Η Μεταπολιτευτική Πεζογραφία για το 1922 και την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής

H Σμύρνη του Soloúp
H Σμύρνη του Soloúp


Η φιλολογική έρευνα για την πεζογραφία της Μικρασιατικής Καταστροφής, από τα έργα που βρέθηκαν πολύ κοντά στα γεγονότα μέχρι εκείνα τα οποία ακολούθησαν και δημοσιεύτηκαν πριν από το 1974, έχει ξεκαθαρίσει τα μάλα το λογοτεχνικό τοπίο και μπορούμε να τη βρούμε ωραία συνοψισμένη, μαζί με το βιβλιογραφικό της υλικό, στη μελέτη της Έρης Σταυροπούλου «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία: συνέχειες, ασυνέχειες και ρήξεις»,[1] όπου και πλήθος θεματικές και ειδολογικές κατατάξεις και κατηγορίες. Τα κείμενα αυτής της περιόδου θα θεωρήσω ως αρχέτυπα στη δική μου προσέγγιση για τη μεταπολιτευτική παραγωγή ως προς το 1922, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους πρόσφυγες. Σκέφτομαι, επί παραδείγματι, από αυτά τα κείμενα, και όχι, προς Θεού, εξαντλητικά, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα, με τον ήρωα να αγωνίζεται να διασωθεί παριστάνοντας έναν Τούρκο. Ένα αφήγημα-ντοκουμέντο, βασισμένο στον λαϊκό, προφορικό λόγο πραγματικού προσώπου. Σκέφτομαι προς την ίδια κατεύθυνση το δίκην μαρτυρικού χρονικού μυθιστόρημα Το νούμερο 31328 (1931) του Ηλία Βενέζη, όπου εξιστορεί ο ίδιος τη θητεία του στα Εργατικά Τάγματα της Τουρκίας, καθώς και το μυθιστόρημά του Γαλήνη (1939), που επικεντρώνεται στα ζητήματα των προσφύγων. Να υπενθυμίσω πως για τους πρόσφυγες, αλλά και για τους αποστρατευμένους του μικρασιατικού μετώπου γράφει ο Στράτης Μυριβήλης στα μυθιστορήματά του H δασκάλα µε τα χρυσά µάτια (1932) και Παναγιά η Γοργόνα (1949). Περνώντας στη μεταπολεμική περίοδο υπάρχουν, βεβαίως, τα μυθιστορηματικά Ματωμένα χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου, που βασίζονται εκ νέου σε μαρτυρία πραγματικού προσώπου, και πάλι για τα εργατικά τάγματα της Τουρκίας, ενώ προϋπήρξε η δική της εμπειρία από τη Μικρασία, αποτυπωμένη στο πρώτο της μυθιστόρημα, Οι νεκροί περιμένουν (1959). Κλείνω την περιήγησή μου στα αρχέτυπα με την ποικιλία χαρακτήρων και ιστοριών που περιλαμβάνει ο Κοσμάς Πολίτης στο πολυεθνικό μυθιστόρημά του για τη Σμύρνη Στου Χατζηφράγκου (1962) και με τη συλλογή διηγημάτων του Φώτη Κόντογλου Το Αϊβαλί η πατρίδα μου (1962), όπου και η αναπόληση του ρημαγμένου γενέθλιου τόπου σε κλίμα θρησκευτικής κατάνυξης. Η γραμμή στα βιβλία αυτά δεν αλλάζει: μαρτυρίες (υπό την έννοια του ντοκουμέντου, αλλά και των φυσικών και ψυχικών δεινών) για τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας υπό τον τουρκικό ζυγό, θρήνος για την απώλεια του τρόπου ζωής και της πατρώας γης των ελληνικών πληθυσμών, πένθος για όσα υπέστησαν (από σωματικές ταλαιπωρίες και βασανιστήρια μέχρι θάνατο) οι Έλληνες πρόσφυγες και οι στρατιώτες του ελληνικού στρατού από τους Τούρκους. Ακόμα και στην πολυεθνική και πολυπολιτισμική Σμύρνη του Πολίτη εκείνο που κυριαρχεί είναι όσα θα προετοιμάσουν τον αφελληνισμό της. Προτού προχωρήσουμε, να διευκρινίσω πως ως «αρχέτυπα κείμενα» εκλαμβάνω εδώ ένα αρχικό, πρωτότυπο σύνολο θεματικά ομόκεντρων μυθιστορημάτων με το οποίο συναντιέται η υστερόχρονη σχετική μυθιστορηματική παραγωγή της Μεταπολίτευσης, αποκλίνοντας, σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό, από αυτό, κυρίως στο επίπεδο της ιδεολογίας.[2] Κι εδώ το αρχέτυπο είναι πιθανόν να λειτουργήσει ως πρότυπο μα και, πρωτίστως, ως πρότυπο υπό αμφισβήτηση ή και ως αντιπρότυπο.

Ας ξεκινήσουμε την πορεία για να δούμε τι ακριβώς θα βρούμε στη Μεταπολίτευση σε σχέση με όλα τα προηγούμενα. Με τη μυθιστορηματική Μεγάλη πλατεία (1987), που επιγράφεται Ιστορία των Μέσων και Νέων Χρόνων, ο Νίκος Μπακόλας (1929-1999) θα διευρύνει σημαντικά την προγενέστερη ιστορική του ύλη. Να θυμίσω παρενθετικά ότι στον επίσης μυθιστορηματικό Κήπο των πριγκίπων (1966), στο προσκήνιο θα έλθουν η Μικρασιατική Καταστροφή και η οικογένεια Ιατρίδη, που θα αντλήσει τα ονόματά της από τη φονική και συνάμα τραγική γκάμα των Ατρειδών: Αγαμέμνων, Αίγισθος, Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Ορέστης, Πυλάδης, Ιφιγένεια. Δίπλα τους, η Θεανώ, ο Θοδωρής, ο Χριστόφορος, η Μαρία και η Ευγενία, που θα μπλεχτούν, όπως και οι Ατρείδες-Ιατρίδηδες, σε εξοντωτικά πάθη, με τους μυθικούς και αχρονικούς Ατρείδες να ρίχνουν στην εγκόσμια ιστορία των απογόνων τους τη σκιά μιας αρχαϊκής, προπατορικής παράβασης και αμαρτίας. Επιστροφή στη Μεγάλη πλατεία. Ιστορία μείζων (οι μνήμες του ελληνικού μικρασιατικού κόσμου, αλλά και ο Μάης του 1936, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή, οι διώξεις του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, όπως και ο Εμφύλιος) και Ιστορία ελάσσων (με τους μυθοπλαστικούς της ήρωες να ανακυκλώνουν διαρκώς τη μοίρα τους κυνηγημένοι από μύριες όσες αναστατώσεις). Τα γεγονότα μπορεί να δείχνουν σπουδαία, αλλά τα πρόσωπα της Μεγάλης πλατείας είναι σαν να μετέχουν τελείως από σπόντα στον καιρό τους. Παρόλα αυτά, έστω έκκεντρα, έστω υπό γωνίαν, έστω και χωρίς τις καυτές εμπειρίες των ανθρώπων των λογοτεχνικών αρχετύπων για το 1922, η πολιτική και η Ιστορία δεν έχουν αποχωρήσει από τον στίβο της Μεγάλης πλατείας. Όλες οι συλλογικότητες, από κοντά κι οι γενιές τους, είναι κατά κάποιον τρόπο εδώ: από τις μανάδες της Μικρασιατικής Καταστροφής μέχρι τους έφηβους της Κατοχής και του Εμφυλίου (ανάμεσά τους κι ο Μπακόλας).

Με το πολυφωνικό Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί-’22 (2000) του Θανάση Βαλτινού (γεν. 1932) το ιστορικό παρόν των πεζογράφων για το 1922 από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τη δικτατορία του Απριλίου του 1967 θα μετατραπεί σε ιστορική μεταμυθοπλασία. Μεταμυθοπλασία της οποίας τη λειτουργία θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε δίκην ακτινογραφίας, αν κάνουμε τη σύγκριση με τον πρόγονο του βιβλίου του Βαλτινού, ο οποίος δεν είναι άλλος από το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Αμερική, που θα κυκλοφορήσει 28 χρόνια νωρίτερα, εν έτει 1972 (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, το 1964). Το δεύτερο Συναξάρι, που χαρακτηρίζεται αφήγημα, αναφέρεται στις περιπέτειες τις οποίες θα γνωρίσει ο ελληνικός στρατός τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πρόκειται για περιπέτειες οι οποίες θα κρατήσουν πάνω από μια δεκαετία: ξεκινώντας από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τον Πρώτο Παγκόσμιο και την εκστρατεία της Κριμαίας και οδεύοντας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Βαλτινός αποκαλύπτει μέσα από μιαν εξαιρετικά λιτή αφήγηση έναν ζοφερό κόσμο μετακινήσεων και συγκρούσεων, που σημαδεύονται από τη βία και το σπάταλα χυμένο αίμα, με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα να δείχνει από τη μια πλευρά παγιδευμένο στην αυταπάτη της δύναμης του πυρός του (σ’ αυτήν οφείλονται οι δηώσεις και οι απροκάλυπτοι βιασμοί εκ μέρους των Ελλήνων), όντας από την άλλη καταδικασμένο να γνωρίσει την εγκατάλειψη και τον διασκορπισμό. Δεν υπάρχουν στο βιβλίο του Βαλτινού ούτε το κλίμα ευφορίας που διακατείχε τους Έλληνες κατά την προέλαση των Βαλκανικών Πολέμων ούτε το νικηφόρο πνεύμα που έφερε την εθνική ανάταση στις όχθες του Στρυμόνα και του Αξιού εν μέσω των συρράξεων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (ένα κλίμα διάχυτο στον Τύπο και στις δημόσιες αφηγήσεις της εποχής). Τα πάντα τώρα μοιάζει να έχουν καταπλακωθεί από την απέραντη κατάθλιψη του μικρασιατικού μετώπου, που έβαλε τέλος σε κάθε φιλοδοξία και προοπτική, ρίχνοντας την Ελλάδα σε μακρά εσωστρέφεια και παρακμή. Το πρώτο Συναξάρι, το οποίο χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα, έχει ως μοναδικό του αφηγητή τον Αντρέα Κορδοπάτη από τη ∆άρα Μαντινείας. Πραγματικό πρόσωπο και υπόδειγμα λαϊκής προφορικής αφήγησης,[3] στα χνάρια του ήρωα της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου του Δούκα, ο Κορδοπάτης, ίσως η μοναδική όντως τεκμηριωμένη φωνή στην πεζογραφία του Βαλτινού, ανεξάρτητα από τον βαθμό της συγγραφικής επέμβασης στα λεγόμενά του,[4] θα εξιστορήσει τα δεινά της λαθρομετανάστευσης στις ΗΠΑ, όπου και θα ψάξει επί ματαίω την τύχη του το 1903. Ο Κορδοπάτης θα εμφανιστεί, βεβαίως, και στο δεύτερο Συναξάρι, αλλά η περίοπτη παρουσία του στον τίτλο αποδεικνύεται γρήγορα απατηλή αφού η μαρτυρία του υποχωρεί εντυπωσιακά προκειμένου να δώσει τη θέση της σε ένα πλήθος άλλων, λιλιπούτειων μαρτυριών. Στρατιώτες, χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, γιατροί, όπως και διάφοροι καταταλαιπωρημένοι πολίτες θα μιλήσουν είτε για το πολεμικό άγος στα Βαλκάνια, την Ουκρανία και τη Μικρά Ασία είτε για την οδυνηρή προσπάθεια επιβίωσής τους στα χωριά της Πελοποννήσου. Αν το πρώτο Συναξάρι είναι μια σύνθεση με σταθερή δομή και στέρεη ραχοκοκαλιά, εστιασμένη σε μιαν ενιαία και αδιάσπαστη ατομική ταυτότητα, η συνέχεια και η μετεξέλιξή του θα βασιστούν σε ένα αποκεντρωμένο και εσκεμμένα άναρχο υλικό, το οποίο θα υπονομεύσει εξυπαρχής την οποιαδήποτε έννοια συνοχής. Αν ο Κορδοπάτης της Αμερικής εκφράζει μιαν αποτυχία σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, ο Κορδοπάτης των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικράς Ασίας υποδεικνύει, μαζί με όσους τον περιβάλλουν, μιαν ολοκληρωτική συλλογική κατάρρευση, που θα διαρρήξει όλους τους αλλοτινούς κοινωνικούς δεσμούς, και θα ρίξει και το τελευταίο υπόλειμμα ατομικότητας στο καμίνι της Ιστορίας. Είναι πλέον ή βέβαιο πως από το δεύτερο Συναξάρι έχει αποδράσει όχι μόνο κάθε ιδεολογική και φυλετική βεβαιότητα, αλλά και η οποιαδήποτε ελπίδα για μιαν έστω και στοιχειώδη ανασυγκρότηση του ιστορικού παρελθόντος.[5] Το παρελθόν είναι για τον Βαλτινό μια διαρκώς ρευστή και συνάμα εκκρεμής ύλη, που θα επιστρέψει αίφνης στο ατομικό αφού μπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά μόνο ως πορώδης υποκειμενικότητα, ικανή ανά πάσα στιγμή να αναθεωρήσει ή να αναπροσανατολίσει τη ματιά της και βαδίζοντας μονίμως επί ξυρού ακμής. Πρόκειται, παρόλα αυτά, για μιαν υποκειμενικότητα η οποία έχει αποβάλει τον άμεσο λόγο της προφορικής διήγησης που τρέφει το πρώτο Συναξάρι. Στο δεύτερο Συναξάρι ο συγγραφέας θα λειάνει κάθε γωνία και εξόγκωμα των αποδελτιωμένων (άγραφων, υποτίθεται, αρχικά) μαρτυριών του, για να τους προσδώσει ένα πέρα για πέρα απογυμνωμένο ύφος.[6] Ένα ύφος που γίνεται εντέλει απρόσωπο, αφήνοντας να αστράψουν σποραδικά στο εσωτερικό του ορισμένες επίσης απρόσωπες ποιητικές λάμψεις. Αυτό το είδος υποκειμενικότητας οδηγεί πολύ μακριά τόσο από τις μαρτυρίες με διπλή έννοια του Δούκα, του Βενέζη και της Σωτηρίου όσο και από το μαρτυρικό σύμπαν των προσφύγων του Μυριβήλη, όπου τα πάντα είναι χειροπιαστά, άμεσα και προσωποποιημένα.

Θα συνεχίσω για λίγο με τον Βαλτινό. Στο Ημερολόγιο 1936–2011 (2001), που χαρακτηρίζεται ξανά αφήγημα, όπως και το δεύτερο Συναξάρι, ο ιστορικός χρόνος της αφήγησης παλινδρομεί ή μεταπηδά συνεχώς και με πολύ μεγάλη ταχύτητα από τον 21ο προς τον 19ο και από εκεί προς τον 20ο αιώνα. Επί τη βάσει μιας σειράς μυθοπλαστικών ημερολογιακών εγγραφών, ο Βαλτινός θα ζωντανέψει ένα υλικό εξαιρετικά ετερογενούς καταγωγής. Τα πάντα χωρούν εν προκειμένω: σημειώσεις ημερολογίου, επιστολές, ταξιδιωτικά μνημόνια, ευαγγελικές ρήσεις, αποσπασματικοί διάλογοι, υφολογικές δοκιμές, λεξιλογικά, επιγραφολογικά ή ετυμολογικά παιχνίδια, αλλά και ανώνυμες, δημώδους τύπου αφηγήσεις, ονοματολογικές λίστες ή δημοσιογραφικές αναφορές. Δεν θα πρέπει να παραλείψω πως ανάμεσα σε όλα αυτά εμφανίζεται και κινείται κατά καιρούς κι ένα ιδιότυπο εγώ, το οποίο μοιάζει να υπηρετεί μόνο το στενά γραμματικό του πρόσωπο. Και το σημειώνω με κάποια έμφαση αυτό, πιστεύοντας ότι, όπως και στο δεύτερο Συναξάρι, θα ήταν ματαιοπονία να αναζητήσουμε πίσω από το ίδιο εγώ αμιγώς ατομικές στιγμές – ακόμα και όταν αποφασίζει να δημοσιοποιήσει τις ιδιωτικές του εικόνες και σκηνές. Πίσω από ένα τέτοιο εγώ,[7] το οποίο οδεύει με την έλλειψη της ατομικότητάς του στους αντίποδες της μυθοπλαστικής ημερολογιακής αφήγησης που θέσπισε ο Αντρέ Ζιντ,[8] όπως και πίσω από το ρευστό εμείς των άλλων φωνών του Ημερολογίου 1836–2011, μπορούμε να ψαύσουμε (το ίδιο άλλωστε δεν συμβαίνει και στο δεύτερο Συναξάρι;) μόνο τα τρίμματα της διαχρονικής συλλογικής εμπειρίας σ’ έναν πολύπαθο τόπο. Ένας τόπος ο οποίος ανασκαλεύοντας τα ιστορικά του πεπραγμένα θα συνειδητοποιήσει πως, μολονότι μετράει δεν μετράει διακόσια χρόνια ελεύθερης ζωής, έχει ήδη φορτωθεί στην πλάτη του έναν μεγάλο αριθμό αναπηριών: από τη μετανάστευση στη μεταπολεμική Γερμανία, τα μείζονα και τα ελάσσονα δράματα του Εμφυλίου και το άχθος του μετεμφυλιακού κράτους στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή (η Μικρασιατική Καταστροφή για άλλη μια φορά) και το άχθος της καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο του 19ου αιώνα. Ένας τόνος που απέχει ολοφάνερα από το εθνικό πένθος των λογοτεχνικών αρχετύπων για το 1922, υποκαθιστώντας το με την πικρή γεύση μιας εθνικής αυτογνωσίας η οποία έχει χάσει όλα της τα στηρίγματα, ακόμα και τον θρήνο για τους χαμένους ή για τους νεκρούς.

Με το μυθιστόρημά της Ο αιώνας των λαβυρίνθων (2003), η Ρέα Γαλανάκη (γεν. 1947) καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα – για την ακρίβεια τέσσερις εικοσαετίες από τον 20ό και μία εικοσαετία από τον 19ο αιώνα. Κέντρο αναφοράς η Κρήτη, από την οποία ξεκινώντας οι ήρωες θα φτάσουν προς τα ανατολικά ώς τη Μικρά Ασία και προς τα δυτικά ώς το αλβανικό μέτωπο. Το ιστορικό σχήμα εντός του οποίου τοποθετούνται οι μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές είναι το σχήμα της διαδρομής που ακολουθεί η Ελλάδα σε ορισμένες από τις πλέον βαρύνουσες για την πολιτική και την εθνική της υπόσταση οδύνες: από την εξάλειψη της τουρκικής κυριαρχίας στην Κρήτη, λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ός αιώνας, και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ώς τον πόλεμο με την Ιταλία το 1940, τον Εμφύλιο του 1946-1949 και τη χούντα το 1967.

Στο πολύ πρόσφατο μυθιστόρημα της Γαλανάκη Εμμανουήλ και Αικατερίνη (2022), για την ιστορία των γονιών και της οικογένειάς της, ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή θα επανέλθουν μαζί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απριλιανή δικτατορία. Ο πατέρας της Εμμανουήλ θα πάρει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ενώ η ίδια τείνει να βάλει το δράμα της Ιστορίας πάνω από τη γραμμή της ατομικής ζωής των ηρώων της, και των γονιών της, επιθεωρώντας περισκοπικά μια βαριά όσο και δυσεξήγητη πραγματικότητα. Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε και στο σημείο αυτό την απουσία της οποιασδήποτε εθνικής και φυλετικής περιχαράκωσης, σε σύγκριση με τα μικρασιατικά λογοτεχνικά αρχέτυπα για το 1922, όπως και με άλλα μείζονα γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Με το μυθιστόρημα Ο λαβύρινθος (2004), ο Πάνος Καρνέζης (γεν. 1967), που δημοσιεύει τα βιβλία του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά φροντίζει αμέσως για την έκδοσή τους στα ελληνικά, χωρίς τη μεσολάβηση μεταφραστή, μεταφέρεται στη Μικρά Ασία του 1922. Ο Καρνέζης προσπερνά αμέσως το εθνικό δίκαιο όλων των αρχετύπων (το μαρτύριο της αιχμαλωσίας, τις μάζες των προσφύγων και τις αλλεπάλληλες οικογενειακές τραγωδίες), αποφασίζοντας να ξετυλίξει την ιστορία μιας ελληνικής μεραρχίας καθώς προσπαθεί να φτάσει στη θάλασσα προκειμένου να σωθεί από το μένος του πολέμου. Η αφήγηση κινείται στο πλαίσιο των γεγονότων της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά η αίσθηση του συλλογικού μοιάζει θαμμένη στο υπέδαφος της Ιστορίας. Το πνεύμα του Καρνέζη για τη Μικρασιατική Εκστρατεία δείχνει κοντά, αν δεν είναι και πιο απερίφραστο, από το πνεύμα του Βαλτινού. Οι ήρωες, δύο αξιωματικοί κι ένας ιερωμένος, είναι αδύνατον να ανταποκριθούν στις ιδιότητές τους, παραδομένοι στην πλήρη διάλυση η οποία πλήττει τη στρατιωτική τους καθημερινότητα. Όσο οι χαρακτήρες απομακρύνονται από τον συλλογικό σκοπό χωρίς να έχουν χάσει ακόμη την ατομικότητά τους, το κυρίαρχο στοιχείο θα είναι η έλλειψη πίστης στον εθνικό αγώνα και η ενοχή για τις σφαγές των αμάχων. Όταν, πάλι, η ατομικότητα θα κατρακυλήσει στο ιδιωτικό πάθος, τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα αναλάβουν διάφορες ψυχοφθόρες μανίες, μεταξύ των οποίων και η άσκοπη κλοπή μικροαντικειμένων. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: η καθημερινότητα και η μετάπτωση της ατομικότητας σε ιδιωτικό αδιέξοδο θα κρατήσουν την Ιστορία εκτός παιδιάς, ακόμα κι αν βρίσκονται σε άμεση συνάφεια μαζί της, για να βυθιστούν στην αποτυχία και την απόγνωση,[9] σε μια ρεαλιστική αφήγηση στην οποία παρεισδύει συχνά η παράμετρος του παραλόγου, αφανίζοντας τα όποια απομεινάρια συνοχής και αντικειμενικότητας.[10]

Με το μυθιστόρημά του Καιρός για θαύματα (2005), ο Κώστας Ακρίβος (γεν. 1958), εξιστορώντας την εξόρμηση τριών Ελλήνων στα τουρκικά παράλια, θα μιλήσει για τον ελληνισμό της Ιωνίας, για την εικόνα που έχει σχηματίσει ως προς τα γεγονότα του 1922 η τουρκική πλευρά, αλλά και για την αντιθετική συνύπαρξη Τούρκων και Ελλήνων γύρω από την ίδια θάλασσα. Η σχέση Τούρκων και Ελλήνων επανέρχεται στη μυθιστορηματική βιογραφία Στρατής Δούκας. Ιστορία ενός οδοιπόρου (2006), Μετά τις αγριότητες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος της Μικράς Ασίας όπως αποτυπώνονται δια της γραφίδος του Βαλτινού και του Καρνέζη, ο Ακρίβος έρχεται να άρει μέσω της συγκατοίκησης Ελλήνων και Τούρκων τις μονόδρομες εθνικά και φυλετικά αφηγήσεις των λογοτεχνικών αρχετύπων για το 1922.

Με το μυθιστόρημά του Οι αλήθειες των άλλων (2008), ο Νίκος Θέμελης (1947-2011) επιχειρεί με τη σειρά του μια έξοδο από τον κύκλο της έστω και ηττημένης ή διαψευσμένης εθνικής αυταρέσκειας για το 1922. Η Ιστορία λειτουργεί στο βιβλίο ως απομυθοποιημένο γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης που ασχολείται με την κατανόηση και την ερμηνεία της. Ο μίτος της αφήγησης ξεκινάει από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής στο Αϊβαλί (τις ελληνικές Κυδωνίες), όπου ένας νεαρός Έλληνας θα μεταμφιεστεί παρακινημένος από τον έμπορα παππού του σε Τούρκο, με την ελπίδα να επιζήσει και να ευημερήσει στο νέο καθεστώς (ο Γιώργης από τα διηγήματα του Κόντογλου στο Αϊβαλί η πατρίδα μου θα πληρώσει με θάνατο τον εξισλαμισμό και την κατ’ ανάγκην διπλή του ταυτότητα). Σύντομα, ωστόσο, παππούς και εγγονός θα οδηγηθούν σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο: ο παππούς θα αυτοκτονήσει, ξέροντας ότι δεν έχει τη δύναμη να εγκαταλείψει τον τόπο του ενώ ο εγγονός, αφού θα χάσει σε φονική συμπλοκή τον καλύτερο φίλο του (έναν τρυφερό Τούρκο γεμάτο ερωτισμό), θα καταφύγει στη Μυτιλήνη και από εκεί στην Αθήνα, όπου και θα σπουδάσει ιστορικός, παίρνοντας τον πρώτο διορισμό του για την Κομοτηνή. Ο Μεχμέτ των Κυδωνιών θα γίνει στην Ελλάδα Μανόλης Λινός: έμμεση πλην σαφώς διαφοροποιημένη παραπομπή στον Στρατή Δούκα, αφού ο ήρωας του Θέμελη κουβαλάει υπό μάλης, σε όλη την ταραχώδη πορεία του, ένα πολύτιμο πλην ρητώς απομυθοποιητικό οικογενειακό κειμήλιο: ένα μοναστικό χειρόγραφο το οποίο υποστηρίζει πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος όχι μόνο δεν έπεσε υπέρ βωμών και εστιών κατά την Άλωση της Πόλης, όπως το θέλει ο εθνικός ιστοριογραφικός κανόνας, αλλά και το έβαλε στα πόδια για να γλιτώσει το σαρκίο του από τη σφαγή. Η οδυνηρή αυτή απομάγευση θα σφραγίσει δια βίου τόσο τον Μανόλη Λινό όσο και τον γιο του Ιωακείμ σ’ ένα χρονικό άνυσμα το οποίο θα καλύψει το διάστημα 1923-1958. Και οι δυο θα σπουδάσουν Ιστορία εξαιτίας του χειρογράφου, και οι δύο θα δώσουν σκληρή πλην ευθύς εξαρχής μάταιη μάχη ως ρηξικέλευθοι ιστορικοί: ο Μανόλης διαπομπεύεται για τις ιδέες του περί Παλαιολόγου στην Κομοτηνή και δεν καταφέρνει να ξαναδιδάξει σε σχολείο, ο Ιωακείμ υποχρεώνεται να αποσιωπήσει το διδακτορικό του για την έλλειψη εθνικής συνέχειας, προσπαθώντας να μη χάσει την ακαδημαϊκή του καριέρα στο Αθήνησι. Ο Διαφωτισμός, η αποκοπή από τη συλλογική εσωστρέφεια, ο εκσυγχρονισμός και η θεμελίωση μιας κοινωνίας με όρους δυτικοευρωπαϊκής συγκρότησης αποτελούν στις Αλήθειες των άλλων μιαν εκ των προτέρων χαμένη υπόθεση για την Ελλάδα η οποία έπεται της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Με τα μυθιστορήματα Η θάλασσά μας (2010), Ittihat ve terakki. Ένωση και πρόοδος (2010) και Φως εξ Ανατολών (2011), που συγκροτούν την τριλογία «Επιστροφή στη Σμύρνη», ο Ευάγγελος Μαυρουδής (γεν. 1953) γράφει για δύο οικογένειες και για μια Σμύρνη η οποία θυμίζει την πολυάνθρωπη πολιτεία του Κοσμά Πολίτη, σε ένα κλίμα, ωστόσο, που αναπαράγει τις πολλαπλές συγκρούσεις (συγκρούσεις πολιτικές και στρατιωτικές) στο εσωτερικό τόσο της ελληνικής όσο και της τουρκικής πλευράς. Μια σύνθεση την οποία επίσης οδεύει πέρα, έστω και ιδιαιτέρως διακριτικά, από την πεζογραφία των αρχετύπων για το 1922.

Με το μυθιστόρημα Ο Ύπατος της Σμύρνης (2012) της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη (γεν. 1964), το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον Αριστείδη Στεργιάδη, τον ύπατο αρμοστή της Σμύρνης από το 1919 ως το 1922 και τον άνθρωπο που θα φέρει εφ’ όρου ζωής στους ώμους του το βάρος για την ευθύνη της Καταστροφής (μολονότι επισήμως ουδέποτε του απαγγέλθηκε οιαδήποτε κατηγορία). Έμπιστος του Βενιζέλου, ο Στεργιάδης θα σταδιοδρομήσει πρώτα ως ξακουστός δικηγόρος της Κρήτης και ύστερα ως διοικητής της Ηπείρου. Στη Σμύρνη θα πάρει την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Ιωνικού Πανεπιστημίου (υπό την καθοδήγηση του διάσημου έλληνα μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή) ενώ στις 26 Αυγούστου 1922 αποπλέει από το λιμάνι της πόλης (την επομένη κάνει την είσοδό του ο τουρκικός στρατός) για να εγκατασταθεί στη Νίκαια της Γαλλίας. Τα περισσότερα από τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν τη σκηνή στο πρώτο μυθιστόρημα της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη ξέρουν τον Στεργιάδη μόνο ως πολίτες της Σμύρνης ή ως επαγγελματίες της δημόσιας διοίκησης και του Τύπου: είναι ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε «κοινή γνώμη» (οι άνθρωποι του Τύπου ανήκουν βεβαίως στους διαμορφωτές της) και έχουν για τον Στεργιάδη άλλοτε τη χειρότερη και άλλοτε την καλύτερη ιδέα. Παρ’ όλα αυτά μέσα από την εναλλαγή των προσώπων στην αφήγηση –όπου ο αφηγητής είτε θα εξιστορήσει σε τρίτο ενικό τη δράση και τη στάση τους είτε θα τους παραχωρήσει απευθείας τον λόγο– η εικόνα του Στεργιάδη αρχίζει να αποκτά συνοχή και ενότητα, ανατρέποντας βαθμιαία τον αρνητικό του θρύλο (ακόμα και όταν η ανατροπή προκύπτει από τις πλέον απαξιωτικές κρίσεις). Αντί για το υποχείριο των Τούρκων, τον ολιγόπιστο Ελληνα και τον ανερυθρίαστο προδότη, θα έχουμε έναν ευέλικτο και ιδιαίτερα διορατικό ηγέτη που θα επιζητήσει όχι μια ελληνική και ελληνοπρεπή αλλά μια πολυκεντρική και μικρασιατική Σμύρνη (με Ελληνες, Τούρκους, Αρμένηδες, Εβραίους και Ευρωπαίους), ερχόμενος σε ανοιχτή σύγκρουση με την Εκκλησία και τους πολιτικούς, οι οποίοι παίζουν το χαρτί της πατριδολατρίας. Η επιτυχία της Μαραγκοζάκη συνίσταται στο ότι καταφέρνει να σχηματίσει έναν πλήρη χαρακτήρα μέσα από όσα έχουν να πουν οι τρίτοι γι’ αυτόν. Χωρίς να εμφανιστεί ποτέ αυτοπροσώπως, ο Στεργιάδης, χάρη στα λόγια ανθρώπων οι οποίοι ελάχιστα είναι εξοικειωμένοι μαζί του, αποκτά μια ολοκληρωμένη πολιτική και ψυχολογική ταυτότητα που μας πείθει έτι περαιτέρω με τις άπειρες αντιφάσεις της: ένα πολιτικό και ιστορικό μυθιστόρημα όχι για τα δίκαια του χαμένου ελληνισμού, αλλά για τις περιπλοκότητες μιας πολιτικής προσωπικότητας η οποία έδωσε το παρών στις χειρότερες ώρες της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Με τη συλλογή διηγημάτων του Γκιακ (2014), ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (γεν. 1983) δίνει φωνή στους πολεμιστές του μετώπου της Μικράς Ασίας. Τίποτε, όμως, δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται. Τους ήρωες του Γκιακ δεν τους βλέπουμε ποτέ στο πεδίο της μάχης (το πολύ-πολύ να εξιστορήσουν με δυο λόγια την εμπειρία τους από κει) ενώ, από την άλλη μεριά, προέρχονται όλοι από μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, τα αρβανιτοχώρια της Φθιώτιδας. Στηριγμένοι στο τοπικό τους ιδίωμα και στον προφορικό τους λόγο (έναν λόγο με συνεχείς στροφές και μεταπτώσεις, που ξέρει να εκφράζει τα εντονότερα αισθήματα χωρίς να αισθηματολογεί, πολύ μακριά από την εθνοκεντρικά προσανατολισμένη προφορικότητα του Δούκα),[11] οι χαρακτήρες του Παπαμάρκου δεν έχουν τον νου τους στον πόλεμο, αλλά στα μετόπισθεν της καθημερινής και της οικογενειακής τους ζωής. Σε πρώτο πλάνο θα δούμε εν προκειμένω τα πάθη που ανάβουν στο εσωτερικό της οικογένειας και του στενού κύκλου του χωριού: άλλοι θα χάσουν τη γυναίκα τους από φονικό χέρι και θα ανακαλύψουν τον δολοφόνο μεταξύ των συστρατιωτών τους στη Μικρά Ασία, για να πάρουν αμέσως άγρια εκδίκηση, κι άλλοι θα σκοτωθούν αναμεταξύ τους για μια πολύφερνη νύφη – κι όσοι επιζήσουν, θα διεκδικήσουν την ίδια και την περιουσία της από την αρχή. Ιδού, λοιπόν: κάτω από το βαρύ βήμα της Ιστορίας, οι κώδικες τιμής και η βαριά ανάσα του αρσενικού. Κι όταν, ωστόσο, ο συγγραφέας πλησιάζει τη σκηνή του πολέμου, δεν μιλάει για τους θριάμβους της ελληνικής προέλασης ή για την κατοπινή ήττα και υποχώρηση του ελληνικού στρατού, αλλά για τη βία την οποία θα επιφυλάξουν οι Έλληνες στρατιώτες στους απόλεμους Τούρκους πολίτες, μαχαιρώνοντας και πυροβολώντας κατά συρροήν. Ο πόλεμος ξεφεύγει εκ νέου από τα λογοτεχνικά αρχέτυπα για το 1922. Δεν είναι ο πόλεμος για τη φυλή και την πατρίδα, όπως δεν είναι και στον Λαβύρινθο του Καρνέζη ή στο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βαλκανικοί – ’22 του Βαλτινού, που είδαμε πρωτύτερα. Ο πόλεμος στο Γκιακ δεν είναι καν το πώς η πίστη στη φυλή και την πατρίδα μπορεί να δικαιολογήσει τα προσωπικά παραστρατήματα: είναι η ανθρώπινη ύπαρξη απογυμνωμένη από κάθε πρόσχημα σ’ έναν απεγνωσμένο αγώνα επιβίωσης. Στο βιβλίο υπάρχουν και κάποια στοιχεία που ανακινούν, εκτός από την τεχνική της λαϊκής αφήγησης (ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά τον Στρατή Δούκα), και τη φαντασία της δημώδους παράδοσης.

Μιαν ιστορία αντλημένη από το οικογενειακό της αρχείο ξετυλίγει η Καρολίνα Μέρμηγκα (γεν. 1957) στο μυθιστόρημά της Ο Έλληνας γιατρός (2016). Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ο παππούς της, διαγράφοντας μια διαδρομή που δεν είναι άλλη από τη διαδρομή της νεώτερης ελληνικής ιστορίας: ξεκινώντας από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Εθνικό Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη Δίκη των Εξ, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και φτάνοντας μέχρι την Κατοχή και τις παραμονές του Εμφυλίου. Ο παππούς φέρει το μυθιστορηματικό όνομα Κωνσταντίνος Μ. και τα πραγματικά βιογραφικά του στοιχεία λένε πως σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και τη Γερμανία, αποκτώντας την ειδικότητα του χειρούργου, ενώ δραστηριοποιήθηκε ποικιλοτρόπως και στη δημόσια ζωή, συνδυάζοντας τον συντηρητισμό του αστού με το φιλοπρόοδο πνεύμα του εκσυγχρονιστή. Η Μέρμηγκα φροντίζει για την ιστορική τεκμηρίωση του βιβλίου της, εισάγοντας, ωστόσο, εκ παραλλήλου και πολλά μυθοπλαστικά στοιχεία στη δράση, που πλέκουν ένα κάπως ξέχειλο νοσταλγικό και λυρικό πλαίσιο.[12] Τοποθετημένος μεταξύ ιστορικού μυθιστορήματος και μυθιστορηματικής βιογραφίας, ο Έλληνας γιατρός είναι ένα εξωστρεφές μυθιστόρημα, με τον ήρωά του να στέκει όχι στο περιθώριο, αλλά στο κέντρο των ιστορικών γεγονότων. Ένας άνθρωπος που μοιάζει κεντημένος στον καμβά της Ιστορίας με τη διαφορά πως γρήγορα θα τον δούμε να πέφτει σε μιαν ακατανίκητη υπαρξιακή περιδίνηση. Αυτός είναι κατά πάσα πιθανότητα και ο λόγος που η Μέρμηγκα αποφεύγει να βγάλει το οποιοδήποτε συμπέρασμα για το νόημα της Ιστορίας, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα ερωτήματα και για το νόημα είτε του μικρασιατικού δράματος είτε της Ιστορίας και της ζωής γενικότερα.[13]

Με τη νουβέλα του Ματούλα Μυλλέρου. Πάροικος και παρεπίδημος (2022), ο Δημήτρης Νόλλας (γεν. 1940) ξεκινάει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνει λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967, επιμένοντας αρκετά στον Εθνικό Διχασμό και στις άμεσες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής –όχι μόνο μακριά από οιονδήποτε διδακτισμό, αλλά και στήνοντας ένα δαιμόνιο παιχνίδι μεταξύ Ιστορίας και λογοτεχνίας, που αγγίζει και το ζήτημα της αλήθειας της ίδιας της λογοτεχνίας. Ποιοι ακριβώς πρωταγωνιστούν εδώ; Μα, καταρχάς, η Ματούλα Μυλλέρου, μια ελληνογερμανίδα παιδαγωγός που πρώτα αναζητεί τις ρίζες της στη Βαυαρία (όπου πιάνει επαφές με τη Σοβιετική Δημοκρατία Μονάχου, τους βαυαρούς δημοκράτες στους οποίους ανήκε και ο Μπρεχτ) κι ύστερα δικάζεται για την παράνομη ίδρυση και λειτουργία ενός σχολείου για τα παιδιά των προσφύγων του 1922 στη Θεσσαλονίκη (στις προσπάθειές της θα προστεθεί και η δημιουργία ενός ιδρύματος αστέγων γυναικών). Στο κάδρο μπαίνει επίσης ένας Άγγλος δημοσιογράφος, ο Μάικλ Στιούαρτ, που πηγαίνει στην Κορσική για να συναντήσει τους εξόριστους φιλοβασιλικούς μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται να ψάξει στην Ελλάδα την υπόθεση του διαβόητου παραχαράκτη και πλαστογράφου του 19ου αιώνα Κωνσταντίνου Σιμωνίδη. Ο Νόλλας καταγράφει λογοτεχνικά, συνδέοντάς το με την υπόθεση ενός μεγάλου παραχαράκτη και ευφυούς καλλιτέχνη, ένα σχεδόν λησμονημένο ιστορικό γεγονός: το ότι περίπου τριάντα επιφανείς αντιβενιζελικοί, μεταξύ των οποίων οι στρατιωτικοί Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς και ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, αναχώρησαν στις 20 Ιουνίου 1917, μια διετία προ της Μικρασιατικής Εκστρατείας, για τη Μασσαλία και από εκεί για την Κορσική, όπου και παρέμειναν για μεγάλο διάστημα. Πέραν αυτού, αναδεικνύει τις πολιτικές και πρωτίστως τις κοινωνικές επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής στη Θεσσαλονίκη, αποκλίνοντας εμφανώς από τα λογοτεχνικά αρχέτυπα για το 1922 διττώς: με μια «ομιχλώδη διήγηση» και με έναν μυθοπλαστικό ιστό, όπου κυριαρχούν οι έννοιες της επισφάλειας και της παραποίησης.[14]

Η Διδώ Σωτηρίου έφυγε από τη ζωή ηλικία 94 χρόνων και τα μυθιστορήματά της Οι νεκροί περιμένουν και Ματωμένα χώματα, διαβασμένα σήμερα από παλαιότερες και νεότερες γενιές, έχουμε δει πως διεκδικούν εμβληματική θέση στον κορμό των πεζογραφικών αρχετύπων για το 1922. Στο μεταξύ, η Λένα Διβάνη (γεν. 1955), ιστορικός, ερευνήτρια, αλλά και πεζογράφος με πληθώρα κυκλοφοριακών επιτυχιών, πρόλαβε να γράψει μια χορταστική πρωτότυπη βιογραφία για τη Σωτηρίου, υπό τον τίτλο Ονειρεύτηκα τη Διδώ (2022). Η πρωτοτυπία του βιβλίου της Διβάνη συνίσταται κατά το ότι δεν βασίζεται σε μιαν ενιαία, γραμμική αφήγηση. Έχει, αντιθέτως, τη μορφή μιας φανταστικής συνέντευξης, με τη Σωτηρίου να απαντά δια ζώσης σε κρίσιμες ερωτήσεις για τον βίο και το έργο της. Αποφεύγοντας αναχρονισμούς και προσπάθειες να προσαρμόσει το πνεύμα της Σωτηρίου σε σημερινά πολιτικά και ιστορικά ζητήματα, αλλά και προσδίδοντας στον επινοημένο προφορικό της λόγο μιαν ευψυχία η οποία από τη μια πλευρά θέλει να αναστήσει τη ζωηράδα του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της ενώ από την άλλη καταφέρνει να την εντάξει στην εποχή της, δείχνοντας με ποιον τρόπο αποτυπώθηκε ολόκληρος ο 20ος αιώνας τόσο στην πεζογραφία όσο και στην πολύχρονη ατομική της εμπειρία, η Διβάνη μιλάει στο βιβλίο της, μεταξύ άλλων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όπως και για την αντιπαλότητά του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Θεωρώντας δεδομένη τη σημασία των έργων της Σωτηρίου για το 1922, η Διβάνη μπορεί να αφήνει άθικτη την ιδεολογία τους, πλην επιτρέπει στην επινοημένη προφορικότητα της φανταστικής συνομιλίας της να επανέλθει σε αυτά με έναν ευφάνταστο τρόπο, δίκην μυθοπλαστικού παιγνίου.

Με το non fiction μυθιστόρημά του Το μόνο της ζωής τους ταξίδι (2022) ο Ηλίας Μαγκλίνης (γεν. 1970) προσπαθεί να αναβιώσει ή μάλλον να εικάσει τα βήματα της συμμετοχής του παππού του στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τα ελάχιστα στοιχεία που είχε ο συγγραφέας για την παρουσία του παππού του στη Μικρά Ασία θα αναπληρωθούν στο Μόνο της ζωής τους ταξίδι από μια εξόρμηση στους τόπους του προ εκατό ετών πολέμου: από το Αφιόν Καραχισάρ μέχρι το Εσκί Σεχίρ και την Προύσα, με κατάληξη στην Κωνσταντινούπολη. Την έλλειψη βιογραφικών τεκμηρίων για τον παππού αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν τα τεκμήρια για τρίτους: επιστολές, ημερολόγια, ιστορικές μελέτες, στρατιωτικά και κρατικά αρχεία, δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, χρονικά και μυθιστορήματα, φωτογραφίες, δημόσια μνημεία, ιατρικά εγχειρίδια και ιατρικές γνωματεύσεις – όλα για το 1922 και τη σκληρή εποχή του. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να προσθέσω τη δεξίωση εκ μέρους του Μαγκλίνη του νεαρού Χέμινγουεϊ (όσα έγραψε για τον εξαθλιωμένο ελληνικό στρατό στην Αδριανούπολη), του Βαλτινού (δεύτερο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη και Ημερολόγιο 1936–2011) και του Γεωργίου Βιζυηνού (για το μοναδικό ταξίδι που έκαναν στη ζωή τους τα αγροτόπαιδα της Μικρασιατικής Εκστρατείας).

Βιογραφία (για τον παππού, αλλά και για τον πατέρα), αυτοβιογραφία (με εμπλοκή του συγγραφέα στην αφήγηση μέσω πολλαπλών αναφορών στα δικά του πεπραγμένα), οικογενειακό μυθιστόρημα (με τις τρεις γενιές των Μαγκλίνηδων), διακειμενικό παιχνίδι με την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία (πολύ πέραν όσων πρόλαβα να κατονομάσω), ιστοριογραφικό σχεδιάγραμμα, ρεπορτάζ και ερευνητική δημοσιογραφία. Αυτό είναι Το μόνο της ζωής τους ταξίδι. Πρωτίστως, όμως, το βιβλίο του Μαγκλίνη θέλει να αναμετρηθεί με τη λογοτεχνία των τεκμηρίων και το nonfiction novel, όπου η διάταξη και ο συντονισμός των τεκμηρίων ξετυλίγουν μια οιονεί μυθοπλαστική ιστορία. Τι ακριβώς, όμως, επιδιώκει να μας πει μια τέτοια ιστορία; Σίγουρα, κάτι διαφορετικό από όσα προβάλλουν τα λογοτεχνικά αρχέτυπα των αρχών και των μέσων του 20ου αιώνα για τη Μικρασιατική Καταστροφή (από τον Δούκα και τον Βενέζη μέχρι τη Σωτηρίου και τον Κόντογλου), αρνούμενο να θρηνήσει την απώλεια του τρόπου ζωής και της πατρώας γης των ελληνικών πληθυσμών ή να αναλωθεί σε γόους για όσα υπέστησαν οι Έλληνες από τους Τούρκους. Ο Μαγκλίνης είναι πιο κοντά στη γραμμή του Βαλτινού: επιμένει στη σωματική οδύνη και στην πολιτική διάψευση της Μικρασιατικής Καταστροφής, αθροίζοντας από τη μια μεριά τους εμπρησμούς και τους ομαδικούς βιασμούς (ανατριχιαστικά και ως έδει παγερές οι εικόνες των ακρωτηριασμένων γυναικείων θηλών) ή τις παντοειδείς κακοποιήσεις που επιβάρυναν τους Έλληνες και συνοψίζοντας, παρόλα αυτά, από την άλλη τα τρομερά παθήματά τους –κυρίως στο επίπεδο της ήττας: τη σφοδρή ανυπομονησία των στρατιωτών να απολυθούν, τις λιποταξίες και τις νευρασθένειές τους ή τη μαρτυρική περιπλάνησή τους στην Αλμυρά Έρημο. Μια λογοτεχνική αναπαράσταση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με έναν παππού βυθισμένο στη σιωπή και παντελώς απρόθυμο να βιογραφηθεί. Έναν παππού ο οποίος δεν είναι πλέον ήρωας και στρατιώτης, αλλά σκιά και μνημονικό φάντασμα: κάποιος που κατέληξε απλώς επιζών της Καταστροφής για να δολοφονηθεί αργότερα σε μια από τις πιο σκοτεινές ώρες του Εμφυλίου.

Θα κλείσω με ένα είδος που δεν έχουμε συνηθίσει να συζητάμε για την πεζογραφία της Μεταπολίτευσης, αλλά έχει μέχρι στιγμής συμβάλει τα μάλα στη μεταμοντέρνα, διακειμενική και μετακειμενική, για να παραπέμψω στους όρους του Ζεράρ Ζενέτ,[15] προσέγγιση της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο λόγος είναι για τα εικονογραφημένα μυθιστορήματα Αϊβαλί (2014) του Soloup (κατά κόσμον Αντώνη Νικολόπουλου, γεν. 1966) και για την εικονογραφημένη μυθιστορηματική τριλογία του Θανάση Πέτρου (γεν. 1971) σχετικά με το τραύμα του Εθνικού Διχασμού και της Μικράς Ασίας. Τα βιβλία της τριλογίας είναι Οι όμηροι του Γκαίρλιτς (2020), 1922 (2021) και 1923 (2022).

Για το σχέδιό του ο Soloup έχει χρησιμοποιήσει φωτογραφίες, σκίτσα και καρτ ποστάλ, όπως και χωρία από Το Αϊβαλί η πατρίδα μου του Κόντογλου, από Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, από Το χρονικό των δέκα ημερών (1981) της αδελφής του Βενέζη Αγάπης Βενέζη-Μολυβιάτη, για τη μικρασιατική εμπειρία των δύο αδελφών, και από το μυθιστόρημα Τα παιδιά του πολέμου (2005) του Αχμέτ Γιορουλμάζ (γεν. 1932), για τη μετακίνηση των Τουρκοκρητικών στο Αϊβαλί. Η αφήγηση συνδυάζει Ιστορία, μνήμη και φαντασία, αναβιώνοντας ένα Αϊβαλί όπου οι αντιθέσεις Ελλήνων και Τούρκων υπάγονται σε ένα πολιτικό παιχνίδι το οποίο μοιράζεται ανάμεσα στις δύο μεριές και υπερβαίνει τα εθνικά και φυλετικά στερεότυπα των λογοτεχνικών αρχετύπων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλώ δε μάλλον αφού συνδυάζει την ιστορία του ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού με την ιστορία του ξεριζωμού του τουρκικού στοιχείου από την Κρήτη με ένα κράμα εντός του οποίου αρχέτυπα (Αϊβαλί η πατρίδα μου, Το νούμερο 31328), αλλά και δευτερογενή (Το χρονικό των δέκα ημερών) ή ετερογενή (Τα παιδιά του πολέμου) λογοτεχνικά κείμενα συγχωνεύονται με ένα πολυγενές εικονογραφικό υλικό.[16]

Οι όμηροι του Γκαίρλιτς εκκινούν από το 1916. Η Ελλάδα προσπαθεί να διατηρήσει στάση ουδετερότητας κι όταν η Βουλγαρία εισβάλλει στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που εδρεύει εκεί, βρίσκεται στα στενά. Οι Έλληνες στρατιώτες είναι αποκλεισμένοι, αλλά δεν έχουν δικαίωμα να αντισταθούν στους Βουλγάρους και υποχρεώνονται να μεταφερθούν σε στρατόπεδο στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, στη Γερμανία. Με μουντά χρώματα (τα πάντα ντυμένα στο χακί), με κοντινά, αλλά και μακρινά πλάνα, με εσωστρεφείς καταστάσεις, ιδίως ως προς το αίσθημα αποκλεισμού του ελληνικού στρατού σε μια ξένη και από ένα σημείο και μετά εχθρική χώρα (όταν ο Βενιζέλος μπαίνει εντέλει στον πόλεμο από τη μεριά της Αντάντ), με γρήγορη δράση, όπως και με ώρες στατικότητας ή ανάπαυλας (όπως συμβαίνει πάντοτε στα στρατόπεδα), ο Πέτρου μεταφέρει στα εικονογραφημένα τετράγωνά του τα περίπλοκα ζητήματα στα οποία ενεπλάκη η Ελλάδα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο 1922 ο Πέτρου αναπαριστά τις στρατιωτικές συγκρούσεις με βαθιά πράσινα, κίτρινα και καφέ χρώματα, εξιστορώντας την πορεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας: από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, την οποία δεν σεβάστηκε και δεν τήρησε κανένας, μέχρι την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Ανατολία το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1920 και την κατοπινή συντριβή. Εκείνο το οποίο έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η αποτύπωση της καθημερινότητας των Ελλήνων στρατιωτών, ιδίως μετά την οπισθοχώρηση από τον ποταμό Σαγγάριο: κακές συνθήκες διαβίωσης, απώλεια κάθε ελπίδας και προοπτικής, μικροπολιτικοί καβγάδες, απόγνωση και βία προς πάσα κατεύθυνση, αλλεπάλληλες απογοητεύσεις ύστερα από την ανασύνταξη των Τούρκων, φόβος για το σήμερα και για το αύριο (θυμόμαστε ασφαλώς τον Βαλτινό, τον Καρνέζη και τον Παπαμάρκο) και, στο τέλος, η επιστροφή στη Σμύρνη λίγο προτού καεί η πόλη και θανατωθεί μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, με τα κύματα των προσφύγων να κατακλύζουν την Ελλάδα και το όνειρο της Μικράς Ασίας να σβήνει δια παντός.

Το 1923 ξεκινάει από τις 11 Σεπτεμβρίου του 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή, που έχει μόλις συντελεστεί, θα προκαλέσει κίνημα του στρατού και του ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί επαναστατική επιτροπή με μέλη τους πρωτεργάτες του κινήματος: τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου, και Στυλιανό Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, καθώς και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά ως εκπρόσωπο του ναυτικού. Στις 13 Σεπτεμβρίου τα πλοία με τον στρατό φτάνουν στο Λαύριο και την επομένη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτείται και φεύγει για την Ιταλία. Βασιλιάς ανακηρύσσεται ο γιος του και διάδοχος Γεώργιος Β΄. Η επαναστατική επιτροπή αναθέτει τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά κυβέρνηση σχηματίζει εντέλει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που θα κηρύξει αβασίλευτη δημοκρατία εντός του επομένου έτους. Το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων θα πέσει στους ώμους της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων από τον Οκτώβριο του 1922 ενώ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς θα γίνει η Δίκη των Έξι για τις ευθύνες της Καταστροφής. Η αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού δεν είναι εύκολη υπόθεση και εκείνοι που θα βρεθούν στον Πειραιά αναγκάζονται να υποστούν τις επιπτώσεις. Ο Πέτρου ενδιαφέρεται στο 1923 όχι για τον εθνικό και φυλετικό διασυρμό της προσφυγιάς, όπως το κάνουν τα πεζογραφικά αρχέτυπα της Μικράς Ασίας, αλλά για τον κοινωνικό ξεπεσμό της. Εξόριστοι, πάμφτωχοι, ανέστιοι, άστεγοι και δραματικά ασκεπείς, οι πρόσφυγες θα βιώσουν στον Πειραιά την πιο βαριά έκπτωση της ζωής τους. Και δεν πρόκειται μόνο για τους άσκοπα μετακινούμενους στρατιώτες του μετώπου, που περιφέρονται εξαθλιωμένοι στο λιμάνι, για τους μίζερους χώρους στους οποίους στοιβάζονται άντρες, γυναίκες και παιδιά, ή για το μίσος το οποίο τρέφουν οι ντόπιοι για τους ξενομερίτες, αλλά και για την εκπόρνευση των νεαρών κοριτσιών που πέφτουν στα δίχτυα του πειραιώτικου υπόκοσμου του τζόγου και των Βούρλων (της κατοπινής Τρούμπας). Και αυτό χάρη στον σκιασμένο και μελαγχολικό χρωστήρα του σκίτσου του, του οποίου οι γραμμές διαταράσσονται όταν πρόκειται να μιλήσουν για τις μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις της εποχής, με την Αριστερά να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.

Τα κείμενα, αλλά και τα λογοτεχνικά ή εκφραστικά είδη στα οποία περιηγηθήκαμε είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως θα έχει ήδη διαπιστωθεί, για να επιχειρήσω την οποιαδήποτε την περαιτέρω σύγκριση και συσχέτιση. Αρκεί, τουλάχιστον για την ώρα, η αποκάλυψη και η περιγραφή του τοπίου.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: