Πεντόβολο

Πεντόβολο

Αυτόγραφος Παπαδιαμάντης. Ψηφιακή σύνθεση του Δ. Καλοκύρη




Πέντε όστρακα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

I

[ Κατακορύφως ]


Δύσκολη νύχτα απόψε. Όλα γκρεμισμένα.
Μονάχος μες στο πατρικό μου σπίτι, νυχτοπούλι,
πεθύμησα ένα δέντρο να ’χει φύλλα και για μένα
λαχτάρισα δέντρο παλιό, πόθησα ώς το μεδούλι.                             

Τις ώρες τις μικρές, όταν ανοίγουν τα ντουλάπια
και φτερουγίζουνε τα ρούχα των νεκρών στο σκότος
σαν νυχτερίδες αναμνήσεων, σαν ράκη κάποια
νεφών, βροχών και λιοπυριών —άκου!— ένας κρότος                                

στάζει στο λάδι της σιωπής, τρίζει κι ανασαίνει
μετέωρο στα πυκνά σκοτάδια με τυλίγει
αδειάζουνε οι αισθήσεις, το κορμί φυραίνει
κι αλλόκοσμο αεράκι τον λυγμό μου πνίγει.                                

Κι είμαι ξανά στο παιδικό μου το δωμάτιο
του Αυγούστου έναστρος θόλος το ταβάνι
καθώς απλώνεις κλάδους, δέντρο-συντριβάνι
με ρίζα μες στα σωθικά μου ακάτιο.


II

[ Σκοπός στον τζουρά ]

Εμένα μ' αρέσει ο Παπαδιαμάντης. Δεν ξέρω γιατί. Μ' αρέσει η καθαρεύουσα. Και είναι απλ πράμματα. Δε λέει για σύννεφα και ουρανοί, αλλά λέει για ανθρώπινα. Και μ' αρέσει πολύ. Έχω διαβάσει τη Φόνισσα, τα Δύο Κούτσουρα και όλα τ' άλλα του. Διάβασα και τα Λόγια της Πλώρης του Καρκαβίτσα, αλλά τον Παπαδιαμάντη δεν μπορεί να τον πιάσει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ

Όταν η λήγουσα είναι μακρά


Κάποτε βλέπω το παλτό σου, χάνεται στην γωνιά
κι έρχεται η ευωδία από σχοίνο και θυμάρι
κάποτε ακούω τ’ άρβυλά σου στον γιαλό της λησμονιάς
και ίσκιος ανατέλλεις στο βαθύ φεγγάρι                                

αδειάζοντας των δέντρων τις σκιές και των σπιτιών.
Ακούω το μούρμουρο, το κύμα της ψυχής σου
— κι όπως οι δεσμοφύλακες με αρμαθιές κλειδιών
ρίχνουν τα μάνταλα βαρειά— ηχώ του παραδείσου                                

μου στέλνεις με των λέξεων τα μάργαρα κοχύλια
χαμένο στους μεγάλους δρόμους, η φωνή σου μέ σιμώνει,
με χίλιες δυό μαρμαρυγές και με βοτάνια χίλια:
«ήμουνα στη γη βελόνι, που πατείς και σ’ αγκυλώνει».


III

[ Masters of none ]

Βρες λοιπόν ένα εκατομμύριο θέματα τον χρόνο για να τα διεξέλθουν οι υποψήφιοι.
Κι ένα εκατομμύριο τον άλλο χρόνο κι ένα τον παράλλο. Θα μαστεροποιηθούν τα πάντα:
«Οι νέες μέθοδοι λίπανσης του Γκουπάντο Λοπές στο αγρόκτημα Ντελέφο στο Περού»,
«Η διευθυντία (1934-1941) Γεωργίου Παπαδή στο Γυμνάσιο Ερεσσού»,
«Οι κανονισμοί λειτουργίας της Υπηρεσίας Δασών του Νταλαχούρα Μπούγκου στην Κένια»,
«Ο Τσου Σου Πε και η εφημερίδα Ντεν Λιν Κου (1913-1924) στην πόλη Τσαγκ Τάο».
ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΥΛΟΥ
«Μάστερ, περισσότερα μάστερ»


Τρεις θεολόγοι περί διαγραμμάτου, δυο διανοητές
—κι ο φούφουτος της οπερέτας! με σερνάμενη τη μύτη
στης δημαρχίας τα φρεάτια, σε φεστιβάλ, επιτροπές—
βαλθήκανε να σ’ αναλύσουνε, της θάλασσας σπουργίτι.                                

Και δώσ’ του με Ρικέρ, με Ντεριντά, Ζιράρ
με προτεστάντες της Αμέρικας —φοριούνται γαρ—,
ερωτευμένο με την Μάνα σου και του Κακού φορέα
σε τσιμεντώνουνε σε master, όμορφα κι ωραία.                                

Και να ’χα στίχο σαν κλαρί και λέξεις όπως φύλλα
θα σε καλούσα να σταθείς και να μου κελαηδήσεις.
Αλλά μού φτάνει να πετάς κι έλα να μου μιλήσεις
μαύρο μου κοσσυφάκι με λαλιά κεχριμπαρένια. Μίλα,

στο πένθος πάντα γαληνό και στην χαρά δροσάτο
βρεγμένο από την θάλασσα, καμμένο από το φως,
όταν βρεθώ στης ομορφιάς το χώμα από κάτω
στείλε τους χαιρετίσματα: πως μ’ έκλεψες, σαφώς.


IV

[ Παιδικό ]

Μνήμη Διονύση Μενίδη

Ωραία που χειμωνιάζει πάλι
μαζεύονται τα χελιδόνια
κι από των βράχων τα μπαλκόνια
η θάλασσα ανοίγει αγκάλη

λύπη σγουρή και μολυβένια
να φύγουνε για ξένα μέρη
για ακρογιάλια κοραλλένια
που αστράφτει πάντα μεσημέρι.

Μα Εσύ, τρυγόνι αυτού του τόπου,
τα βλέπεις όλα και βουρκώνεις
και στο κλαρί σου βαλαντώνεις.

Το δέντρο του δικού σου τρόπου
χειμώνας κι αν το περιζώνει,
Άνοιξη γνέθει, φως απλώνει.


V

[ Καιρὸς τοῦ σιωπᾶν ]

Με τον τρόπο του Α.Π.


Δέσποινα την αγκάλη σου του θάλπους ξαναβρίσκω
σε τούτη εδώ την θάλασσα, τρυφερό σου μαφόριο
του στήθους μου μία-μία τις πέτρες, παίρνω ρίσκο
μες στο σγουρό βερνίκι της να βάφω, υπερόριος.

Μα των Αγγέλων η Κυρία, των ορφανών η Μάνα
κι όλων των βαρυποινιτών το σίγουρο λιμάνι
των σωθικών μου άκου την βραχνή καμπάνα,
δέξου την δέηση της σιγής μου συντριβάνι.

Όπως τα έρημα πουλιά, πικρά κυνηγημένα
από πολυκατοικιών κεραίες και γκρο-πλαν
μίλια χαράζουν για το δάσος — πάρε κι εμένα.
Δεν έχω σκέψεις, μήτε λέξεις. Καιρὸς τοῦ σιωπᾶν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: