Το θρίλερ της καθημερινής ύπαρξης

Το θρίλερ της καθημερινής ύπαρξης

Η φωνή του Γιάννη Κοντού απόκτησε κατά της διάρκεια της σαραντάχρονης ποιητικής του διαδρομής (από την Περιμετρική και το Χρονόμετρο της δεκαετίας του 1970 μέχρι τη Στάθμη του σώματος) μιαν ένταση την οποία είναι σε θέση να αναγνωρίσει αμέσως ακόμα κι ένα μετρίως εξασκημένο αυτί. Όπως έγραψα στο Βήμα της Κυριακής, λίγο μετά τον θάνατό του, στις 23 Ιανουαρίου 2015 (πέθανε στις 15 του μηνός), ο Κοντός υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους ποιητές της γενιάς του, γενιά η οποία συνδέθηκε, στα πρώτα τουλάχιστον βήματα της πορείας της, με το κλίμα της διάχυτης κοινωνικοπολιτικής αμφισβήτησης που πήγασε από τον Μάη του 1968. Ωριμάζοντας, ο Κοντός έστρεψε τις κοινωνικές του ανησυχίες προς ένα εσωτερικότερο πεδίο (το ίδιο λίγο-πολύ συνέβη με όλη τη γενιά του 1970), χωρίς παρόλα αυτά να αποβάλει κατά την πάροδο των ετών το αντισυμβατικό του πνεύμα. Χρόνια μετά την εκπνοή του επαναστατημένου γαλλικού Μάη, ο ποιητής δεν θα διστάσει να διακηρύξει: Ζεσταίνω τα αυγά της πολιτείας, βλέπουν οι κάτοικοι μερικούς εφιάλτες. Αυτά είναι όλα που κάνω - τα άλλα είναι ψέματα. Κάτι από τη λογική της νεανικής άρνησης παρέμεινε μέχρι το τέλος απείραχτο μέσα του αφού δεν έπαψε ποτέ να νιώθει όπως ένιωθε κι όταν ξεκινούσε: πώς να σφαλίσει κανείς την πόρτα μπροστά σε όσα τρέχουν προκλητικά τριγύρω του, παραπέμποντας σε μια βαριά νοσούσα πραγματικότητα; Μια πραγματικότητα που αποτελεί διαρκή πηγή μόλυνσης ικανή να απειλήσει και να διαπεράσει τα πάντα;

ΑΡΓΗ ΚΑΙ ΑΘΟΡΥΒΗ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΙΑ

Ο παρανοϊκός λόγος των καθημερινών σχέσεων, η συντριβή της μνήμης της παιδικής ηλικίας όταν κατακλύζεται από την εμπειρία της ενήλικης ζωής, οι πολύμορφες παγίδες του έρωτα, οι μικρές και οι μεγάλες υποχωρήσεις έναντι παντός είδους απαιτήσεων, η αργή και αθόρυβη ανθρωποφαγία έχτισαν με τα πιο σκληρά υλικά την ποιητική πραγματικότητα του Κοντού. Ο κόσμος ο οποίος στοιχειώνει τη σκηνογραφία των ποιημάτων του είναι ένας σαφώς μοχθηρός, αν όχι και απροκάλυπτα εχθρικός κόσμος. Ένας κόσμος με αποσκελετωμένες κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές αξίες, όπου το εγώ μάταια αγωνίζεται να σταθεί κάθε τόσο στα πόδια του. Καχύποπτος απέναντι σε οιαδήποτε μορφή εξουσίας ή ιδεολογίας, με ρημαγμένη την πίστη του, καθώς και με ένα ισχυρό αίσθημα πτώσης και ματαίωσης, ο ποιητής έχει μία και μοναδική λύση: να διακωμωδήσει αγρίως (μέχρι και να χλευάσει ασύστολα) τον περίγυρό του, να δείξει με το στραβό του γέλιο, το οποίο γρήγορα θα παγώσει στα χείλη, όλες τις μαύρες τρύπες που κρύβουν τα κατά συνθήκην ψεύδη μιας κοινωνίας αφημένης στην ευκολία και τον εφησυχασμό (ακόμα και όταν έχουν ενσκήψει πελώρια αδιέξοδα), να ταράξει με τα λόγια του την ακίνητη, λιμνάζουσα επιφάνεια των πραγμάτων, να διαπομπεύσει εντέλει όλα τα προσχήματα:

Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές το φράγμα του νέφους. Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος. Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, κοιτώντας αλλού την ησυχία. Τα σήματα της τροχαίας κάποιος τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο. Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα ή έχω πέσει σε βαθιά νερά. Άλλες φορές οι λακκούβες είναι στρωμένες με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. Όπως αντιλαμβάνεσθε, όλα μαθηματικώς με οδηγούν στην επόμενη στροφή που περιμένει: ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.

Τα τοπία του Κοντού είναι τρομακτικά. Άλλο τόσο τρομώδης όμως είναι και η προσπάθεια του ποιητή να ξεφύγει από τη βαριά τους νέφωση – το είδαμε μόλις πιο πριν. Η ήττα βεβαίως σε μια τέτοια αναμέτρηση μοιάζει προαποφασισμένη. Όποιος αντιστέκεται, οφείλει να επωμιστεί έναν αδήριτο ρόλο: τον ρόλο του ανώνυμου μοναχού (ας θυμηθούμε την ομότιτλη συλλογή) ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κινείται με σφιγμένα τα δόντια ανάμεσα σε ένα αδιάφορο και απόμακρο πλήθος. Και ο αγωνιώδης αυτός μοναστικός βίος θα μετατρέψει γρήγορα τη ζωή σε θρίλερ: απρόβλεπτες δυνάμεις θα επιδιώξουν να κατατεμαχίσουν και να υφαρπάξουν ό,τι έχει απομείνει άτρωτο, φασματικές ανθρώπινες φιγούρες θα επιζητήσουν να καταβροχθίσουν και την τελευταία ζωντανή σάρκα ενώ η ύπαρξη θα σπαράξει αβοήθητη μπροστά στα εμπόδια που θα σκοτεινιάσουν τους ορίζοντές της, αποκόπτοντάς την από την οποιαδήποτε χρονική προοπτική: το παρελθόν δεν υφίσταται γιατί έχει αλωθεί από το παρόν και το μέλλον δεν πρόκειται να έρθει επειδή ουδείς θα επενδύσει στην έλευσή του:


Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιώ, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία.   

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ

Κόντρα, εντούτοις, σε κάθε δυσκολία, ο ποιητής δεν θα καταθέσει τα όπλα και θα δουλέψει σε μεγάλο βάθος τη φόρμα του. Με φανερές επιρροές από τον Καρυωτάκη και τον Μίλτο Σαχτούρη, που θα προσδώσουν στην έκφρασή του μιαν ειρωνική και ταυτοχρόνως παραμορφωτική, σχεδόν εξπρεσιονιστική χροιά, ο Κοντός θα χρησιμοποιήσει τα πιο διαφορετικά μέσα προκειμένου να στήσει τον συγκινησιακό μηχανισμό ο οποίος θα του επιτρέψει να ανασηκώσει το πέπλο του πραγματικού, ρίχνοντας άπλετο φως σε όσα αργοσαλεύουν πίσω από τη συγκαλυμμένη μορφή του: θα χρησιμοποιήσει ισχυρές, ακαριαίας δράσης μεταφορές, θα ανατρέψει αιφνιδιαστικά την ακολουθία και τη διάταξη των εικόνων του και θα χαρίσει στο γράψιμό του έναν ασθματικό, εσκεμμένα παραληρηματικό ρυθμό. Σε συνέντευξη που μου έδωσε, και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου (ΑΠΕ) στις 21 Οκτωβρίου 2013, ο ποιητής σχολιάζει ως εξής τους δεσμούς του με τον μοντερνισμό: «Από έφηβο με προσδιόρισε ο μοντερνισμός. Αυτός με οδήγησε στα πρώτα βήματά μου. Αυτός με απελευθέρωσε. Αυτός με καθόρισε και είμαι παιδί της γενιάς του 1930 και των μεταπολεμικών ποιητών. Χωρίς να λησμονώ και τα διδάγματα των παλαιότερων, Ελλήνων και ξένων. Εξάλλου πιστεύω στη συνέχεια της τέχνης».
Κατά τα άλλα, στην ποίηση του Κοντού θα διακρίνουμε άπειρα ονόματα, σε πολλαπλούς συνδυασμούς και σε έναν ανεξάντλητο αριθμό παραλλαγών. Ανατρέχοντας και πάλι στη νεκρολογία μου στο Βήμα της Κυριακής, να πω τώρα πως στον στίχο του υπάρχουν επιπροσθέτως συνεχείς εσωτερικοί μονόλογοι, επίμονοι ανθρωπομορφισμοί και ζωομορφισμοί και εντατική ζεύξη αντιθέτων. Στο μεταξύ, η θέση του αφηγητή του αλλάζει αδιάκοπα σημείο εκφώνησης: από το περίκλειστο δωμάτιο θα μετατοπιστεί στη ρευστή ατμόσφαιρα του ονείρου και του μύθου και από εκεί θα καταλήξει στους ανοιχτούς δρόμους της πόλης. Γιατί η ποιητική τέχνη του Κοντού είναι και μια τέχνη υποβλητικής περιπλάνησης στο αστικό τοπίο: ένα εκτεταμένο ασυνεχές, που πανικοβάλλει και την ίδια ώρα εξοργίζει τους ποιητικούς πρωταγωνιστές με την απάνθρωπη και εκφοβιστική όψη του. Κι ένα τοπίο σαν κι αυτό δεν μπορεί παρά να αντανακλά μιαν αγεφύρωτη ρωγμή στα ενδότερα τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής ύπαρξης. Στην ίδια συνέντευξη στο ΑΠΕ ο Κοντός παρατηρεί για το βάρος του αστικού τοπίου στα ποιήματά του: «Φυσικά και είμαι ποιητής του άστεως. Η ύπαιθρος χώρα δεν μου λέει τίποτε. Θέλω τους ανθρώπους, τη μεγάλη πόλη, το στρίμωγμα και την ταχύτητα της κινήσεως. Και βέβαια αυτή η πίεση η κοινωνική και η ανθρώπινη πολλές φορές είναι απάνθρωπη, γι’ αυτό και οι ήρωές μου αντιδρούν. Και φυσικά όλο αυτό το πνεύμα αντανακλά και μια εσωτερική-υπαρξιακή αγωνία για τον σύγχρονο άνθρωπο».

Κι έτσι ο κύκλος θα κλείσει την καμπύλη του και όλα θα ξεκινήσουν από την αρχή. Ο Γιάννης Κοντός πρόλαβε προτού ταξιδέψει στην άλλη όχθη να ολοκληρώσει το έργο του. Ώριμος από νωρίς, χωρίς αδράνειες και παλινδρομήσεις, με στέρεη τεχνική και με μιαν έκτυπα αναπτυγμένη ανθρωπολογία, θα μείνει σαν ένας από τους πιο ουσιαστικούς ποιητές όχι μόνο της γενιάς αλλά και της εποχής του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: