρθει στην πατρίδα. Όλους τους ήξερε, αλλά κανέναν τους δεν αναγνώριζε. Κάποια μισά ονόματα, κάποια μαλλιά γκριζαρισμένα, κάποια τσαλακωμένα πρόσωπα. Ο χρόνος έγλειφε αυτά που ήξερε από παιδί. Μα ήταν και κάποια βλέμματα γαλήνια, κάποια λυγίσματα στη μέση δανεισμένα από άλλο χρόνο, που δεν τους το ‘λεγες κάτω από ετούτες τις ρυτίδες, ψίχουλα χρόνου ξεχασμένα στη λίμνη του σώματος, που όλα μέσα στο βυθό της τα ‘κρυβε και σώπαινε. Ξύπναγαν τώρα μνήμες σκόρπιες με τον ψίθυρο του θυμιατού και με τα τεριρέμ που αντηχούσαν στο λαβύρινθο με το έτσι θέλω τους, κάτι να φέρουν στη γιορτή από τα ξεχασμένα. Σιγά-σιγά φανερωνόταν οι γνωστοί κι οι άγνωστοι, όσοι ποτέ δεν έφυγαν από την πόλη, κι εκείνοι που επέστρεψαν νωρίς, και κάποιοι που ήταν ήδη πεθαμένοι, κι έλεγε τώρα μέσα του πως περπατούν τις νύχτες στους πιο πίσω διαδρόμους του νεκροταφείου. Σήμερα, σίγουρα, όλοι θα ‘ταν εδώ. Θα ‘χανε πληροφορηθεί τα νέα, το επικείμενο ταξίδι, τον ήξεραν αυτόν που σε λιγάκι θα περπάταγε εκεί που εμείς ακόμα δεν το ξέρουμε πώς περπατάνε.
Πρόσωπα μπαίναν τώρα μες στην εκκλησία με το βλέμμα φορτωμένο από έγνοιες, ένα να πεις προβληματάκι που επέμενε, από αυτά που κρύβουν με την καλοσύνη τους το μουρμουρητό του θανάτου το ασταμάτητο, εκείνου που δεν έχει πρόσωπο, ούτε ηλικία έχει, και καγχάζει στις σκοτεινές γωνιές με τα σχέδιά μας, αυτά που όσο πιο πολλά μαζεύουμε τόσο πιο ριζωμένοι νοιώθουμε στη γη. Κάγχαζε ο θάνατος μ’ ετούτα τα υψηλόφρονα, κι ερχόταν ο καθείς με το προβληματάκι του να κρέμεται στο βλέμμα, σαν βάρκα μισοβυθισμένη που κρατιέται η μισή πάνω απ’ την επιφάνεια, και ελπίζει. Και όμως, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, υποπτευόσουν το αδιάψευστο του γεγονότος να τα κατακτά όλα υποδορίως και να τα μαλακώνει. Κι ήτανε κάτι από παρελθόν και κάτι από μέλλον άγνωστο που γλίστραγε απάνω στη σκληράδα των βλεμμάτων και τα έκανε μεταξωτά δρομάκια να τα περπατήσουν οι ερωτευμένοι. Κι ήτανε σαν να κοίταζαν κι αυτά μες απ’ τις αγιογραφίες τώρα, όπως οι όσιοι κι οι ασκητές, μέσα απ’ το πλήθος των Αγίων Πάντων και των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, και μέσα απ’ τη γαλάζια μοναξιά του παντοκράτορα που έχτιζε τη μεγαλοσύνη του μέσα στον ίδιο του τον τρούλο, τίποτα να μην πάει χαμένο απ’ το ποίμνιο, κάτω απ’ τον πέτρινο ουρανό που σκέπαζε τις προσευχές, το πένθος, την ελπίδα μιας συνάντησης σε έναν χρόνο που οι χρόνοι θα ξανασυναντηθούνε, να ανταλλάξουνε τις βέρες τους ―και έσονται οι δύο εις σάρκαν μία― άναρχο χρόνο, χρόνο ατελεύτητο, χρόνο παρηγορητικό και χρόνο πείσμονα, που αδειάζει τη ζωή απ’ τα επείγοντα και νανουρίζει τους αρχαίους φόβους κάτω απ’ το συντριβανάκι του νυν και αεί, την ώρα εκείνη τη χρυσή που οι πληγές μας θεραπεύονται.
Β
Ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ / ένα χαλασμένο μικρόφωνο, ένας εκτάκτως βραχνός ψάλτης, ένας ιερέας που του γλιστρούν οι συλλαβές και ξεκουρντίζονται τα απολυτίκια σαν βάρκα που την έπιασε ο πουνέντες / Ἐλέησόν με, Κύριε / η σκοτεινή λάμψη όσων υπήρξαν σήμερα σε λάθος μέρος έκανε την εξόδιο ακολουθία να δείχνει τα σκουριασμένα της ίσαλα / Ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ / μια ανησυχία τον κατέλαβε μήπως όλα θα ήταν τώρα λάθος / τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε / ανάρμοστα στο πρόσωπο που αποχαιρετούσαν / εἰκών εἰμι, τῆς ἀῤῥήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων / πρόσωπο που είχε χρόνια να συναντήσει / ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος / και ήταν τώρα η στιγμή του, η στιγμή τους, η στιγμή όλων εδώ / πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα / και όμως όλα λάθος έμοιαζαν / ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος / κάποιος στα σίγουρα τους έπαιζε κακόγουστο παιγνίδι / πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα / κάποιος εποφθαλμιούσε τον ήσυχο θρίαμβο της κατάνυξης / πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα / παρόλες τις προσπάθειες των φίλων / μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται / και ήταν τότε που θυμήθηκε ετούτο ακριβώς το πρόσωπο που κείτονταν μπροστά του, πριν 45 τόσα χρόνια / Ὡς ἄνθος μαραίνεται / να τον προσκαλεί να δυναμιτίσουν ένα έργο του πολύ Τζον Κέιτζ / καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται / εκείνο το διάσημο “4΄ 33΄΄”, που ήταν ακριβώς αυτό που έλεγε ο τίτλος του, 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής, που ο συνθέτης θεωρούσε το σημαντικότερό του έργο / πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρὸς τὴν σὴν ὑπάντησιν / έργο που προσκαλούσε έναν δεξιοτέχνη πιανίστα να κλείσει το καπάκι του πιάνου, να βάλει πάνω του ένα χρονόμετρο και να περιμένει ακίνητος επί 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα ακριβώς / Ὄντως φοβερώτατον, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον / του είχε δώσει ένα ξύλινο σείστρο και μια μικρή μπαγκέτα / πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα / κι είχε κρατήσει για τον εαυτό της ένα μεταλλικό κρουστό / πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά / και τα δυο χωρούσαν ίσα ίσα στην παλάμη τους / Ἀνάπαυσον, Σωτὴρ ἡμῶν ζωοδότα / από μια γωνιά του Αγίου Μάρκου, της Βασιλικής των ενετικών χρόνων στο κέντρο της πόλης του Ηρακλείου / Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ / άρχισαν να χτυπάνε, απρόσκλητοι επισκέπτες, τα κρουστά τους / χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε / σαν να ‘τανε αυτοί οι πρωταγωνιστές της βραδιάς / Ἁγνὴ Παρθένε, τοῦ Λόγου Πύλη / ο πιανίστας ξαφνιάστηκε / Ἀλλ᾿ ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου / γύρισε να κοιτάξει κι έβαλε τα γέλια / καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος / προσπάθησε να παραμείνει σοβαρός, να συγκρατηθεί / Τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε / ο πιανίστας ήταν ο Χριστόδουλος Γεωργιάδης / Ὁ παλάμῃ ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας / ο βομβιστής ήταν η Ρίκα Δεληγιαννάκη, που τώρα κείτονταν μέσα στο φέρετρο και τον κοιτούσε μέσα απ’ την ασπρόμαυρη φωτογραφία / Τὸ τριλαμπές, τῆς μιᾶς Θεότητος / για μια στιγμή νόμισε πως του χαμογέλασε / ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος / για μια στιγμή ήταν σίγουρος ότι αυτή ήταν που κινούσε τα νήματα της γιορτής, τις σκανδαλιάρικες ατυχίες, έτσι που το ‘χε συνήθειο / Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν σου / άνθρωπος που μεγάλωσε γενιές με τον παράξενό της τρόπο / Χαῖρε σεμνή / τρόπο έξω απ’ τις μεθόδους / ὁ Πατὴρ ὁ ἄναρχος / λίγο πάνω απ’ αυτές, λίγο μέσα σ’ αυτές, ποτέ με το γράμμα του νόμου / ἡ Θεὸν σαρκὶ τεκοῦσα / και σε κυρίευε η αγάπη από όλες τις πλευρές, ο αναπάντεχος ερωτισμός / οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος / που έλαμπε πίσω από τη μουσική / ὃν ἐξελέξω ἀνάπαυσον / συλλάβιζε μες στον λαβύρινθο των παιδικών αυτιών ότι ο κόσμος είναι άλλος απ’ αυτό που δείχνει / οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος / κόσμος παράξενος, κόσμος πλούσιος, κόσμος σε αναμονή να τον αγγίξεις και να ανθίσει / οὐ συνοδεύει ἡ δόξα / να δεις το πρόσωπό σου μέσα στον καθρέφτη του / ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται / ανάγκη να μαστορέψεις μόνος σου τη μέθοδό, να χτίσεις βλέμμα / καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι / γλώσσα καινούργια να συνεννογιέσαι με τον άγγελο / Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με / και όλα μες στη μοναξιά / κατάταξον αὐτὸν / που την παρηγορεί ο Έρωτας / ἐν Παραδείσῳ / κι η Ρίκα ήταν άνθρωπος του έρωτα, μ’ αυτόν τον τρόπο που τις ηλικίες εξισώνει, τα όμορφα των δεκαετιών λοφάκια ξεχερσώνει, σκεπάζει το ωραίο σύμπαν του κορμιού με τα μετάξια που προκαταβολικά σου δίνουν ψίχουλο παραδείσου / εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν βοῶντες / κι εκείνος τώρα καταλάβαινε τον λόγο που τα έργα της κρατούσαν την ανεπιτήδευτη χαρά και λύπη των παιδικών δωματίων / ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεόν ὄψονται / δε σε κοιτούσαν απ’ το ύψος του κατακτημένου κάστρου τους / ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς / δεν καταδέχονταν το συνοφρυωμένο βλέμμα των επαϊόντων / πῶς ἐκ μαζῶν σου γάλα βρύεις Παρθένε; / χάιδευαν τα μαλλιά ενός παιδιού και τα μαλλιά μιας όμορφης γυναίκας / πῶς τρέφεις τὸν τροφέα τῆς κτίσεως; / τότε θυμήθηκε που η Ρίκα μια φορά του είπε για τα όμορφα μαλλιά του / καὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἐξάρπασον / και ήταν τότε σαν μέσα σε μια αστραπή να την ερωτεύτηκε / τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μήτηρ / και εκείνη επίσης / Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων / και ήταν έτσι ίσως μ’ όλους της τους μαθητές / καὶ πάσης σαρκός / κάθε φύλλου, κάθε ηλικίας, με κάθε όμορφα ντυμένη μες στη σάρκα της ψυχή / καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος / που πάλευε με μουσική να ψιθυρίσει το αίνιγμα του κόσμου / ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας / το ένα αδιάρρηκτο του χρόνου / πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας / την κοινή των ανθρώπων μοίρα / ὃν μετέστησας ἀδελφὸν ἡμῶν ἐκ τῶν προσκαίρων / τον έναν λυρισμό που κατευθείαν μέσα στα περιβόλια τα ολόφωτα οδηγεί / καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι / εκεί που στο εξής ήταν γραφτό να ζήσει τη ζωή του.
Γ
Πάνω απ’ τις ανοιχτές πλάκες είδε για μια στιγμή το φέρετρο ξεσκέπαστο. Κι έλαμψε μπρος στα μάτια του το πιο γαλήνιο πρόσωπο που είδε σε νεκρό. Την κατέβαζαν στο βάθος εκείνου του φιλόξενου κόσμου, την ώρα που τα αυτιά της άκουγαν για τελευταία φορά το «Λήδα Λήδα πεταλίδα σε φωνάζαν στο σχολειό», τον δικό της τρυφερό ύμνο, τραγουδισμένο από μεσήλικες μαθητές:
Λήδα Λήδα πεταλίδα σε φωνάζαν στο σχολειό
Μην μπερδεύεις τα όνειρά σου στη ζωής τον αργαλειό
Λήδα Λήδα πεταλίδα βγαίνεις έξω απ΄ το χορό
Κι αν περάσουνε τα χρόνια θα ‘σαι πάντα ένα μωρό
Λήδα Λήδα στην παγίδα κάποια μέρα θα πιαστείς
Κι αν ο κύκνος είναι ο Δίας στην καρδιά μου να κρυφτείς
Λήδα θα γινώ πυξίδα να σου δείχνω το βορά
Κι αν ξεσπάσει η καταιγίδα θα σου απλώσω τα φτερά
Κι η Λήδα, πάντα απρόσεκτη, μπέρδευε τα όνειρά της στης ζωής τον αργαλειό. Κι ο κύκνος μ’ όλη την αρσενική σκευή του ασταμάτητα την καταδίωκε. Κι εκείνη κάτω απ’ τη φτερούγα της περίμενε την καταιγίδα να περάσει. Και η πυξίδα έδειχνε έναν βορά που δεν υπήρχε. Και ο χορός κυλούσε γύρω από τις τρεις του επιφάνειες, μέσα στην ηλικία της αθωότητας. Κι η Ρίκα φύσαγε την ευλογία της πάνω στο ευαίσθητο αυτό λουλούδι. Εκείνη τη στιγμή τη σκέφτηκε από το βάθος της καινούργιας κατοικίας της να σπρώχνει δεξιά κι αριστερά τα άνθη, να στέκεται στα πόδια της, με τρυφερές κινήσεις να διευθύνει, με τα ίσια της μεταξωτά μαλλιά να πέφτουνε στο πρόσωπο, το παντελόνι της νεότητας να βγάζει εξακολουθητικά τη γλώσσα του στους άτολμους, τα δάχτυλα να ανακατεύουνε αραχνοΰφαντους ρυθμούς πάνω απ’ τους αγαπημένους, μες στον πηχτό αέρα μιας συγκίνησης που ακόμη αγκάλιαζε τους κόσμους και τους ευλογούσε με ζωή.
Ένας υπάλληλος τους ενημέρωσε πως η οικογένεια θα κέρναγε ―συγνώμη, θα προσέφερε, διόρθωσε― καφέ στο καφενείο απέναντι από το κοιμητήριο. Όλοι τώρα περπάταγαν μ’ αυτήν την έλλειψη επείγοντος, που καταρρέει αμέσως ύστερα απ’ τις μεγάλες στιγμές.
Δ
Ο καφές ήρθε, τα κουλουράκια, το κονιάκ ―μια ρακή έλαμπε δια της απουσίας της, αλλά το μέλλον τον διέψευσε―, ο χρόνος κύλησε με ανοιχτό το στόμα του και με χαμηλωμένα βλέφαρα ανάμεσα σε ἔπεα πτερόεντα που ευλογούσαν με το λίγο βάρος τους την ώρα, κάποιες ανούσιες κουβέντες για τα τεκταινόμενα και για το μέλλον που το ξέραν μόνο οι σοφοί, μα όλοι ανεξαιρέτως διεκδικούσαν το αλάθητο να το κατέχουν. Ήτανε όμως κι οι πολύτιμες εκείνες αγκαλιές με ανθρώπους ξεχασμένους, που τώρα ανακάλυπτε πως από πάντα αγαπούσε. Επέστρεψε η αίσθηση και τον κυρίευσε σαν αεράκι του επιταφίου απ’ τα παιδικά του χρόνια, εκείνη η βεβαιότητα πως ήταν από πάντα ερωτευμένος με όλους τους άντρες και με όλες τις γυναίκες γύρω του, με εκείνον τον βαθύ τρόπο των παιδιών στα πρώτα τους τα χρόνια, λιγάκι πριν ο διάβολος της καχυποψίας δαγκώσει μια γενναία μπουκιά απ’ την καρδιά τους και τα κάνει ενήλικες. Σε μια μεριά θα ‘ταν κι η Ρίκα ―ήταν σίγουρος― και θα χαμογελούσε. Τα ήξερε κι εκείνη αυτά. Όχι όπως σοφή, όχι όπως αγία ―μακριά από μας― μα σαν αμαρτωλή που πάτησε ―ας ήταν και στο όνειρο― τα απαγορευμένα που όλοι τα αποστρεφόντουσαν, και τα έπλασε σε προσευχές, παρηγορητικά τραγούδια που όλοι κράταγαν στο στόμα τους την ώρα της καταστροφής, παιγνίδια ανάλαφρα που τα ‘τριβες μέσα στην τσέπη σου τη δύσκολη στιγμή. Ο τρόπος της είχε την ταπεινότητα του νερού, που παίρνει την πιο χαμηλή θέση για να κρύψει τη μεγάλη του δύναμη. Δεν ήταν υψηλόφρων, ήτανε βαθιά. Εάν μετακινιόσουν λίγο απ’ τις βεβαιότητες των αυτοματισμών, εκείνες τις μασκαρεμένες μικρότητες που το εξασκημένο αυτί διακρίνει ακόμα και μες στην πιο δυσάρεστη οχλαγωγία, θα έβλεπες τη συγγένειά της με τους διὰ Χριστὸν Σαλούς, εκείνους που αντιλαμβάνονταν ―όχι με το μυαλό αλλά με την αγνή καρδιά τους― πόσο ακριβώς είναι ανάγκη να ταπεινωθείς, ώστε οι άλλοι δίπλα σου να ανθίσουν. Αυτό, εκείνος, με την ήδη κάποια πείρα του, το ονόμαζε φλέβα χρυσού μες στην καρδιά του αληθινού δασκάλου.
Είχε για λίγο μόνο μείνει δίπλα της, αλλά αυτό υπήρξε αρκετό ώστε να μυηθεί στους αγίους της, τους ταπεινούς και μη, τους σαλούς και όχι, τους διαβολικούς και τρυφερούς, έναν καμβά πολύχρωμο προσώπων που θα έπαιζαν τον ρόλο τους μες στη ζωή του, καθρέφτες του κρυμμένου κόσμου. Η Ρίκα στεκόταν σε μια γωνιά και διηύθυνε, βλέποντας χαμηλά σαν να έπλεκε εργόχειρο. Σε εκείνο το χαμηλωμένο βλέμμα ήταν τώρα σίγουρος ότι αυτή την εποχή, σαν μέσα από μια ακοή σκυμμένη για να αντιληφθεί τον πιο βαθύ ήχο του κόσμου, διέκρινε τον ψίθυρο του μέλλοντος εκείνων των παιδιών, διάβαζε μες στους χίλιους τρόπους που διέπρατταν τα λάθη τους τη μοίρα που στο εξής θα διαπερνούσε τη ζωή τους όπως ευλογία. Στεκόταν με σοφία ένα σκαλοπάτι πριν τη συνειδητοποίηση, λίγο πριν να σκιστεί απ’ την πολλή σπουδή το πέπλο του αυθορμητισμού, λίγο πριν να φανερωθεί σε μια αδύναμη στιγμή η υποψία κάποιας ανταπόδοσης, αφού όλα ανεξαιρέτως θα έπρεπε να λάμψουν μέσα στη βαθιά τους μοναξιά, στο κέντρο της ψυχής τού καθενός μας. Σε εκείνην την παράξενη απόσυρση ―όσο και αν κρυβόταν επιδέξια μες στις γιορτές του έργου της― ανέπνεε το έδαφος που πάνω του θα άνθιζε αργότερα, όπως αυτοφυές φυτό, η ανυπόκριτη ευγνωμοσύνη των ανθρώπων γύρω της.
Ε
Του είχε προτείνει κάποτε, μέσα από μια όμορφη χειρόγραφη επιστολή, να μεταγράψει κάποια έργα για κιθάρα, με τον τρόπο που θα έλεγε: ―Κοίτα, έχω μια συνταγή, δοκίμασε αν θα ‘ναι ωραίο αυτό το φαγητό. Κι ήταν σαν να τον προσκαλούσε τελευταία φορά σε ένα υπερκόσμιο του Χριστόδουλου Γεωργιάδη ρεσιτάλ, με σκανδαλιάρικα κρουστά κρυμμένα μες στις τσέπες τους, να βγάλουν γλώσσα στα υψηλόπνοα επιχειρήματα του Κέιτζ. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Βάρη της άλλης οικογένειας τον κράτησαν μακριά, λες και το ήξερε ήδη πως αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα που θα ‘παιρνε από κείνην. Όχι μιαν ενοχή για το έργο που δεν της επέστρεψε, μα κάτι απείρως σπουδαιότερο, τη βεβαιότητα ότι ο χρόνος τους θα συνεχιζόταν σ’ έναν πλατύ παράδρομο των κόσμων, και ότι μες σ’ εκείνη τη συνέχεια ό,τι δεν πρόλαβε να γίνει εδώ ήταν γραφτό να γίνει σ’ ένα μέλλον που ήδη βούταγε τα ποδαράκια του μέσα στην ησυχία της αγάπης. Ήταν το μάθημα του αυτεξούσιου, που το έβλεπε να στήνει τα θεμέλια του σε ένα σύμπαν ολόφωτο, εκεί που σ’ όλους τους αιώνες κατοικούσαν οι πραγματικοί του συγγενείς.
ΣΤ
Βρέθηκαν απρόσμενα με τη μεγάλη παρέα της φυσικής της οικογένειας σε ένα παραλιακό ρακάδικο. Όταν ζήτησε τον λογαριασμό τού είπαν ότι τον είχε μόλις πληρώσει η Ρίκα. Τον διαπέρασε η κουβέντα σαν οτομοτρίς άλλου καιρού. Ο ήλιος βουτούσε κάθετα στα ζαλισμένα πρόσωπα, οι αγκαλιές ήταν ανθρώπων που αγαπιόντουσαν από καιρό, και αγαπιόντουσαν όχι με τις καρδιές αλλά με κάθε εκατοστό της σάρκας τους -αυτός ήταν ο τρόπος της Ρίκας. Κι ήτανε τότε σίγουρος ότι ο Άγγελος θα της επέτρεψε, μια τελευταία φορά, και επειδή υπήρξε καλός άνθρωπος, να καθίσει σε μια κενή καρέκλα σε ετούτη τη ρακοποσία, καρέκλα που κανείς δεν τόλμησε να ακουμπήσει, να την κουνήσει ένα εκατοστό από τη θέση της. Εκεί την είδε ανάμεσα σε αγκαλιές και λόγια αγάπης, λόγια λειασμένα στο αγίασμα, στο μυστικό της παρέας φρόνημα, να ψιθυρίζει χαμηλόφωνα τις τελευταίες της ευχές. Και τη στιγμή του αποχαιρετισμού, ήταν σαν να χτυπούσαν κάπου μακριά καμπάνες γάμου, μακριά, απ’ την αρχή του χρόνου τους, απ’ το πιο πλούσιο κομμάτι της ζωής τους.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως ανακαλύψουν κάποτε, σε εκείνο το πολύτιμο σημείο του Ενετικού λιμανιού, το οριστικά νεκρό σώμα μιας διαβολικής ΑΙ, που θέλησε να λερώσει με το φτερωτό της κενό τη στιγμή. Την ώρα του αποχαιρετισμού, θα πουν, ένας κήπος οπωροφόρα άνθιζε μέσα στην άνυδρη καρδιά της.
Ηράκλειο, 18 Αυγούστου 2025

*ΑΙ (Artificial Intelligence / Τεχνητή Νοημοσύνη): τομέας της επιστήμης των υπολογιστών που προσπαθεί να κατασκευάσει μηχανές που “σκέφτονται” ή “μαθαίνουν” όμοια με τον άνθρωπο. Οι πολέμιοί της ισχυρίζονται πως η γενικευμένη χρήση της θα δημιουργήσει γενιές εθισμένες στην αποανθρωποποίηση της αντίληψης, στην αποερωτικοποίηση της ζωής, στον εξορθολογισμό μιας μονοσήμαντης θέασης του κόσμου, που σταδιακά θα πάψει να λογαριάζεται ανθρώπινος.
**Ξεχωριστή προσωπικότητα της μουσικής εκπαίδευσης και της σύνθεσης, που επί δεκαετίες άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας και της ιδιαίτερης πατρίδας της, η Ρίκα Δεληγιαννάκη γεννήθηκε και έζησε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε στο Ωδείο Ηρακλείου, πιάνο με την Αύρα Τσίκολη και θεωρητικά με τον Βασίλη Νουφράκη και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών, όπου διδάχθηκε πιάνο από την Έλλη Γεωργιάδου και θεωρητικά από τη Μαρία Χατούπη. Το 1961 διορίστηκε καθηγήτρια μουσικής στη Μέση Εκπαίδευση, υπηρετώντας σε Χίο και Ηράκλειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1969 για να αφιερωθεί στη σύνθεση και στη διδασκαλία (πιάνο και μουσική προπαιδεία βασισμένη στο σύστημα ORFF), πάντοτε στο Ωδείο του Μουσικού Συλλόγου “Απόλλων”, στο Ηράκλειο. Εκεί δημιούργησε το οργανικό-φωνητικό σύνολο “Γαλάζια Μέταλλα”, παρουσιάζοντας ποικίλα είδη μουσικής με διαφορετικούς συνδυασμούς οργάνων και φωνών, σε συναυλίες και σε επαναλαμβανόμενες επισκέψεις στην τότε κρατική τηλεόραση. Το έργο της χαρακτηρίζεται από έναν πρωτότυπο και ευρηματικό συγκερασμό της δημοτικής παράδοσης με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Έχει συνθέσει μεγάλο αριθμό σύντομων κομματιών για πιάνο, καθώς και πολλά τραγούδια για μικρούς και μεγάλους, γράφοντας η ίδια σε πολλά απ’ αυτά τους στίχους. Τρία από τα παιδικά της τραγούδια και ένας κύκλος επτά τραγουδιών για παιδιά έχουν τιμηθεί με βραβεία σε διαγωνισμούς. Τα εκδομένα έργα της περιλαμβάνουν τέσσερις συλλογές κομματιών για πιάνο, καθώς και έργα όπως το “Γυάλινο Ρόδι”, η “Άσπρη Σκάλα”, η “Διαδρομή 1-24”, το “Πιανεύκολο”, καθώς και 12 τραγούδια σε ποίηση του Μηνά Δημάκη με τον τίτλο “Κάψαμε τα καράβια μας”, σε παραγωγή του Μάνου Χατζιδάκι. Επίσης, ο δίσκος ακτίνας 21 τραγουδιών με τίτλο “Ο καθρέφτης του Βορρά” - σε στίχους Μηνά Δημάκη, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, Χρυσούλας Τσικριτσή, Τζουλιέττας Καρόρη και Ρίκας Δεληγιαννάκη (“Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι” Αεράκη).