Aπό τα «Άσματα της εμπειρίας»




Ο Ουί­λιαμ Μπλέικ στα Άσμα­τα της Εμπει­ρί­ας (1794), σχε­διά­ζει με τον πη­γαίο, αδρό και πρω­το­γε­νή λυ­ρι­σμό που δια­βρέ­χει με το μυ­στι­κό του φως σύ­νο­λο το έρ­γο του, έναν κό­σμο. Τον δι­κό του με­τα­μορ­φω­μέ­νο και κα­θα­ρό κό­σμο, όπου η προ­πτω­τι­κή ψυ­χι­κή αθω­ό­τη­τα μά­χε­ται με όλες τις δυ­νά­μεις της ανα­πε­πτα­μέ­νες το σκο­τά­δι του Κα­κού - τον Θά­να­το σ’ όλες τις εκ­δο­χές του. Η Εμπει­ρία στον Μπλέικ, εί­ναι υπερ­βα­τι­κή. Κα­τα­τεί­νει στην ενό­τη­τα και στην κα­θο­λι­κό­τη­τα των πά­ντων. Δί­χως να αρ­νεί­ται την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση στην ειρ­κτή της χρο­νι­κό­τη­τας και της φθο­ράς, συ­ναι­ρεί στον διά­φα­νο λυ­ρι­σμό του το ορα­τό με το αό­ρα­το, το σώ­μα με την ψυ­χή, ανα­ζη­τώ­ντας από το γί­γνε­σθαι το διαρ­κές και απέ­ρα­ντο εί­ναι. Κέλ­της στην ρί­ζα του και Ιρ­λαν­δός ο Μπλέικ, δη­μιουρ­γεί μορ­φές όπου η απλό­τη­τα κα­θρε­φτί­ζει το βά­θος και όπου ατέρ­μο­νη οι­κο­δο­μεί­ται η συ­νο­μι­λία του αν­θρώ­που με τον Θεό, του Πλά­σμα­τος με τον Δη­μιουρ­γό του.

Δ. Κ.

Ο Ουίλιαμ Μπλέικ
Ο Ουίλιαμ Μπλέικ

Βρε­φι­κή λύ­πη

Βόγ­γη­ξε η Μά­να μου και κλά­μα ο Πα­τέ­ρας!
Κι εγώ σαλ­τά­ρι­σα στον άπο­νο ντου­νιά:
Γυ­μνός, μο­νά­χος, στριγ­γλί­ζο­ντας σαν τέ­ρας
Δαι­μό­νιο, πες, σε σύν­νε­φου πα­νιά.  

Πά­σχι­ζα, τι­να­ζό­μου­να, μες στου Πα­τρός τα χέ­ρια,
Σ’α­γώ­να μά­ταιο, τα σπάρ­γα­να να σπά­σω.
Κου­ρα­σμέ­νος και βα­ρύς στων δε­σμών τα γκέ­μια
Κλαί­γο­ντας στης Μα­νού­λας μου τον κόρ­φο, εί­πα ν’ αρά­ξω.



Ο Άγ­γε­λος

Εί­δα όνει­ρο με­γά­λο. Άρα­γε τι πά­ει να πει;
Βα­σί­λισ­σα, λέ­ει, εί­μου­να, αμά­λα­γη παρ­θέ­να.
Άγ­γε­λος πρά­ος, φρου­ρός μου εί­χε κα­τε­βεί
Κι όμως έχυ­να δά­κρυα, δά­κρυα πι­κρά για μέ­να.

Δά­κρυα πλημ­μύ­ρι­ζα καυ­τά, την νύ­χτα, την ημέ­ρα
Κι εκεί­νος μά­ζευε τα τό­σα δά­κρυά μου.
Ναι, δά­κρυα έχυ­να πι­κρά, νυ­χτό­η­με­ρα
Μα του κρυ­βό­μου­να. Χα­ρά για την καρ­διά μου.

Άνοι­ξε τις φτε­ρού­γες του, νύ­χτα, και- να τον!-φεύ­γει.
Κι ήρ­θε μια αυ­γού­λα ρό­δι­νη, ρό­δι­νη κι ορ­φα­νή.
Τα μα­ρα­μέ­να δά­κρυα κι οι φό­βοι γί­ναν ζεύ­γη,
Δέ­κα χι­λιά­δες λόγ­χες και σκου­τά­ρια δέ­σαν την φω­νή.

Και πά­λι ξα­να­γύ­ρι­σε, γλυ­κός ο Άγ­γε­λός μου.
Μά­ταιος όμως ο κό­πος του! Πέ­τρα εί­χα γί­νει.
Της νιό­της πά­ει, πέ­τα­ξε, ο και­ρός ο θα­λε­ρός μου.
Και τα μαλ­λιά μου ολό­λευ­κα εί­χαν μεί­νει.


Ο σβώ­λος και το πε­τρά­δι

«Τί­πο­τε η Αγά­πη δεν γυ­ρεύ­ει για λο­γα­ρια­σμό της
Ού­τε δί­νει μια δε­κά­ρα για τον εαυ­τό της.
Μα για τον Άλ­λον εύ­κο­λα το εί­ναι της αδειά­ζει.
Χτί­ζει Πα­ρά­δει­σο, όπου η Κό­λα­ση ρη­μά­ζει.»

Έτσι τρα­γού­δη­σε ένας σβώ­λος λά­σπη, πα­τη­μέ­νος
Εκεί που βγή­κε το κο­πά­δι να βο­σκή­σει.
Μα ένα πε­τρά­δι του ρυα­κιού, χα­λί­κι ξε­πλυ­μέ­νο
Κε­λαη­δι­στό κε­λά­ρι­σμα, στον ίδιο τό­νο αρ­χί­ζει:


« Η Αγά­πη όλα τα γυ­ρεύ­ει για λο­γα­ρια­σμό της,
Τον Άλ­λο αλυ­σο­δέ­νει στην από­λαυ­σή της.
Χα­ρά της: Όταν ο Άλ­λος χά­νει, αυ­ξά­νει η Άνε­σή της,
Στου Πα­ρά­δει­σου τα μέ­ρη, Κό­λα­ση ο ανα­σα­σμός της.»


Το φαρ­μα­κω­μέ­νο δέ­ντρο

Θύ­μω­σα μ’ ένα φί­λο μου:
Του τό ει­πα, σβή­νει η ορ­γή μου.
Ο θυ­μός με τον εχθρό μου:
Τον βα­στώ μες στην ψυ­χή μου.

Με τον φό­βο τον πο­τί­ζω
Και με δά­κρυ, βρά­δυ-πρωί.
Φως το γέ­λιο του χα­ρί­ζω,
Δό­λιες πο­νη­ριές η ζωή.

Δέ­ντρο νύ­χτα-ημέ­ρα δέ­νει
Ώσπου ωραίο μή­λο βγαί­νει:
Το ’δε ο εχθρός να λά­μπει—
Μα εί­ν’ δι­κό μου ό,τι κι αν κά­μει.

Νύ­χτα χύ­νε­ται απ’ τον Πό­λο,
Κλέ­φτης μπαί­νει ο εχθρός με δό­λο.
Την αυ­γή —αχ! Και τι να ιδώ—,
Τον εχθρό νε­κρό θω­ρώ
Κά­τω απ’ του δε­ντρού τον θό­λο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: