«Είμαι αθώος, είμαι ένας άνθρακας»

Έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη
Έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη


Γιάννης Κοντός. Ένας ποιητής που από την αρχή του έργου του έχει επιδείξει μια ωριμότητα και ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος –και θα τολμούσα να πω αρκετά πιο διαφορετικό από οποιουδήποτε άλλου Έλληνα ποιητή– δια μέσου του οποίου έχει κατακτήσει μια από τις πιο αξιόλογες θέσεις μεταξύ των συγχρόνων του.
Ο περιβαλλοντολογικός περίγυρος, άνθρωποι, αντικείμενα και καταστάσεις της καθημερινότητας της πόλης και της χώρας, αλλά και πλανητικά γεγονότα ακόμα, διηθημένα μέσα από το ευαίσθητο προσωπικό του φίλτρο, ενυπάρχουν μέσα στο ποιητικό σώμα. Στην ουσία όμως η ποιητική του και ιδίως των μεταγενεστέρων συλλογών, βοηθούσης και της προσθήκης ενός ιδιότυπου, ασυνεχούς, θα έλεγα, σουρεαλισμού, είτε από ποίημα σε ποίημα είτε και μέσα στο ίδιο ποίημα, αποτελεί μια σύνθεση πραγματικότητας και φαντασίας, κάτι που ομολογεί και ο ίδιος στους στίχους του: “ Άλλο και τούτο, τα μισά τα ζω και τα άλλα μισά τα φαντάζομαι”. Στην αρχή της ποιητικής του διαδρομής τη θεματολογία του τροφοδοτεί συχνά το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής του. Αναφερόμαστε βέβαια στην περίοδο της δικτατορίας και τη μεταδιδακτορική εποχή, όταν είναι φυσικό τα πνεύματα να είναι ανήσυχα. Έτσι τα ποιήματα αντικατοπτρίζουν την πίεση επί του ποιητικού υποκειμένου μιας δύσκολης εξωτερικής πραγματικότητας. Στη συνολική του πορεία μάλιστα, σαν ακούραστος παρατηρητής γεγονότων και δράσεων, νοιώθει συχνά υποχρεωμένος να   σταθεί απέναντι σε εξουσίες και ιδεολογικούς μηχανισμούς. Δεν αισθάνεται κανείς όμως ότι θέλει να επιβάλλει φορτικά την άποψή του, ούτε να εκβιάσει το συναίσθημα του αναγνώστη. Τα κοινωνικά και πολιτικά του σχόλια, είναι συνήθως διακριτικά συνδεδεμένα με τις εικόνες και τις λέξεις στο ποίημα, ώστε να μη δρουν σε βάρος του ποιητικού αποτελέσματος. Αργότερα και καθώς ταυτοχρόνως προχωράει η ηλικία του ποιητή, υπερισχύει το υπαρξιακό στοιχείο, η φθορά και τα βάρη του χρόνου, η αίσθηση του εφήμερου, η μοναξιά, η έλλειψη επικοινωνίας αλλά και η ταυτόχρονη αναζήτηση μιας συναισθηματικής θαλπωρής. Τα τοπία μετατρέπονται σε πιο εσωτερικά. Την ποιητική αυτή μάλιστα συνοδεύουν πολλές φορές τα ονόματα των Κάφκα και Καρυωτάκη, υπονοώντας μάλλον την εγγύτητα προς την αίσθηση αδιεξόδου που τα συγκεκριμένα πρόσωπα έχουν κομίσει στην τέχνη. Μα και ο ίδιος ο ποιητής μας έχει συνείδηση ότι “Δοκιμάζω τα χρώματα και βγαίνουν όλα στο μαύρο”. Ο χρόνος λοιπόν πότε σαν καταπέλτης, πότε σαν σκουπιδοφάγος που δουλεύει ακατάπαυστα, πότε σαν σιδερένια βέργα στην πλάτη, πότε σαν σκόρος, πότε σαν νύχι στο κρέας, πότε σαν βράχος , πότε σαν τέρας-χταπόδι και πότε σαν τσιμπούρι βαθιά μέσα στο μαδημένο δέρμα παρουσιάζεται με εκφράσεις που αναδεικνύουν τις επιπτώσεις σωματικές και ψυχικές με τις οποίες αυτό το μέγεθος επιβαρύνει τον άνθρωπο. Η καταφυγή στην ερωτική πλήρωση επίσης και η συμπόρευση με το άλλο μισό μέσα σε έναν κόσμο σκληρό, προβάλλουν μέσα σε πολλούς από τους στίχους του. Συνήθως συναντάμε στα ποιήματα μια συνομιλία με ένα εσύ πραγματικό ή κατά φαντασίαν, στο οποίο απευθύνεται και με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται η ανάγκη επικοινωνίας του, η οποία φαίνεται ότι είναι μεγάλη.“Να βρω ένα πρόσωπο – έστω ένα ομοίωμα– να μοιάζει με άνθρωπο να μιλήσουμε” διαβάζουμε κάπου. Επίσης αυτή η ανάγκη καταδεικνύεται και από τις πολλές αφιερώσεις των ποιημάτων του σε ομοτέχνους και μη. Θα ασχοληθεί βεβαίως και με το ίδιο το ποιητικό γεγονός στο οποίο αποδίδει μεγάλη σημασία. “Κυρίως είμαι κηπουρός στις πέτρες” θα μας πει, θέλοντας ασφαλώς να δείξει ότι η ποίηση είναι συχνά μια επαφή με το απόλυτο. Ή “Βρίσκω όαση, βρίσκω ποίημα. Πλένομαι, εξαγνίζομαι.”, αφού η ποίηση είτε με τις εξομολογήσεις της, είτε με την οικειοποίηση από τον ποιητή του συλλογικού ανθρώπινου φορτίου, συχνά έχει καθαρτικό χαρακτήρα. Μάλιστα σαν μια έκρηξη προκρίνει ότι πρέπει να λειτουργεί η ποίηση. Και επί πλέον δηλώνει “χαμάλης των λέξεων”. Πράγματι είναι εμφανής η φροντίδα των λέξεων για τη δημιουργία του ποιήματος. (Βλέπω μάλιστα στον τύπο ότι είχε πει: “Αν χάσουμε τη γλώσσα μας, θα χάσουμε την εθνικότητά μας”). Επίσης, όσον αφορά τη γραφή διαβάζουμε: “ Μα γίνονται αυτές οι δουλειές με γάντια;”. Ο ποιητής δεν μπορεί να είναι ψεύτικος. Την ώρα της γραφής καταθέτει την γυμνή ψυχή του, τους πόνους της και τους ιδιαίτερους προβληματισμούς του πνεύματός του. Παρ' όλο μάλιστα που στις ποιητικές αναφορές του αναφέρεται αρκετά στην εξωτερική πραγματικότητα, θα πει κάπου: “Η μόνη πραγματικότητα είναι το ποίημα”. Διότι πράγματι ο ποιητής έχει τη δυνατότητα να πλάθει έναν κόσμο από την αρχή, που να μπορεί μάλιστα να τον κυβερνήσει, ενώ δεν μπορεί να το κάνει στον άλλο τον πραγματικό, όπου αστάθμητοι παράγοντες τον επηρεάζουν και τον δεσμεύουν. Την μορφή του πολιτισμού μάλιστα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, δεν φαίνεται να την επικροτεί σε ορισμένες συνιστώσες της πχ. φοβάται την απανθρωποποίηση από τους υπολογιστές, το ψεύδος της οθόνης των κάθε είδους συσκευών. Μα και άλλα θέματα που ενδιαφέρουν το σύγχρονο άνθρωπο, όπως ατομική βόμβα, πυρηνικές δοκιμές, μόλυνση περιβάλλοντος, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ περνούν -κάποτε ακαριαία- μέσα από τα πολύπτυχα των στίχων του. Και αλλού ομιλεί για τον “μολυσμένο αέρα του πολιτισμού”. Και εκφράζει το φόβο του για τα επερχόμενα.

Γενικά η ποιητική του μάλλον στοχεύει στη σκέψη περισσότερο παρά στο συναίσθημα του αναγνώστη και ο ίδιος φαίνεται να λειτουργεί εγκεφαλικά και να προσπαθεί να ελέγξει τόσο την έκφραση, όσο και το συναίσθημά του. Δεν υπάρχουν συνήθως λεκτικές κορυφώσεις μέσα στα κείμενα. Η τελική αίσθηση του ποιήματος δίνεται από τη δυναμική σύνθεση των λέξεων και εννοιών και την ευρηματική εικονοποιία. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, δεν αποκρύπτεται η παφλάζουσα εσωτερική ζωή του ποιητικού υποκειμένου. Άλλωστε –και σύμφωνα με το δικό του λόγο– “η καταιγίδα αρχίζει από μέσα προς τα έξω”. Στον κοινωνό του έργου του σχηματίζεται η εντύπωση ότι δια μέσου μιας συνεχούς και επίμονης ανάδευσης από τον ποιητή του ορίζοντα των γεγονότων, αλλά και δια μέσου της πληθωριστικής παρουσίας των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου στους στίχους του, στην πραγματικότητα προβάλλονται οι αγωνίες του εσώτερου εαυτού. Υπάρχει αναμφισβήτητα στα κείμενα ένας λυρισμός, όχι του αιθέριου είδους όμως, μάλλον από γρανίτη. Στις αρχικές του γραφές ιδίως, όπου έχει την προσοχή του στραμμένη περισσότερο στο πραγματικό περιβάλλον, παρατηρώ ότι τα μόνα σημεία που αισθάνεται κανείς να ξεφεύγει κάπως από μια ρεαλιστική αφήγηση είναι όταν μιλάει για τη γυναίκα και την ερωτική σχέση. Σύντομα όμως, με την εισαγωγή του ιδιότυπου διακοπτόμενου σουρεαλισμού του, πιστεύω δίνει νέα δυναμική στην γλώσσα του. Ακόμα και τα πεζόμορφα ποιήματα (“σχέδιο για διήγημα” τιτλοφορεί μία από τις ενότητες αυτές), έχουν ένα θαυμάσιο ποιητικό χρώμα. Μια ικανότητα συμπύκνωσης, ανεξάρτητη μάλιστα από το μέγεθος των ποιημάτων, παρουσιάζουν οι στίχοι του, έναν περισσότερο ή λιγότερο προφορικό χαρακτήρα, καθώς και μια στάση μελαγχολικής περίσκεψης μπροστά στο απειλητικό περιβάλλον. Όχι χωρίς ωστόσο κριτική ή ακόμα και σαρκαστική διάθεση προς αυτά που τον καταπονούν (“κατουράω τα μεσημέρια σας”). Σαν άμυνα του πνεύματος μάλλον. Ενδεικτικοί του κλίματος δυσανεξίας στη δημιουργία του και οι τίτλοι των περισσοτέρων από τις συλλογές. “Στη διάλεκτο της ερήμου”, “Δωρεάν σκοτάδι”, “Τα δευτερόλεπτα του φόβου”, “Ο αθλητής του τίποτα” κλπ. Μέσα στην ποίησή του υπάρχουν σκοτεινές ως προς την κατανόηση περιοχές και κάποτε γίνεται δύσκολη η αποκωδικοποίηση επί μέρους ποιημάτων και εικόνων, ωστόσο από το σύνολο του έργου αναδύεται καθαρή η γεύση της ποίησης αυτής. Ακόμα, ένα βοηθητικό της ερμηνείας είναι οι τίτλοι των ποιημάτων, οι οποίοι από μόνοι τους ομιλούν και επεξηγούν το περιεχόμενο. Είναι αποκαλυπτικοί. Παρατηρώ πάρα πολύ συχνά την παρουσία στο έργο του των παπουτσιών. Ίσως αφορούν το “πού πάω;” του ποιητή, το περπάτημα στη ζωή, την ποίηση και το όνειρο. Τα ρούχα επίσης αναφέρονται συχνά. Τα υποκατάστατα της παρουσίας του ανθρώπου ή των ιδιοτήτων του (ακόμη και των νεκρών). 
Τελειώνοντας την ανάγνωση της συγκεντρωτικής συλλογής του Γιάννη Κοντού, δεν έχει παρά να θαυμάσει κανείς την ποσότητα και ποιότητα του έργου και την ποικιλία των λεκτικών συνδυασμών. Μέσα από το καλειδοσκόπιο του ανήσυχου αυτού πνεύματος προβάλλουν οι πολυποίκιλες όψεις του ανθρώπινου προσώπου, οι αδυναμίες, τα πάθη και οι πόνοι του, αλλά και η ευθραυστότητα και το ευάλωτο της ανθρώπινης φύσης. “Είμαι αθώος, είμαι ένας άνθρακας” διαβάζουμε. Θα μπορούσε κανείς να βρει καλύτερη διατύπωση για να περιγράψει την ανθρώπινη κατάσταση;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: