Αναστενάζει o αναρχικός αλλά... χωρίς αποτέλεσμα

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Αναστενάζει o αναρχικός αλλά... χωρίς αποτέλεσμα

Σχό­λια στα σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (9)

ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­της, η. Κα­θη­με­ρι­νή 29 Ια­νουα­ρί­ου 1888 – Τι τας ηθέ­λα­μεν τοιαύ­τας λέ­ξεις; Αλ­λά τας έχουν οι Γάλ­λοι, και δη και ταύ­την λέ­γο­ντες inefficacité, και άλ­λας πολ­λάς ομοί­ας, ημείς δε δου­λι­κώς υπο­τασ­σό­με­θα· ενώ δυ­νά­με­θα και άλ­λως και διά ρη­μά­των αντί δια θη­λυ­κών αφη­ρη­μέ­νων ου­σια­στι­κών να εκ­φρα­ζώ­με­θα, ως οι πα­λαιοί ημών πρό­γο­νοι, γι­νό­με­νοι ού­τω και ευ­κα­τα­λη­πτό­τε­ροι εις τον λα­όν.

Η ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, όπως και το αντώ­νυ­μό της, εν­σω­μα­τώ­θη­κε άνε­τα στο νε­ο­ελ­λη­νι­κό λε­ξι­λό­γιο. Δεν πρό­κει­ται για δείγ­μα δου­λι­κής υπο­τα­γής, όπως νό­μι­ζε ο Κου­μα­νού­δης. Ο Α. Ηπί­της στο γαλ­λο-ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό του με­τα­φρά­ζει το ου­σια­στι­κό inefficacité με δύο τρό­πους: «το ατε­λε­σφό­ρη­τον», και «έλ­λει­ψις απο­τε­λέ­σμα­τος». Η έκ­φρα­ση «Η ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των μέ­τρων λι­τό­τη­τας» μπο­ρεί φυ­σι­κά να απο­δο­θεί με ρη­μα­τι­κή πρό­τα­ση, όπως «Τα μέ­τρα λι­τό­τη­τας δεν εί­ναι/δεν ήταν απο­τε­λε­σμα­τι­κά». Η χρή­ση ου­σια­στι­κού, αντί ρή­μα­τος ή ρη­μα­τι­κής έκ­φρα­σης, έχει το πλε­ο­νέ­κτη­μα ότι δεν συν­δέ­ε­ται με συ­γκε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή διάρ­κεια, έχει, επο­μέ­νως, δια­χρο­νι­κή ση­μα­σία. Στην πρό­τα­ση «Η απο­τυ­χία των μέ­τρων λι­τό­τη­τας» δια­τυ­πώ­νε­ται εμ­φα­τι­κό­τε­ρα η έλ­λει­ψη απο­τε­λέ­σμα­τος. Σε αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά και με­τα­γε­νέ­στε­ρα κεί­με­να χρη­σι­μο­ποιεί­ται εξί­σου το όνο­μα και το ρή­μα –σή­με­ρα γί­νε­ται λό­γος για ονο­μα­τι­κό και ρη­μα­τι­κό ύφος– και γι’ αυ­τό εί­ναι ακα­τα­νό­η­τη η απα­ξί­ω­ση που έδει­χναν αρ­κε­τοί λό­γιοι των πε­ρα­σμέ­νων δύο αιώ­νων στο θη­λυ­κό γέ­νος των ου­σια­στι­κών.

*

αναρ­χι­σμός, ο. Ακρό­πο­λις 10 Σε­πτεμ­βρί­ου 1886. – Π. Κα­ρο­λί­δης εν Ακρο­πό­λει 4 Οκτω­βρί­ου 1895. – Ήτο χρεία ταύ­της της λέ­ξε­ως ως και της εξής; = αναρ­χι­σταί, οι. Ακρό­πο­λις 16 Μαρ­τί­ου 1887. – Τι τους ηθέ­λο­μεν, αφού υπήρ­χαν οι αναρ­χι­κοί κ’ εκεί­νοι εκ της Γαλ­λι­κής λη­φθέ­ντες;

Ο Κου­μα­νού­δης θε­ω­ρεί ότι εί­ναι πε­ριτ­τή η λέ­ξη αναρ­χι­σμός, αφού ση­μα­σιο­λο­γι­κά κα­λύ­πτε­ται από την αναρ­χία. Η αλή­θεια όμως εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή. Η αναρ­χία, ελ­λη­νι­κός όρος τον οποίο δα­νεί­στη­καν πολ­λές γλώσ­σες, σή­μαι­νε στον Αι­σχύ­λο και τον Ηρό­δο­το «έλ­λει­ψη επι­κε­φα­λής ή αρ­χη­γού» και ει­δι­κό­τε­ρα για την Αθή­να «έτος χω­ρίς άρ­χο­ντες», ση­μα­σία γνω­στή από τον Ξε­νο­φώ­ντα και τον Αρι­στο­τέ­λη. Στην έν­νοια «ανε­ξαρ­τη­σία από την εξου­σία, απει­θαρ­χία, ανυ­πα­κοή» ενυ­πάρ­χει ο πυ­ρή­νας της νε­ό­τε­ρης ση­μα­σιο­λο­γι­κής εξέ­λι­ξης.

Το λε­ξι­κό Merriam-Webster[1] πα­ρα­θέ­τει το ακό­λου­θο σχό­λιο, εδώ σε πα­ρά­φρα­ση, με τί­τλο: “The multiplied meanings of anarchy” (Οι πολ­λα­πλές ση­μα­σί­ες της αναρ­χί­ας): Η αναρ­χία απο­τυ­πώ­νει σα­φώς με ποιο τρό­πο οι λέ­ξεις μπο­ρεί να έχουν πα­ρα­πλή­σιες, αλ­λά δια­κρι­τές ση­μα­σί­ες. Η πα­λαιό­τε­ρη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χρή­ση της λέ­ξης (1539) δή­λω­νε «απου­σία κυ­βέρ­νη­σης», σε σύν­δε­ση πά­ντα με πο­λι­τι­κές ανα­τα­ρα­χές. Με πα­ρό­μοια, αλ­λά βελ­τιω­μέ­νη ση­μα­σία, άρ­χι­σε να χρη­σι­μο­ποιεί­ται τον 19ο αιώ­να για μια ου­το­πι­κή κοι­νω­νία χω­ρίς κυ­βέρ­νη­ση. Αρ­γό­τε­ρα κα­θιε­ρώ­θη­κε τρί­τη ση­μα­σία με ευ­ρύ­τε­ρο πε­ριε­χό­με­νο: «κα­τά­στα­ση σύγ­χυ­σης ή δια­σά­λευ­ση της δη­μό­σιας τά­ξης». Η ύπαρ­ξη ορι­σμών που βρί­σκο­νται σε ση­μα­σιο­λο­γι­κή σύ­γκρου­ση δεν ση­μαί­νει ότι ένας (ή πε­ρισ­σό­τε­ροι) από αυ­τούς εί­ναι λαν­θα­σμέ­νος. Επι­βε­βαιώ­νε­ται έτσι ότι οι πο­λύ­ση­μες λέ­ξεις δη­λώ­νουν δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα σε δια­φο­ρε­τι­κά συ­γκεί­με­να.

Ο αναρ­χι­σμός, αντί­θε­τα, εί­ναι πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία η οποία τάσ­σε­ται υπέρ μιας κοι­νω­νί­ας χω­ρίς κρα­τι­κή εξου­σία και νο­μι­κό εξα­να­γκα­σμό. Ας μην ξε­χνά­με όμως ότι ξε­κί­νη­σε ως ηθι­κό και κοι­νω­νι­κό ρεύ­μα. Ο Κου­μα­νού­δης και οι λό­γιοι της γε­νιάς του δεν θα μπο­ρού­σαν να φα­ντα­στούν ότι ο αναρ­χι­σμός ως κί­νη­μα θα εί­χε εντυ­πω­σια­κή εξε­λι­κτι­κή πο­ρεία και ότι δεν θα ήταν εύ­κο­λο να εξο­στρα­κι­στεί η λέ­ξη αυ­τή και να αντι­κα­τα­στα­θεί από την αναρ­χία. Εξάλ­λου, οι λέ­ξεις σε -ισμός έχουν με­γά­λη διά­δο­ση και κα­λύ­πτουν ένα ευ­ρύ­τα­το φά­σμα νε­ο­λο­γι­σμών ανα­φο­ρι­κά με ποι­κί­λους κλά­δους του επι­στη­τού, θε­ω­ρί­ες, φαι­νό­με­να, στά­σεις, συ­μπε­ρι­φο­ρές, ενα­σχο­λή­σεις.[2] Συ­χνά το γραμ­μα­τι­κό μόρ­φη­μα -ισμός εχει αρ­νη­τι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση. Στην αγ­γλι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ο όρος anarchism το 1642 και στη γαλ­λι­κή ως anarchisme πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, το 1834. Οι βα­σι­κές αρ­χές του αναρ­χι­σμού κα­τα­γρά­φο­νται στο εντυ­πω­σια­κά επί­και­ρο φυλ­λά­διο του Άγ­γλου προ­τε­στά­ντη, φι­λο­σό­φου και ακτι­βι­στή Gerrard Winstanley (1609-1676), Truth lifting up its head above scandals (Η αλή­θεια ση­κώ­νει το κε­φά­λι της πά­νω από τα σκάν­δα­λα, Λον­δί­νο 1649) στο οποίο δια­τυ­πώ­νει τη βα­σι­κή θέ­ση, η οποία δεν ήταν τό­τε αυ­το­νό­η­τη, ότι η εξου­σία φθεί­ρει και δια­φθεί­ρει. Η γαλ­λι­κή αναρ­χι­κή σκέ­ψη βρή­κε στο πρό­σω­πο του Pierre-Joseph Proudhon (1809-1865) τον ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εκ­φρα­στή της σε πα­νευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο. Ο Mikhail Bakunin (1814-1876) έδω­σε νέα ώθη­ση στον αναρ­χι­σμό με την ίδρυ­ση του αναρ­χο­κο­λε­κτι­βι­σμού. Τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες πα­ρου­σιά­στη­καν νέα εί­δη αναρ­χι­σμού: κοι­νω­νι­κός, με­τα­μο­ντέρ­νος, πρά­σι­νος. Ο με­τα-αναρ­χι­σμός ή με­τα­δο­μι­στι­κός αναρ­χι­σμός θέ­τει σε νέα επι­στη­μο­λο­γι­κή βά­ση τη σχε­τι­κή θε­ω­ρία με δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο ρι­ζο­σπα­στι­σμό προ­σαρ­μο­σμέ­νο στη σύγ­χρο­νη δια­δι­κτυα­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

*

Mergeformatinet

Ανα­στε­νά­ρια, τα· Άν­δρες και γυ­ναί­κες, κοι­νώς· Ανα­στε­νά­ρης, ο. Ανα­στε­νά­ρα, η Ανα­στε­νά­ρι, ή Νε­στε­νά­ρι, το· τε­λού­ντες όρ­για με­τά στό­νων, χο­ρών, θυ­σιών και άλ­λων οι­στρο­πλη­γιών ανιέ­ρων εν τι­σι τό­ποις με­σο­γειο­τέ­ροις της Θρα­κι­κής πα­ρα­λί­ας του Ευ­ξεί­νου Πό­ντου πε­ρί ων έπι­θι πραγ­μα­τεί­αν Α. Χουρ­μου­ζιά­δου, τυ­πω­θεί­σαν εν Κων­στα­ντι­νου­πό­λει τω 1873, επι­γρα­φο­μέ­νην ού­τω· «Πε­ρί των Ανα­στε­να­ρί­ων» – Εγώ ερω­τώ· έχει η λέ­ξις αρ­χήν γνη­σί­ως Ελ­λη­νι­κήν;

Ο ση­με­ρι­νός ανα­γνώ­στης του πα­ρα­πά­νω λήμ­μα­τος δεν γνω­ρί­ζει ορι­σμέ­νες λέ­ξεις που ανή­κουν στην αρ­χαϊ­στι­κή πα­ρά­δο­ση, όπως στό­νος («στε­ναγ­μός, θρή­νος»), οστρο­πλη­γία (συ­χνό­τε­ρα οι­στρο­πλη­ξία, κα­τά­στα­ση κα­τά την οποία ο πυ­ρο­βά­της βρί­σκε­ται σε έκ­στα­ση), πι­θι (προ­στα­κτι­κή του ρή­μα­τος πει­μι). Εύ­κο­λα οδη­γεί­ται, επί­σης, σε πα­ρα­νό­η­ση, κα­θώς τα όρ­για ταυ­τί­ζο­νται με την ακο­λα­σία, ενώ εδώ η λέ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί­ται με την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή ση­μα­σία «τε­λε­τουρ­γι­κή λα­τρεία θε­ού κα­τά την οποία οι συμ­με­τέ­χο­ντες επι­δί­δο­νται σε εκ­στα­τι­κό χο­ρό».

Τα ανα­στε­νά­ρια απο­τε­λούν αξιο­πε­ρί­ερ­γο ευ­ε­τη­ρια­κό έθι­μο της ανοι­ξιά­τι­κης πε­ριό­δου, που απο­βλέ­πει σε κα­λή χρο­νιά με πλού­σια συ­γκο­μι­δή, το οποίο έχει προ­σελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον πολ­λών ερευ­νη­τών δια­φό­ρων επι­στη­μο­νι­κών κλά­δων, ιδί­ως λα­ο­γρά­φων, αν­θρω­πο­λό­γων και ψυ­χιά­τρων.[3] Ο Ανα­στά­σιος Χουρ­μου­ζιά­δης πε­ριέ­γρα­ψε πρώ­τος το έθι­μο το 1873 στο βι­βλίο του Πε­ρί των Ανα­στε­να­ρί­ων και άλ­λων τι­νών πα­ρα­δό­ξων εθί­μων και προ­λή­ψε­ων που εξέ­δω­σε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.

Πο­λύ­τι­μη εί­ναι η με­λέ­τη του Γε­ωρ­γί­ου Αι­κα­τε­ρι­νί­δη, «Ανα­στε­νά­ρια: Μύ­θος και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», Σε­ραϊ­κά Χρο­νι­κά, 11, 1993, 179-206 με πλού­σιο φω­το­γρα­φι­κό υλι­κό από επι­τό­πιες έρευ­νες του συγ­γρα­φέα. Η σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία εί­ναι ανε­ξά­ντλη­τη.[4]

Τα Ανα­στε­νά­ρια, πα­νάρ­χαιο έθι­μο, ετε­λεί­το, μέ­χρι πριν από την ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών με­τα­ξύ Ελ­λά­δας και Τουρ­κί­ας το 1923, στα χω­ριά Κω­στί και Μπρο­ντί­βο (ση­με­ρι­νό Μπρο­ντί­λο­βο, Brodilovo) της Ανα­το­λι­κής Ρω­μυ­λί­ας από όπου το με­τέ­φε­ραν Έλ­λη­νες στη Βό­ρεια Ελ­λά­δα στην οποία εγκα­τα­στά­θη­καν και συ­γκε­κρι­μέ­να στο Λα­γκα­δά, τη Μαυ­ρο­λεύ­κη Δρά­μας, την Αγία Ελέ­νη και την Κερ­κί­νη Σερ­ρών και τη Με­λί­κη Ημα­θί­ας. Με επί­δρα­ση της Ελ­λη­νι­κής τα Ανα­στε­νά­ρια στα Βουλ­γα­ρι­κά ονο­μά­ζο­νται Nestinarstvo και οι ανα­στε­νά­ρη­δες nestinari. Το 2009 τα Ανα­στε­νά­ρια (nestinarstvo) του χω­ριού Bŭlgari της Βουλ­γα­ρί­ας εντά­χθη­καν στον κα­τά­λο­γο της άυ­λης πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς της Unesco.[5]

Η Daniela Ivanova-Nyberg σε ερ­γα­σία της[6] που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 2018, απο­μυ­θο­ποιεί το εντυ­πω­σια­κό αυ­τό έθι­μο, κα­θώς η ερευ­νή­τρια, η οποία χό­ρε­ψε και η ίδια πά­νω σε αναμ­μέ­να κάρ­βου­να, με­λέ­τη­σε τα ανα­στε­νά­ρια που εκτε­λού­νται εκτός του πα­ρα­δο­σια­κού τε­λε­τουρ­γι­κού πλαι­σί­ου, σε βουλ­γα­ρι­κά φε­στι­βάλ λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού, ακό­μα και σε εστια­τό­ρια και τα­βέρ­νες ως μέ­ρος προ­γράμ­μα­τος για του­ρι­στι­κούς σκο­πούς στο πλαί­σιο «πο­λι­τι­στι­κών πα­ρα­στά­σε­ων» (cultural performances). Εί­ναι προ­φα­νής η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση του εθί­μου. Σύμ­φω­να με την Ivanova, «η ανα­βί­ω­ση του εθί­μου στη Βουλ­γα­ρία απο­τε­λεί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση ανά­κλη­σης στη μνή­μη μιας «λα­μπε­ρής» ει­κό­νας του («εξω­τι­κού») πο­λι­τι­στι­κού πα­ρελ­θό­ντος της Βουλ­γα­ρί­ας».

Το Ιστο­ρι­κό Λε­ξι­κό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών πα­ρα­θέ­τει το λήμ­μα ανα­στε­νά­ρια, τα γνω­στά μό­νο από τη Θρά­κη και με τον τύ­πο ’νε­στε­νά­ρια. Με το πα­ρά­δο­ξο ερ­μή­νευ­μα: «Δαι­μο­νό­λη­πτοι γυ­ναί­κες ή άν­δρες, οι οποί­οι κα­τά την εορ­τήν αγί­ου τι­νός κα­τα­λαμ­βά­νο­νται υπό εν­θου­σια­σμού ως αγνοί και χο­ρεύ­ουν με­τ’ αλ­λα­λαγ­μών φέ­ρο­ντες κω­δω­νο­φό­ρους ερυ­θρούς επεν­δύ­τας. Πε­ρί τού­των λέ­γε­ται ότι ‘τους έπια­σε ο άγιο­ς’. Πβ. Σύ­νο­ψις Χρο­νι­κή (έκδ. Κ. Σά­θα, Με­σαιω­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη 7, 371) ‘συ­να­θροί­σα­ντες δαι­μο­νο­λή­πτους, ους ασθε­νά­ρια τι­νές ονο­μά­ζου­σι’».

Το λήμ­μα αυ­τό, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1939, εί­ναι σή­με­ρα εντε­λώς ξε­πε­ρα­σμέ­νο, όπως και πλή­θος άλ­λων λημ­μά­των των πα­λαιό­τε­ρων τό­μων του λε­ξι­κού. Οι ανα­κρί­βειες εί­ναι πολ­λές: το έθι­μο, το οποίο δεν μνη­μο­νεύ­ε­ται καν, δεν εί­ναι γνω­στό μό­νο από τη Θρά­κη. Δεν γί­νε­ται κα­μία ανα­φο­ρά στον αρ­χια­να­στε­νά­ρη και την πυ­ρο­βα­σία. Τε­λεί­ται κα­τά την εορ­τή όχι κά­ποιου Αγί­ου, έτσι αό­ρι­στα, αλ­λά προς τι­μήν των Αγί­ων Κων­στα­ντί­νου και Ελέ­νης (21-23 Μα­ΐ­ου). Απο­σιω­πά­ται, επί­σης, ο κα­θο­ρι­στι­κός ρό­λος της μου­σι­κής για την αυ­το­συ­γκέ­ντρω­ση των ανα­στε­νά­ρη­δων. Οι ορ­γα­νο­παί­χτες, με τη θρα­κι­κή λύ­ρα και το ντα­ού­λι, απο­τε­λούν ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος της όλης τε­λε­τουρ­γί­ας.

Το Ιστο­ρι­κό λε­ξι­κό πα­ρα­θέ­τει τις ετυ­μο­λο­γί­ες του Ν. Βέη (από την πρό­θε­ση ανά και το με­σαιω­νι­κό ου­σια­στι­κό ασθε­νά­ριον), την οποία επι­δο­κι­μά­ζει και ο Ν. Πο­λί­της, και του Ι. Βο­για­τζί­δου από το επί­θε­το στρη­νά­ρις, χω­ρίς να προ­κρί­νει τη μία ή την άλ­λη. Με δε­δο­μέ­νη την πα­λαιό­τη­τα του εθί­μου φαί­νε­ται πο­λύ πι­θα­νό ότι η σύν­δε­ση της λέ­ξης με το ανα­στε­νά­ζω, λό­γω των στε­ναγ­μών και των επι­φω­νη­μά­των των ανα­στε­νά­ρη­δων πριν και κα­τά τη διάρ­κεια του εκ­στα­σια­σμού, οφεί­λε­ται σε πα­ρε­τυ­μο­λο­γία. Κα­θώς πρό­κει­ται για κα­τά­λοι­πο διο­νυ­σια­κής λα­τρεί­ας, στην ίδια ακρι­βώς πε­ριο­χή του Αί­μου, εί­ναι πι­θα­νό­τε­ρη, με αρ­κε­τά όμως κε­νά ως πρός τη γρα­πτή πα­ρά­δο­ση, η ετυ­μο­λο­γία από την πρό­θε­ση ανά + στρη­νά­ρια < *στρη­νά­ρης «δαι­μο­νό­πλη­κτος» < στρή­νος. Το αρ­σε­νι­κό στρνος ση­μαί­νει «επι­θυ­μία, λα­χτά­ρα», ενώ το ου­δέ­τε­ρο στρνος «αναί­δεια, φι­λη­δο­νία». Η ετυ­μο­λο­γία του Βέη εί­ναι αρ­κε­τά προ­βλη­μα­τι­κή ως προς το ση­μα­σιο­λο­γι­κό μέ­ρος. Στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια ασθε­νά­ριον ήταν «το εν μο­νή νο­σο­κο­μεί­ον». Οι νε­ό­τε­ρες ετυ­μο­λο­γί­ες από το αν + ασθε­νά­ρης «που δεν εί­ναι πια αδύ­να­μος» και από το ανα­σταί­νω «πη­δώ» (βλ. Ιστο­ρι­κό Λε­ξι­κό ανα­στέ­νω < ανί­στη­μι) εί­ναι αλη­θο­φα­νείς για τους αδα­είς.

To Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών κα­τα­γρά­φει σε τρία λήμ­μα­τα τα σχε­τι­κά με το τε­λε­τουρ­γι­κό αυ­τό δρώ­με­νο:

ανα­στε­νά­ρης [ἀνα­στε­νά­ρης] α-να-στε-νά-ρης ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. ανα­στε­νά­ρισ­σα | συ­νήθ. στον πληθ. ανα­στε­νά­ρη­δες}: ΛΑ­Ο­ΓΡ. μέ­λος ομά­δας που συμ­με­τέ­χει στα ανα­στε­νά­ρια. Πβ. πυ­ρο­βά­της. [< πιθ. μεσν. ανα + *στρη­νά­ρης «δαι­μο­νι­σμέ­νος»]

ανα­στε­νά­ρια [ἀνα­στε­νά­ρια] α-να-στε-νά-ρια ουσ. (ουδ.) (τα): ΛΑ­Ο­ΓΡ. (συ­χνά με κε­φαλ. το αρ­χι­κό Α) έθι­μο που τε­λεί­ται σε πε­ριο­χές της Μα­κε­δο­νί­ας και της Θρά­κης προς τι­μήν των Αγί­ων Κων­στα­ντί­νου και Ελέ­νης, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα την πυ­ρο­βα­σία και τον εκ­στα­τι­κό χο­ρό που συ­νο­δεύ­ε­ται από λύ­ρα και ντα­ού­λι· κα­τ' επέκτ. οι ανα­στε­νά­ρη­δες.

ανα­στε­νά­ρι­κος, η, ο [ἀνα­στε­νά­ρι­κος] α-να-στε-νά-ρι-κος επίθ.: ΛΑ­Ο­ΓΡ. που σχε­τί­ζε­ται με τα ανα­στε­νά­ρια: ~ος: χο­ρός. ~α: έθι­μα/όρ­γα­να/τρα­γού­δια.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: