Για την εικονογραφία του Γιάννη Κοντού

Για την εικονογραφία του Γιάννη Κοντού

Κυρίες και κύριοι,

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Κέδρο και το θέατρο Τζένη Καρέζη που μου ζήτησαν να συμμετάσχω στην αποψινή εκδήλωση για τον Γιάννη Κοντό. Δέχτηκα με χαρά την πρόσκληση όχι μόνο για τα αισθήματα που τρέφω για την ποίηση του Κοντού αλλά και γιατί η εκδήλωση αυτή, παρότι συνδέεται με την επανέκδοση της Περιμετρικής [2000], του πρώτου βιβλίου του Κοντού, αισθάνομαι πως δεν γίνεται μόνο για την παρουσίαση αυτής της επανέκδοσης. Είναι μια εκδήλωση για την οποία η επανέκδοσης της Περιμετρικής αποτελεί –υποθέτω– απλώς την αφορμή, γιατί συμπίπτει με τη συμπλήρωση των τριάντα χρόνων της ποιητικής παρουσίας του Κοντού (η Περιμετρική εκδόθηκε το 1970).
Δεν πρόκειται να σας κουράσω με μια μακροσκελή παρουσίαση της ποίησης του Κοντού, αφού ο σκοπός της αποψινής συγκέντρωσης είναι περισσότερο να ακουστούν ποιήματα, και μάλιστα να διαβαστούν κυρίως από ζωγράφους. Θα περιοριστώ σε ένα σχόλιο γι᾽ αυτήν την ποίηση, ένα σχόλιο φιλολογικό, το οποίο δεν θεωρώ άσχετο με τον σκοπό της σημερινής βραδιάς.

Η Περιμετρική είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, όχι γιατί είναι σημαντικό βιβλίο με τη συνήθη έννοια του επιθέτου σημαντικός (δεν είναι από τα καλύτερα βιβλία του Κοντού), ούτε τόσο επειδή είναι το πρώτο βιβλίο στην ποιητική πορεία ενός σημαντικού ποιητή, όσο γιατί είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα. Σχηματοποιώντας κάπως θα έλεγα ότι υπάρχει μια κατηγορία βιβλίων, εκείνη των πρώτων βιβλίων ορισμένων συγγραφέων, τα οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος (αν δούμε βέβαια τα λογοτεχνικά είδη και από μια άλλη οπτική γωνία). Η Περιμετρική είναι ένα από τα χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του είδους. Γιατί περιέχει ήδη διαμορφωμένο, σε σημείο ώστε να είναι διακριτό – διακριτό ήδη από την πρώτη στιγμή – το ποιητικό στίγμα του Κοντού, το στοιχείο εκείνο που ο Κοντός θα ανέπτυσσε με τα επόμενα βιβλία του ως κύριο χαρακτηριστικό της ποιητικής φωνής του. Το στοιχείο αυτό είναι βέβαια η ιδιότυπη – ευρηματική, όπως τη χαρακτηρίζουν – χρήση της εικόνας: η εικονογραφία του Κοντού, που σε κάνει, όταν διαβάζεις ένα ποίημά του, να αναγνωρίζεις αμέσως την πατρότητά του.

Αυτό το σημείο της αναγνώρισης εμφανίζεται ήδη στην Περιμετρική, η οποία, ως πρώτο βιβλίο ενός ποιητή, είναι ένα πεδίο αναζητήσεων. Μέσα από τον τυποποιημένο ποιητικό κώδικα των νέων της εποχής, τον οποίο ο Κοντός εν πολλοίς επαναλαμβάνει, βλέπουμε ξαφνικά να προβάλλουν εκείνες οι απροσδόκητες, αγνώστου προελεύσεως εικόνες, που κάνουν τη συλλογή του Κοντού να ξεχωρίζει από τις άλλες συλλογές των νέων. Είναι εικόνες που θα μπορούσε να τις παρομοιάσει κανείς – για να χρησιμοποιήσω δύο λέξεις που αποτελούν τον τίτλο ενός βιβλίου του Κοντού – με ευγενή μέταλλα. Αναφέρω μερικές από αυτές τις εικόνες, υπενθυμίζοντας ότι βρισκόμαστε στο 1967 με `70:


Αυτός χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε τα παπούτσια του,
που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για ένα βήμα ακόμη.

Ένα χρυσόψαρο κολυμπούσε μέσα στο κεφάλι της

Αλήθεια, πάλι φέτος μπουμπουκιάζουν τα ηφαίστεια,
όταν οι κοπέλες λούζουν τα μαλλιά τους
με αγκαλιές σκοτάδι.

Στην άκρη του ορίζοντα τα βουνά περιμένουν
έναν σεισμό, για να πάρουνε το παλιό τους σχήμα.

Ξέχασες ένα τριαντάφυλλο μέσα στα μάτια σου
κι έβλεπες θαμπά τους θεατές.

Μισάνοιχτες ντουλάπες άφησα να κοιτάνε
τους δολοφόνους μου και πήγα στους Δελφούς.

Άλλη φορά δεν θα διαβάσω με φεγγάρι
βιβλίο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.

Kontos Perimetriki011

Μέταλλα σαν κι αυτά είναι δείγματα καθαρής ποίησης, όχι βέβαια όπως νοούσαν τον όρο ο Πωλ Βαλερύ ή ο Ανρί Μπρεμόν αλλά με την έννοια μιας οπτικής καθαρότητας, που φέρνει στον νου ορισμένες από τις πλέον διαυγείς στιγμές της παραστατικής ζωγραφικής – και δεν είναι χωρίς σημασία ότι η ποίηση του Κοντού έχει τέτοια απήχηση σε ζωγράφους, όπως το δείχνει η παρουσία των εφτά εικόνων που κοσμούν την επανέκδοση της Περιμετρικής, αλλά και η φυσική παρουσία των ζωγράφων εδώ απόψε.
Είπα ότι οι εικόνες του Κοντού ήταν το 1970 αγνώστου προελεύσεως. Όσο περνούσε ο καιρός και η εικονοποιία του Κοντού διαμορφωνόταν αδρότερα ως το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής του, εντοπιζόταν και η καταγωγή τους. Ήταν το απροσδόκητο, το ευρηματικό στοιχείο της, που οδήγησε στην πεποίθηση ότι η εικονοποιία αυτή είναι υπερρεαλιστικής καταγωγής, και στον χαρακτηρισμό του Κοντού ως μεταϋπερρεαλιστή ποιητή.
Σε γενικές γραμμές αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι ανακριβής. Όμως σε ειδικές γραμμές, ως προς τον προσδιορισμό της καταγωγής του κύριου γνωρίσματος της εικονογραφίας του Κοντού, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν μου φαίνεται εύστοχος. Το κύριο γνώρισμα της εικονογραφίας του Κοντού είναι, πιστεύω, η συναίρεση στο ίδιο οπτικό πεδίο δύο στοιχείων αντίθετων μεταξύ τους – ή, καλύτερα, η παράσταση του ενός με τους όρους με τους οποίους συνήθως παρίσταται το άλλο. Αναφέρομαι στη συγχώνευση του ιδιωτικού στοιχείου με το δημόσιο στοιχείο στην ποίηση του Κοντού. Βιώνοντας μιαν εικόνα του Κοντού αισθάνεται κανείς πως, παρότι βρίσκεται σε έναν δημόσιο χώρο, έχει συγχρόνως μπει και στην περιοχή του προσωπικού χώρου – και το αντίστροφο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι μια ποιητική συλλογή του Κοντού – θα έλεγα η πιο χαρακτηριστική – έχει τον τίτλο Ανωνύμου μοναχού και ο πρωταγωνιστής αυτής της συλλογής, ο ανώνυμος μοναχός, ζει σε μια πολυάνθρωπη. Αυτή η συνεύρεση η ταυτόχρονη παρουσία των δύο στοιχείων, που βαθαίνει την αίσθηση του προσωπικού με μια υπερπροσωπική διάσταση και την αίσθηση του δημόσιου με μια διάσταση ατομική, αυτή και όχι η ευρηματικότητα (που είναι κάτι πολύ γενικό για να μπορεί να είναι διακριτικό γνώρισμα) αποτελεί πιστεύω, το ακριβές στίγμα της εικονογραφίας του Κοντού , που είναι συγχρόνως και ένα βιοθεωρητικό στίγμα.
Αλλά αν δεν είναι υπερρεαλιστικής προελεύσεως, από πού αντλεί ο Κοντός τα συστατικά εκείνα που τον βοήθησαν να διαμορφώσει εκείνο που περιέγραψα ως εικονογραφικό στίγμα του; Αναφέρομαι σε αυτό που σήμερα ονομάζεται διακειμενικότητα (μια λέξη-χυλός, που σημαίνει τόσο πολλά πράγματα, ώστε τελικά να μη σημαίνει τίποτε), και που εγώ θα το προσδιόριζα με την παλιά, καλή και ακριβή (όταν ξέρουμε γιατί μιλάμε) λέξη επίδραση. Οι επιδράσεις είναι ορατές στην Περιμετρική: Θα αναφέρω μόνο τους ποιητές που εμφανίζονται αυτοπροσώπως σ` αυτή την πρώτη συλλογή, είτε με στίχους τους, τους οποίους ο Κοντός χρησιμοποιεί ως επιγραφές σε ποιήματά του, είτε και με το ίδιο το όνομά τους: Σεφέρης, Καρυωτάκης, Ελύτης, Σικελιανός, Καββαδίας, Λόρκα, Μιλόσζ.
Είπα ότι η μετέπειτα εξέλιξη του Κοντού οδήγησε στην περιγραφή της έκφρασής του ως μεταϋπερρεαλιστικής. Κι εγώ έτσι πίστευα. Σε παλαιότερη κριτική μου για τα ποιήματα μιας συλλογής του, η οποία εκδόθηκε το 1985, έγραφα τα εξής (σας διαβάζω το χωρίο, γιατί θα μου επιτρέψει να συμπληρωθεί την περιγραφή μου της εικονογραφίας του Κοντού):

«Η ευρηματικότητα του Κοντού είναι, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της μαθητείας του στους Έλληνες υπερρεαλιστές, από τους οποίους φαίνεται να έχει διδαχτεί τη μέθοδο της έκπληξης. Πρόκειται για μαθητεία λελογισμένη και επιλεκτική, γιατί ο Κοντός δεν ακολουθεί παρά μόνο ως ένα σημείο τις φυγόκεντρες τάσεις της υπερρεαλιστικής έκφρασης. Ακόμη και στα ποιήματα εκείνα όπου ο συνειρμός των εικόνων του χαλαρώνει στον μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας, αισθάνεται κανείς έναν έλεγχο που ασκείται από κάποιο αόρατο κέντρο. Ανάλογα με τον βαθμό της ορατότητας αυτού του κέντρου τα ποιήματα του Κοντού θα μπορούσαν να διακριθούν σε θεματικά, σε ποιήματα δηλαδή στα οποία η ποιητική συγκίνηση διοχετεύεται μέσα από τους διαύλους ενός προσδιορίσιμου θέματος, και σε ποιήματα διάθεσης ή ατμόσφαιρας, που η θερμοκρασίας τους παράγεται κυρίως από την τριβή εικόνων φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους. Και στις δύο περιπτώσεις η διατύπωση του Κοντού διακρίνεται συχνά από μιαν ασυνήθιστη οπτική ενάργεια, η οποία αποτελεί την κύρια αρετή της ποίησής του. Δεν γνωρίζω άλλον ποιητή της γενιάς του ᾽70 που η εικονογραφία του να φτάνει σε τέτοιο βαθμό καθαρότητας, σε μια διαύγεια, θα έλεγα, ονειρική».

Σήμερα, έπειτα από προσεκτικότερη ανάγνωση της ποίησης του Κοντού, θα τροποποιούσα την άποψή μου σε ό,τι αφορά τις υπερρεαλιστικές καταβολές της και θα τοποθετούσα τις καταβολές αυτές σε ένα άλλο πεδίο: στο πεδίο των εικονογραφικών τρόπων ενός ποιητή, η οφειλή του οποίου στα διδάγματα της υπερρεαλιστικής εικονογραφίας υπήρξε θεμελιώδης. Δεν εννοώ τον Μίλτο Σαχτούρη, με τον οποίο ο Κοντός –το έχει επισημάνει η κριτική– συνδέεται με ορατούς δεσμούς ποιητικής συγγένειας. Αναφέρομαι στον Γιάννη Ρίτσο, η συνομιλία του οποίου με τον υπερρεαλισμό υπήρξε βαθύτερη απ' όσο δηλώνεται στην επιφάνεια των στίχων του. Αισθάνομαι ότι, περισσότερο απ' ό,τι ο Σαχτούρης, ο ποιητικός γεννήτορας του Κοντού – για να χρησιμοποιήσω ένα γνωστό θεωρητικό σχήμα – είναι ο Ρίτσος· ότι η ονειρική διαύγεια των ποιημάτων του Κοντού έχει διαμορφωθεί κυρίως μέσα από τη συνομιλία του Κοντού με την ποίηση του Ρίτσου, ενός ποιητή που εκφράζει με ανάλογη εικονογραφική ενάργεια τη συναίρεση του ιδιωτικού με το δημόσιο. Πιστεύω ότι η όποια σχέση του Κοντού με τον υπερρεαλισμό διαμεσολαβείται από την ουσιώδη, παρότι όχι προφανή, σχέση του με την ποίηση του Ρίτσου – μία από εκείνες τις ευτυχισμένες σχέσεις ενός νεότερου ποιητή με έναν πρεσβύτερο, μέσα από τις οποίες πορεύεται δημιουργικά ο ποιητικός λόγος. 



————————————

Tο κείμενο του Νάσου Βαγενά, διαβάστηκε τον Οκτώβριο του 2000 σε εκδήλωση για την επανέκδοση της Περιμετρικής του Γιάννη Κοντού, στο θέατρο «Τζένη Καρέζη».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: