Οι αδελφές Χίλντεγκαρντ και Aμαλία Βιενιάφσκι

Οι αδελφές Χίλντεγκαρντ και Aμαλία Βιενιάφσκι

Υπάρχει διαφορά. Η Αμαλία κοιτάζει τον φακό. Όμως, η Χίλντεγκαρντ είναι ερωτευμένη. Εδώ, στη στροφή του χαλικόστρωτου μονοπατιού, το οποίο δεν φέρει ίχνη ποδηλάτου, εδώ θα στρίψει ο ποδηλάτης Alfred Lichtenstein και θα σταθεί μια στιγμή να υποβάλει τα σέβη του, να ευχηθεί την καλή μέρα, ηλιόλουστη εξαρχής, με λίγα σύννεφα στον ουρανό προς σκιαγράφηση της ελαφρώς νεφελώδους εμπιστοσύνης στον μεσουρανούντα έρωτά του αναμένοντος την επιβεβαίωση ανταπόκρισης της παρθένου, ο στεναγμός της οποίας θα χαροποιούσε το ανέφελον του στερεώματος. Α, να μην παραλείψουμε τη διευκρίνηση πως ο νεαρός Λίχτενστάιν, διάγων το εικοστόν τέταρτον έτος της ηλικίας του, διασχίζει επί ποδηλάτου τις οδούς του Βερολίνου ως να ήταν οδοί της Ποίησης. Είναι φυσικό λοιπόν ότι εγκαταλείπει κατ’ εξακολούθηση το οδόστρωμα για να ανέβει στο πεζοδρόμιο, ελισσόμενος μεταξύ των περαστικών, λαβαίνοντας έτσι εκ του σύνεγγυς, σαν με απόχη συλλογής κολεοπτέρων, την οσμή των σωμάτων, την εποπτεία των εκτεθειμένων στις προθήκες προϊόντων της γης, της ραφής, των πιλοποιείων. Και καθώς επιταχύνει στις κατηφόρες, λέξεις αποσπώνται, ως μίσχοι και πέταλα ανθέων, από το ρυθμικό ισοκράτημα των εισποών και εκπνοών του, σχηματίζοντας εστίες νέκταρος. Έχει συνεπώς συλλέξει τους στίχους που θα καταθέσει στα πόδια της Χίλντεγκαρντ:

Τα μάτια σου είναι ολόφωτες χώρες.
Οι ματιές σου είναι μικρά πουλιά,
μαντιλάκια που απαλά κυματίζουν αποχαιρετισμό.
Στα γέλια σου αναπαύομαι σαν σε πλεούμενα
που σκαμπανεβάζουν.
Οι κουβεντούλες σου είναι από μετάξι καμωμένες.
Μου πρέπει να σ’ αντικρίζω πάντα.

Αυτούς τους στίχους έχει χαράξει στο σημειωματάριό του, έτοιμους προς δημοσίευση, αφού τους άφησε να μαρινάρουν κατ’ εκτίμηση, ώστε, κατά την εκτέλεση της ποιητικής μαγειρικής, να αποκτήσουν εξαίσια γεύση και να συνοδευτούν από εκλεκτό μαγιάρικο λευκό κρασί Neszmély, ικανό να εξασφαλίσει το στροβίλισμα του πάθους μέχρι τελικής πτώσεως. Η Χίλντεγκαρντ όμως έχει λάβει υπόψη της την συμβουλή του εξομολόγου της: «Όχι, βαλς γκαλόπ, τέκνον μου, όχι βαλς γκαλόπ, όπου ο συνοδός σου θα εκτείνει το δεξί του πόδι ανάμεσα στα πόδια σου. Όχι βαλς γκαλόπ! Μεγίστη παραχώρησις ας είναι το βαλς εζιτασιόν».

Ναι, έτος χίλια εννιακόσια δεκατρία στο ημερολόγιο, όψιμο καλοκαίρι, πλήρης ανθοφορία των θυγατέρων Βιενιάφσκι, ο μίσχος της Χίλντεγκαρντ λεπτός στρεφόμενος προς το χαλικόστρωτο μονοπάτι του πάρκου, στο Βερολίνο βεβαίως, ακούγεται η στρατιωτική μπάντα, υπό την διεύθυνση του Βίλχελμ Όττο Φράιχερ φον Τραπ τσου Μπέργκεν, να παιανίζει το γνωστό εμβατήριο Regimentgruss. Ο μίσχος της Αμαλίας ανωρθούμενος προς υπογράμμιση της καρποφορίας της. Κάθεται στο πιάνο και παίζει βαλς, σμήνος οι σταλαπετεινοί, οι δρυοκολάπτες, οι μελισοφάγοι, βαθύφωνοι κελαηδισμοί κοκκινολαίμηδων. Σηκώνεται από το σκαμπό της μετά από τέτοια εργώδη προετοιμασία, ανοίγει το κλουβί της, σκλαβώνει εντός το πουλί που διάλεξε, το απολαμβάνει να την χαροποιεί με το τραγούδι του, κανένας ποδηλάτης δεν προκαλεί το ενδιαφέρον της, ας είναι Ποιητής.

Ένα χρόνο αργότερα, συμπλήρωση έτους και δύο μηνών, πρώιμος χειμώνας, βροχές ασταμάτητες, η γραμμή του Μετώπου ως άμπωτις και παλίρροια, η λάσπη ρέουσα ως ψιθυρισμός γρηγοριανού μέλους, ο Άλφρεντ Λίχτεστάιν είχε εγκαίρως γιορτάσει τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά του και πλησίον του ποταμού Somme, ενώπιον της κωμόπολης Vermandovillers, ημέρα Παρασκευή και 25 Σεπτεμβρίου, σφαίρα κινούμενη επί ποδηλάτου σε κατηφόρα στέρησε ακαριαίως το ρυθμικό ισοκράτημα των εισπνοών και εκπνοών τού Ποιητή. Στα θυλάκιά του βρέθηκε ο έμμετρος αποχαιρετισμός, χαραγμένος από την γραφίδα της Χίλντεγκαρντ, στο verso πρόσφατης φωτογραφίας της:

Ich bin bei dir,
du seist auch noch so ferne,

Du bist mir nah!

Die Sonne sinkt,
bald leuchten mir die Sterne.

O wärst du da!

Υπάρχει διαφορά. Εξήντα χρόνια αργότερα, η Αμαλία κοιτάζει τον φακό. Η Χίλντεγκαρντ φοράει βέλο. Το παλτό της φτάνει ως τους αστραγάλους. Εξήντα χρόνια αργότερα, το πάρκο έχει αλλάξει. Και το παγκάκι. Και το Βερολίνο. Υπάρχει διαφορά.

Οι αδελφές Χίλντεγκαρντ και Aμαλία Βιενιάφσκι
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: