Ό,τι μας καπνίσει... και πάλι

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Μα­τιές στο ση­μα­σιο­λο­γι­κό πε­δίο του κα­πνί­σμα­τος και ο μοι­ραί­ος δι­πλω­μά­της και λε­ξι­κο­γρά­φος Jean Nicot ή Γιάν­νης Νι­κο­λά­κης

————————————————
Σχό­λια στα Σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (16)
—————————————————

Μέ­ρος Β΄

Ό,τι μας καπνίσει... και πάλι

Από το κά­πνι­σμα στο άτμι­σμα

  Όλα τα πα­λαιό­τε­ρα λε­ξι­κά λημ­μα­το­γρα­φούν το κά­πνι­σμα με εντε­λώς ρη­χό τρό­πο και απελ­πι­στι­κή συ­ντο­μία.[1] Το λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη, ακό­μα και στην πρό­σφα­τη 5η έκ­δο­σή του (2019), πε­ριέ­χει ξε­πε­ρα­σμέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες, όπως ότι το κά­πνι­σμα απα­γο­ρεύ­ε­ται στα νο­σο­κο­μεία:[2]
κά­πνι­σμα (το) {κα­πνί­σμα­τος | χωρ. πληθ.] 1. η ει­σπνοή και η εκ­πνοή του κα­πνού από τσι­γά­ρο, πί­πα, πού­ρο ή άλ­λη επε­ξερ­γα­σμέ­νη μορ­φή φύλ­λων κα­πνού: απα­γο­ρεύ­ε­ται το ~ στα νο­σο­κο­μεία || το κά­πνι­σμα βλά­πτει σο­βα­ρά την υγεία 2. το να βγαί­νει κα­πνός από κά­που 3. η επε­ξερ­γα­σία αλα­τι­σμέ­νου κρέ­α­τος ή ψα­ριού με την έκ­θε­σή σου στον κα­πνό. [ΕΤΥΜ. < μτ­γν. αρ­χι­κή σημ. «θυ­μί­α­μα», < αρχ. κα­πνί­ζω (βλ. λ.)]  
Το Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό πα­ρα­κο­λου­θεί και κα­τα­γρά­φει τις σύγ­χρο­νες εξε­λί­ξεις. Το σχε­τι­κό ανα­θε­ω­ρη­μέ­νο λήμ­μα έχει την ακό­λου­θη μορ­φή:
κά­πνι­σμα κά-πνι-σμα ουσ. (ουδ.) {κα­πνί­σμ-ατος} 1. η ενέρ­γεια ή το απο­τέ­λε­σμα του κα­πνί­ζω: ~ πί­πας/πού­ρου/τσι­γά­ρου. Κα­θη­με­ρι­νό/πε­ρι­στα­σια­κό/συμ­βα­τι­κό ~ (βλ. άτμι­σμα). ~ και καρ­διο­πά­θειες/καρ­κί­νος (του λά­ρυγ­γα/πνεύ­μο­να/φά­ρυγ­γα)/υγιει­νή του στό­μα­τος. Η συ­νή­θεια του ~ατος. Νέ­οι και πρό­λη­ψη του ~ατος. Βι­βλίο ανα­φο­ράς/ια­τρείο δια­κο­πής ~ατος. Εκ­στρα­τεία/φάρ­μα­κα/χά­πι κα­τά του ~ατος (βλ. τσι­ρό­το). Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα κα­τά του ~ατος (: 31η Μα­ΐ­ου). Απαλ­λα­γή/εξάρ­τη­ση από το ~. Το ~ βλά­πτει τη γο­νι­μό­τη­τα/το δέρ­μα/σο­βα­ρά την υγεία. Απα­γο­ρεύ­ε­ται το ~ σε δη­μό­σιους χώ­ρους. Αρ­χί­ζω/κό­βω/στα­μα­τώ το ~ (: το τσι­γά­ρο). Πβ. φού­μα, φου­μά­ρι­σμα. Βλ. νι­κο­τί­νη.|| (κα­τ' επέκτ., για ναρ­κω­τι­κά:) ~ μα­ρι­χουά­νας. 2. (σπα­νιότ.) εκ­πο­μπή κα­πνα­ε­ρί­ων: ~ της τσι­μι­νιέ­ρας. 3. ει­δι­κή επε­ξερ­γα­σία τρο­φί­μων για να γί­νουν κα­πνι­στά· γε­νι­κότ. έκ­θε­ση σε κα­πνό: (ΤΕ­ΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) θερ­μό/υγρό/ψυ­χρό ~ κρε­ά­των/ψα­ριών. Αρω­μα­τι­κά ξύ­λα/(ηλε­κτρι­κός) φούρ­νος ~ατος. Βλ. πά­στω­μα.|| (στη με­λισ­σο­κο­μία) ~ της κυ­ψέ­λης/των με­λισ­σών (: για να ζα­λι­στούν οι μέ­λισ­σες και να γί­νουν ακίν­δυ­νες για την επι­θε­ώ­ρη­σή τους ή για τη συ­γκο­μι­δή του με­λιού).ΣΥΜΠΛ.: ενερ­γη­τι­κό κά­πνι­σμα: το κά­πνι­σμα ως εκού­σια δρα­στη­ριό­τη­τα., πα­θη­τι­κό κά­πνι­σμα: έκ­θε­ση ενός μη κα­πνι­στή στον κα­πνό τσι­γά­ρων και ακού­σια ει­σπνοή του. [< αγγλ. passive smoking, 1971], τρι­το­γε­νές κά­πνι­σμα: το αό­ρα­το το­ξι­κό μίγ­μα που προ­σκολ­λά­ται στα μαλ­λιά και τα ρού­χα των κα­πνι­στών, αλ­λά και των πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νων, κα­θώς και στα αντι­κεί­με­να του χώ­ρου κα­πνί­σμα­τος και το οποίο δεν απο­μα­κρύ­νε­ται με τον αε­ρι­σμό. [< μτ­γν. κά­πνι­σμα 'θυ­μιά­τι­σμα', γαλλ. fumage]
Στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό προ­βάλ­λο­νται με κα­τάλ­λη­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα οι βλα­πτι­κές επι­πτώ­σεις του κα­πνί­σμα­τος, θα μπο­ρού­σαν όμως να το­νι­στούν εμ­φα­τι­κό­τε­ρα, όχι απλώς οι αρ­νη­τι­κές, αλ­λά οι τρα­γι­κές συ­νέ­πειές του.[3] Ο κα­θη­γη­τής Πα­να­γιώ­της Μπε­χρά­κης, απο­φαί­νε­ται: «Το κά­πνι­σμα εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη επι­δη­μία όλων των επο­χών».[4] Το πό­σο επι­πό­λαια μπο­ρούν να φερ­θούν ορι­σμέ­νοι λε­ξι­κο­γρά­φοι, οι οποί­οι μά­λι­στα απευ­θύ­νο­νται και στο μα­θη­τι­κό και γε­νι­κό­τε­ρα το νε­α­νι­κό κοι­νό, φαί­νε­ται από τα ατυ­χή επε­ξη­γη­μα­τι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα που επι­λέ­γουν. Στο Μεί­ζον ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό Τε­γό­που­λου-Φυ­τρά­κη, λήμ­μα κα­πνι­στής, αντέ­γρα­ψαν από το σχε­τι­κό λήμ­μα του λε­ξι­κού Δη­μη­τρά­κου τους στί­χους του Κω­στή Πα­λα­μά·(ποί­η­μα «Ανα­το­λή», από τη συλ­λο­γή Οι καη­μοί της λι­μνο­θά­λασ­σας):

και κα­πνι­στής με τον κα­πνό να πλέ­κω/δα­χτυ­λι­δά­κια γα­λα­νά.

  Το ποί­η­μα αυ­τό αρ­χί­ζει με τους συ­γκλο­νι­στι­κούς στί­χους που αγά­πη­σαν τό­σες γε­νιές:

Γιαν­νιώ­τι­κα, σμυρ­νιώ­τι­κα, πο­λί­τι­κα,
μα­κρό­συρ­τα τρα­γού­δια ανα­το­λί­τι­κα,
λυ­πη­τε­ρά,
πώς η ψυ­χή μου σέρ­νε­ται μα­ζί σας!
Eί­ναι χυ­μέ­νη από τη μου­σι­κή σας
και πά­ει με τα δι­κά σας τα φτε­ρά.

Εξί­σου συ­γκλο­νι­στι­κή εί­ναι η απαγ­γε­λία του ποι­ή­μα­τος από τον ίδιο τον εθνι­κό μας βάρ­δο.[5] Εδώ ο ποι­η­τής με την ει­κό­να του αρει­μά­νιου κα­πνι­στή εκ­φρά­ζει με ανε­πα­νά­λη­πτο τρό­πο τον καη­μό της ρω­μιο­σύ­νης. Απο­κομ­μέ­νος ο στί­χος από το γλωσ­σι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, χά­νει πλή­ρως τη γε­μά­τη πό­νο και πι­κρία ση­μα­σιο­λο­γι­κή του από­χρω­ση, ενώ δεν απει­κο­νί­ζει την ου­δέ­τε­ρη έν­νοια του κα­πνι­στή, όπως πρέ­πει να κα­τα­γρά­φε­ται σε ένα λε­ξι­κό.
Αυ­τά τα «γα­λα­νά δα­χτυ­λι­δά­κια», αξιο­θαύ­μα­στα ως πη­γή έμπνευ­σης τό­σων ποι­η­τών για την πε­ρι­γρα­φή του ψυ­χι­κού κό­σμου του κα­πνι­στή,[6] δεν παύ­ουν να εί­ναι καρ­κι­νο­γό­να.
Τα λε­γό­με­να «προ­ϊ­ό­ντα κα­πνού μειω­μέ­νου κιν­δύ­νου», όπως τα αθη­σαύ­ρι­στα πι­πά­κια τσι­γά­ρου/στρι­φτού, και ιδί­ως το ηλε­κτρο­νι­κό και το θερ­μαι­νό­με­νο τσι­γά­ρο, συ­γκα­λύ­πτουν το πρό­βλη­μα.
Το άτμι­σμα, η χρή­ση ηλε­κτρο­νι­κού τσι­γά­ρου (αγγλ. electronic cigarette, e-cigarette, νε­ο­λο­γι­σμός του 2003), υπο­τί­θε­ται ότι εί­ναι λι­γό­τε­ρο επι­βλα­βές από το συμ­βα­τι­κό κά­πνι­σμα. Βλ. και τους νε­ο­λο­γι­σμούς ατμί­ζω, ατμι­στής. Τα νέα προ­ϊ­ό­ντα κα­πνού μειω­μέ­νου κιν­δύ­νου δεν εί­ναι κα­θό­λου αθώα.[7]


Κα­πνι­στή­ριο: Η ιστο­ρία μιας αρ­χαί­ας λέ­ξης που βρί­σκει τρό­πους να επι­βιώ­νει

Μια από τις πα­λαιό­τε­ρες μνεί­ες της λέ­ξης κα­πνι­στή­ριον με τη ση­μα­σία «ατμό­λου­τρο» (πυ­ρια­τή­ριον «αί­θου­σα εφί­δρω­σης», στον Ιπ­πο­κρά­τη) σώ­ζε­ται σε επι­γρα­φή του 1ου π.Χ. αι. από την πό­λη-κρά­τος Πρι­ή­νη, στις ακτές της Μι­κράς Ασί­ας απέ­να­ντι από τη Σά­μο. Στον Κων­στα­ντί­νο Ζ΄ τον πορ­φυ­ρο­γέν­νη­το (10ος αι.) η λέ­ξη σή­μαι­νε «θυ­μια­τή­ρι». Από τη ση­μα­σία αυ­τή η διεύ­ρυν­σή της σε «μι­κρόν μη­χά­νη­μα εκ λευ­κο­σι­δή­ρου, δι ού οι με­λισ­σουρ­γοί κα­πνί­ζου­σι τας με­λίσ­σας» (Δη­μη­τρά­κος) ήταν εύ­κο­λη. Το ανά­λο­γο «μη­χά­νη­μα» που χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι κυ­νη­γοί για να κα­πνί­σουν τα κρυ­πτό­με­να ζώα έχει προ πολ­λού εκλεί­ψει.
Ο Κου­μα­νού­δης πα­ρα­θέ­τει δύο γαλ­λι­κές λέ­ξεις (estaminet, fumoir) που αντι­στοι­χούν στο κα­πνι­στή­ριον για το οποίο κα­τα­γρά­φει χρο­νο­λο­γία πρώ­της εμ­φά­νι­σης το 1889. To estaminet με­τα­φρά­ζε­ται σή­με­ρα «κα­φε­νε­δά­κι», ενώ ο Ηπί­της πα­ρα­θέ­τει το ερ­μή­νευ­μα: «Οι­νο­πω­λεί­ον, κα­φε­νεί­ον οι­νο­πο­τών και κα­πνι­ζό­ντων (εν Γαλ­λία)». Για το fumoire «κα­πνι­στή­ριον» κα­τα­γρά­φει δύο ση­μα­σί­ες: 1. «τα­ρι­χευ­τή­ριον κρε­ά­των και ιχθύ­ων». 2. «δω­μά­τιον ιδιαί­τε­ρον των κα­πνι­ζό­ντων». Η ση­μα­σία «συ­σκευή για το κά­πνι­σμα τρο­φί­μων» ανά­γε­ται στο 1821 και η «αί­θου­σα κα­πνι­στών» στο 1859. Το αντί­στοι­χο αγ­γλι­κό smoking room, εμ­φα­νί­ζε­ται 170 χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, το 1689. To Petit Robert πα­ρα­θέ­τει το πα­ρά­δειγ­μα «Τα μπαρ και τα κλαμπ δια­θέ­τουν πρό­χει­ρα κα­πνι­στή­ρια σχε­δόν πα­ρά­νο­μα (Le Figaro, 2010)» κα­τα­δι­κά­ζο­ντας εμ­μέ­σως πλην σα­φώς τη μη συμ­μόρ­φω­ση στον αντι­κα­πνι­στι­κό νό­μο.

Η ζωή των λέ­ξε­ων, όπως και των αν­θρώ­πων, πα­ρου­σιά­ζει συ­χνά απρό­βλε­πτες εξε­λί­ξεις. Σε Υγειο­νο­μι­κό Νό­μο του Ελ­λη­νι­κού Κρά­τους δια­βά­ζου­με: «Τα χρέη του κα­πνι­στού εί­ναι· να δέ­χε­ται τα υπό κά­θαρ­σιν γράμ­μα­τα και έγ­γρα­φα με την ανα­γκαί­αν προ­φύ­λα­ξιν εις το κα­πνι­στή­ριον· να τα ανοί­γει και δια­τρυ­πά με μα­κρά ερ­γα­λεία, και να τα υπο­κα­πνί­ζει, υπό ιδιαι­τέ­ραν ευ­θύ­νην».[8] Κα­πνι­στής εδώ εί­ναι ο επι­φορ­τι­σμέ­νος με τον υπο­κα­πνι­σμό, τη δια­δι­κα­σία απο­λύ­μαν­σης σε πε­ρι­πτώ­σεις επι­δη­μί­ας ή παν­δη­μί­ας.
Σή­με­ρα δια­φαί­νε­ται η τά­ση πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σης του «κα­πνι­στη­ρί­ου» που ανα­φέ­ρε­ται στους κα­πνι­στές. Ως επι­γρα­φή σε χώ­ρους όπου επι­τρέ­πε­ται το κά­πνι­σμα εί­ναι από πο­λύ σπά­νια έως ανύ­παρ­κτη. Αντι­κα­θί­στα­ται στα­δια­κά από τη λε­ξι­κή σύ­να­ψη χώ­ρος κα­πνι­στών και σπα­νιό­τε­ρα χώ­ρος για κα­πνι­στές, αγγλ. smoking area. Το με­τα­φρα­στι­κό ισο­δύ­να­μο πε­ριο­χή κα­πνι­στών έχει ασή­μα­ντη στα­τι­στι­κή συ­χνό­τη­τα. Η ση­μα­σιο­λο­γι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση επήλ­θε μέ­σω του μορ­φο­λο­γι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού: στην κα­θα­ρεύ­ου­σα κα­πνι­στή­ριον και για τις δύο ση­μα­σί­ες, στη δη­μο­τι­κή κα­πνι­στή­ριο (ο χώ­ρος) – κα­πνι­στή­ρι (η συ­σκευή).
Ακό­μα και το 1981 υπήρ­χε πρό­βλε­ψη για κα­πνι­στή­ρια με τη σφρα­γί­δα του ελ­λη­νι­κού κρά­τους.[9] Η επο­χή κα­τά την οποία τα κα­πνι­στή­ρια και τα τα­σά­κια ήταν κά­τι το αυ­το­νό­η­το έχει πα­ρέλ­θει ανε­πι­στρε­πτί. Στο γνω­στό κα­φε­στια­τό­ριο Le fumoir στο Πα­ρί­σι, με θέα το μου­σείο του Λού­βρου, δεν επι­τρέ­πε­ται πλέ­ον το κά­πνι­σμα, ού­τε καν το άτμι­σμα. Μό­νο η επι­γρα­φή θυ­μί­ζει τις πα­λιές κα­λές επο­χές που οι άν­θρω­ποι απο­λάμ­βα­ναν πα­νευ­τυ­χείς το κά­πνι­σμα κα­θώς δεν εί­χαν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τις ολέ­θριες συ­νέ­πειές του για την υγεία.
Η έκ­φρα­ση Κα­πνι­στή­ριο(ν)
Η Ωραία Ελ­λάς ή Η ωραία Βου­λή, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ει­ρω­νι­κά για την τά­ση που υπάρ­χει να πα­ρα­βιά­ζουν τον αντι­κα­πνι­στι­κό νό­μο οι πο­λί­τες, χω­ρίς να εξαι­ρού­νται ού­τε οι βου­λευ­τές. Η ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα των Ελ­λή­νων εί­ναι απα­ρά­μιλ­λη. Υπάρ­χουν ακό­μα και λυό­με­να κα­πνι­στή­ρια, πρό­χει­ρες κα­τα­σκευ­ές για τους θε­ρια­κλή­δες του κα­πνού. Ορι­σμέ­νοι επι­κρί­νουν τα κα­πνι­στή­ρια με διά­φα­νους τοί­χους, τα «γυά­λι­να κλου­βιά των αε­ρο­δρο­μί­ων, μέ­σα στα οποία κλεί­νουν σαν κα­τά­δι­κους τους κα­πνι­στές».
Το κα­πνι­στή­ρι του με­λισ­σο­κό­μου εί­ναι γνω­στό από τα πα­νάρ­χαια χρό­νια. Πή­λι­να κα­πνι­στή­ρια της νε­ο­α­να­κτο­ρι­κής πε­ριό­δου (1700-1450 π.Χ.) βρέ­θη­καν στο μι­νω­ι­κό πα­λά­τι της Ζά­κρου και εκτί­θε­νται στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο Ηρα­κλεί­ου. Υπάρ­χουν και ηλε­κτρι­κά κα­πνι­στή­ρια.
Το κα­πνι­στή­ρι του μά­γει­ρα απο­τε­λεί νε­ό­τε­ρη εφεύ­ρε­ση. Στο εμπό­ριο κυ­κλο­φο­ρούν διά­φο­ρα εί­δη, γνω­στά ως κα­πνι­στή­ρια χει­ρός (smoke infuser) για έγ­χυ­ση σε φα­γη­τά κα­πνού που πα­ρά­γε­ται από μι­κρά ξύ­λα με άρω­μα μή­λου, ρο­δά­κι­νου, κέ­δρου κ. ά.


Αντι­κα­πνι­στι­κή εκ­στρα­τεία

Πρώ­το το Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό λημ­μα­το­ποί­η­σε το επί­θε­το αντι­κα­πνι­στι­κός. Στο Λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη λημ­μα­το­γρα­φή­θη­κε μό­λις στην 5η έκδ. (2019). Ενώ κα­τα­γρά­φε­ται σ’ αυ­τό ως έτος πρώ­της εμ­φά­νι­σης το 1890 (Κου­μα­νού­δης), στο ετυ­μο­λο­γι­κό μέ­ρος δί­νε­ται η πλη­ρο­φο­ρία ότι πρό­κει­ται για με­τα­φρα­στι­κό δά­νειo από το γαλ­λι­κό antitabac. Αν όμως ο συ­ντά­κτης του άρ­θρου εί­χε μπρο­στά του το Le Petit Robert θα έβλε­πε ότι το επί­θε­το αυ­τό έχει τη χρο­νο­λο­γι­κή έν­δει­ξη «περ. 1960» και εν­δει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα Campagnes antitabac.[10] Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα εμ­φα­νί­ζο­νται τα ιτα­λι­κά συ­νώ­νυ­μα antifumo 1985 και antitabacco, 1986. Σε ει­δι­κή με­λέ­τη μου ερ­μη­νεύω την αντί­φα­ση αυ­τή με σύγ­χρο­νη επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία.[11] Τη νο­μι­μο­ποί­η­ση δι­πλών ετυ­μο­λο­γή­σε­ων[12] τεκ­μη­ριώ­νω με τη θε­ω­ρία της ετυ­μο­λο­γι­κής πο­λυ­γέ­νε­σης. Το επί­θε­το αντι­κα­πνι­στι­κός επα­νήλ­θε στο προ­σκή­νιο από τη δε­κα­ε­τία του 1960 σε νέα γλωσ­σι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα. Από το άλ­λο μέ­ρος, με δε­δο­μέ­νο το γε­γο­νός ότι το επί­θε­το κα­πνι­στι­κός εί­ναι γνω­στό από τον 1ο π. Χ. αι., ήταν πο­λύ εύ­κο­λο να δη­μιουρ­γη­θεί το νε­ο­λο­γι­κό αντι­κα­πνι­στι­κός, ανε­ξάρ­τη­τα από ανά­λο­γους σχη­μα­τι­σμούς σε άλ­λες ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες.
Η «απα­γό­ρευ­ση του κα­πνί­ζειν»,[13] όπως φαί­νε­ται από το πα­ρα­τι­θέ­με­νο Βα­σι­λι­κό Διά­ταγ­μα του 1856, δεν ταυ­τί­ζε­ται με την κα­πνο­α­πα­γό­ρευ­ση, λέ­ξη που βρή­κε πρώ­τη φο­ρά τη θέ­ση της στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό.[14]
Ο πρώ­τος αντι­κα­πνι­στι­κός νό­μος (1856) έχει την αθω­ό­τη­τα της άγνοιας κα­θώς απο­σκο­πού­σε μό­νο στην απο­σό­βη­ση του κιν­δύ­νου πυρ­κα­γιάς σε δη­μό­σια γρα­φεία και κα­τα­στή­μα­τα.
Οι σύγ­χρο­νοι αντι­κα­πνι­στι­κοί νό­μοι πα­ρου­σιά­ζουν κε­νά και αδυ­να­μί­ες.[15] Δυ­στυ­χώς, σπά­νια εφαρ­μό­ζο­νται με συ­νέ­πεια. Οι πο­λί­τες, κα­πνι­στές και μη κα­πνι­στές,[16] οφεί­λουν να ανα­λά­βουν τις ευ­θύ­νες τους.[17]
Αντι­κα­πνι­στές έχουν κα­τα­γρα­φεί από το 1894 (αντι­κα­πνι­σταί, Κου­μα­νού­δης). Σή­με­ρα όμως εί­ναι πλή­ρως συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νοι, όπως και οι αντι­κα­πνί­στριες. Οι αντι­κα­πνι­στι­κές δια­φη­μί­σεις πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, ενώ ορι­σμέ­νες εί­ναι πο­λύ σκλη­ρές. Το αντι­κά­πνι­σμα εμ­φα­νί­ζει ασή­μα­ντη στα­τι­στι­κή συ­χνό­τη­τα.

Ως μα­θη­τής της πρώ­της Γυ­μνα­σί­ου το 1960 ενοι­κί­α­ζα ένα μι­κρό δω­μά­τιο στην Ιε­ρά­πε­τρα. Η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά μου, το ίδιο έκα­νε για τους υπό­λοι­πους νε­α­ρούς ενοί­κους, μας υπο­χρέ­ω­νε να μα­θου­με απέ­ξω και να έχου­με αναρ­τη­μέ­νο πί­σω από την πόρ­τα (για να το βλέ­που­με κά­θε φο­ρά που φεύ­γα­με από το σπί­τι) το ποί­η­μα (του Σου­ρή): «Ο έτη τεσ­σα­ρά­κο­ντα μη­δέ­πο­τε κα­πνί­σας, το δε μη δα­πα­νώ­με­νον [εκ­δα­πα­νώ­με­νον] πο­σόν κα­τ’ έτος εκτο­κί­σας, εκ τού­των οί­κον απο­κτά και άλ­λα δέ­κα έτη εις τον βί­ον του προ­σθέ­τει».[18] Το 1986 συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ακό­μα μια φο­ρά πό­σο δί­κιο εί­χε αυ­τή η απλή γυ­ναί­κα, κα­θώς τη χρο­νιά εκεί­νη ο συ­νο­μή­λι­κός μου πρώ­ην ηθο­ποιός και ακτι­βι­στής κα­τά του κα­πνί­σμα­τος Patrick Reynolds, εγ­γο­νός του R. J. Reynolds, ιδρυ­τή της με­γά­λης ομώ­νυ­μης αμε­ρι­κα­νι­κής κα­πνο­βιο­μη­χα­νί­ας, σε υπο­ε­πι­τρο­πή του Κο­γκρέ­σου για την υγεία και το πε­ρι­βάλ­λον, προς με­γά­λη απο­γο­ή­τευ­ση της οι­κο­γέ­νειάς του, χα­ρα­κτή­ρι­σε τη νι­κο­τί­νη δο­λο­φό­νο. Στο ερώ­τη­μα που έθε­σε στον εαυ­τό του «Δα­γκώ­νω το χέ­ρι που με ταΐζει;» απά­ντη­σε: «Αν το χέ­ρι που με ταΐζει εί­ναι η κα­πνο­βιο­μη­χα­νία μας, τό­τε το ίδιο χέ­ρι έχει σκο­τώ­σει εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πους και θα σκο­τώ­σει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρους».
Το κά­πνι­σμα στη λο­γο­τε­χνία, τη ζω­γρα­φι­κή, τη μου­σι­κή, το θέ­α­τρο και τον κι­νη­μα­το­γρά­φο εί­ναι πολ­λα­πλώς εν­δια­φέ­ρον θέ­μα. Η ωραιο­ποι­η­μέ­νη αι­σθη­τι­κά και αι­σθη­σια­κά εκ­δο­χή του κα­πνί­σμα­τος απο­τε­λού­σε εν μέ­ρει προ­ϊ­όν άγνοιας, κυ­ρί­ως όμως με­γά­λων οι­κο­νο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Εμ­βλη­μα­τι­κό εί­ναι το βι­βλίο Santé. 15 συγ­γρα­φείς και ένα μυ­θι­κό τσι­γά­ρο, Αθή­να 1998: Ύψι­λον. Εντυ­πω­σιά­ζει το κεί­με­νο του Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη.[19] Ο Γιάν­νης Πα­τί­λης δί­νει άλ­λη διά­στα­ση στο κά­πνι­σμα.[20] Η Αγ­γε­λι­κή Πε­χλι­βά­νη απο­κα­λύ­πτει ορι­σμέ­νες ση­μα­σιο­λο­γι­κές πτυ­χές και τις ερω­τι­κές συ­νυ­πο­δη­λώ­σεις του κα­πνί­σμα­τος στην ποί­η­ση του Μί­μη Σου­λιώ­τη.[21] Αφού υμνή­σει τα βα­θιο­φύ­ση­χτα τσι­γά­ρα,/κυ­λιν­δρι­σμέ­να τυ­λι­χτά­ρια του κα­πνού, βρί­σκει την ευ­και­ρία να κα­τα­κε­ραυ­νώ­σει την «αντι­κα­πνι­στι­κή ορ­θο­έ­πεια», όπως συμ­βαί­νει και με άλ­λους λο­γο­τέ­χνες.


———————————————
Φωτ. στα πε­ριε­χό­με­να: Πορ­τραί­το του Henri Groulx με κό­κο­ρα (Πα­ρί­σι 1920)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: