Δίχως ρωγμή δεν υπάρχει ποίημα

Δίχως ρωγμή δεν υπάρχει ποίημα

Έφη Καλογεροπούλου, «Στο μονοπάτι των σκύλων», εκδ. Περισπωμένη 2025






Η ποιήτρια Έφη Καλογεροπούλου έρχεται με το έβδομο βιβλίο της να προσθέσει ένα ακόμα έργο στο αξιόλογο σώμα των κειμένων της.
Το πλαίσιο στο οποίο κινείται η ποιητική της δημιουργία είναι το υπαρξιακό κατά βάση. Ή ανεύρεση και ανάδειξη του αυθεντικού προσώπου, η ευθύνη των αποφάσεων, η συνείδηση της θνητότητας, ο στοχασμός περί του εφήμερου της ζωής, η αναψηλάφηση των διαφόρων απωλειών, οι δοκιμασίες της αλήθειας των σχέσεων. Τα θέματα προσεγγίζονται με τρόπο όχι απολύτως καθαρό και ευκρινή αλλά με μια όμορφη ποιητική αχλή να εισχωρεί και να περιβάλλει τις λέξεις, η οποία μάλιστα αναγκάζει τον αναγνώστη της να επανέρχεται συχνά στο κείμενο για την καλύτερη κατανόηση του, μην παραγνωρίζοντας όμως πάντα το γοητευτικό γλωσσικό υπόβαθρο που τα υποστηρίζει. Καθώς οι συλλογές της πολλαπλασιάζονται, διαγράφεται πλέον καθαρότερα το ποιητικό της σώμα να κινείται ανάμεσα σε μεταφυσικές αντηχήσεις ενός κυκλικού χωροχρόνου, κατά τα πρότυπα της αιώνιας επιστροφής, όπου οι νεκροί εναλλάσσονται με τους ζωντανούς, οι μεν παίρνουν τη θέση των δε και τίποτε δεν είναι οριστικό. Ο χρόνος λογίζεται για την ποιήτρια σαν ερείπια σε εξέλιξη και η ομορφιά κάποτε σαν απειλή. Η φύση γύρω παρουσιάζεται κι αυτή σαν ένα πληγωμένο ζώο. Η μνήμη αδυνατεί να περισώσει κάτι ολοκληρωτικά.
Θα συναντήσουμε συχνά κατά σημεία ωραία μικρά κομμάτια ―δίστιχα συνήθως ή μονόστιχα― με μορφή αφορισμού με τα οποία νοηματοδοτείται το σύνολο του ποιήματος, συχνά μάλιστα και ολόκληρη η συλλογή αντλεί το νόημά της από αυτές τις φράσεις όπου συμπυκνώνεται η σκέψη και η ευαισθησία της ποιήτριας. Πχ «βαραίνει τώρα πιο πολύ/η οφειλή ή η υπόσχεση εξαγοράς της;» ή «μεταμφιεσμένη έρχεται η δοκιμασία και μας βρίσκει» ή «καμιά αλήθεια δε χρειάζεται θωράκιση» ή «είναι η πτώση ανεστραμμένη άνοδος;» ή «δεν υπάρχει πιο όμορφο τραγούδι/ απ’ το τραγούδι των νεκρών». Πολύ συχνές λέξεις και σύμβολά της είναι η λέξη σιωπή, η λέξη σκοτάδι, η λέξη χιόνι. Τα σύμβολα αυτά βεβαίως δεν μαρτυρούν ένα αισιόδοξο ευτοπικό κλίμα. Η σιωπή μάλιστα μοιάζει να είναι το κέντρο όλων των πραγμάτων, σαν δείκτης ενός κλειδωμένου σύμπαντος, μιας δυσαρμονικής επικοινωνίας ανθρώπου και κόσμου, μιας αδυναμίας πληρότητας, μιας αποτυχίας της ομιλίας, ωστόσο άλλοτε και σαν πυκνός πυρήνας σε ετοιμότητα, απ’ όπου θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν τα πάντα. Ακόμα και ο χρόνος δηλώνεται ως συνένοχος της σιωπής, καθώς δεν αποκαλύπτει τα πράγματα καθαρά. Αλλά βέβαια το βάρος της ύπαρξης με τις αγωνίες και τις δυσκολίες της αλλά και με την περατότητά της, γι’ αυτόν που τη μελετά, τον ποιητή εν προκειμένω ή το φιλόσοφο, δεν είναι ποτέ αμελητέο. Η ίδια χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό το βάρος δίνοντας το ως τίτλο σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του βιβλίου της με τη φράση «ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ». Η στοργική αυτή ματιά της προς τις υπάρξεις και το πάθος τους, θα συμπεριλάβει και άλλα πλάσματα εκτός από τα ανθρώπινα, τα δέντρα, τα πουλιά που το τραγούδι τους μοιάζει σαν αναφιλητό, τα δεμένα από τα πόδια σε αιχμαλωσία ζώα που χάνονται στην ξαφνική φωτιά, ανακαλώντας βέβαια εδώ και παρόμοιες ανθρώπινες απώλειες που δεν μπορέσαμε κατά καιρούς ως κοινωνία να αποφύγουμε. Έτσι που και η συνείδησή μας τελικά κατά την ποιήτρια να μοιάζει σαν ένα αιχμάλωτο ζώο που δεν αισθάνεται ικανό να αντιδράσει σε γεγονότα και αιφνιδιασμούς. «Κοιτάζεις αυτό που αντέχεις» θα γνωμοδοτήσει κάπου ή θα χρησιμοποιήσει το σύμβολο του καθρέφτη για την αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού ή κάποτε σαν ενισχυτικό φακό μιας απώλειας ή απουσίας. Άλλοτε απλώς ο τίτλος μαρτυρά την υπόθεση του ποιήματος. Το ποίημα πχ που διαβάζομε για μια μητέρα και το νεκρό παιδί της, όπου πουθενά αλλού εκτός από τον τίτλο δεν φαίνεται το σκηνικό της λύπης παρά στον τίτλο: ΠΡΟΣ/ΦΥΓΕΣ. Η συγχρονία δηλαδή περνά με μικρές πινελιές από τις σελίδες της, ώστε αν και το σύνολο ασχολείται με διαχρονικά υπαρξιακά θέματα, όμως η ευαισθησία του ποιητή δεν αφήνει να περάσουν απαρατήρητα τα ακραία γεγονότα της. Κάθε νεκρό παιδί είναι και δικό μας παιδί και η ένδειξη της αποτυχίας μας και τότε και το ποίημα μοιάζει να νεκρώνεται από λύπη και δεν μπορεί να διατυπώσει σωστά την οδύνη.

Υπάρχει νόημα λοιπόν μέσα σε αυτόν το ρευστό κόσμο ή μήπως «δεν έχει νόημα το νόημα»; Αλλά η αναζήτηση του νοήματος αποτελεί υποχρέωση κάθε σκεπτόμενου πνεύματος. Και η αγάπη, αυτό το πολύτιμο ανθρώπινο συναίσθημα τι ρόλο παίζει μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες του υπάρχειν και μέσα στη φθορά σωμάτων και αισθημάτων; «Πένθος είναι η αγάπη» θα μας πει από τη μία, προφανώς επειδή συχνά οδηγεί σε πικρίες και απογοητεύσεις των σχέσεων και σε εκκωφαντικές απουσίες στο ερωτικό πεδίο -μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι η ποιητική της Έφης Καλογεροπούλου είναι μια ποιητική της απουσίας- ή από την άλλη σε υποχρεωτικές συνομιλίες με αγαπημένους τεθνεώτες. Ωστόσο αποτελεί το αντίδοτο της φθοράς αφού «να ζεις γενναία τη φθορά σημαίνει/ να διασώζεις το άφθαρτο/ μες στην αγάπη» και είναι η μόνη που μπορεί να καταργεί την αίσθηση του χρόνου πχ βλέπομε το σημείο όπου «θα αγαπηθούν ξανά/ και χρόνος πια δεν θα υπάρχει» ή «όλα θα τα συντρίψει ο χρόνος/ εκτός απ’ την αγάπη». Αλλά επισημαίνει: «ένοιωσα την ευτυχία/ του ν’ αγαπάς/ δίχως να κατέχεις» υποδεικνύοντας προφανώς τη σωστή διαχείριση αυτού του αισθήματος. Εδώ θα σημειώναμε ότι οι άνθρωποι συνήθως έχουν ένα αγαπητικό κέντρο στο οποίο μέσα στη απελπισία και τις δυσκολίες τους μπορούν να κατευθυνθούν και να αποταθούν για να αναλάβουν τη δύναμή τους και το κουράγιο για συνέχιση της ζωής παρ’ όλες τις απογοητεύσεις της. Πρόσωπα που η σύνδεσή τους δεν χάνεται ό,τι και να συμβεί, επειδή η αγάπη στο παρελθόν τα έχει ενώσει για πάντα. Καμιά φορά αυτό μπορεί να είναι η πεθαμένη πια μητέρα, απλώς και μόνο η εικόνα της ν΄ απλώνει τα φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα στην ταράτσα.

Η ποιήτρια βεβαίως θα ασχοληθεί και με τις λέξεις της, τα όργανα δηλαδή της τέχνης της. «Λέξεις ονομάζω το δικό μου ρολόι/ να μετρώ το χρόνο» θα διαβάσουμε. Το κομμάτι χαρτί που θα τις εγγράψει μοιάζει σαν ένα σώμα που έχει δική του κίνηση και ζωή, μεταφέροντας προς τον αναγνώστη τα εσωτερικά της συμβάντα και τις ευαισθησίες της. Τα ονόματα που θα ήθελε να δώσει στα πράγματα. Τις στιγμές που ―όπως όλοι μας ασφαλώς― έχει νιώσει να υποφέρει. «Δίχως ρωγμή δεν υπάρχει ποίημα» διατείνεται. Ωστόσο παράλληλα «οι λέξεις είναι αυτές που με κρατούν αθέατη» θα μας πει. Πράγματι ένας ποιητής γενικά, παρά τις υπερβολικές καμιά φορά φαινόμενες εξομολογήσεις του, εξακολουθεί να είναι ένας κρυμμένο πρόσωπο γιατί πολλές φορές τα λεγόμενα του αφορούν τον άνθρωπο γενικά και δεν είναι ακριβώς προσωπικές διηγήσεις. Πόσο μάλλον στην ποίηση της Καλογεροπούλου που τίποτε δεν είναι απτό, τίποτε οριστικό, πρόσωπα και πράγματα είναι εύθραυστα και φευγαλέα και το σύνολο δίνει μια εικόνα κίνησης μέσα σε ένα υδάτινο ρεύμα. Η Τέχνη συχνά με τις μεταφορές και τα τεχνάσματά της, ακόμα και με την ελλειπτικότητά της, προσπαθεί να προσεγγίσει το ιδεώδες.

Η Έφη Καλογεροπούλου πορεύεται τον ποιητικό της δρόμο μέσα από λυρικά σκοτάδια, χιόνια της ύπαρξης, τρυφερές αοριστίες και συμπαγείς σιωπές, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο ύφος και ήθος της που παρά το σχετικό βαθμό δυσκολίας προσέγγισης στον πυρήνα του έργου (με την έννοια ότι δεν είναι απολύτως κατανοητά όλα τα ποιήματα ή οι λεπτομέρειές τους), είναι φανερό ότι κερδίζει το στοίχημα της καλαισθησίας αλλά παράλληλα της ουσίας και του βάθους.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: