A la manière d' Ahmet Hamdi Tanpınar

Ahmet Hamdi Tanpınar
Ahmet Hamdi Tanpınar



Την δόξα ουδείς απώλεσε εν γνώσει του, το χρήμα νερό είναι και ρέει προς γνώση και συμμμόρφωση. Την δόξα κρατάς από το χέρι για την αγάπη της, την κουβαλάς στην πλάτη σου για να μην πατάει στο χώμα, την βάζεις στην κούνια μόλις έχει γενηθεί, περνούν γνωστοί και φίλοι να ευχηθούν να σου ζήσει και να είναι καλορίζικη, μουρμουρίζουν ευχές όλο φαρμάκι οι κακόβουλοι, οι σπυριάριδες και οι ξεδοντιασμένοι, ενώ το χρήμα είναι μέλι, ο πάσα εις βουτάει το δάχτυλο στο βάζο και το μαγαρίζει, μπιστικός και ξένος, δεν ξέρεις τι θα μείνει στο τέλος.

Η δόξα είναι χωράφι που θέλει να βγάλεις τα ξερόχορτα, τις πέτρες και τα φίδια, να το οργώσεις και να το σπείρεις, να το ποτίζεις και να μην αφήνεις τα ζιζάνια να μεγαλώσουν, η δόξα θέλει κόπο και το μάτι σου ανοιχτό, πάντα βρίσκονται εκείνοι που απλώνουν το χέρι να σου πάρουν τον καρπό την ώρα που έχει ωριμάσει και πιάνει τιμή στην αγορά. Το χρήμα περνάει από χέρι σε χέρι, βρωμίζει και δεν καθαρίζει με τίποτα, έτσι και αρχίζεις να το πιάνεις, σου κολάει στο μέτωπο, σε σταμπάρει, σε βασανίζει η φαγούρα που προκαλεί. Και όσο το ξύνεις, τόσο σου αρέσει. Το χρήμα είναι ένα πτώμα: το κουβαλάς, σε βαραίνει, δεν μπορείς να το αφήσεις μια στιγμή στην άκρη και να ανασάνεις Είναι και ανάπηρο: μόλις πάει να σταθεί στα πόδια του, δεν ξέρεις αν θα κάμει ένα βήμα και θα σταθεί ορθό, ο πρώτος περαστικός έρχεται και το σπρώχνει, το ρίχνει κατάχαμα. Ώσπου να το σηκώσεις, να το ξεσκονίσεις, να του δώσεις ένα μπαστούνι για να μάθει να στηρίζεται, το έχεις χάσει.

Η δόξα, όσο μεγαλώνει ομορφαίνει, έρχονται και την προσκυνούν, έρχονται για να την διαφθείρουν, την παρθενία της να πάρουν, σου την ζητούν για γάμο. Τότε εσύ υψώνεις το χέρι και ρίχνεις το αστροπελέκι σου, χαίρεσαι που η δόξα σου δοξάζεται. Αλίμονο όταν οι προσκυνητές αρχίζουν να λιβανίζουν την δόξα σου, τα μάτια σου θολώνουν από τον καπνό, η μύτη σου μπουκώνει, η ανάσα σου βαραίνει, βήχας σε πιάνει, περνάει χρόνος, αργείς να ρίξεις έναν κουβά νερό στους λιβανιστές για να πνιγούν οι υμνολογίες τους.

Το χρήμα δεν είναι ομορφιά που στέκει δίπλα σου: είναι χρέος που έρχεται η ώρα να το εξοφλήσεις. Έτσι λένε οι άνθρωποι: θα ήθελαν να έχουν το χρήμα σου. Δεν θα πιστέψουν ποτέ πόσο βαθειά είσαι χωμένος στην βρώμα του. Δεν θα πιστέψουν ποτέ πως πάνω στο καπιτάλι σου έχουν μπει τόκοι και πανωτόκια, το χρήμα κουβαλάει το πτώμα σου, την αναπηρία σου αν τύχει να είσαι γεροδεμένος και να τράφηκες σωστά, όπως σου έμαθε η μάνα σου, στο όνομα της οποίας ορκίζεσαι όποτε είναι να βάλεις το χέρι στην τσέπη σου.

Και η δόξα είναι χρέος, που μένει αμανάτι στον κόσμο και ξεχνιέται. Τυχερός όποιος θυμάται. Και ακόμα πιο τυχερός όποιος θυμάται και μιλάει.


——————————
Ahmet Hamdi Tanpınar (Κωνσταντινούπολη 1901-1962). Ελληνική βιβλιογραφία βλ. εδώ (Βιβλιονέτ)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: