Έθνος Εξαιρετικά

Σμύρνη 1921, Το Σπίτι του Στρατιώτη (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)
Σμύρνη 1921, Το Σπίτι του Στρατιώτη (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)


           Ι.

Με Έθνος εξαι­ρε­τι­κά και Σέρ­τι­κα Λα­μί­ας
νύ­χτες και νύ­χτες διά­βα­ζε μό­νος στο πα­ρα­γώ­νι
τη γλώσ­σα της φω­τιάς, την ζωή του να πα­φλά­ζει
να του μι­λά­ει μ’ άλ­λιώ­τι­κη σιω­πή και με τις λάμ­ψεις.

Με Έθνος εξαι­ρε­τι­κά και Σέρ­τι­κα Λα­μί­ας
περ­νά­ει και τώ­ρα μέ­σα στις ελιές στ’ αμπέ­λια
αό­ρα­τος με του λα­γού το ρί­γος, με τρε­μού­λα
αγρι­μι­κού πε­σμέ­νου σ’ ύπου­λην ενέ­δρα.

Κι ακού­γε­ται ώς πέ­ρα του τσι­γά­ρου η μυ­ρω­διά
πώς ανε­βαί­νει το πρωί από το πο­τά­μι
ν’ απλώ­νε­ται φτε­ρού­γα λι­βα­νιά στα έρη­μα μέ­ρη,

Λέ­νε βλέ­πουν την χλαί­νη του μες απ’ τα κυ­πα­ρίσ­σια
κι αστρά­φτουν στιλ­βω­μέ­να τα κου­μπιά της
την ώρα την χλω­ρή, όταν η νύ­χτα ξε­ψυ­χά­ει

και μέ­νει ένας κα­πνός στο πέ­ρα­σμά του
πά­χνη της πί­κρας πά­νω από την θά­λασ­σα και μό­σχος.


                ΙΙ.

Με Έθνος εξαι­ρε­τι­κά και Αγρι­νί­ου Κα­ρέ­λια
θυ­μό­τα­νε της Πρού­σας το χαρ­μά­νι και το Κά­λε-Γκρό­το.
Ξε­χέρ­σω­νε και κλά­δευε και έσκα­βε τ’ αμπέ­λια.
Τα με­ση­μέ­ρια έσπα­γε τις πέ­τρες δί­χως κρό­το.

Στου Χά­ρου το αντρο­κά­λε­σμα ποιος βγαί­νει νι­κη­τής;
Ποιος έχα­σε αδερ­φο­ποι­τό στα φο­βε­ρά τε­λώ­νια;
Από Μπι­ζά­νι-Εσκή Σε­χίρ, στρα­τιώ­της δέ­κα χρό­νια
κι ύστε­ρα της σιω­πής σπο­ριάς, του πό­νου τρυ­γη­τής.

Αέ­ρας φέρ­νει μια βρο­χή και δέρ­νει αυ­τόν τον τό­πο.
Γέρ­νουν τα δέ­ντρα ξέ­πλε­κα, πέ­τρες ανα­τρι­χιά­ζουν
σαν πρό­βα­τα ξε­μει­νε­μέ­να κι όλο λα­χα­νιά­ζουν
γερ­μέ­νες στου πα­ρα­δαρ­μού το μέ­νος και τον κό­πο.

Τρί­ζει το σπί­τι σφίγ­γο­ντας τ’ άρ­ρη­τα μυ­στι­κά του.
Στην άδεια σά­λα η σκου­ριά θα­μπώ­νει τον κα­θρέ­φτη.
Νο­τί­ζουν στην φω­το­γρα­φία τα μά­τια τα δι­κά του
Και του κα­πνού η μυ­ρω­διά χύ­νε­ται: «Φύ­γε κλέ­φτη!»

                ΙΙΙ.

Ξυ­λο­δε­σιές, πα­τώ­μα­τα, σα­ρα­κο­φα­γω­μέ­να —
όμως βα­στούν ακό­μη του σπι­τιού τα κό­κα­λα.
Μπαί­νεις στην κά­μα­ρη, Τα ρού­χα κρε­μα­σμέ­να
στην ξύ­λι­νη ντου­λά­πα. Ένα-ένα, τα ρού­χα τα κα­λά.

Τεκ­μή­ρια του πα­ρο­δι­κού, εν­δύ­μα­τα του τί­πο­τα
κά­πο­τε ζε­στα­θή­κα­νε από κορ­μιά ανεί­πω­τα.
Στην άκρη η χλαί­νη του. Τραύ­μα που χαί­νει.
Να στά­ζει αί­μα στο κε­νό. Να επι­μέ­νει.

Με τα χρυ­σά κου­μπιά. Η βα­ριά του χλαί­νη
απ’ του θα­νά­του φέγ­γος κρυ­φά λα­μπρι­σμέ­νη.
Με την οπή νω­πή στο αρι­στε­ρό της το πλευ­ρό.

Πιά­νω την μυ­ρω­διά του — ένας κα­πνός την φέρ­νει.
Γα­λά­ζια, θε­ρι­νή κι ηλιο­κα­μέ­νη.
Από τσι­γά­ρο σέρ­τι­κο, από κλα­ρί σγου­ρό.

                ΙV.

                        [Η Ιστορία του Γέρο-Χρήστου Π. (1899-2000)]

Πώς να μι­λή­σω για τον γέ­ρο, σιω­πη­λό και μό­νο
με ανά­ρι­χτη την χλαί­νη και με τ’ άρ­βυ­λα.
Όπως το δέ­ντρο τον αέ­ρα, ύφαι­νε τον πό­νο
μια σιω­πη­λή βε­λα­νι­διά —μα έχω χεί­λη βέ­βη­λα.
             
Αλ­λά, ψυ­χή μου, ότι σ΄ ανά­θρε­ψε στο­χά­σου
με κόκ­κι­νο κρα­σί και σέρ­τι­κο τσι­γά­ρο.
Τα μά­τια σου το φως του να μην χά­σουν
Για­τί στ’ αλώ­νια τον γο­νά­τι­σε τον χά­ρο.                

Βρά­χοι θα­λασ­σι­νοί,
δέ­ντρα λη­σμο­νη­μέ­να,
καη­μοί μου μα­κρι­νοί
ακού­στε με κι εμέ­να.   

Μα κεί­νος του την εί­χε φυ­λαγ­μέ­νη
και θέ­ρι­σε τα δυό του παλ­λη­κά­ρια
—από μι­κροί σε Αυ­στρα­λία κι Αμέ­ρι­κα χα­μέ­νοι—
Κι έμει­νε από τους κε­ραυ­νούς σαν τα ξε­ρά κλα­ριά.
  
Κι όταν σχω­ρέ­θη­κε μα­ρα­ζω­μέ­νη η κυ­ρά του
ζύ­μω­νε το ψω­μί, έβγα­ζε το κρα­σί, το λά­δι
το χώ­μα έσκα­βε, κι όπως το φί­δι την ου­ρά του
τα σω­θι­κά του δά­γκω­νε κα­πνί­ζο­ντας το βρά­δυ.
  
Του ’μει­νε τ’ άλο­γό του με βαρ­βά­τα μά­τια
Όλο αστρα­πές αγά­πης και συ­μπό­νιας.
Και οι φω­το­γρα­φί­ες που τον έκα­ναν κομ­μά­τια
Πα­ρά­θυ­ρα για τα το­πία τα αιώ­νια.       

Βρά­χοι θα­λασ­σι­νοί,
δέ­ντρα λη­σμο­νη­μέ­να,
καη­μοί μου μα­κρι­νοί
ακού­στε με κι εμέ­να.

Του πό­τι­ζα το άλο­γο και του ’φερ­να τσι­γά­ρα
Και μου ιστο­ρού­σε για τον πο­τα­μό Σαγ­γά­ριο
Για το υπε­ρω­κε­ά­νιο «Πα­τρίς» με τα φου­γά­ρα
Για του Χρι­στού το σά­βα­νο και το σου­δά­ριο.
               
Κά­πο­τε ο μαύ­ρος του έγει­ρε στο χώ­μα
Κοι­τά­ζο­ντάς τον με τα μά­τια του πο­τά­μια.
Σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε. Εί­πε «εδώ εί­μαι ακό­μα;»
Τον βρή­κα­με την άλ­λη μέ­ρα στα σφε­ντά­μια.

Βρά­χοι θα­λασ­σι­νοί,
δέ­ντρα λη­σμο­νη­μέ­να,
καη­μοί μου μα­κρι­νοί

ακού­στε με κι εμέ­να.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: