Τα «ρυθμικά σκεπτόμενα αισθήματα» του Αντώνη Φωστιέρη

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Ο Αντώνης Φωστιέρης του Σωτήρη Σόρογκα
Ο Αντώνης Φωστιέρης του Σωτήρη Σόρογκα


Ο Αντώνης Φωστιέρης, ποιητής των γλωσσικών προκλήσεων, συμπληρώνει φέτος πενήντα χρόνια θητείας (1971-2021) στον έντεχνο λόγο. Μπορούμε τώρα να πούμε με βεβαιότητα ότι έχει αφήσει οριστικά και αμετάκλητα το έντονο αποτύπωμά του στην πνευματική ζωή του νεότερου ελληνισμού, όπως φαίνεται από τη γενικότερη απήχηση του έργου του.[1] Ανήκει στους σπάνιους λεπτουργούς της γλώσσας που έταξε από πολύ νωρίς ως ύψιστο σκοπό του βίου του να μελετήσει σε βάθος δυο επιφανειακά αντώνυμες έννοιες,[2] τη ζωή στις ποικίλες εκφάνσεις της και το θάνατο, αναδεικνύοντας έτσι τις μυστηριώδεις, ανεξιχνίαστες πτυχές του ανθρώπινου βίου μέσα από την αέναη και πρωτεϊκή πάλη της ύπαρξης με την ανυπαρξία.  
Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν θα έλεγα ότι ο Φωστιέρης, κυριολεκτικά δοσμένος με πάθος στην ποίηση, έχει προσφέρει σε διάφορα ποιήματά του εξαιρετικά λεπτεπίλεπτες οριοθετήσεις και οξυδερκείς ερμηνευτικές εκδοχές της, οι οποίες αξίζει να μελετηθούν σε ειδική μονογραφία. Στο ενεργητικό του προσμετρά το γεγονός ότι έχει δώσει τον πιο πυκνό και τον πιο ουσιαστικό ορισμό της ποίησης (Τοπία του Τίποτα, 2013, «Το ποίημα», σ. 78):

Αφού κανένας ορισμός
Δεν είναι οριστικός
Κι αφού απ’ τις χίλιες εκδοχές
Καμιά δεν απαντάει      
Τι να ’ναι      
Ποίημα,
Φαντάζομαι δεν θα βαρύνουν
Τρεις ακόμα λέξεις:      
                Ρυθμικά
                Σκεπτόμενο      
                Αίσθημα.

Στην ίδια συλλογή (σ. 77) η ποίηση ορίζεται ως «Ελιξήριο λέξεων». Πρόκειται για μια «καταβολάδα του μεγάλου κορμού της γλώσσας, για μια ιδιότυπη τέχνη της σιωπής». Για τον ποιητή προέχει το συγκινησιακό κίνητρο, η αστραπή της συγκίνησης.  
Εκπληκτικό δείγμα της μαγείας που δημιουργεί η μεταφορική σημασία των λέξεων σε καινοφανείς συνδυαστικές δυνατότητες οι οποίες προϋποθέτουν για τον αποδέκτη του ποιήματος πνευματική καλλιέργεια, ακόμα και τη χρήση ειδικών λεξικών για την πλήρη αποκωδικοποίησή τους, αποτελεί το διαμάντι που ακολουθεί, απτό δείγμα του εξαγνιστικού χαρακτήρα της ποίησης, όταν το αφελώς θεωρούμενο ευτελές και χυδαίο εξαϋλώνεται στην πρωταρχική του μυστηριώδη και μυστηριακή αποστολή.[3] Βρίσκεται κρυμμένο στα «Υλικά οικοδομών –Υλικά κατεδαφίσεων» (Τοπία του Τίποτα, σ. 75).

[Το όρος Αφροδίτη]

Κορίτσι το τσουρουφλισμένο χόρτο του έρωτα
Κι η σκοτεινή σχισμή για την Αχερουσία
Το απόκρημνο βουνάκι σου με ρόδινες μυρτιές
Κι ο χοίρος που βοσκάει τα βαλανίδια.

Μια άλλη πλευρά της προσωπικότητάς του Φωστιέρη, η οποία παραμένει ανεξερεύνητη, είναι η εκδοτική του δραστηριότητα. Σε ηλικία 21 μόλις ετών εκδίδει και διευθύνει το περιοδικό Η νέα ποίηση (1974-1976). Υπήρξε συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης Ποίηση (1975-1981), επίσης συνεκδότης και διευθυντής του σπουδαίου και αισθητικά καινοτόμου λογοτεχνικού περιοδικού Η Λέξη (1981-2010). Η θητεία του 36 ολόκληρα χρόνια στην προβολή της λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης, όπως και του πολιτισμού, από αυτά τα μετερίζια, υπήρξε ευεργετική και για την ποιητική του ωρίμανση, καθώς ήταν κριτικός αναγνώστης όλων των άρθρων και μελετών που δημοσιεύτηκαν στα πρωτοποριακά αυτά περιοδικά, παράλληλα με τις προσωπικές αναγνώσεις, τις μεταφραστικές του δοκιμές και τις αδιάπτωτες ενδοσκοπήσεις του.[4]

Η γλώσσα του Φωστιέρη, όπως και των περισσότερων μεγάλων σύγχρονων λογοτεχνών, δεν έχει μελετηθεί σε βάθος, ενώ οι κατά τα άλλα ενδιαφέρουσες γλωσσικές και υφολογικές παρατηρήσεις των βιβλιοκριτικών μένουν κατά κανόνα στο επιφανειακό και διαισθητικό επίπεδο, χωρίς την απαραίτητη, ενδεικτική έστω, τεκμηρίωση.

  Ο Πυλαρινός (βλ. σημ. 1, σσ. 25, 49) συνοψίζει εύστοχα: «Ο λόγος, τέλος, του ποιητή θεωρείται ευρηματικός, με ιδιαίτερα επιμέρους γνωρίσματα την ελλειπτικότητα, την αμφισημία, την αλληγορία, τη μοναδικότητα στην επιλογή της λέξης, η παρθενικότητα της οποίας δίνει την αίσθηση ότι η ουσία της ανάγεται στις απαρχές του λόγου, συνιστώντας μια νέα εκκίνηση, απαλλαγμένη από τη φθορά των αιώνων, μια αναπαρθένευση των λέξεων, εδρασμένη στην κυριολεξία». Αναφερόμενοι οι κριτικοί στο ρόλο της γλώσσας του Φωστιέρη επισημαίνουν τα ουσιώδη γνωρίσματά της: «Η απουσία του φόρτου, η απέριττη διατύπωση με τα πολλαπλά σημαινόμενα, το λιτό και γι’ αυτό δυσδιάκριτο διακείμενο, η θυμόσοφη διάθεση, η δεξιοτεχνία στις απεικονίσεις, τα πολλά σχήματα λόγου, οι αμφισημίες και τα λεκτικά ευρήματα συντελούν στην απομυθοποίηση, συνιστώντας εν τέλει σαφές προσωπικό ύφος και προσφυές όχημα για την απόδοση της ουσίας των εννοιών του».

Την καλύτερη παρουσίαση των δομικών στοιχείων και των ιδιαιτεροτήτων της γλώσσας του κάνει ο ίδιος ο ποιητής σε μια από τις πολλές, πάντα αποκαλυπτικές, συνεντεύξεις του:[5] «Οι αμφισημίες ή πολυσημίες των λέξεων, οι συνδηλώσεις τους, οι ετυμολογικές τους καταβολές, οι αναγραμματισμοί, οι παρηχήσεις, οι διακειμενικές ή ενδοκειμενικές ανταποκρίσεις, η εναλλασσόμενη ρυθμοποιία, αυτά και άλλα πολλά ανήκουν σ’ ένα κρυφό οπλοστάσιο που μπορούμε (θα έλεγα μάλλον: που οφείλουμε) να χρησιμοποιούμε και να το εμπλουτίζουμε διαρκώς, ο καθένας με τον τρόπο του και την αισθητική του». Εδώ πρέπει να αναφέρω τις εγκιβωτισμένες σκέψεις του υπό τη μορφή παρενθετικών δομών, και όχι μόνο, και τη συνομιλία λέξεων και ποιημάτων ολόκληρων μεταξύ τους, αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως «λόγος εξ αποστάσεως» (βλ. Χατζηβασιλείου, 2020:59).

  Ο Φωστιέρης έχει χαρακτηριστεί «φιλοσοφικός ποιητής» της στωικής μεσότητας, με κύριο γνώρισμα τη γνωμικότητα. Με την τεχνική τελειότητα που τον διακρίνει ανέδειξε με ανανεωτικό πνεύμα το συγκινησιακό υπόστρωμα της γλώσσας, επίτευγμα που προϋποθέτει αυτοπειθαρχία με προσεκτικά μελετημένους σταθερούς βηματισμούς προς την ωριμότητα. Δίνει έμφαση στην εκφραστική λιτότητα, τους γλωσσικούς αιφνιδιασμούς, την ακουστική αντίληψη και την απενοχοποίηση των λέξεων. Οι καρκινικές λέξεις, όπως σοφός, ελκύουν ιδιαίτερα τον ποιητή.[6] Χαρακτηρισμοί, όπως: οι λέξεις του είναι πολύσημες, «επιλεγμένες ψηφίδες ενός μεγάλου μωσαϊκού από όλα τα στρώματα της ελληνικής γλώσσας» και ότι προτιμά «το καθημερινό ύφος», δεν είναι διαφωτιστικοί για την ουσία του ποιητικού του έργου καθώς έχουν γενικευτικό χαρακτήρα και προσιδιάζουν σε κάθε ποιητή.

Θάνατος ο Δεύτερος: σημειώσεις στο περιθώριο

Η ποιητική συλλογή Θάνατος ο Δεύτερος (εκδ. Καστανιώτη 2020) αποτελείται από 35 ποιήματα. Η απλή αναγραφή ορισμένων τίτλων απεικονίζει καίριες πτυχές του ποιητικού Σύμπαντος του Φωστιέρη και προϊδεάζει για την προθετικότητά του. Αντιποιητικές λέξεις, όπως το αρνητικό μόριο δεν και το επίρρημα όπως προβάλλονται στις πολύσημες εκδοχές τους. Οι ασυνήθιστες λεξικές συνάψεις, στις μεταφορικές συνυποδηλώσεις τους, αποτελούν σταθερό υφολογικό μέσο: Βελούδινος γκρεμός, Ο νοερός νεκρός, Η σάρκα του χρόνου, Ο παμφάγος ιστός, Χώμα σάπιο (με την παρήχηση και το σημασιολογικό υπαινιγμό Χόμο Σάπιενς), Κρυφό σονέτο. Η προτίμηση λόγιων ή αρχαϊστικών εκφράσεων επαυξάνει το υφολογικό αποτέλεσμα: Το Αλλότριον φως αποτίει φόρο τιμής στον Παρμενίδη, τις θέσεις του οποίου για το ιερό μυστήριο της γενέσεως και της φθοράς ενωτίζεται πλήρως. Στο Εκ του μη όντος ανοίγει γόνιμο διάλογο με τον Δημόκριτο, τον Αναξαγόρα και τον Πλάτωνα. Το Ουκ έχω ειδέναι αποθεώνει τον Πρωταγόρα. Το Κατ’ εικόνα ανακαλεί αυτόματα στο μυαλό μας το καθ’ ομοίωσιν της Γένεσης. Το παιχνίδι με τις λέξεις και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις αποτυπώνεται στα ποιήματα Το ψέμα της αλήθειας και Οριστική αορίστου χρόνου. Τα Ψιχία ψυχής και Ο γρίφος του άγραφου επιβεβαιώνουν τις σταθερές προτιμήσεις του ποιητή στη μουσικότητα των παρηχήσεων. Οι λέξεις έρχονται σαν εκλάμψεις στο μυαλό του και τις δέχεται χωρίς προγραφές. Το παζλ δεν θα μπορούσε να αποδοθεί με ελληνική λέξη στο ομότιτλο ποίημα (σ. 25), αφού πρόθεση του Φωστιέρη είναι να αναδείξει το αιώνιο αίνιγμα δημιουργίας του ανθρώπινου οργανισμού που απαρτίζεται από εκατό τρισεκατομμύρια κύτταρα. Η προεπέτειος, όσο και αν γίνεται εύκολα κατανοητή, παραπέμπει στην υφολογική αξία του σπάνιου νεολογισμού.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής «Ο πυρήνας του νοήματος» (σ. 9) εμπεριέχει την πανίσχυρη μεταφορά της γλώσσας ως «γαλαξία με λέξεις», την οποία αξιοποιεί σε εντελώς διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα ο Ευγένιος Τριβιζάς. Ο Φωστιέρης διεισδύει με το ποίημα αυτό στα μυστικά του γλωσσικού Σύμπαντος με τη μεγάλη έκρηξη του αλφαβήτου και την απαρχή του πυρηνικού νοήματος, «του αληθινού πυρήνα/όλων των νοημάτων». Η εικόνα

Ενός πυρήνα νοήματος,
Ν’ ανάβουν γύρω εκατοντάδες
Γαλαξίες με λέξεις


παραπέμπει στο μεγαλείο της Δημιουργίας της γλώσσας, με τα κρυμμένα και κρυφά νοήματά της, παράλληλα με τη δημιουργία του ανεξιχνίαστου Κόσμου.

  Οι πρωτότυπες αυτές σκέψεις του Φωστιέρη σχετίζονται άμεσα με την παρακάτω προβληματική: «Απηχώντας την ιδέα του Walter Benjamin για ‘αστερισμό’ (αλληλοσχετιζόμενων ιδεών), μπορούμε να περιγράψουμε κάθε ποικιλία της εβραϊκής γλώσσας ως γαλαξία αμοιβαίων αλληλεπιδράσεων. Ο γαλαξίας αυτός περιλαμβάνει μια βασική γλώσσα, τις θεμελιώδεις σχέσεις της με τα εβραϊκά ή/και τα αραμαϊκά, και την από κοινού συμμετοχή πολλών γλωσσών-δορυφόρων. Αυτό σημαίνει ότι τα Εβραϊκά και τα Αραμαϊκά μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα ως η βασική γλώσσα των μεμονωμένων γλωσσικών συστημάτων».[7]

   

Ο γαλαξίας των σημασιών
Ο γαλαξίας των σημασιών

  Εξυπακούεται ότι για την ελληνική γλώσσα ισχύει ακριβώς το ίδιο. Η πυρηνική γλώσσα διευρύνεται με το πέρασμα των αιώνων διαμορφώνοντας νέους γαλαξίες οι οποίοι έρχονται να προστεθούν στους ήδη υπάρχοντες. Όπως το Σύμπαν, έτσι και η γλώσσα διαστέλλεται με αποτέλεσμα να μη μπορεί κανείς να εποπτεύσει τις διαστάσεις της. 
Τα «Υλικά κατεδαφίσεων - Υλικά οικοδομών» (σσ. 46-49) εμπεριέχουν κατασταλαγμένη σοφία ηρακλείτειας σύλληψης: Η ανίατη πρεσβυωπία της μνήμης. Το γήρας / Παρά τα χρόνια του / Έρχεται τρέχοντας. Πόσα ποτάμια πνίγονται στη θάλασσα. Πάντα είναι τώρα. Στις απορρώγες / Εξοχές / Του στήθους της. Άκρως διδακτικό, ως αντίδοτο για την ευρέως διαδεδομένη ποιητική φλυαρία, θα ήταν ένα απάνθισμα στίχων του που απεικονίζουν τη λακωνική σοφία και ισοδυναμούν με έξοχα δοκίμια σιωπής: (Α τι οδυνηρή ευφροσύνη η ομορφιά / Τι άγρια τραγωδία η τελειότητα) («Σκοτεινός έρωτας»), Γενάει κανίβαλους η ομορφιά (Θάνατος ο δεύτερος, σ. 27).

Προηγήθηκαν τα «Υλικά οικοδομών - Υλικά κατεδαφίσεων» (Τοπία του Τίποτα, σσ. 71-75) με τον ίδιο αφοριστικό και ανατρεπτικό λόγο: Το θάρρος / να είσαι δειλός.
Διορατικός και τραγικά επίκαιρος από το 2013 με μια λέξη που μπήκε, όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά, στη ζωή των ανθρώπων: Πίσω απ’ το πρόσωπο η μάσκα.
Ο Αντώνης Φωστιέρης, χρόνια τώρα, καταφέρνει να ελέγχει με ασυνήθιστη αυτοπειθαρχία τις εκρήξεις του μυαλού και της καρδιάς του. Η αξία της ποίησής του συνίσταται σ’ αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του,[8] «ξεκινώντας να γράψεις ένα ποίημα δεν λειτουργείς μόνο ως υποψήφιος δημιουργός αλλά ταυτόχρονα, από την πρώτη στιγμή, ως αναγνώστης και κριτικός του». Έτσι εξηγείται εν μέρει το γεγονός ότι με την τριπλή αυτή ιδιότητα, γνώρισμα ελάχιστων ποιητών, δημιουργεί πρωτότυπα κομψοτεχνήματα μεγάλης νοηματικής και αισθητικής αξίας που φέρουν τη σφραγίδα ενός ταλαντούχου δημιουργού ο οποίος ασχολείται επίμονα με την ουσία των λέξεων, δαμάζει τις «ορδές» τους, και καταφέρνει με επίπονη λείανση να αναδεικνύει τη λάμψη τους.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: