«Σαν ξάφνου μεταμεληθέντες»

Νίκος Εγγονόπουλος, «Εμφύλιος πόλεμος», 1948 (λάδι σε καμβά, 52,5Χ41,5)
Νίκος Εγγονόπουλος, «Εμφύλιος πόλεμος», 1948 (λάδι σε καμβά, 52,5Χ41,5)

Εί­δα στον ύπνο μου πως ξύ­πνη­σα, κι ο κό­σμος ήταν ένας άλ­λος. Ήτα­νε, λέ­ει, έξω Άνοι­ξη, Άνοι­ξη του θε­ού, έτσι κα­θώς την ξέ­ρα­με, με το άλ­φα της το ωραίο να δρο­σί­ζει την ανά­σα σου και πά­νω στο ξι­νό του ξι να σε φυ­σά η φτε­ρού­γα του κρυμ­μέ­νου στα κλα­διά που­λιού, να σε πα­ρη­γο­ρή­σει. Και οι πλα­τεί­ες ήτα­νε γε­μά­τες από αν­θρώ­πους που αγκα­λιά­ζο­νταν και που φι­λιό­ντου­σαν στα στό­μα­τα, και τρα­γου­δά­γα­νε τρα­γού­δια ο ένας μες στο αυ­τί του άλ­λου, κά­θι­δροι απ’ την αγω­νία της αγά­πης, άν­θρω­ποι δί­χως μά­σκες, σε αλά­νες δί­χως χω­ρο­φύ­λα­κες για να με­τρούν τις απο­στά­σεις. Κι εί­δα κι αυ­τούς, τους χω­ρο­φύ­λα­κες, σαν ξάφ­νου –κα­τά πώς εί­πε το ποί­η­μα– «με­τα­με­λη­θέ­ντες», να βλέ­πουν μέ­σα «στο γα­λά­ζιο του ου­ρα­νού γοη­τευ­τι­κές αρά­δες σύν­νε­φα» και να κραυ­γά­ζουν εν χο­ρώ: «Ιδού τα σύν­νε­φα του Εγ­γο­νό­που­λου!» […γεια σου Σω­τή­ρη.][1]

Εί­δα στα σού­περ μάρ­κετ τα πα­τώ­μα­τα δί­χως τα Χ, και εί­δα τους πα­λιούς γνω­στούς να απλώ­νουν χει­ρα­ψί­ες για το κα­λω­σό­ρι­σες. Και ύστε­ρα τους εί­δα με υγρά από την έξα­ψη δά­χτυ­λα να ζου­λά­νε τις χα­ρα­κιές κά­τω απ’ τα χεί­λια, έτσι κα­θώς το ξέ­ρα­με κι έτσι κα­θώς το συ­νη­θί­ζα­με, να πού­νε το ανεί­πω­το, εκεί­νο που η λέ­ξη μο­να­χή δεν έχει μπρά­τσα να ση­κώ­σει, μα ίσως για να κρύ­ψουν προς στιγ­μήν την φτώ­χια του προ­σώ­που τους, να πού­νε μια συγ­γνώ­μη για το λί­γο που κα­τα­λα­βαί­νει η καρ­διά τους από ξέ­νο πό­νο.

Κι εί­δα με­τά στον ύπνο μου ολά­κε­ρη την κο­μπα­νία του Ζα­μπέ­τα μ’ ένα «Άλα!» της να με κα­λεί στην πί­στα, «Άλα!» που γλύ­και­νε το λα­ρύγ­γι μου σαν πα­λιό κρα­σί, κι ύστε­ρα εί­δα και κεί­νον με τη γλώσ­σα έξω να σα­λιώ­νει τον αντί­χει­ρα, να συ­νε­χί­σει τα ιε­ρουρ­γή­μα­τα μέ­σα στ’ ασπρό­μαυ­ρο του Φι­λο­ποί­με­νος κου­τί. Κι εί­δα και τους θα­μώ­νες που πια­νό­ντου­σαν στα χέ­ρια, και φτύ­να­νε ο ένας του αλ­λου­νού το πρό­σω­πο, κι αμέ­σως ύστε­ρα τους εί­δα να φι­λιώ­νου­νε, αγκα­λια­σμέ­νοι να απο­μα­κρύ­νο­νται, τρε­κλί­ζο­ντας απ’ το κρα­σί κι απ’ την αγά­πη.

Κι ύστε­ρα άνοι­ξα την τη­λε­ό­ρα­ση, και εί­δα, λέ­ει, –άκου­σον!– έναν πο­λι­τι­κό που ζή­τα­γε συγ­γνώ­μη απ’ τον Ξαρ­χά­κο που τον κα­κο­λό­γη­σε, για­τί σε μία έκλαμ­ψη του σύ­μπα­ντος –έτσι κα­θώς εγί­νη με τον χω­ρο­φύ­λα­κα του Εγ­γο­νό­που­λου– κα­τά­λα­βε ο πο­λι­τι­κά­ντης το αδιά­ψευ­στο της ρή­σης του συν­θέ­του, πως δη­λα­δή ο ιδρώ­τας των μα­στό­ρων –η τέ­χνη, να το πού­με αλ­λιώς– θα εί­ναι εδώ στο κά­θε «πά­ντο­τε» του χρό­νου μας, ένοι­κος της καρ­διάς μας, να πα­ρη­γο­ρεί, τό­τε που ο όχλος των πο­λι­τι­κών θα έχει αμε­τά­κλη­τα από την κά­θε υπο­ση­μεί­ω­ση της ιστο­ρί­ας εξα­λει­φθεί.[2]

Και ναι, ο με­τα­με­λη­θείς πο­λι­τι­κός εκλι­πα­ρού­σε του Ξαρ­χά­κου τη συγ­γνώ­μη –γεια σου άρ­χο­ντα!– κι ύστε­ρα λέ­ει και του Δε­λη­βο­ριά εκλι­πα­ρού­σε τη συ­χώ­ρε­ση, όχι πως του ᾽χαν κά­τι ξάφ­νου μέ­σα του κι­νή­σει τα τρα­γού­δια του, και άλ­λα συ­να­φή στη φού­χτα του γέ­ρο Λα­δά με­τρή­σι­μα, αλ­λά για­τί, σαν μό­λις μέ­σα απ’ την αγκα­λιά αιφ­νί­διας απο­κά­λυ­ψης εγερ­θείς, θα εί­χε κα­τα­λά­βει πως αυ­τός – ο Φοί­βος, ο αεί έφη­βος, ο παν­πνευ­μό­νως πνέ­ων πί­σω απ’ του Δε­λή-Βο­ριά το φου­σκω­μέ­νο ιστίο, να τον πά­ει όπου…– έπρε­πε –όπερ και εγέ­νε­το– να ομι­λή­σει «θε­σμι­κώς», κα­τά πως λεν στα ηλε­κτρι­κά πα­ρά­θυ­ρα, εκ­πρό­σω­πος του σω­μα­τεί­ου ων που το­νε ψή­φι­σε –μα τι να κά­νει και αυ­τός ο άν­θρω­πος;– και ότι η κου­βέ­ντα: «εί­μαι απελ­πι­σμέ­νος…», κλπ,[3] δεν έλε­γε μι­ζέ­ρια ου­δε­μία, ού­τε για κεί­νον κι ού­τε για κα­νέ­ναν άλ­λω­στε, έλε­γε όμως μιαν ομο­βρο­ντία απα­ξί­ω­σης απ' τους χι­λιά­δες που ήταν σή­με­ρα σε μιαν υπέρ­τα­τη ανά­γκη, κι έπρε­πε να τα­ρά­ξου­νε τον ύπνο των αρ­χό­ντων –δυο φο­ρές τρο­μά­ρα τους!– παίρ­νο­ντας φό­ρα μέ­σα απ’ το δι­κό του στό­μα.

[ Μα έχουν οι πο­λι­τι­κοί αυ­τιά για τον αχό της φου­σκω­μέ­νης θά­λασ­σας και για τα τέ­ρα­τα που θα φέ­ρει; Ίδω­μεν. Τα λέω αυ­τά απ’ τη σκο­πιά της 13ης Μα­ΐ­ου του 2020. Και το πλοίο θα πλέ­ει ακα­τα­παύ­στως, φέρ­νο­ντας όλο και πιο νέα το­πία στην οθό­νη μας. ]

Κι ύστε­ρα λέ­ει ο Φοί­βος, και ο Σταύ­ρος, κι άλ­λοι πολ­λοί –ζώ­ντες και τε­θνε­ώ­τες, που άκου­σαν της στιγ­μής το κά­λε­σμα και εγέρ­θη­σαν αυ­το­στιγ­μεί απ’ τον ωραίο τά­φο τους– έψελ­ναν τώ­ρα εν χο­ρώ το «ἐπὶ γῆς εἰρή­νη ἐν ἀνθρῶποις Εὐδο­κία!». (Κι ο Δα­μια­νός –όχι ο θεί­ος μου, αλ­λά ο άλ­λος, ο Αλέ­ξης– εγέ­λα­γε ακα­τα­παύ­στως και αυ­τός κά­τω απ’ τα μου­στά­κια του!)

Κι ύστε­ρα λέ­ει γλί­στρη­σα απ’ τον ύπνο μου μες στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος, κι αντί να βλέ­πω επι­γρα­φές πο­λύ­γλωσ­σες (σαν να ‘μα­σταν στην πιο σκλη­ρή την ώρα της απε­λευ­θέ­ρω­σης, λί­γο πριν ξε­κι­νή­σει το απο­τρό­παιο του μυ­δρα­λί­ου των Εγ­γλέ­ζων κρο­τά­λι­σμα πά­νω απ’ την ορο­φή της μέ­γι­στης «Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας», και λί­γο πριν το δά­χτυ­λο του κά­θε άπι­στου μπαρ­μπα-Θω­μά αγ­γί­ξει τη μα­τω­μέ­νη άσφαλ­το και νιώ­σει την πα­γε­ρή λά­μα της προ­δο­σί­ας να δια­περ­νά τη σπον­δυ­λι­κή του στή­λη), αντί να βλέ­πω επι­γρα­φές που θα τις δι­καιο­λο­γού­σε μιας τέ­τοιας ώρας των εθνών ο ωραί­ος ενα­γκα­λι­σμός, έβλε­πα επι­γρα­φές με το: «Support art workers», σύν­θη­μα ακα­τα­νό­η­το που μέ­σα από την αγο­ραία γλώσ­σα του –πώς να την πεις αλ­λιώς;– κά­λυ­πτε με μαν­δύα δυ­στυ­χί­ας όλων μας τα πρό­σω­πα –πρό­σω­πα γεν­νη­μέ­να να φω­τί­ζο­νται και να γλυ­καί­νουν απ’ το φω­το­στέ­φα­νο της μί­ας Δε­σπο­σύ­νης που κα­θη­με­ρι­νά της πλέ­νου­με τα πό­δια– και με­τα­μόρ­φω­νε όλους –εκεί­νο το ακα­τα­νό­η­το «Support»– σε ζή­του­λες αι­σχρούς των κα­τ’ επάγ­γελ­μα πο­λι­τι­κών, αυ­τών που σ’ έναν τό­πο άλ­λον –τό­πο μ’ ολά­κε­ρη την οδο­ντο­στοι­χία του κι όχι με τις ακρυ­λι­κές μα­σέ­λες των προ­λε­κτι­κών δια­φη­μι­στών– θα ήσαν υπη­ρέ­τες μας, έτσι κα­θώς ται­ριά­ζει και κα­θώς ορί­ζει ο ορ­θός νους, μα άντε βρες γω­νιά να ξα­πο­στά­σει τέ­τοιο αυ­το­νό­η­το – ού­τε στα όνει­ρά σου να το ονει­ρευ­τείς δε επι­τρέ­πε­ται!

Και ξάφ­νου λέ­ει γε­νή­κα­νε εκεί­νες οι επι­γρα­φές συν­θή­μα­τα υπέ­ρο­χα, ωσάν πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα που φω­τα­γώ­γη­σαν σε ένα ανοι­γό­κλει­σμα του βλέ­φα­ρου όλο το πλά­τος του Ατ­τι­κού ου­ρα­νού, πά­νω και πέ­ρα απ’ τα ιε­ρά βου­νά που σμί­γου­νε τα δά­χτυ­λά τους μες στις τρυ­φε­ρές πλε­ξού­δες της πό­λης, συν­θή­μα­τα όπως: «Βγάλ­τε τα σκα­τά από τα μά­τια σας να δεί­τε!», και: «Η τέ­χνη εί­ναι ο μό­νος λό­γος που υπάρ­χε­τε, ανό­η­τοι!», και: «Δί­χως εμάς θα ήσα­σταν βα­θιά μες στο κα­λά­θι των αχρή­στων», και ίσως και κα­νέ­να: «Σ’ έναν κό­σμο δί­καιο θα σπά­γα­τε κο­τρό­νες στο βα­θύ­τε­ρο λα­γού­μι της Πε­ντέ­λης», όπως –πε­ρί­που– εί­πε ένας φί­λος κά­πο­τε, κα­λή του ώρα.

Κι ύστε­ρα λέ­ει θα ᾽βγαι­ναν –ως άρ­τι με­τα­με­λη­θέ­ντες και αυ­τοί– οι τρια­κό­σιοι βου­λευ­ταί έξω απ’ τον ναό της δια­χρο­νι­κής μας ασω­τί­ας, θα γδύ­νο­νταν τα ακρι­βά τους ρού­χα, και θα τα ᾽και­γαν σε μια πυ­ρά ολό­φω­τη στη μέ­ση της πλα­τεί­ας. Με­τά, ολό­γυ­μνοι και κα­θα­ροί από έγνοιες κι από πα­ρελ­θόν θα εξα­φα­νί­ζο­νταν στην αγκα­λιά του πλή­θους, σαν νε­ο­γέν­νη­τα στον κόρ­φο της μη­τέ­ρας τους, το μό­νο ακρι­βό στον κό­σμο πράγ­μα, αν εξαι­ρέ­σου­με της έμ-πυ­ρης γλώσ­σας τα φλο­γε­ρά κα­μώ­μα­τα.

Κι ύστε­ρα, λέ­ει, θα ᾽ρ­χό­τα­νε η Εί­δη­ση, το Νέο, η Εφεύ­ρε­ση που ακό­μα όνο­μα δεν έχει, το Μη­χά­νη­μα, το οποίο τό­σα θα ξε­ρε για τις μορ­φές που παίρ­νει η Άνοι­ξη μες στις ψυ­χές μας, που μό­λις ένας βλαξ ή ένας επί­βου­λος ή ένας μό­νον απλώς αφη­ρη­μέ­νος (που ίσως να ᾽σαι κι εσύ ο ίδιος, μά­τια μου!) τόλ­μα­γε μιαν απρέ­πεια –απρέ­πεια με λό­για ή με πρά­ξη ή με σκέ­ψη μο­να­χά, που ᾽ναι το ίδιο πράγ­μα στον σφυγ­μό τού μέ­σα σύ­μπα­ντος– τό­τε αυ­τό­μα­τα εκεί­νο το μη­χά­νη­μα θα τον απο­συ­νέ­δεε απ’ τον κό­σμο, θα του ᾽βγα­ζε την πρί­ζα και θα τον βου­τού­σε στα πα­ρη­γο­ρη­τι­κά νε­ρά μιας ησυ­χα­στι­κής από­συρ­σης, κι αυ­τό έως ότου να συ­νέλ­θει, να ξε­ζα­λι­στεί, να ξα­να­βρεί τον χα­μέ­νον του άλ­λον, να εν­δυ­θεί το ένα, μο­να­δι­κό του σχή­μα, που περ­πα­τά­ει τον πα­ράλ­λη­λο κό­σμο, τον ες αεί, τον που ακού­ει ξά­γρυ­πνος και κα­θρε­φτί­ζει ακού­ρα­στα τα ονό­μα­τα τρι­γύ­ρω μας, εάν.

Και θα ᾽ναι ετού­τη η Εφεύ­ρε­ση που θα γιορ­τά­σει σύ­μπα­σα η αν­θρω­πό­της μ’ ένα στό­μα, τό­τε που εν εί­δει σμή­νους πε­ρι­στε­ριών θα εγερ­θούν οι ια­χές σαν λέ­ξεις Εμπει­ρί­κειες σπερ­μα­το­φό­ρες, σμή­νος ακρά­τη­το πά­νω απ’ την κλί­νη του Αγνώ­στου Στρα­τιώ­του, τό­τε που απ’ το λα­μπρό του Ατ­τι­κού ου­ρα­νού θα αντη­χή­σουν οι επευ­φη­μί­ες έκ­πτω­των και μη Αγ­γέ­λων, αγκα­λια­σμέ­νων σ’ ένα σώ­μα αξε­χώ­ρι­στο, Αγ­γέ­λων που θα έχουν και αυ­τοί για την πε­ρί­στα­ση με­τα­νο­ή­σει, θα έχουν μιας διά πα­ντός εις βά­θος απρο­σμέ­τρη­το εν­νο­ή­σει του μυ­στη­ρί­ου την με­γί­στη εκ­δί­πλω­ση, μέ­σα στου άστε­ως τις ατρα­πούς, μέ­σα στου ανε­σπέ­ρου φω­τός τις σπαρ­γώ­σες επά­νω στα ύδα­τα της μέ­σα Ελευ­σί­νος ανα­κλά­σεις, και όλα ετού­τα μή­πως κά­πο­τε για λί­γο η ψυ­χή μας ξα­πο­στά­σει απ’ των με­το­νο­μα­σιών το πο­δο­βο­λη­τό, απ’ την οχλο­βοή της τρι­κυ­μί­ας που αιώ­νες μα­στι­γώ­νει τους αι­θέ­ρες της έξαρ­σης και τους κα­νο­ναρ­χεί, μή­πως κι αρ­χί­σει πά­λι το βλέμ­μα μας να δια­κρί­νει στον βυ­θό τις όντως εναρ­γείς έν­νοιες: τον πόρ­φυ­ρα, τον αστε­ρία, τον ιχθύ, την λά­μπου­σα με­λά­σα μέ­σα στα σα­γό­νια των στρει­διών με την απέ­ρα­ντη την κα­λο­σύ­νη, αυ­τές κι όλες τις άλ­λες, αγκα­λιά στην πρώ­τη τους τη ση­μα­σία, έξαφ­να και για όλον τον χρό­νο δω­ρι­σμέ­νες στη ζωή, σε δό­ξα του υπέρ­τα­του ονει­ρο­φό­ρου Άγιου, προ­στά­τη-συ­μπο­λε­μι­στή. Ο κό­σμος τώ­ρα θα επι­στρέ­φει στα θρα­νία του, να μά­θει και να μά­θει την και­νούρ­για αλ­φα­βή­τα των πραγ­μά­των, από τους σπου­δα­σμέ­νους των ου­ρά­νιων φα­λαι­νο­θη­ρι­κών. Αμήν.

Κι ήτα­νε λέ­ει όμορ­φες οι λέ­ξεις, όμορ­φες πο­λύ, κα­θώς κι ο κό­σμος που περ­πά­τα­γε τρι­γύ­ρω τους και χαί­ρο­νταν, και έλε­γα: «Να μην ξυ­πνή­σω, Πα­να­γία μου, να μην ξυ­πνή­σω!»

Κι ύστε­ρα ξύ­πνη­σα. Κι ο κό­σμος ήταν όντως ένας άλ­λος.

[ 13 Μα­ΐ­ου 2020 ]



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: