Ο μικρασιατικός ξεριζωμός και οι ρίζες στην Ελλάδα

Μικρή περιδιάβαση του θέματος στη νεοελληνική λογοτεχνία

Η Τατιάνα Σταύρου
Η Τατιάνα Σταύρου



Tο «μο­τί­βο του ρι­ζώ­μα­τος»,[1] από τον τί­τλο ήδη Οι πρώ­τες ρί­ζες (1936) που έδω­σε η Τα­τιά­να Σταύ­ρου στο μυ­θι­στό­ρη­μά της με επί­κε­ντρο την εγκα­τά­στα­ση των Μι­κρα­σια­τών προ­σφύ­γων στην Ελ­λά­δα, κά­νει αι­σθη­τή τό­σο τη διά­θε­ση όσο και την ανά­γκη για επα­νεκ­κί­νη­ση της ζω­ής με­τά την κα­τα­στρο­φή. Στο έρ­γο αυ­τό της Τα­τιά­νας Σταύ­ρου απει­κο­νί­ζε­ται βαθ­μιαία ο κα­θη­με­ρι­νός αγώ­νας των ξε­ρι­ζω­μέ­νων να αντέ­ξουν τον κοι­νω­νι­κό ξε­πε­σμό, να επι­βιώ­σουν και να συ­νε­χί­σουν κά­πως τη ζωή τους μέ­σα στις πα­ρα­γκου­πό­λεις της Αθή­νας. Ξε­κι­νώ­ντας από την απο­δο­χή των σύγ­χρο­νων κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων, οι ξε­ρι­ζω­μέ­νοι συ­νει­δη­το­ποιούν την κα­τά­στα­ση και, με­τά την ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών, επι­δέ­νουν στορ­γι­κά την πλη­γή επου­λώ­νο­ντας, όσο ήταν δυ­να­τό, το βα­θύ τραύ­μα της χα­μέ­νης πα­τρί­δας. Απλός και ευ­φυ­ής ο πα­ραλ­λη­λι­σμός των αν­θρώ­πων με ξε­ρι­ζω­μέ­να δέ­ντρα έρ­χε­ται και επα­νέρ­χε­ται έκτο­τε στο λο­γο­τε­χνι­κό σκη­νι­κό. Εν­δει­κτι­κά, σπό­ροι από τη μη­τρό­πο­λη «πέ­ρα­σαν το Αι­γαίο σαν τα χνου­δω­τά σπό­ρια, ρο­βό­λη­σαν και άν­θη­σαν στην Ανα­το­λή»,[2] και επι­στρέ­φουν με­τά από αιώ­νες στην πι­κρή, και ξέ­νη κά­πο­τε, πα­τρί­δα τους, «κά­τι ήμε­ρα κα­λό­βο­λα δέ­ντρα που τα ξε­ρι­ζώ­σα­νε άπο­να για να τα φυ­τέ­ψου­νε σε πι­κρά χώ­μα­τα και ξέ­να».[3] Ει­δι­κό­τε­ρα όμως στις Πρώ­τες ρί­ζες της Σταύ­ρου τέ­θη­καν οι βά­σεις για το ρί­ζω­μα ως κο­ρυ­φαία επι­λο­γή, με την επί­γνω­ση ότι η πρώ­τη γε­νιά των προ­σφύ­γων εί­ναι εκεί­νη που θα πα­λέ­ψει για να ρι­ζώ­σει με την προ­ο­πτι­κή να προσ­διο­ρί­σει κά­θε βλά­στη­ση του μέλ­λο­ντος:

Εί­ναι στιγ­μές που νοιώ­θω σαν να μην εί­μαι άν­θρω­πος πα­ρά γί­νου­μαι δέ­ντρο. Προ­σπα­θώ κι αγκο­μα­χώ να χώ­σω βα­θιά όσο μπο­ρώ τις ρί­ζες μου, να ρου­φή­ξω με τα τρε­μά­με­να κλω­στέ­νια στό­μα­τά μου λί­γη δρο­σού­λα. […] Χρειά­ζε­ται αγώ­νας να μπη­χτείς μέ­σα σε τού­τη την άσπρη ξε­ρή γη. Θέ­λει να σκά­ψεις με τα νύ­χια, με τα δό­ντια, με όλα σου τα δυ­να­τά, για να στε­ριώ­σεις μια ζω­ού­λα φτω­χι­κιά, χω­ρίς ανά­μνη­σες. Εί­ναι στιγ­μές που νοιώ­θω σα να μην εί­μαι άν­θρω­πος πα­ρά γί­νου­μαι δέ­ντρο. […] Νοιώ­θω με φό­βο και λα­χτά­ρα πως εμείς θα εί­μα­στε οι πρώ­τες ρί­ζες! Αυ­τά [τα παι­διά μας], οι πρώ­τοι αν­θοί, θα λου­λου­δί­σουν ή θα μα­ρα­ζιά­σου­νε ανά­λο­γα με τα δι­κά μας αγκο­μα­χη­τά. Αν θα βα­στά­ξου­με, αν δε μας τσου­ρου­φλή­σει ο ήλιος που καί­ει σαν φο­βέ­ρα πά­νω από τις χλω­ρές ζω­ές μας.[4]

Ως προς τη λο­γο­τε­χνι­κή αυ­τή «με­τα­φύ­τευ­ση», που απο­τε­λεί και το θέ­μα της μι­κρής μας επι­σκό­πη­σης, έχουν γί­νει έγκαι­ρα επι­ση­μάν­σεις για τη θε­τι­κή επε­νέρ­γεια που εί­χε ο ξε­ρι­ζω­μός στην ελ­λη­νι­κή πνευ­μα­τι­κή ζωή:

H με­γά­λη «με­τοι­κε­σία», ο ξε­ρι­ζω­μός και το ξα­να­φύ­τε­μα στο αρ­χέ­γο­νο πά­τριο έδα­φος τέ­τοιου πλή­θους Eλ­λή­νων, δεν άλ­λα­ξαν μο­νά­χα την εδώ κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση, δεν έδω­σαν μο­νά­χα ένα πλού­σιο, φα­ντα­χτε­ρό και ζω­ντα­νό χρώ­μα στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή, μα συ­ντέ­λε­σαν και μια ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή με­τα­τρο­πή, που βρή­κε και στην τέ­χνη του λό­γου την αρ­μό­δια συ­χνά έκ­φρα­σή της.[5]

Σή­με­ρα, με την ευ­και­ρία της συ­μπλή­ρω­σης ενός αιώ­να από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, βρι­σκό­μα­στε πλέ­ον σε θέ­ση να δού­με μα­κρο­σκο­πι­κά το θέ­μα του ρι­ζώ­μα­τος στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία αλ­λά και να ελέγ­ξου­με την αντο­χή αυ­τών των ρι­ζών στη δεύ­τε­ρη και την τρί­τη γε­νιά.


Ηλίας Βενέζης
Ηλίας Βενέζης

Ας ξε­κι­νή­σου­με λοι­πόν από την εκτί­μη­ση ότι για τους Μι­κρα­σιά­τες λο­γο­τέ­χνες το θέ­μα του ρι­ζώ­μα­τος εμ­φα­νί­ζε­ται δια­γε­νε­α­κά, βρα­χυ­πρό­θε­σμα και μα­κρο­πρό­θε­σμα, τό­σο σε αντί­θε­ση[6] με τον πό­νο του ξε­ρι­ζω­μού όσο και ως ανα­πλή­ρω­σή του. Πρώ­το ζη­τού­με­νο, ισά­ξιο με το πρω­ταρ­χι­κό θέ­μα της επι­βί­ω­σης, εί­ναι η διά­θε­ση προ­σαρ­μο­γής που δεί­χνουν οι πρό­σφυ­γες, οι δυ­να­τό­τη­τες που έχουν για να αντα­πο­κρι­θούν τις σκλη­ρές συν­θή­κες της ζω­ής τους. «Προ­σαρ­μο­στι­κοί» και «απρο­σάρ­μο­στοι»,[7] πο­ρεύ­ο­νται σε άγνω­στα και άξε­να μέ­ρη, όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αρ­χί­ζει η Γα­λή­νη (1939) του Ηλία Βε­νέ­ζη: «ένα κο­πά­δι κυ­νη­γη­μέ­νοι πρό­σφυ­γες της Ανα­το­λής, κα­λο­καί­ρι του 1923, γυ­ρεύ­ουν τη νέα πα­τρί­δα τους στην ερη­μιά της Ανα­βύσ­σου».[8] Η Γα­λή­νη, ένα μυ­θι­στό­ρη­μα που εγ­γρά­φε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά επά­νω στο συλ­λο­γι­κό τραύ­μα αλ­λά πο­ρεύ­ε­ται στην οδό της ρο­μα­ντι­κής καρ­τε­ρί­ας του για­τρού Βέ­νη, ενός αν­θρώ­που που «γυ­ρεύ­ει να κυ­νη­γή­σει χί­μαι­ρες στη γη της Ανα­βύσ­σου» και που ανα­γνω­ρί­ζε­ται σαν αρ­χη­γός ανά­με­σα στους ξε­ρι­ζω­μέ­νους «που έπρε­πε να δε­θούν και να ρι­ζώ­σουν, έπρε­πε, με το τυ­φλό έν­στι­κτο του γε­ρού φυ­τού»,[9] βα­σί­ζε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως στην έν­νοια του ρι­ζώ­μα­τος. Από τη μια με­ριά η ου­το­πία με τις τρια­ντα­φυλ­λιές που φυ­τεύ­ει ο για­τρός στην άξε­νη Aνά­βυσ­σο, όπως οι πρό­γο­νοί του στα πά­τρια εδά­φη, και από την άλ­λη η λα­χτά­ρα του ανα­το­λί­τη γε­ρο-Κο­σμά που θέ­λει να φυ­τέ­ψει ένα δέ­ντρο κο­ντά στη θά­λασ­σα του Σα­ρω­νι­κού, ένα δέ­ντρο για να του θυ­μί­ζει τον τό­πο του και για να ανα­παύ­ε­ται στη σκιά του. Εκ­φρά­ζο­ντας και τις δύο πλευ­ρές και με κε­ντρι­κό ζη­τού­με­νο τη γα­λή­νη, ο συγ­γρα­φέ­ας βλέ­πει και τις δύο όψεις του νο­μί­σμα­τος, και κλεί­νει το βι­βλίο του με την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του ερ­γα­τι­κού Γλά­ρου μπρο­στά στις απο­ρί­ες της μι­κρής του κό­ρης, Αυ­γής: «-Τώ­ρα θα ρι­ζώ­σου­με σε τού­το τον τό­πο και θα δου­λέ­ψου­με τού­τη τη γη και θα μας δώ­σει εκα­τό φο­ρές το σπό­ρο που σπέρ­νου­με, κα­θώς η γη του τό­που απ’ όπου ήρ­θα­με».[10] Με τον ίδιο ρε­α­λι­σμό, μα­κριά από τη ρο­μα­ντι­κή ου­το­πία του για­τρού και την αθε­ρά­πευ­τη νο­σταλ­γία για τον τό­πο τους, οι ξε­ρι­ζω­μέ­νοι γέ­ρο­ντες τρέ­φουν βά­σι­μες ελ­πί­δες για το μέλ­λον, γνω­ρί­ζο­ντας ότι το ρί­ζω­μα δεν αφο­ρά αυ­τούς αλ­λά τις επό­με­νες γε­νιές («-Εμείς δεν πιά­νου­με που­θε­νά πια. Μα αυ­τά θα πιά­σουν. Τα παι­διά μας λέω»).[11]

Σαν τα «αγριό­χορ­τα» εί­ναι η ρά­τσα των προ­σφύ­γων στο ηθο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα Η Πα­να­γιά η γορ­γό­να (1949) του Στρα­τή Μυ­ρι­βή­λη, που πα­λεύ­ουν με όλες τις δυ­σκο­λί­ες και ρι­ζώ­νουν χά­ρη στο ζω­τι­κό έν­στι­κτο του φυ­τού:

η φουρ­τού­να πέ­τα­ξε σε τού­το τ’ ακρο­γιά­λι τις σπα­ραγ­μέ­νες ρί­ζες, βρεγ­μέ­νες στο αί­μα. Κι αυ­τές, όπως γί­νε­ται με τα δυ­να­τά αγριό­χορ­τα, ρι­ζο­βό­λη­σαν με πά­θος στα και­νούρ­για χώ­μα­τα, γαν­τζώ­θη­καν με τα νύ­χια στα βρά­χια και τις σκι­σμές, άρ­χι­σαν να τι­νά­ζουν από πα­ντού ορ­μη­τι­κούς βλα­στούς για το νέο αν­θο­βό­λη­μα.[12]

Αντί­στοι­χα με την τύ­χη των φυ­τών και οι ξε­ρι­ζω­μέ­νοι άν­θρω­ποι αντέ­χουν τα βά­σα­να της προ­σφυ­γιάς και ανα­πλη­ρώ­νουν τον μπα­ξέ τους, δί­χως την πο­λυ­τέ­λεια της νο­σταλ­γί­ας, συ­νε­χί­ζο­ντας να φυ­τεύ­ουν τα λου­λού­δια τους μέ­σα στους φτω­χι­κούς τε­νε­κέ­δες, όπως ο Για­κου­μής, ο μπα­ξε­βά­νης Στου Χα­τζη­φρά­γκου (1962): «Τι κι αν μου λεί­πει ο μπα­ξές μου; Για φα­ντά­σμα­τα τώ­ρα θα μι­λά­με; Να ο μπα­ξές μου: αυ­τός ο τε­νε­κές με το γε­ρά­νι κ’ η γλά­στρα με το βα­σι­λι­κό. Σε δυο τρεις μή­νες θα ξε­σπο­ριά­σει ο βα­σι­λι­κός θα τον βγά­λω τό­τε και θα φυ­τέ­ψω μια κόκ­κι­νη γα­ρυ­φα­λιά».[13] Ή, διά­σπαρ­τα, στο αυ­το­βιο­γρα­φι­κό αφή­γη­μα της Iφι­γέ­νειας Xρυ­σο­χό­ου με τον αυ­τού­σιο τί­τλο Ξε­ρι­ζω­μέ­νη γε­νιά. Tο χρο­νι­κό της προ­σφυ­γιάς στη Θεσ­σα­λο­νί­κη (1977), και στο, να­του­ρα­λι­στι­κών απο­χρώ­σε­ων, βι­βλίο του Θέ­μου Kορ­νά­ρου Tο ξε­κί­νη­μα μιας γε­νιάς. Aπό τα βαλ­το­νέ­ρια της Mεγά­λης Iδέ­ας (1962), με επί­κε­ντρο αγρο­τι­κές πε­ριο­χές στη Mα­κε­δο­νία και στη Θεσ­σα­λία.

Η απά­ντη­ση που δί­νε­ται συ­νο­λι­κά από την πρώ­τη γε­νιά εί­ναι λοι­πόν ότι η προ­σαρ­μο­γή αρ­γά ή γρή­γο­ρα επέρ­χε­ται, κα­θώς το ρί­ζω­μα στον νέο τό­πο απο­τε­λεί μια ανα­γκαία συν­θή­κη: «Οι άμοι­ροι θα ξα­να­πιά­σουν ρί­ζες, σι­γά-σι­γά, στη νέα πα­τρί­δα τους – εί­ναι μέ­σα στη θεϊ­κή φύ­ση του αν­θρώ­που να προ­σαρ­μό­ζε­ται αλ­λιώς δε θα επι­ζού­σε στους αιώ­νες».[14] Ακό­μα κι αν υπάρ­χουν κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις που, υπο­βαθ­μί­ζο­ντας την εθνο­τι­κή τους ταυ­τό­τη­τα, πα­ρα­μέ­νουν στον τό­πο τους, η απο­φυ­γή του ξε­ρι­ζω­μού που στά­θη­κε η προ­τε­ραιό­τη­τά τους με το σκε­πτι­κό «Εί­πα στον εαυ­τό μου: Τι θέ­λεις από τη ζωή; Να μην αλ­λά­ξω τό­πο, αυ­τό θέ­λω, ήταν η απά­ντη­ση. Τό­τε το απο­φά­σι­σα. Έβα­λα φέ­σι. Έγι­να Τούρ­κος»[15] απο­δεί­χτη­κε, τό­σο στη θε­ω­ρία όσο και στην πρά­ξη, εξί­σου οδυ­νη­ρή, εγεί­ρο­ντας ζη­τή­μα­τα υπαρ­ξια­κής ταυ­τό­τη­τας στους επερ­χό­με­νους. Σε γε­νι­κές γραμ­μές, όμως, το εύ­λο­γο ερώ­τη­μα που δια­τυ­πώ­νει εν θερ­μώ η Έλ­λη Αλε­ξί­ου για Έλ­λη­νες και Τούρ­κους που ανταλ­λά­χθη­καν και η αγω­νία της για τα αι­σθή­μα­τα των ξε­ρι­ζω­μέ­νων:

Γί­νε­ται να ξε­ση­κώ­σεις ολό­κλη­ρο λαό, να τον βγά­λεις από το σπί­τι του, να τον ξε­ρι­ζώ­σεις από τον τό­πο του; τι ’ναι κα­νέ­να μπα­ού­λο να το πά­ρεις και να το με­τα­το­πί­σεις; ξε­χω­ρί­ζεις, λέ­γα­νε, το λά­δι από το νε­ρό, μα το γά­λα από το νε­ρό δεν ξε­χω­ρί­ζει, για­τί με τό­σα χρό­νια συμ­βί­ω­σης εί­χα­νε μπερ­δευ­τεί συ­να­με­τα­ξύ τους με λο­γής δε­σμούς, εμπό­ρια, αγο­ρα­πω­λη­σί­ες, φι­λί­ες, έρω­τα, ήτα­νε σα δυο φυ­τά δια­φο­ρε­τι­κά που τα σπέρ­νεις στην ίδια γλά­στρα, και μ’ όλο που νιώ­θου­νε νά­ναι ξέ­να, όμως πε­ρι­πλέ­κου­νται κά­τω από τη γης οι ρί­ζες τους, και πά­νω από το χώ­μα τα κλα­διά τους, κι άμα τρα­βή­ξεις να ξε­ρι­ζώ­σεις το ’να, ακλου­θεί και τ’ άλ­λο,[16]

εμπρά­κτως έχει απα­ντη­θεί με την αν­θε­κτι­κό­τη­τα που επέ­δει­ξε ο πλη­θυ­σμός που ξε­ρι­ζώ­θη­κε,[17] τη νο­σταλ­γία της πα­τρί­δας σε συν­δυα­σμό με τον αγώ­να για το ρί­ζω­μα, που ανέ­δει­ξαν και οι Μι­κρα­σιά­τες λο­γο­τέ­χνες. Με αυ­τόν τον τρό­πο το δί­πο­λο πα­τρί­δα-προ­σφυ­γιά έγι­νε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λι­γό­τε­ρο οδυ­νη­ρή, κα­θώς όλη η προ­σπά­θεια επι­κε­ντρώ­θη­κε στις ρί­ζες που πά­σχι­σαν να μπουν στο ξέ­νο έδα­φος, να φυ­τευ­τούν γε­ρά, να συ­νε­χί­σουν. Κι οι προσ­δο­κί­ες για τα δέ­ντρα που θα άν­θι­ζαν με την επό­με­νη γε­νιά σε γε­νι­κές γραμ­μές επα­λη­θεύ­τη­καν, σί­γου­ρα όμως δεν κα­τά­φε­ραν να σβή­σουν τον συλ­λο­γι­κό πό­νο τό­σο του ανέ­στιου της πρώ­της γε­νιάς («Τα σπί­τια που εί­χα μου τα πή­ραν»)[18] όσο και του πρό­σφυ­γα ακό­μα και της τρί­της γε­νιάς («Εί­μα­στε πρό­σφυ­γες, πρό­σφυ­γες Έλ­λη­νες, εκ Μι­κράς Ασί­ας»).[19]

Σε αυ­τό το συλ­λο­γι­κό αί­σθη­μα που απορ­ρέ­ει από τα δρα­μα­τι­κά βιώ­μα­τα της πρώ­της γε­νιάς των προ­σφύ­γων με­τα­γε­νέ­στε­ρα εγ­γρά­φο­νται πλή­θος προ­σω­πι­κών ιστο­ριών, υπαρ­ξια­κών ανα­ζη­τή­σε­ων και ποι­κί­λων άλ­λων κα­τευ­θύν­σε­ων που μπο­ρεί να έχει η έν­νοια της με­τα­φύ­τευ­σης και του ρι­ζώ­μα­τος σε άλ­λον τό­πο. Την προ­σο­χή μου κέρ­δι­σε ένα από τα πιο πρό­σφα­τα ρι­ζώ­μα­τα, με την κυ­ριο­λε­ξία του όρου, οι κα­τα­βο­λές μιας συ­κιάς που δί­νει πλου­σιο­πά­ρο­χα τα άν­θη της στην Κύ­προ, με­τά από επάλ­λη­λους κύ­κλους προ­σφυ­γιάς του πα­τέ­ρα  από τη Σμύρ­νη στη Λά­πη­θο και του εκτο­πι­σμέ­νου γιου του από τη Λά­πη­θο στη Βο­τσα­λω­τή. Πρό­κει­ται για το μι­κρό δι­ή­γη­μα «Ο ψή­νας» του Κώ­στα Λυ­μπου­ρή, τέ­ταρ­το στη σει­ρά στη συλ­λο­γή Βο­τσα­λω­τή (2020), με πρω­τα­γω­νι­στή τον Απο­στό­λη και τη συ­κιά του. Ο Απο­στό­λης:

Κου­βα­λού­σε μέ­σα του την τρα­γω­δία της Μι­κρα­σί­ας. Δεν την εί­χε ζή­σει, βέ­βαια, ο ίδιος, κα­θώς γεν­νή­θη­κε πέ­ντε χρό­νια με­τά την κα­τα­στρο­φή. Όμως ήταν γι’ αυ­τόν μια ανε­ξί­τη­λη ταυ­τό­τη­τα, ένας τρό­πος ζω­ής. Ο πα­τέ­ρας, φτά­νο­ντας στη Λά­πη­θο με τη γυ­ναί­κα του, νιό­πα­ντρος, βάλ­θη­κε ν’ ανα­στή­σει ό,τι άφη­σε πί­σω τους στη Σμύρ­νη. Όσα μπο­ρού­σαν να απο­κα­τα­στα­θούν… Εί­πε να φτιά­ξει ξα­νά το πε­ρι­βό­λι τους, τον δι­κό τους πα­ρά­δει­σο. […] Και κα­θη­με­ρι­νά δι­η­γό­ταν ιστο­ρί­ες του τό­που τους, τό­σο που, με­γα­λώ­νο­ντας ο Απο­στό­λης, ένιω­θε πως ζού­σε πα­ράλ­λη­λα δυο ζω­ές, μια στη Λά­πη­θο και μια στη Σμύρ­νη. Και να ‘θε­λε, μά­λι­στα, δεν μπο­ρού­σε να το απο­φύ­γει, αφού για τους πιο πολ­λούς ήταν γνω­στός ως «ο γιος του πρό­σφυ­γα».[20]

Προς το τέ­λος της ζω­ής του, μο­να­χι­κός και από­λυ­τα συν­δε­δε­μέ­νος με τον φυ­σι­κό κύ­κλο της ζω­ής του δέ­ντρου του, εκ­χω­ρεί τους γεν­ναιό­δω­ρους καρ­πούς στην κοι­νό­τη­τα με τη δέ­σμευ­ση να συ­νε­χί­σει να φρο­ντί­ζει τη συ­κιά και να προ­σφέ­ρει δω­ρε­άν τα άν­θη της. Ηλι­κιω­μέ­νος πια, φεύ­γει από τον προ­σω­ρι­νό του βίο όπως ο ψή­νας (*το έντο­μο που γο­νι­μο­ποιεί τη συ­κιά),[21] κλη­ρο­δο­τεί όμως το δέ­ντρο του, που συμ­βο­λο­ποιεί τη σχέ­ση με τη γη, την προσ­δο­κία του καρ­πού, με κά­ποιο τρό­πο τη συ­νέ­χειά του.[22] Αν και εδώ μέ­νει ανα­πά­ντη­το το ερώ­τη­μα πώς να έφτα­σε στη Κύ­προ η σμυρ­νέι­κη συ­κιά, στη νου­βέ­λα του Γιάν­νη Μα­κρι­δά­κη Οι βάρ­διες των που­λιών (2019), υπάρ­χει απά­ντη­ση για τις μι­κρα­σιά­τι­κες λε­μο­νιές στον πα­ρα­θα­λάσ­σιο προ­σφυ­γι­κό συ­νοι­κι­σμό αλιέ­ων Αγί­ας Πα­ρα­σκευ­ής του Κα­στέλ­λου, στην πό­λη της Χί­ου. Το κα­τόρ­θω­σε η Μαυ­ρο­μα­τά­και­να, η προ­για­γιά του αφη­γη­τή Ανέ­στη Δε­λη­γιώρ­γη,

με τα μά­τια που εί­χε φέ­ρει η προ­για­γιά μας η Μαυ­ρο­μα­τά­και­να από το κα­λό της το δε­ντρί της απέ­να­ντι, και τα τα­ξί­δε­ψε μες στο στό­μα της για να ’χου­νε υγρα­σία σαν πή­γαι­νε εκεί­νη την ημε­ρή­σια εκ­δρο­μή τον Μάιο του ’30 με το Σω­μα­τείο Μι­κρα­σια­τών Προ­σφύ­γων η Ανα­γέν­νη­σις και εί­δα­νε πά­λι τα σπί­τια τους. Έτσι, έγι­νε λοι­πόν ο συ­νοι­κι­σμός μας εδώ, μ’ όλες τις λε­μο­νιές του και με το λι­μα­νά­κι κά­τω στον για­λό, το νέο χω­ριό μας, απέ­να­ντι από το πα­λιό, να βλέ­πει τα νη­σά­κια του, το Γού­νι και το Κου­μού­δι, να τα αγνα­ντεύ­ου­νε οι γέ­ροι μας οι καρ­σι­νοί και να θυ­μού­νται τα πά­τρια.[23]

Στη διάρ­κεια της φε­τι­νής επε­τεί­ου εί­ναι φα­νε­ρό ότι η λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή γύ­ρω από το θέ­μα του ρι­ζώ­μα­τος θα αυ­ξη­θεί, νέ­οι κλά­δοι και νέ­οι καρ­ποί θα εμ­φα­νι­στούν στη θε­ω­ρία και στην πρά­ξη. Κι αυ­τή η πα­ρα­γω­γή από τις πρώ­τες ρί­ζες, όσο βα­θύς κι αν εί­ναι ο καη­μός της, εί­ναι ευ­δό­κι­μη και για όλες της πλευ­ρές επω­φε­λής. Με τον δι­κό της τρό­πο συ­νε­χί­ζει τη ζωή και πα­ρα­μέ­νει μια ισχυ­ρή «φω­νή πα­τρί­δας», μοιά­ζει με την κραυ­γή που άκου­σε ο Σε­φέ­ρης απ’ «τ’ αλα­κά­τιν» (το ξύ­λι­νο μαγ­γα­νο­πή­γα­δο) και τα πα­λιά νεύ­ρα του ξύ­λου,[24] αλ­λά ταυ­τό­χρο­να δια­φέ­ρει από αυ­τήν για­τί ο σπό­ρος εί­ναι ζω­ντα­νός, το δέ­ντρο ακ­μαίο και οι καρ­ποί διαρ­κώς ανα­πα­ρά­γο­νται.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: