Ομολογώ ότι έζησα

Μετάφραση: Νάνσυ Αγγελή

Σε γράμμα του (5 Αυγούστου 1972), ο Νερούδα έγραφε στο βιογράφο και φίλο του Βολόντια Τέιτελμποϊμ (Volodia Teitelboim) ότι δούλευε καθημερινά στη Λα Μανουέλ (το σπίτι του στην Νορμανδία) μαζί με το γραμματέα του, Όμηρο Άρσε (Homero Arce), πάνω στα απομνημονεύματά του: «Ο στόχος είναι να συμπληρωθεί το κείμενο του Cruzeiro ώστε να δημιουργηθεί ένα σημαντικό βιβλίο», έλεγε αναφερόμενος στη σειρά των δέκα αυτοβιογραφικών άρθρων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό O´Cruzeiro Internacional το 1962. Ο Νερούδα δούλεψε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του πάνω σ’ αυτό το «σημαντικό βιβλίο», δεν κατάφερε ωστόσο να του δώσει την τελική του μορφή. Την κατάταξη του υλικού ανέλαβαν η χήρα του, Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urutia), και ο φίλος του, ο συγγραφέας από τη Βενεζουέλα, Μιγκέλ Οτέρο Σίλβα (Miguel Otero Silva).
Η στρατιωτική κυβέρνηση δεν επέτρεψε την έκδοση, ούτε την κυκλοφορία του βιβλίου στη Χιλή (εκδόθηκε στο Μπουένος Άιρες από τον εκδοτικό οίκο Losada). Στη χώρα μπήκαν μερικά μόνο αντίτυπα καμουφλαρισμένα πίσω από μια περίεργη έκδοση με ψεύτικο εξώφυλλο του μυθιστορήματος Τερέζα Μπατίστα, κουρασμένη απ’ τον πόλεμο του Χόρχε Αμάδο (Jorge Amado). Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, έκαναν την εμφάνιση τους στη Χιλή μερικές κριτικές, όπως αυτή του Ερνάν Ντίας Αριέτα Αλόνε (Hernán Díaz Arrieta Alone) στο περιοδικό Mercurio de Santiago στις 21 Ιουλίου του 1974. Σ’ αυτήν γράφει μεταξύ άλλων: «Στα απομνημονεύματα του που τρέφονται, που ξεχειλίζουν από γεγονότα, από ανέκδοτα περιστατικά, από πρόσωπα και προσωπικότητες μέχρι σημείου ζάλης, γεμάτα κίνηση και χρώμα, πληθωρικά στις μικρές λεπτομέρειες, γραφικά, δεν υπάρχει πουθενά ένα νήμα, έστω και επιφανειακό, επιχειρηματολογίας και λογικής τάξης. Αυτό δεν ήταν κάτι που τον ενδιέφερε. Τον σαγήνευσε, αντίθετα, δίχως να μπορεί ν’ αντισταθεί, η όρεξη για ζωή...»
Ο Εμίρ Ροδρίγκες Μονεγάλ (Emir Rodríguez Monegal), στη μελέτη του «Πάμπλο Νερούδα, οι αναμνήσεις και οι ζωές του ποιητή» που παρουσιάστηκε σ’ ένα διεθνές συμπόσιο περιγράφει το Ομολογώ ότι έζησα σαν «ένα βιβλίο συνειδητά αποσπασματικό, σαν ένα λογοτεχνικό κολάζ όχι μόνο αναμνήσεων, αλλά και βιογραφικών κειμένων». Προσθέτει ακόμα ότι «έτσι το θέλησε ο Νερούδα με το να αναβάλλει επ’ αόριστον την σύνταξη των Απομνημονευμάτων του και με το να τα συνθέτει σαν ένα κολάζ προϋπαρχόντων κειμένων». Καταλήγει ότι «η φύση του βιβλίου, η κειμενική του λειτουργία είναι ακριβώς αυτό, το να είναι αποσπασματικό».

Νάνσυ Αγγελή

Ο Πάμπλο Νερούδα
Ο Πάμπλο Νερούδα

Απομνημονεύματα (1933-1973)

Αυτά τα απομνημονεύματα ή αναμνήσεις είναι αποσπασματικά και κάποτε φευγαλέα γιατί έτσι ακριβώς είναι η ζωή. Η αποσπασματικότητα των ονείρων μας επιτρέπει να αντέξουμε την καθημερινότητα της δουλειάς. Πολλές από τις αναμνήσεις μου ξεθώριασαν σαν τις ανακάλεσα, μετατράπηκαν σε σκόνη σαν ένα κομμάτι γυαλί ανεπανόρθωτα χτυπημένο.
Οι αναμνήσεις του βιογράφου δεν είναι οι αναμνήσεις του ποιητή. Εκείνος ίσως έζησε λιγότερο, φωτογράφησε, όμως, πολύ περισσότερα και μας τα αναπλάθει με την λεπτότητα της κάθε λεπτομέρειας. Αυτός μας παραδίδει μια στοά από φαντάσματα αλλοιωμένα απ’ τη φωτιά και τη σκιά της εποχής του.
Ίσως να μην έζησα μέσα από μένα τον ίδιο. Ίσως να έζησα τη ζωή άλλων.
Απ’ όσα έγραψα σ’ αυτές τις σελίδες, θα αιωρούνται πάντα, όπως στις φθινοπωρινές δεντροστοιχίες και όπως την εποχή των αμπελιών, τα κίτρινα φύλλα που πρόκειται να πεθάνουν ή τα σταφύλια που θα ανακτήσουν τη ζωή μέσα απ’ το άγιο κρασί.
Η ζωή μου είναι μια ζωή φτιαγμένη από πολλές ζωές, τις ζωές του ποιητή.

1. Ο νεαρός επαρχιώτης

Το δάσος της Χιλής

[...]

Κάτω από τα ηφαίστεια, πλάι στις βουνοκορφές, ανάμεσα στις μεγάλες λίμνες, το ευωδιαστό, το σιωπηλό, το δαιδαλώδες χιλιανό δάσος... Τα πόδια βυθίζονται στα νεκρά φυλλώματα, ένα εύθραυστο κλαρί έτριξε, οι γιγάντιες οξιές σηκώνουν το ελικοειδές ανάστημά τους, ένα πουλί από την κρύα ζούγκλα περνά, φτερουγίζει, σταματά ανάμεσα στις σκιερές φυλλωσιές κι ύστερα ακούγεται μέσα από την κρυψώνα του σαν οξύαυλος... Απ’ την μύτη μου μπαίνει και φτάνει ώς την ψυχή μου το άγριο άρωμα της δάφνης, το σκοτεινό άρωμα του μπόλντο... Το κυπαρίσσι των Γουαϊτέκας παρεμβάλλεται μπροστά μου... Είναι ένας κόσμος κατακόρυφος, ένα έθνος πουλιών, ένα πλήθος φύλλων... Σκοντάφτω σε μια πέτρα, σκαλίζω την κοιλότητα που αποκαλύφθηκε, μια τεράστια αράχνη με κόκκινο κεφάλι με κοιτάζει με σταθερό βλέμμα, ακίνητη, μεγάλη σαν κάβουρας... Ένας χρυσαφής σκαραβαίος εκτοξεύει προς το μέρος μου τις θανατερές αναθυμιάσεις του καθώς εξαφανίζεται σαν αστραπή το αστραφτερό του ουράνιο τόξο... Στο πέρασμα μου διασχίζω ένα δάσος από φτέρες πολύ πιο ψηλές από μένα, από τα πράσινα κρύα μάτια τους αφήνουν να πέσουν στο πρόσωπο μου εξήντα δάκρυα. Πίσω μου μένουν για πολύ ακόμα τρέμοντας οι βεντάλιες τους... Ένας σάπιος κορμός, τι θησαυρός! Μαύρα και μπλε μανιτάρια αποτελούν τ’ αφτιά του, κόκκινα παρασιτικά φυτά το έχουν γεμίσει με ρουμπίνια, άλλα φυτά τεμπέλικα του έχουν δανείσει τις ίνες τους για γένια και ένα φίδι ξεπροβάλλει ευκίνητο μέσα από τα σάπια σπλάχνα του, σαν ανάβλυση, σαν από τον νεκρό κορμό να έφευγε η ψυχή... Πιο μακριά τα δέντρα αποχωρίστηκαν τους ομοίους τους... Ορθώνονται πάνω στο χαλί της μυστικής ζούγκλας και καθένα από τα φυλλώματα τους- βελονοειδές, σγουρό, με διακλαδώσεις, γραμμοειδές- έχει το δικό του ύφος, σαν να έχουν κοπεί από ένα ψαλίδι με αναρίθμητες διαφορετικές κινήσεις... Μια χαράδρα. Κάτω το διάφανο νερό γλιστράει πάνω στον γρανίτη και τον χαλαζία... Μια πεταλούδα φρέσκια σαν λεμόνι πετάει χορεύοντας ανάμεσα στο νερό και το φως... Πλάι μου με χαιρετούν με τα κίτρινα κεφαλάκια τους οι αναρίθμητες κλασεολάριες... Στην κορυφή, σαν αρτηριακές σταγόνες της μαγικής ζούγκλας, ταλαντεύονται οι κόκκινες καμπανούλες (Lapageria rosea)... Η κόκκινη καμπανούλα είναι το λουλούδι του αίματος, η λευκή καμπανούλα είναι το λουλούδι του χιονιού... Σ’ ένα τρεμούλιασμα των φύλλων τη σιωπή διαπέρασε το γοργό πέρασμα μιας αλεπούς, η σιωπή όμως είναι ο νόμος αυτών των φυλλωμάτων... Μόλις που ακούγεται το μακρινό ουρλιαχτό ενός παγιδευμένου ζώου... Το διαπεραστικό συναπάντημα μ’ ένα κρυμμένο πουλί... Το σύμπαν της φύσης μόλις που ψιθυρίζει μέχρι ο ερχομός μιας καταιγίδας να θέσει σε λειτουργία όλη την επίγεια μουσική.
Όποιος δεν γνωρίζει το δάσος της Χιλής, δεν γνωρίζει τον πλανήτη αυτό.
Από εκείνα τα χώματα, από εκείνη τη λάσπη, από εκείνη τη σιωπή, βγήκα να περπατήσω, να υμνήσω τον κόσμο.


Παιδική ηλικία και ποίηση

Θα ξεκινήσω, μιλώντας για τις μέρες και τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, λέγοντας ότι το μοναδικό μου αξέχαστο πρόσωπο ήταν η βροχή. Η μεγάλη βροχή του Νότου που πέφτει σαν πολικός καταρράκτης από τους ουρανούς του ακρωτηρίου Κάμπο ντε Όρνος μέχρι τα σύνορα. Σ’ αυτά τα σύνορα, ή αλλιώς στο Φαρ Ουέστ της χώρας μου, ήρθα στη ζωή, στη γη, στην ποίηση και τη βροχή.
Όσο κι αν ταξίδεψα μου φαίνεται ότι έχει χαθεί αυτή η τέχνη της βροχής που ασκούσε μια τρομερή και υπόγεια δύναμη στην Αραουκανία που γεννήθηκα. Έβρεχε μήνες ολόκληρους, χρόνια ολόκληρα. Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα σαν μακριές γυάλινες βελόνες που έσπαζαν στις στέγες ή έφταναν κατά κύματα, διάφανα, πάνω στα παράθυρα και κάθε σπίτι ήταν ένα πλοίο που με δυσκολία έφτανε στο λιμάνι μέσα σ’ αυτόν τον ωκεανό του χειμώνα.
Αυτή η κρύα βροχή της Νότιας Αμερικής δεν έχει τις παρορμητικές μεταπτώσεις της ζεστής βροχής που πέφτει σαν βιτσιά και φεύγει αφήνοντας γαλάζιο τον ουρανό. Η βροχή του Νότου, αντίθετα, έχει υπομονή και συνεχίζει να πέφτει ασταμάτητα απ’ το γκρι ουρανό. Απέναντι απ’ το σπίτι μου ο δρόμος μετατράπηκε σε μια απέραντη θάλασσα από λάσπη. Απ’ το παράθυρο μου βλέπω μέσα απ’ τη βροχή μια χελώνα που βάλτωσε στη μέση του δρόμου. Ένας χωρικός με μαύρο χιτώνα απ’ τη Καστίλη μαστιγώνει τους ταύρους που δεν μπορούν πια άλλο ανάμεσα στη βροχή και τη λάσπη.
Μέσα απ’ τα μονοπάτια, πηδώντας από τη μια πέτρα στην άλλη, πηγαίναμε, ενάντια στη βροχή και το κρύο, στο σχολείο. Τις ομπρέλες τις έπαιρνε ο αέρας. Τα αδιάβροχα ήταν ακριβά, τα γάντια δεν μου άρεσαν, τα παπούτσια μούλιαζαν. Θα θυμάμαι πάντα τις βρεγμένες κάλτσες δίπλα στη σόμπα και πολλά παπούτσια μαζί να βγάζουν ατμούς σαν μικρές ατμομηχανές. Στη συνέχεια έρχονταν οι πλημμύρες που παράσερναν τους πιο φτωχούς οικισμούς δίπλα στο ποτάμι. Ακόμα και η γη τινάζονταν τρέμοντας. Άλλες φορές, την κορδιλιέρα στεφάνωνε ένα φως τρομερό: το ηφαίστειο Γιάιμα ξυπνούσε.
Το Τεμούκο είναι μια πρωτοποριακή πόλη, απ’ αυτές τις πόλεις δίχως παρελθόν, αλλά με σιδεράδικα. Καθώς οι Ινδιάνοι δεν ξέρουν ανάγνωση, τα σιδεράδικα επιδεικνύουν τα αξιοπρόσεκτα εμβλήματά τους στους δρόμους: ένα τεράστιο πριόνι, μια γιγάντια κατσαρόλα, ένα κυκλώπειο λουκέτο, ένα κουτάλι Ανταρκτικής. Πιο πέρα, τα παπουτσάδικα, μια κολοσσιαία μπότα.
Αν το Τεμούκο συμβόλιζε την πρόοδο της ζωής για τους Χιλιανούς ανάμεσα στα εδάφη της Νότιας Χιλής, αυτό σήμαινε μια μακρόχρονη ιστορία αίματος.

[...]

Είναι δύσκολο να δώσω μια εικόνα ενός σπιτιού σαν το δικό μου, τυπικό σπίτι των συνόρων πριν από εβδομήντα χρόνια.
Καταρχάς, τα σπίτια των οικογενειών επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Στο βάθος των εσωτερικών αυλών οι Ρέγιες, οι Ορτέγα, οι Κάνδια και οι Μασόν αντάλλασσαν εργαλεία ή βιβλία, τούρτες γενεθλίων, ματζούνια για εντριβές, ομπρέλες, τραπέζια και καρέκλες. Αυτά τα πρωτοποριακά σπίτια κάλυπταν τις δραστηριότητες ενός ολόκληρου χωριού.
Ο δον Κάρλος Μασόν, βορειοαμερικανός με άσπρη χαίτη που έμοιαζε με τον Έμερσον, ήταν ο πατριάρχης αυτής της οικογένειας. Οι γιοι Μασόν ήταν κριόλοι ώς το κόκκαλο. Ο δον Κάρλος Μασόν είχε έναν Αστικό Κώδικα και μια Βίβλο. Δεν ήταν ιμπεριαλιστής, μα ένας καθαυτό ιδρυτής. Σ’ αυτήν την οικογένεια ξεφύτρωναν τυπογραφεία, ξενοδοχεία, κρεοπωλεία, δίχως να έχει χρήματα κανείς. Κάποιοι από τους γιους ήταν διευθυντές εφημερίδων και άλλοι εργαζόμενοι του τυπογραφείου. Με τον καιρό όλα περνούσαν και όλοι παρέμεναν το ίδιο φτωχοί με πριν. Μόνο οι Γερμανοί είχαν την ιδιότητα να διατηρούν αμείωτα τα αγαθά τους, πράγμα για το οποίο ήταν γνωστοί στα σύνορα.
Τα σπίτια μας είχαν, λοιπόν, κάτι από κατασκήνωση. Ή κάτι από εργοτάξιο κατασκευών. Μπαίνοντας έβλεπε κανείς βαρέλια, γεωργικά εργαλεία, χάμουρα και άλλα απερίγραπτα αντικείμενα. Υπήρχαν πάντα μισοφτιαγμένα δωμάτια, ανολοκλήρωτες σκάλες. Όλη τους τη ζωή, οι κάτοικοι μιλούσαν για την ολοκλήρωση των κατασκευών. Οι γονείς άρχιζαν να σκέφτονται το πανεπιστήμιο για τους γιους τους.
Στο σπίτι του δον Κάρλος Μασόν γίνονταν οι μεγάλες γιορτές. Σε όλα τα φαγοπότια των ονομαστικών εορτών υπήρχε γαλοπούλα με σέλινο, σουβλιστά αρνιά και παγωμένο γάλα για επιδόρπιο. Ο πατριάρχης με τα άσπρα μαλλιά καθόταν στην κεφαλή του ατέλειωτου τραπεζιού μαζί με την γυναίκα του, τη δόνια Μικαέλα Κάνδια. Πίσω του υπήρχε μια τεράστια σημαία της Χιλής στην οποία είχαν προσθέσει με μια καρφίτσα μια μικροσκοπική σημαία της βορείου Αμερικής. Αυτή ήταν και η αναλογία αίματος που τους αντιστοιχούσε. Νικητής ήταν το μοναχικό αστέρι της Χιλής.
Σ’ αυτό το σπίτι των Μασόν υπήρχε και ένα σαλόνι στο οποίο δεν άφηναν να μπουν τα παιδιά. Δεν έμαθα ποτέ το πραγματικό χρώμα των επίπλων γιατί ήταν πάντα καλυμμένα με λευκά σεντόνια, μέχρι που κάηκαν σε μια φωτιά. Υπήρχε εκεί ένα άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες. Αυτές οι φωτογραφίες ήταν πιο κομψές και εύθραυστες απ’ αυτές τις απαίσια φωτισμένες μεγεθύνσεις που εισέβαλαν αργότερα στα σύνορα. Ανάμεσα σ’ αυτές υπήρχε και ένα πορτρέτο της μητέρας μου. Ήταν μια μαυροντυμένη κυρία, αδύνατη και σκεφτική. Μου είχαν πει ότι έγραφε στίχους, αλλά δεν τους είδα ποτέ, παρά μόνο εκείνο το όμορφο πορτρέτο.
Ο πατέρας μου είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά τη δόνια Τρινιδάδ Κάνδια Μαρβέρδε, τη μητριά μου. Μου φαίνεται απίστευτο που πρέπει να δώσω αυτό το όνομα στον άγγελο-προστάτη της παιδικής μου ηλικίας. Ήταν επιμελής και γλυκιά, είχε ένα χιούμορ όπως οι άνθρωποι του χωριού, μια εναργή και ακούραστη καλοσύνη.
Μετά βίας ερχόταν ο πατέρας μου κι εκείνη μετατρεπόταν σε μια μαλακή σκιά, όπως όλες οι γυναίκες εκεί της εποχής εκείνης.
Σ’ εκείνο το σαλόνι είδα να χορεύουν μαζούρκες[1] και κουαδρίγιες[2].
Υπήρχε στο σπίτι μου κι ένα μπαούλο με συναρπαστικά αντικείμενα. Στο βάθος γυάλιζε ένα υπέροχος παπαγάλος-ημερολόγιο. Μια μέρα που η μητέρα μου ψαχούλευε εκείνη την ιερή κασέλα, εγώ έπεσα μέσα με το κεφάλι για να πιάσω τον παπαγάλο. Όταν μεγάλωσα, ωστόσο, την άνοιγα μυστικά. Υπήρχαν μέσα κάτι υπέροχες και ανέγγιχτες βεντάλιες. Διατηρώ, όμως, κι άλλη μια ανάμνηση από εκείνο το μπαούλο. Αυτή του πρώτου ερωτικού μυθιστορήματος αγάπης που με συντάραξε. Επρόκειτο για εκατοντάδες καρτ-ποστάλ σταλμένες από κάποιον που υπέγραφε σαν Ενρίκε ή Αλμπέρτο, δεν είμαι σίγουρος, και απευθύνονταν όλες στη Μαρία Θιέλμαν. Αυτές οι καρτ-ποστάλ ήταν φανταστικές. Ήταν πορτρέτα μεγάλων ηθοποιών της εποχής, διακοσμημένα με μικρούς κρυστάλλους και μερικές φορές με πραγματικές τούφες μαλλιών κολλημένες. Υπήρχαν επίσης κάστρα, εικόνες πόλεων και μακρινά τοπία. Για χρόνια με ευχαριστούσε να βλέπω μόνο τα πορτρέτα. Καθώς, όμως, μεγάλωνα, διάβασα σταδιακά εκείνα τα μηνύματα αγάπης γραμμένα με άπταιστη καλλιγραφία. Φανταζόμουν πάντα ότι εκείνος ο ερωτευμένος πολιορκητής ήταν ένας άντρας με τσόχινο καπέλο, με μπαστούνι και αστραφτερή γραβάτα. Εκείνες οι γραμμές είχαν ωστόσο ένα πάθος συγκινητικό. Είχαν αποσταλεί από τον ταξιδιώτη από κάθε σημείο του πλανήτη. Ήταν γεμάτες από εκθαμβωτικές φράσεις, από αυθάδεια ερωτευμένου. Άρχισα κι εγώ, λοιπόν, να ερωτεύομαι τη Μαρία Θιέλμαν. Εκείνη τη φανταζόμουν σαν μια ακατάδεχτη θεατρίνα, στεμμένη με μαργαριτάρια. Πως είχαν φτάσει όμως αυτά τα γράμματα στο μπαούλο της μητέρας μου; Δεν μπόρεσα να το μάθω ποτέ.  [...]


2. Χαμένος στην πόλη

Η συστολή

Η αλήθεια είναι ότι έζησα πολλά από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, ίσως και από τα δεύτερα και από τα τρίτα, σαν ένα είδος κωφάλαλου.
Τελετουργικά ντυμένος στα μαύρα από πολύ μικρός, όπως ντυνόταν οι πραγματικοί ποιητές του περασμένου αιώνα, είχα μια ασαφή εντύπωση ότι δεν ήμουν κι άσχημος εμφανισιακά. Αλλά, αντί να πλησιάζω τα κορίτσια, γνωρίζοντας ότι θα τραύλιζα ή ότι θα κοκκίνιζα μπροστά τους, προτιμούσα να τις προσπεράσω και να απομακρυνθώ επιδεικνύοντας μια αδιαφορία που ήταν πολύ μακριά από οποιοδήποτε συναίσθημα. Ήταν όλες ένα μεγάλο μυστήριο για μένα. Θα ήθελα να καώ σ’ αυτήν τη μυστική πυρά, να πνιγώ σ’ αυτό το πηγάδι με το αινιγματικό βάθος, αλλά δεν τολμούσα να πέσω ούτε στη φωτιά, ούτε στο νερό. Και καθώς δεν έβρισκα κανέναν να με σπρώξει, περνούσα απ’ τις όχθες της έξαψης, δίχως καν να κοιτάζω, κι ακόμα περισσότερο να χαμογελάω.
Το ίδιο μου συνέβαινε και με τους ενήλικες, κόσμο άνευ σημασίας, εργαζόμενους του σιδηροδρόμου ή του ταχυδρομείου μαζί με τις «κυρίες συζύγους» τους, αποκαλούμενες έτσι γιατί η στενή μικροαστική κοινωνία σοκάρονταν τρομαγμένη μπροστά στη λέξη «γυναίκα». Εγώ άκουγα τις συζητήσεις που γινόταν στο γραφείο του πατέρα μου. Την επομένη, όμως, αν στο δρόμο έπεφτα πάνω σε κανέναν από αυτούς που είχαν φάει το προηγούμενο βράδυ σπίτι μου, δεν τολμούσα να τους χαιρετήσω και μέχρι που άλλαζα δρόμο για ν’ αποφύγω τη δυσάρεστη στιγμή.
Η συστολή είναι μια παράξενη ιδιότητα της ψυχής, μια ιδιομορφία, μια διάσταση που ανοίγεται προς την μοναξιά. Και είναι κι ένα βάσανο που δεν μπορεί κανείς να αποχωριστεί, σαν να έχει κάποιος δυο επιδερμίδες κι η δεύτερη, η εσωτερική, να ερεθίζεται και να συστέλλεται μπρος στη ζωή. Ανάμεσα στο δομικό καταμερισμό του ανθρώπου, αυτή η αρετή ή αυτό το βάσανο αποτελεί μέρος του κράματος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται σιγά σιγά, μετά από πολλαπλές περιστάσεις, η διηνεκής φύση του είναι.
Η καταιγιστική αδεξιότητα μου, η παρατεταμένη εσωστρέφεια μου διήρκεσε παραπάνω απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Όταν έφτασα στην πρωτεύουσα απέκτησα αργά φίλους και φίλες. Όσο λιγότερη προσοχή μου έδιναν, τόσο πιο εύκολα τους έδινα τη φιλία μου. Δεν είχα τον καιρό εκείνο μεγάλη περιέργεια για το ανθρώπινο είδος. Δεν πρόκειται να γνωρίσω ποτέ όλα τα πρόσωπα αυτού του κόσμου, έλεγα στον εαυτό μου. Κι έτσι συνέβαινε να ξυπνάει σε ορισμένα περιβάλλοντα μια αχνή περιέργεια γύρω απ’ αυτόν τον νεαρό ποιητή, λίγο παραπάνω από δεκαέξι χρονών, ένα σιωπηλό και μοναχικό αγόρι, ο οποίος ερχόταν κι έφευγε δίχως να πει καλημέρα, ούτε να αποχαιρετίσει κανέναν. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι φορούσα μια μακριά ισπανική κάπα που με έκανε να μοιάζω με σκιάχτρο. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι η χτυπητή περιβολή μου ήταν άμεση συνέπεια της φτώχειας μου.

10. Ταξίδι μετ' επιστροφής

Φυλακισμένος στο Μπουένος Άιρες

Βρισκόμαστε στο 1957. Με είχαν καλέσει σ’ ένα συνέδριο για την ειρήνη που γινόταν στο Κολόμπο, στο νησί της Κεϊλάνης, εκεί όπου έζησα πριν πολλά χρόνια για ένα διάστημα.
Το να συναντηθεί κανείς με τη μυστική αστυνομία δεν ακούγεται επικίνδυνο, η συνάντηση παίρνει, ωστόσο, άλλο χαρακτήρα με απρόβλεπτες συνέπειες αν πρόκειται για την μυστική αστυνομία της Αργεντινής. Εκείνη τη νύχτα, άρτι αφιχθείς από τη Χιλή, διατεθειμένος να συνεχίσω το ταξίδι μου σε πιο μακρινές χώρες, ξάπλωσα κουρασμένος. Μόλις είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος όταν εισέβαλαν μέσα στο σπίτι κάμποσοι αστυνομικοί. Τα κατέγραψαν όλα με μεγάλη βραδύτητα. Έπαιρναν βιβλία και περιοδικά, ανακάτευαν τις ντουλάπες, ψαχούλευαν τα εσώρουχα. Είχαν ήδη συλλάβει τον Αργεντινό μου φίλο που με φιλοξενούσε, όταν με ανακάλυψαν στο βάθος του σπιτιού όπου βρισκόταν το δωμάτιο μου.

— Ποιος είναι αυτός ο κύριος; Ρώτησαν.
— Ονομάζομαι Πάμπλο Νερούδα, απάντησα.
— Είναι άρρωστος; Ρώτησαν τη γυναίκα μου.
— Ναι, είναι άρρωστος και πολύ κουρασμένος από το ταξίδι. Φτάσαμε σήμερα και αύριο θα πάρουμε το αεροπλάνο για Ευρώπη.
— Πολύ καλά, πολύ καλά, είπαν και βγήκαν απ’ το δωμάτιο.

    Εκείνη τη νύχτα έβρεχε. Χοντρές σταγόνες έπεφταν απ’ το βαρύ ουρανό του Μπουένος Άιρες. Ένιωθα μπερδεμένος. Ο Περόν είχε πέσει. Ο στρατηγός Αραμπούρου είχε ρίξει την τυραννία στο όνομα της δημοκρατίας, κι ωστόσο δίχως να ξέρω το πως ή το πότε, το γιατί ή το πού, αν ήταν για τον έναν λόγο ή τον άλλο, για τίποτα ή για όλα, εγώ, εξαντλημένος και άρρωστος, είχα συλληφθεί. Το φορείο πάνω στο οποίο με μετέφεραν τέσσερις αστυνομικοί μετατρέπονταν σε σοβαρό πρόβλημα όταν έπρεπε να κατέβουμε σκάλες, να μπούμε σε ασανσέρ, να διασχίσουμε διαδρόμους. Οι τέσσερις φορτωτές μου υπέφεραν και ξεφυσούσαν. Η Ματίλντε, για να μεγαλώσει το μαρτύριό τους, τους είχε πει με μελιστάλαχτη φωνή ότι ζύγιζα 110 κιλά. Και στην πραγματικότητα για τόσο έμοιαζα με το πουλόβερ και το μπουφάν, καλυμμένος ως την κορφή με κουβέρτες. Ξεχώριζα σαν εξόγκωμα, σαν το ηφαίστειο Οσόρνο, πάνω σ’ εκείνο το φορείο που μου παρείχε η δημοκρατία της Αργεντινής. Εγώ σκεφτόμουν, κι αυτό με έκανε να νιώθω καλύτερα για τα συμπτώματα του φλεβίτη μου, ότι δεν ήταν εκείνοι οι φτωχοδιάβολοι αυτοί που με οδηγούσαν και ίδρωναν και σπρώχνονταν κάτω από το βάρος μου, αλλά ο ίδιος ο στρατηγός Αραμπούρου που κουβαλούσε το φορείο μου.
    Στη συνέχεια με υποδέχτηκε η ρουτίνα της φυλακής, η καταχώρηση του φυλακισμένου και η κατάσχεση των προσωπικών του αντικειμένων. Δεν με άφησαν να κρατήσω το απολαυστικό αστυνομικό μυθιστόρημα που είχα πάρει μαζί μου για να μη βαρεθώ. Άνοιγαν και έκλειναν κάγκελα. Το φορείο διέσχιζε αυλές και σιδερένιες πόρτες. Εισχωρούσα όλο και πιο βαθιά, ανάμεσα σε θορύβους και σύρτες. Ξαφνικά βρέθηκα στη μέση ενός πλήθους. Ήταν οι υπόλοιποι φυλακισμένοι της βραδιάς, πάνω από δύο χιλιάδες άτομα. Εμένα με είχαν απομονωμένο, κανείς δεν μπορούσε να με πλησιάσει, κι ωστόσο δεν έλειψε το χέρι που έσφιξε το δικό μου κάτω από τις κουβέρτες, ούτε ο στρατιώτης που άφησε το όπλο του στην άκρη και μου έτεινε ένα χαρτί για να του υπογράψω ένα αυτόγραφο.
    Στο τέλος με άφησαν πάνω, στο πιο απομακρυσμένο κελί που είχε ένα πολύ ψηλό παραθυράκι. Εγώ ήθελα να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ. Δεν τα κατάφερα γιατί ξημέρωνε πια και οι Αργεντίνοι φυλακισμένοι έκαναν έναν εκκωφαντικό θόρυβο, σαν να παρακολουθούσαν κανένα ματς ανάμεσα στη Ρίβερ και τη Μπόκα.
    Λίγες ώρες μετά είχε ήδη μπει σε λειτουργία η αλληλεγγύη των φίλων και συγγραφέων στην Αργεντινή, τη Χιλή και σε διάφορες άλλες χώρες. Με κατέβασαν απ’ το κελί, με πήγαν στο νοσοκομείο της φυλακής, μου επέστρεψαν τα ρούχα, με άφησαν ελεύθερο. Είχα σχεδόν εγκαταλείψει το κτήριο, όταν με πλησίασε ένας από τους ένστολους φύλακες και μου έβαλε στο χέρι μια σελίδα από χαρτί. Ήταν ένα ποίημα που μου αφιέρωνε, γραμμένο με στίχους παιδικούς, γεμάτους ακαταστασία και αθωότητα. Νομίζω ότι λίγοι ποιητές αξιώθηκαν να δεχτούν μια ποιητική αφιέρωση από το ανθρώπινο ον που έβαλαν να τον φυλάει.

    12. Πατρίδα, γλυκιά και σκληρή

    Πρέσβης στο Παρίσι

    Όταν έφτασα ν’ αναλάβω την πρεσβεία μας στο Παρίσι συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πληρώσω ένα βαρύ τίμημα για την ματαιοδοξία μου. Είχα δεχτεί αυτή τη θέση δίχως να το σκεφτώ πολύ, αφήνοντας τον εαυτό μου να παρασυρθεί για μια ακόμα φορά από τις απρόβλεπτες στροφές της ζωής. Με ευχαριστούσε η ιδέα να αντιπροσωπεύσω μια λαϊκή κυβέρνηση που κατάφερε να βγει νικηφόρα μετά από τόσα χρόνια μετρίων κυβερνήσεων που έλεγαν ψέματα στο λαό. Ίσως στο βάθος αυτό που με παρακινούσε περισσότερο ήταν να μπω με μια καινούργια αξιοπρέπεια στο εσωτερικό της πρεσβείας της Χιλής, εκεί όπου κατάπια τόσους εξευτελισμούς όταν οργάνωσα την μετανάστευση των Ισπανών ρεπουμπλικανών στη χώρα μου. Κάθε ένας από τους προηγούμενους πρέσβεις είχε συνεργαστεί για την καταδίωξη μου, είχε συμβάλλει στο να με δυσφημήσει και να με πληγώσει. Ο διωκόμενος θα κάθονταν στην καρέκλα του διώκτη, θα έτρωγε στο τραπέζι του, θα κοιμόταν στο κρεβάτι του και θα άνοιγε τα παράθυρα για να μπει μέσα στην παλιά πρεσβεία ο καινούργιος αέρας του κόσμου.
    Το πιο δύσκολο ήταν να κάνω τον αέρα να μπει. Το ασφυκτικό παλατιανό στιλ μπήκε στη μύτη και τα μάτια μου όταν εκείνη τη νύχτα του 1971 έφτασα με την Ματίλντε στο υπνοδωμάτιό μας και ξαπλώσαμε στα διαπρεπή κρεβάτια όπου πέθαναν, γαλήνιοι ή βασανισμένοι, μερικοί από τους πρέσβεις.
    Είναι ένα δωμάτιο κατάλληλο για να φιλοξενήσει έναν πολεμιστή και το άλογο του, υπάρχει αρκετός χώρος για να ταϊστεί το άλογο και να κοιμηθεί ο ιππότης. Τα ταβάνια είναι πανύψηλα και ελαφρώς διακοσμημένα. Τα έπιπλα είναι κάτι πράγματα χνουδωτά, έχοντας μια θολή απόχρωση ξερού φύλλου, φινιρισμένα με απαίσια κρόσσια. Ένα περιβάλλον που αποκαλύπτει ταυτόχρονα σημάδια πλούτου και ίχνη παρακμής. Τα χαλιά μπορεί να ήταν όμορφα πριν από εξήντα χρόνια. Τώρα έχουν πάρει ένα αδιαφιλονίκητο χρώμα από πατημασιές και μια σκοροφαγωμένη μυρωδιά συμβατικών και νεκρών συζητήσεων. [...]

    Σκεφτήκαμε: πρέπει να ψάξουμε ένα σπίτι που να μπορούμε να αναπνέουμε μαζί με τα φύλλα, το νερό, τα πουλιά και τον αέρα. Αυτή η σκέψη θα μετατρεπόταν με τον καιρό σε εμμονή. Σαν φυλακισμένοι που αγρυπνούν για την ελευθερία τους, ψάχναμε τον καθαρό αέρα έξω από το Παρίσι.
    Αυτό το να είμαι πρέσβης ήταν κάτι καινούργιο και άβολο για μένα. Αποτελούσε ωστόσο μια πρόκληση. Στη Χιλή είχα επιζήσει από μια επανάσταση. Μια επανάσταση χιλιανού στιλ που αναλύθηκε και συζητήθηκε πολύ. Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί ακόνιζαν τα δόντια τους για να την υποσκάψουν. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τα τελευταία ογδόντα χρόνια τη χώρα μου κυβέρνησαν οι ίδιοι κυβερνήτες, με διαφορετική μόνο ταμπέλα. Όλοι έκαναν το ίδιο. Συνέχισαν να υπάρχουν τα κουρέλια, η εξευτελιστική διαβίωση, τα παιδιά δίχως σχολεία και παπούτσια, οι φυλακές και τα ραβδίσματα ενάντια στο φτωχό λαό μου.
    Τώρα μπορούσαμε να αναπνεύσουμε και να τραγουδήσουμε. Αυτό ήταν που μου άρεσε στη νέα μου κατάσταση.
    Τα διπλωματικά αξιώματα απαιτούν στη Χιλή την έγκριση της Γερουσίας. Η δεξιά της Χιλής με επαινούσε επανειλημμένα σαν ποιητή, μέχρι που έβγαλε λόγους προς τιμή μου. Φυσικά αυτούς τους λόγους θα τους προσφωνούσαν με μεγαλύτερη αγαλλίαση στην κηδεία μου. Στη ψηφοφορία της Γερουσίας που έγινε για να επικυρωθεί η ανάληψή μου του αξιώματος του πρέσβη, επικράτησα για τρεις ψήφους. Οι δεξιοί και μερικοί από τους ψευτοχριστιανούς είχαν ψηφίσει εναντίον μου, κάτω από την προστασία της μυστικότητας που τους παρείχε η ψηφοφορία.
    Ο προηγούμενος πρέσβης είχε τους τοίχους καλυμμένους με φωτογραφίες των προκατόχων του, συμπεριλαμβανομένου και ενός πορτρέτου του ίδιου. Ήταν μια εντυπωσιακή συλλογή από πρόσωπα κενά, με εξαίρεση δυο ή τρία, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν ο αξιόλογος Μπλεστ Γκάνα, ο δικός μας μικρός Μπαλζάκ της Χιλής. Διέταξα το ξεκρέμασμα των στοιχειωμένων πορτρέτων και τα αντικατέστησα με πιο βαρύνουσες προσωπικότητες: πέντε προσωπογραφίες των ηρώων που έδωσαν στη Χιλή σημαία, εθνική ταυτότητα και ανεξαρτησία και τρεις σύγχρονες φωτογραφίες του Αγκίρε Σέρδα (Aguirre Cerda), προοδευτικού προέδρου της δημοκρατίας, του Λουίς Εμίλιο Ρεκαμπάρεν (Luis Emilio Recabarren), ιδρυτή του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Allende). Οι τοίχοι έγιναν απείρως καλύτεροι.
    Δεν ξέρω τι σκεφτόταν οι γραμματείς της πρεσβείας, δεξιόφρονες σχεδόν στην πλειοψηφία τους. Τα συντηρητικά κόμματα κρατούσαν στα χέρια τους την διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία εκατό χρόνια. Ούτε θυρωρός δεν μπορούσε να γίνει κανείς αν δεν ήταν συντηρητικός ή μοναρχικός. Οι χριστιανοδημοκράτες απ’ την πλευρά τους, αυτοαποκαλούμενοι «επανάσταση για την ελευθερία», έδειξαν την ίδια αδηφαγία με τους παλιούς συντηρητικούς. Αργότερα, όλες οι παράλληλοι οδοί θα συγχωνεύονταν στην ίδια γραμμή.
    Η γραφειοκρατία, το αρχιπέλαγος των δημοσίων κτηρίων, όλα γέμισαν από εργαζόμενους, ελεγκτές και συμβούλους της δεξιάς, σαν να μην είχαν ποτέ θριαμβεύσει στη Χιλή ο Αλιέντε και το Λαϊκό Κίνημα, σαν να μην ήταν πια οι υπουργοί της κυβέρνησης σοσιαλιστές και κομμουνιστές.
    Κάτω από αυτές τις συνθήκες ζήτησα να αναλάβει το αξίωμα του συμβούλου της πρεσβείας στο Παρίσι ένας από τους φίλους μου, σπουδαγμένος διπλωμάτης και σημαντικός συγγραφέας. Επρόκειτο για το Χόρχε Έντουαρντς[3]. Αν και ανήκε στην πιο ολιγαρχική και συντηρητική οικογένεια της χώρας μου, ο ίδιος ήταν αριστερός, χωρίς να συνδέεται ωστόσο με κάποιο κόμμα. Αυτό που χρειαζόμουν εγώ πάνω απ’ όλα ήταν ένας έξυπνος δημόσιος υπάλληλος που να ξέρει τη δουλειά του και να είναι άξιος εμπιστοσύνης. Ο Έντουαρντς ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή υπεύθυνος των εμπορικών συναλλαγών της Αβάνα. Είχαν έρθει στ’ αφτιά μου ασαφείς φήμες σχετικά με ορισμένες δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει στην Κούβα. Καθώς, όμως, τον γνώριζα από χρόνια σαν άνθρωπο της αριστεράς, δεν έδωσα μεγαλύτερη σημασία στο θέμα.
    Ο καινούργιος μου σύμβουλος έφτασε από την Κούβα πολύ εκνευρισμένος και αναφέρθηκε σ’ αυτό που είχε συμβεί. Είχα την εντύπωση ότι το δίκιο ήταν και στις δυο πλευρές και σε καμία ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει μερικές φορές στη ζωή. Σιγά σιγά τα κατεστραμμένα νεύρα του Χόρχε Έντουαρντς ηρέμησαν, σταμάτησε να τρώει τα νύχια του και δούλεψε στο πλάι μου με μεγάλη ικανότητα, εξυπνάδα και πίστη. Στη διάρκεια εκείνων των δυο κοπιαστικών χρόνων στην Πρεσβεία, ο σύμβουλος μου ήταν ο καλύτερος μου σύντροφος και ένας δημόσιος λειτουργός, ίσως ο μοναδικός μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο γραφείο, πολιτικά άψογος. [...]


    Η λέξη

    ... Ό,τι θέλετε εσείς, ναι κύριε, αλλά είναι οι λέξεις αυτές που τραγουδούν, αυτές που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν... Υποκλίνομαι μπροστά τους... Τις αγαπώ, προσκολλούμαι σ’ αυτές, τις κυνηγώ, τις δαγκώνω, τις ξεζουμίζω... Αγαπώ τόσο τις λέξεις... Τις ανέλπιστες... Αυτές που περιμένουν αδηφάγα, που παραμονεύουν, μέχρι που ξαφνικά πέφτουν... Αγαπημένες λέξεις... Λαμπυρίζουν σαν χρωματιστά πετράδια, πηδούν σαν ασημόψαρα, είναι αφρός, κλωστή, μέταλλο, σταγόνες πρωινής δροσιάς... Κυνηγώ μερικές λέξεις... Είναι τόσο όμορφες που θέλω να τις βάλω όλες στο ποίημά μου... Τις αρπάζω καθώς πετούν, καθώς βουίζουν, και τις παγιδεύω, τις καθαρίζω, τις ξεφλουδίζω, κάθομαι μπροστά στο πιάτο, τις νιώθω κρυστάλλινες, παλλόμενες, αλαβάστρινες, τις γεύομαι σαν λαχανικά, σαν λάδι, σαν φρούτα, σαν φύκια, σαν αχάτη, σαν ελιές... Και τότε τις ανακατεύω, τις ταρακουνώ, τις πίνω, τις καταβροχθίζω, τις λιώνω, τις στολίζω, τις απελευθερώνω... Τις αφήνω σαν σταλακτίτες στο ποίημά μου, σαν κομματάκια λουστραρισμένου ξύλου, σαν υπολείμματα ναυαγίου, δώρα των κυμάτων... Όλα βρίσκονται στη λέξη... Μια ιδέα ολόκληρη αλλάζει γιατί μια λέξη μεταφέρθηκε σε άλλο μέρος ή γιατί κάποια άλλη κάθισε σαν μικρή βασίλισσα μέσα σε μια φράση που δεν την περίμενε αλλά την υπάκουσε... Έχουν σκιά, διαφάνεια, βάρος, φτερά, τρίχες, έχουν όλα όσα προστέθηκαν σιγά σιγά πάνω τους από το τόσο κατρακύλισμα στο ποτάμι, από την τόση μετενσάρκωση σε πατρίδα, από το τόσο να είναι ρίζες... Είναι παμπάλαιες και ολοκαίνουργιες... Ζουν στο κρυμμένο φέρετρο και στον ανθό που μόλις γεννιέται... Τι ωραία γλώσσα η δική μου, τι ωραία γλώσσα κληρονομήσαμε από τους λυσσαλέους κατακτητές... Αυτοί δρασκέλιζαν τις τρομερές οροσειρές, την αποτροπιασμένη Αμερική, ψάχνοντας για πατάτες, μπουτιφάρες, φριχόλες, μαύρο καπνό, καλαμπόκι, τηγανητά αυγά, μ’ αυτήν την άπληστη όρεξη που δεν ξανάδε ποτέ η γη... Τα κατάπιναν όλα, μαζί με τις θρησκείες, τις πυραμίδες, τις φυλές, τις ειδωλολατρίες, όμοιες μ’ αυτές που έφερναν οι ίδιοι στις μεγάλες τους τσάντες... Απ’ όπου περνούσαν, άφηναν πίσω τους τη γη ρημαγμένη... Απ’ τις μπότες των βαρβάρων, όμως, απ’ τα γένια, απ’ τα κράνη, απ’ τα πέταλα, έπεφταν σαν πετρούλες οι φωτεινές λέξεις που έμειναν εδώ ακτινοβολώντας... Η γλώσσα. Βγήκαμε χαμένοι... Βγήκαμε κερδισμένοι... Πήραν τον χρυσό και μας άφησαν τον χρυσό... Τα πήραν όλα και μας τα άφησαν όλα... Μας άφησαν τις λέξεις.



    Πηγή: Fundación Pablo Neruda



     

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: