Εντός εκτός και επί τα αυτά

(Φίλιππος Δρακονταειδής, Εκτός πλαισίου, εκδ. Εκκρεμές 2018)

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Το θέμα του δοκιμίου είναι η περιγραφή μιας κατάστασης πραγμάτων και ο στοχασμός με αντικείμενο τα κύρια χαρακτηριστικά της. Η κατάσταση που περιγράφεται είναι η μετάβαση από ένα προϋφιστάμενο πλαίσιο σε ένα «εκτός πλαισίου» για το οποίο ακόμα δεν διαθέτουμε τα νοητικά και θεωρητικά εργαλεία που θα μας επέτρεπαν να το κατανοήσουμε πλήρως και να το ελέγξουμε, αν υπάρχει βεβαίως δυνατότητα ελέγχου και δεν είναι εντελώς ανεξέλεγκτο.
Το προϋφιστάμενο πλαίσιο συνιστά το «εντός», δηλαδή το «εντός πλαισίου», που για περισσότερα από 350 χρόνια –με αναπτύξεις, διορθώσεις και προσαρμογές– ήταν το σύστημα ιδεών, εννοιών και σημασιών με το οποίο οι άνθρωποι στη Δύση κατανοούσαν και νοηματοδοτούσαν τον κόσμο μέσα στον οποίον ζούσαν και τη δική τους ατομική και κοινωνική ύπαρξη. Σήμερα, υποστηρίζει το δοκίμιο, έχει διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα, ένα «εκτός πλαισίου» που παρεμβαίνει στο «εντός πλαισίου» και το ανασκευάζει όταν δεν το καταργεί. Το προϋφιστάμενο «εντός» της νεωτερικότητας είχε συγκροτηθεί και συστηματοποιηθεί με βάση τις ιδέες της ορθολογικότητας και της επιστήμης, της αυτονομίας, της ελευθερίας και της ισότητας του ανθρώπου και τις ιδέες του διαφωτισμού σχετικά με τη δημοκρατική οργάνωση των κοινωνιών. Μέσα σε αυτό το «εντός πλαισίου» ο άνθρωπος ήταν –όπως έλεγε ο Καρτέσιος στον Λόγο περί μεθόδου– «σαν κύριος και κάτοχος της φύσης» και του εαυτού του. Αυτό το πλαίσιο ρηγματώνεται σήμερα από αλλαγές που ορίζουν ένα «εκτός πλαισίου» που πρέπει να αναλυθεί και να νοηματοδοτηθεί.
Στο μεταίχμιο, μεταξύ «εντός και εκτός», ο συγγραφέας Φίλιππος Δρακονταειδής εκφέρει έναν λόγο για τις σχέσεις τους που τόσο στην οργάνωση και την ανάπτυξη των επιχειρημάτων όσο και στη ρητορική ισορροπεί –ή μετεωρίζεται– μεταξύ του δοκιμιακού στοχασμού και της αυστηρής, σχεδόν μαθηματικοποιημένης, επιστημονικής απόδειξης.
Η οργάνωση του δοκιμίου και η χρήση της πρόσφατης σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας διέπονται από τους κανόνες του επιστημονικού λόγου. Στο πρώτο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Πρόθεση», διατυπώνονται οι βασικές διαπιστώσεις που χαρακτηρίζουν την κατάσταση και εισάγεται μια νέα τεχνική ορολογία: ανθρωπόκαινος εποχή, υπερνοήμονες μηχανές, τεχνητή νοημοσύνη, τρίπτυχο αγοραστής-καταναλωτής-χρήστης που αντικαθιστά τον το αυτόνομο υποκείμενο και τον ελεύθερο πολίτη, μετα-άνθρωπος-αντικείμενο. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο Φ. Δρακονταειδής περιγράφει εύστοχα τη βασική αντίθεση που χαρακτηρίζει την κατάσταση: «η φρενήρης επιτάχυνση του χρόνου και η πλημμυρίδα δεδομένων εκ μέρους της σύγχρονης επιστήμης, τεχνολογίας, οικονομικής πρωτοκαθεδρίας, πολιτικής αδράνειας, διαμορφώνουν ένα ογκώδες “εκτός”, που εισβάλλει στο “εντός” για να το ανασκευάσει, όταν δεν το καταργεί».
Συνοψίζοντας στο έπακρο θα έλεγα ότι αυτό το κεφάλαιο ορίζει αξιωματικά την κατάσταση με δύο συμπληρωματικούς τρόπους:
(1) την ορίζει ως απώλεια ή δυσκολία σύλληψης της πραγματικότητας: «οι εξελίξεις διατηρούν την πραγματικότητα σε διαρκή εκκρεμότητα» (σ. 19), «η επιτάχυνση –κυριαρχούσα και μεταδοτική– δεν έχει αποσπάσει καθ’ ολοκληρίαν τον άνθρωπο από το παρελθόν του ίδιου και του επίγειου κόσμου, από το εντός που όριζε το πλαίσιο του ανθρώπου στη μακρά –μακραίωνη– περίοδο του χρόνου. Τον μετατοπίζει πάντως σε ένα εκτός …» (σ. 25).
Και (2), την ορίζει άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα με όρους κρίσης, με τις δύο σημασίες της λέξης: κρίση του προϋφιστάμενου πλαισίου, του «εντός», που δεν είναι σε θέση να οργανώσει και να νοηματοδοτήσει το επερχόμενο «εκτός πλαισίου» και κρίση ως αδυναμία να ληφθεί απόφαση, μια απόφαση που θα λύνει τις υφιστάμενες αντιθέσεις και θα οργανώνει μια νέα ολότητα, θα συγκροτεί μια νέα οικουμενική κοινότητα.

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Στις «Δεσμεύσεις», το επόμενο κεφάλαιο, ορίζεται κάπως το πλαίσιο που θα χρησιμοποιηθεί, γιατί δεν υπάρχει άλλο που να μπορεί σήμερα να το αντικαταστήσει: «τούτων δοθέντων, η πρόθεση του παρόντος κειμένου συνυπολογίζει δεσμεύσεις, επειδή αυτές γνωρίζει, εφόσον αυτές έζησε, πλησίον του Ανθρωπισμού. Σε αυτές προσθέτει τη δέσμευση της Ανθρωποκαίνου εποχής, στον βαθμό που τη κατανοεί. (…) Εξ αυτού του λόγου, το παρόν κείμενο κάνει απλώς ό,τι μπορεί: εντός και εκτός» (σ. 35). Σε αυτή την προοπτική το δοκίμιο οργανώνει την επιστημονική επιχειρηματολογία του με υποθέσεις και εικασίες, με εντοπισμό της αιτίας και με συμπεράσματα, αυτοί είναι οι μεσότιτλοι των κεφαλαίων, όπου οι εικασίες πρέπει να εκλαμβάνονται με βάση τη μαθηματική σημασία του όρου, ως υποθέσεις εύλογες που όμως δεν έχουν ακόμα αποδειχθεί, καθόσον η απόδειξή τους αναμένεται να συμβεί στο εγγύς μέλλον.
Το επόμενο κεφάλαιο «Αιτιολόγηση του τίτλου» δείχνει ότι η διάκριση «εντός/εκτός» δεν είναι μια καθαρή διαχωριστική γραμμή, αλλά ένα ευριστικό δίπολο για να περιγραφούν οι σχέσεις και οι διαδρομές μεταξύ «εντός και εκτός»: «η διάκριση μεταξύ εντός και εκτός δεν αποτελεί διαχωριστική γραμμή, αλλά τυχαία απόσταση, που καταλήγει σε ελάχιστη, περιορισμένη ή και ευρεία είσοδο του εκτός του πλαισίου εντός του πλαισίου με συνέπεια διαστολές, μετατροπές, επανατροφοδοτήσεις και επανεκκινήσεις» (σ. 38). Ήδη όμως σε αυτό το σημείο γίνεται φανερό ότι η αυστηρή λογική της επιστήμης κάμπτεται και συνυφαίνεται με τον δοκιμιακό στοχασμό.
Αυτή η συνύφανση νομιμοποιεί και τον τίτλο αυτής της παρουσίασης. Παιδειάς χάριν, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το «Εκτός πλαισίου» αναπτυσσόμενο γίνεται μάλλον, κατά την ευκλείδεια γεωμετρία, ένα «εντός εκτός και επί τα αυτά». Εντός εκτός και επί τα αυτά είναι οι γωνίες που προκύπτουν όταν δυο παράλληλες γραμμές τέμνονται από μία ευθεία. Από την τομή προκύπτουν αφενός, γωνίες εντός και εκτός και, αφετέρου, γωνίες συμπληρωματικές που ανά δύο έχουν άθροισμα 180 μοιρών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τίτλος της παρουσίασης προσδιορίζει μία δυνατότητα ταξινόμησης, αλλά το δοκίμιο επιτρέπει αναγνώσεις και ερμηνείες που περιλαμβάνουν το σύνολο των δυνατοτήτων ταξινόμησης: (i) εντός εναλλάξ, (ii) εκτός εναλλάξ, (iii) εντός και επί τα αυτά και (iv) εκτός και επί τα αυτά, (v) εντός - εκτός εναλλάξ.
Προς απόδειξη αυτού του ισχυρισμού ας επισημάνουμε κάποιες αξιοσημείωτες διαφορές. Στα Περιεχόμενα το κεφάλαιο «Προσθήκη: χρόνος, αντικείμενο» περιλαμβάνει τα μέρη «1. Εντός ≤ εκτός» και «2. Εκτός ≤ εντός» που φαίνεται να διέπονται από μια σχέση κατοπτρικής συμμετρίας με δύο εκδοχές που οι μεσότιτλοι τις περιγράφουν. Στο κείμενο ωστόσο αυτές οι σχέσεις διαφοροποιούνται: στη σ. 91 το πρώτο μέρος έχει τίτλο «1. Εντός ≥ εκτός» και στη σ. 105 το δεύτερο μέρος έχει τίτλο «2. Εκτός > εντός». Παραδόξως οι μαθηματικές ανισότητες –στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού– αντιστρέφονται και αλλοιώνονται, κάτι που κατά τη γνώμη μου δεν αλλάζει τη λογική του δοκιμίου, γιατί το δοκίμιο δεν έχει στόχο να καταλήξει σε ένα καθαρό συμπέρασμα, σε μια αλήθεια που θα έχει αποδείξει μαθηματικά. Αλλά υπάρχουν και κάποια κρίσιμα προβλήματα: το «εκτός», στο μέτρο που παραμένει ασύλληπτο, μπορεί πάντα να θεωρείται μεγαλύτερο του «εντός» και αν είναι πράγματι μεγαλύτερο τότε ο κίνδυνος της καταστροφής ή της κατάργησης του «εντός» είναι άμεσος και η αλλαγή παραδείγματος αναπόφευκτη. Διαφορετικά, το «εντός» με τις αναγκαίες διορθώσεις, προσαρμογές και προσθήκες θα έχει τη δυνατότητα α συμπεριλάβει και να νοηματοδοτήσει το σημερινό επικίνδυνο «εκτός πλαισίου».

Στο δοκίμιο υπάρχει ένα στοιχείο Αποκάλυψης και ένας τόνος αποκαλυπτικός που η εστία από την οποίαν αναδύεται είναι η ανάλυση της αλλαγής παραδείγματος, του ακόμα απροσδιόριστου εκτός πλαισίου που επιχειρούμε να συλλάβουμε αυτοσχεδιάζοντας με εργαλεία από το εντός του διαφωτισμού και με ό,τι καταλαβαίνουμε από το εκτός του απροσδιόριστου ακόμα παρόντος.

Αυτό μπορεί να μοιάζει παιχνίδι, και εν μέρει είναι παιχνίδι, αλλά η συνύφανση επιστημονικής και δοκιμιακής ρητορικής μας βάζει εμπρός και σε μια άλλη προοπτική. Αρχίζοντας την ανάγνωση, αμέσως μετά τον τίτλο, στο κατώφλι του κειμένου, ανάμεσα στο εντός και εκτός κειμένου διαβάζουμε μια διπλή αφιέρωση, ένα διπλό έξεργο, που εγγράφει το δοκίμιο ευθύς εξαρχής σε μια γενεαλογία, σε μια λογική συνέχειας μέσα στον χρόνο και ενδεχομένως σε μια λογική κληρονομιάς: «Στον γιο μου» είναι η πρώτη αφιέρωση και «Και στους άλλους» είναι η δεύτερη, η οποία συμπληρώνεται με μια φράση από τον Θουκυδίδη: «νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὅν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε» («και τώρα, αφού ο καθένας θρήνησε τον δικό του, μπορείτε να πηγαίνετε»). Αλλά αυτή η φράση εισάγει μια προσταγή, δίνει μια εντολή, «ἄπιτε», δηλαδή «μπορείτε να πηγαίνετε». Από εδώ προκύπτουν ερωτήματα: (1) Διακρίνονται δύο διαφορετικοί παραλήπτες του δοκιμίου, ο γιος και οι άλλοι, που καλούνται να κάνουν διαφορετικά πράγματα; (2) Ή η εντολή «ἄπιτε» απευθύνεται και στους δύο; Και οι δύο καλούνται να θρηνήσουν σύμφωνα με τα προσήκοντα και μετά να πηγαίνουν; Παρότι και οι δύο ερμηνείες έχουν ερείσματα, έχω τη γνώμη ότι η τελεία μετά την πρώτη αφιέρωση «Στον γιο μου» και η αλλαγή παραγράφου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον γιο και στους άλλους. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Είναι κάτι τέτοιο δυνατόν; Μπορεί ο συγγραφέας να διακρίνει ανάμεσα στους αναγνώστες και να προγραμματίσει την πρόσληψη του κειμένου του;
Έπειτα το παράθεμα από τον Θουκυδίδη ανοίγει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η διάκριση ανάμεσα στον γιο και στους άλλους γίνεται προβληματική και ακυρώνεται η επιθυμία και η πρόθεση του συγγραφέα να απευθυνθεί αποκλειστικά στον γιο του. Αυτό που παρατίθεται είναι η τελευταία φράση από τον «Επιτάφιο» του Περικλή, η τελευταία πρόταση της τελευταίας παραγράφου του λόγου του Περικλή, ο οποίος είναι ένας λόγος που ανήκει σε μια παράδοση και εμμέσως σε μια γενεαλογία όχι οικογενειακή αλλά κοινοτική και πολιτική: «μίλησα και εγώ κατά το προγονικό έθιμο», «κατά νόμον» λέει ο Περικλής, και συνεχίζει δηλώνοντας ότι τα παιδιά των πεσόντων τα αναλαμβάνει από σήμερα με δημόσια δαπάνη μέχρι την ενηλικίωσή τους η πολιτεία. Οι γιοι και οι άλλοι, λοιπόν, εντός του πλαισίου της πόλης συνυφαίνονται ή συμπλέκονται σε ένα όλον που το δοκίμιο ισχυρίζεται ότι αποδομείται, αν δεν έχει ήδη ακυρωθεί. Κρίσιμο ερώτημα: τι ακριβώς γίνεται ανάμεσα στο «εκτός κειμένου» των αφιερώσεων και το «εντός κειμένου» του δοκιμίου; Και ισχυρίζομαι ότι αυτό το ερώτημα είναι κρίσιμο γιατί ένα κεντρικό θέμα του δοκιμίου είναι η έννοια του χρόνου –του χρόνου του υποκειμένου και του χρόνου του κόσμου– η έννοια της συνέχειας μέσα στο χρόνο και της αποσυναρμογής της αλυσίδας του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος «εντός» της οποίας ζούμε. Μια αγωνία σχετικά με τη διακοπή της συνέχειας, ένα άγχος για κάτι που φαίνεται σαν να είναι ένας εξαρθρωμένος χρόνος («a time out of joint» – Σαίξπηρ, Άμλετ), διατρέχει το δοκίμιο και ιδίως το κεφάλαιο «Προσθήκη: χρόνος, αντικείμενο», που έχει κύριο θέμα τον χρόνο.

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Η συνέχεια και η συναρμογή του χρόνου του υποκειμένου με τον χρόνο του κόσμου συγκροτεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο η εμπειρία του χρόνου είναι δυνατή για τους ανθρώπους. Αυτή η αλυσίδα δίνει νόημα στο παρόν συνδέοντάς το με ισχυρούς δεσμούς με το παρελθόν και προεκτείνοντάς το ως σχέδιο και πρόταγμα στο μέλλον. Αν η αλυσίδα του χρόνου σπάσει, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει στην «ανθρωπόκαινο εποχή», οι επιπτώσεις για το υποκείμενο είναι σοβαρές και εν μέρει απρόβλεπτες. Γιατί η αλυσίδα του χρόνου είναι συνάμα και μια αλυσίδα γραφής, μια παράδοση λόγου –και συγγραφής δοκιμίων– που οργανώνει τον κόσμο των ανθρώπων και επιτρέπει στο υποκείμενο να ορίζει τη μοίρα του. Αν η αλυσίδα του χρόνου και του λόγου σπάσει, αυτό ισχυρίζεται το δοκίμιο, αυτό το ρήγμα είναι μία από τις αιτίες που πλέον το υποκείμενο του προϋφιστάμενου «εντός πλαισίου» μετατρέπεται σε «μετα-άνθρωπο αντικείμενο» γραφής.
Αν οι αφιερώσεις λειτουργούν σαν πλαίσιο του κειμένου, αυτό το πλαίσιο αμέσως μετά τα περιεχόμενα, στην επόμενη σελίδα, αναπλαισιώνεται με δύο ακόμα έξεργα: το πρώτο φαίνεται να είναι απόφθεγμα –ίσως ένα είδος εξομολόγησης– του συγγραφέα: «Δεν λες αυτά που έμαθες, ούτε αυτά που έζησες. Λες αυτά που μπορείς». Από το δεύτερο, από το παράθεμα του Καρλ Σμιτ (από το έργο του με τίτλο Dictatorship) κρατάω μόνον την κοινότοπη διαπίστωση (ο ίδιος ο Σμιτ την ονομάζει banal) ότι όχι μόνον τα βιβλία αλλά και οι εκφράσεις έχουν μοίρα και μπορεί να πέσουν θύματα της μοίρας τους. Σε ελεύθερη δική μου απόδοση αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πέσουν θύματα των ίδιων των σημασιών τους και του τρόπου με τον οποίον συντάσσονται. Αυτό νομίζω ότι συμβαίνει με κεντρικούς όρους του δοκιμίου.
Το δοκίμιο έχει ένα πρώτο και ένα τελευταίο κεφάλαιο που τιτλοφορούνται «Πρόθεση» και «Απόθεση». Η σημασία κάθε μιας από αυτές τις λέξεις μοιάζει προφανής: πρόθεση είναι η απόβλεψη, η ψυχική κίνηση που κάνει κάποιον να τείνει προς ένα σκοπό, και απόθεση είναι το τελευταίο τμήμα του θέματος, ο χώρος εναπόθεσης όλης της νοηματικής και σημασιολογικής ύλης που συγκέντρωσαν και μετέφεραν οι προηγούμενες σελίδες. Όταν όμως συντάσσονται μαζί παραδόξως έχουν και μια άλλη σημασία, εκκλησιαστική και θεολογική: πρόθεση είναι η παρουσίαση στο ιερό και στο εκκλησίασμα του άρτου και του οίνου, των τιμίων δώρων για τη θεία ευχαριστία. Μια σημασία που δεν είναι αντίθετη με την παρουσίαση στον γιο και στους άλλους των θεμάτων του δοκιμίου στο πρώτο κεφάλαιο. Και απόθεση σημαίνει επίσης τον χώρο στον οποίο εναποτίθενται ιερά λείψανα σε μια εκκλησία ή σε ένα βωμό, σε μια Αγία Τράπεζα. Στην προτελευταία σελίδα του δοκιμίου διαβάζουμε: «το παρόν κείμενο αποθέτει, εναγκαλιζόμενο το παρελθόν, ένα κυκεώνα εκκρεμοτήτων δίκην αντιφάσεων, ένα κυκεώνα βίου» (σ. 121). Έμμεσος απολογισμός του βίου, συνεπώς, που αποτίθεται ως κληροδότημα στα χέρια του γιου, αλλά κατ' ανάγκην και όλων των άλλων.
Ανάμεσα στην «Πρόθεση» και την «Απόθεση» αναπτύσσονται η «Υπόθεση» και η «Προσθήκη», δύο κεντρικά κεφάλαια του δοκιμίου. Στις σσ. 121-122 διαβάζουμε: «Η πρόθεση διατηρεί την υποψία πως στην ανθρωποποιημένη Γη, ο κόσμος του ανθρώπου δεν περιλαμβάνει την Γη. Η υπόθεση διατηρεί την εκκρεμότητα της εμφάνισης πλαισίου εκτός και συγκρατείται στην παραδοχή ενός συνόλου αντικειμένων υπό την καθοδήγηση εθελόδουλων δικαιωμάτων. Η απόθεση διακινδυνεύει την προβολή του δίχως παρελθόν μέλλοντος εκτός του μέλλοντός του. Ανθρωπόκαινος εξάλλου η εποχή, ας μην είναι πλήρης ο ορισμός της. Και ο άνθρωπος, μετα-άνθρωπος». Ιδού η πρόθεση, η υπόθεση και η απόθεση, σε μια σειρά όπως οι κρίκοι της αλυσίδας.
Δεν ξέρω αν ο Φ. Δρακονταειδής είχε την πρόθεση να δώσει στις λέξεις αυτές τις θεολογικές σημασίες που τους αποδίδω, αλλά όπως λέει το έξεργο που προτάσσει οι εκφράσεις έχουν τη μοίρα τους. Και πέφτουν θύματα αυτής της μοίρας. Πράγμα που σημαίνει ότι αν συνδυάσουμε τις αφιερώσεις και τα έξεργα, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στον «Επιτάφιο» –καταστατικό κείμενο της δημοκρατίας και της αυτονομίας του ανθρώπου– τη θεωρία περί δικτατορίας και κατάστασης εξαίρεσης του Καρλ Σμιτ και να παραπέμψουμε στην κρίση της δημοκρατίας που σχολιάζει εκτενώς το δοκίμιο «Εκτός πλαισίου». Όπως επίσης μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι εκκλησιαστικές και θεολογικές σημασίες παραπέμπουν εμμέσως στον «Επιτάφιο» και στην τελετή ενώπιον της εκκλησίας του Δήμου. Τελετή που περιλαμβάνει την πρόθεση, την έκθεση των οστών των πεσόντων για δύο ημέρες, και την απόθεση στο δημόσιο νεκροταφείο. Αυτή η τελετή και ο λόγος που εκφωνείται συνδέονται επίσης με τη γνώση, με τα όρια της γνώσης ή και την αυταπάτη της γνώσης, όπως λέει η τελευταία πρόταση της «Πρόθεσης»: «Ελλείψει άλλης μεθόδου, φτάνουμε ως εκεί, όπου η απόθεση του θέματος, δηλαδή η αυταπάτη της γνώσης» (σ. 29). Η ισορροπία, ο μετεωρισμός ή το παιχνίδι ανάμεσα στην επιστημονική επιχειρηματολογία που συσσωρεύει πραγματολογικό υλικό και τον δοκιμιακό στοχασμό που συστηματικά την θέτει υπό αμφισβήτηση και αναδεικνύει ερωτήματα που αναφέρονται σε μια φιλοσοφική ανθρωπολογία, εδώ πλέον έχει γίνει μια καθαρή και συστηματική υπονόμευση της μαθηματικοποιημένης ρητορικής.
Θα κλείσω αυτήν την παρουσίαση με ένα ακόμα σημείο: στο δοκίμιο υπάρχει ένα στοιχείο Αποκάλυψης και ένας τόνος αποκαλυπτικός που η εστία από την οποίαν αναδύεται είναι η ανάλυση της αλλαγής παραδείγματος, του ακόμα απροσδιόριστου εκτός πλαισίου που επιχειρούμε να συλλάβουμε αυτοσχεδιάζοντας με εργαλεία από το εντός του διαφωτισμού και με ό,τι καταλαβαίνουμε από το εκτός του απροσδιόριστου ακόμα παρόντος. Το υποκείμενο του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού δύει και στη θέση του εμφανίζεται ο μετα-άνθρωπος, ένα ανθρώπινο αντικείμενο με «επουσιώδη υπολείμματα ανθρωπιστικού υποκειμένου». Οι έννοιες του «καινού», του νέου, αλλά και του επείγοντος με την οποία σταθερά συνδέεται, είναι κεντρικές σε ποικίλους μεσσιανισμούς και μελλοντολογίες και δίνουν τον τόνο στο δοκίμιο, είναι ένας ήχος φωνής και μια ρητορική, μια κλίση, ένα κωδικοποιημένο clinamen, μια παρέγκλιση της φωνής πέρα από το γράμμα του κειμένου, και μια επίκληση του χρόνου, μια λογική που επικαλείται το έσχατον, αλλά και το όριο, το τέλος μιας περιόδου της ιστορίας και αυτό που in extremis τερματίζει μια γενεαλογία.

Εικονογράφηση από τα «Σχόλια στην Αποκάλυψη» του Μπεάτου της Λεόν (Κώδικας της Μαδρίτης)
Εικονογράφηση από τα «Σχόλια στην Αποκάλυψη» του Μπεάτου της Λεόν (Κώδικας της Μαδρίτης)

Σε αυτό το πλαίσιο, και σε αυτή την προοπτική, το «Εκτός πλαισίου» αναφέρεται σε ένα χρονικό και συστημικό «εγγύς», σε κάτι ερχόμενο, σε ένα μέλλον που ήδη έχει εγγραφεί στο εντός πλαισίου του παρόντος και επιβάλλει, ή επιτάσσει, που δίνει την επείγουσα εντολή της Αποκάλυψης του Ιωάννη: «Γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον, ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς».
Πράγματι αυτή η περιγραφή και ο αποκαλυπτικός τόνος υποδηλώνουν τον κίνδυνο της καταστροφής, της διάσπασης της συνέχειας παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος, και της εξάρθρωσης της σχέσης «χρόνος του υποκειμένου-χρόνος του κόσμου», πράγμα που σημαίνει επίσης διακοπή της γενεαλογίας και ρήξη της σχέσης πατέρα και γιου. Αλλά αν αυτή είναι η σκοτεινή και επικίνδυνη όψη του χωρίς μέλλον μέλλοντος, πιστεύω πως υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά, αυτή που δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι δυνατόν να παραγάγουν σημασία και νόημα κατοικώντας στην άκρη της αβύσσου, δηλαδή σε έναν τόπο χωρίς οντολογικά και θεολογικά ερείσματα ή εγγυήσεις, με ένα διάβημα δημιουργίας που επεκτείνεται συνεχώς στην αιωνιότητα επειδή ακριβώς είναι κάθε φορά συγκεκριμένο και πρόσκαιρο.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Εκτός πλαισίου
 του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: