«Μήπως τα δάκρυα σού τα 'χω προπληρώσει;»

Με τον γιο του Νίκο, 1988
Με τον γιο του Νίκο, 1988

Από την πρώτη ήδη συλλογή του, που είναι γραμμένη σε ηλικία είκοσι ετών περίπου, έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται ο πυρήνας του κατοπινού του έργου, δηλαδή η θεματική του θανάτου. Βεβαίως είναι γεγονός ότι τα πλέον κυρίαρχα θέματα της τέχνης και από τα οποία εκπηγάζουν δευτερεύοντα άλλα, είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Στην ηλικία αυτή, θα ήταν πιο φυσικό για τον ποιητή να ασχολείται με τον πρώτο, ωστόσο από την αρχή αποδεικνύει ότι είναι φορέας μιας ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας την οποία θα κουβαλάει σε όλη του την κατοπινή ζωή. Έτσι λοιπόν θα διακρίνει ευκρινώς “σπονδύλους του θανάτου”, θα ψαύει “τριγμούς θανάτου”, θα “συντάσσει κάθε πρωί ευάρμοστα το θάνατό του”, όταν και στην πιο απλή καθημερινή πράξη, όπως πχ. εκείνη του ξυρίσματος, θα βλέπει ο εικοσαετής έναν ακόμα θάνατο. Διότι, εκτός από τον θάνατο που έρχεται σαν μια τελική κατάληξη του έμβιου όντος –και μάλιστα εκείνου που έχει συνείδηση περί αυτού, δηλαδή του ανθρώπου– υπάρχει και ο θάνατος ο καθημερινός, η συνήθεια, η ρουτίνα, η επανάληψη, το μάταιο τελικά των πράξεων, που κατατρώγει τα ευαίσθητα πνεύματα. Ένα από αυτά –και μάλιστα σε βαθμό υπερθετικό– είναι ο Γιάννης Βαρβέρης, όταν σε κάθε πράξη δική του και των γύρω του, με κάθε σκέψη του, φορτωμένος πιεστικά από το βάρος της ύπαρξης, μελετάει από νωρίς το αναπόφευκτο, εξαντλείται μοιραίος αθλητής σε έναν αγώνα που δεν έχει τέλος, ώσπου πράγματι το τέλος αυτό να βάλει την τελευταία του υπογραφή στο σώμα του ανθρώπου-ποιητή. Ο αγώνας αυτός μεταφέρεται μέσα στους στίχους του, καθώς σε ένα από αυτούς θα μας πει: “βρήκα το χαλικάκι του Σατρ στο μάτι τους” (των στίχων) “και στο δικό μου μάτι τον ίδιο λύκο βρήκα/ να βυζαίνει και να μη σώνομαι”. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει εναργέστερη περιγραφή του άχθους. Κι ωστόσο ήταν ένας δημιουργός δραστήριος και πολυγραφότατος. Η πράξη της γραφής δεν είναι παρά ένας εξορκισμός του θανάτου, μια νοηματοδότηση της ύπαρξης με ένα ξεχωριστό τρόπο που δίνει την ικανοποίηση μιας δημιουργίας από το τίποτα. Ο ποιητής μας το ξέρει και διατυπώνει : “τι άλλο να θέλει το ποίημα/ παρά να περάσεις την κλωστή στη βελόνα”. Ναι. Η επιθυμία για την αλήθεια και το ουσιαστικό, η τοποθέτηση των πραγμάτων στη σωστή τους θέση. Η διαχείριση του φόβου του αναπόδραστου με όποια μέθοδο είναι στον καθένα πρόσφορη. “Κρυφτείτε μέσα στα παλτά μέσα στα ποιήματα/ μες στα βυζιά της γυναικός σας...”, επειδή πράγματι ο έρωτας είναι η άλλη μορφή της πάλης. Θα μας μιλήσει και γι αυτόν ο Βαρβέρης σε όλες τις εκδοχές του. Είτε τον ιδανικό έρωτα, είτε και τον πορνοέρωτα ακόμη, επειδή και οι δυο αυτές μορφές συμβαίνουν δίπλα και γύρω μας. Ο ιδανικός έρωτας, που πραγματώνεται κυρίως μέσα στη φαντασία και τότε η γραφή δίνει το καταπληκτικό ποίημα με τίτλο «Το σώμα σου κι εγώ», όπου πλέον το πραγματικό σώμα δεν έχει θέση στο σκηνικό του έρωτα και έχει υποκατασταθεί από τις σκέψεις και τα όνειρα για το σώμα αυτό. Μάλιστα σε έναν ιδανικό έρωτα συχνά αγαπάει κανείς αυτό που έχει σχηματίσει στο μυαλό του, προβάλλει τον εαυτό του στο άλλο πρόσωπο, ώστε ο ποιητής μας κάποτε να πει “κι αν σας αγάπησα/ κυρία δεν ξέρω/ μήπως ήσασταν εγώ”. Θα μας εντυπωσιάσει επίσης με το ποίημα με τίτλο «Η γυνή να φοβείται τον άνδρα» όπου το ποιητικό υποκείμενο λαμβάνει τη μορφή ενός ανδρόγυνου όντος, που ως γνώστης όλων των διαθέσεων και προτιμήσεων του, ξέρει να ικανοποιεί ακριβώς τον εαυτό του, να αντλεί τις μεγαλύτερες χαρές και να αποφεύγει αναπόφευκτες λύπες. Όμως η συνομιλία με το θάνατο συνεχίζεται σε όλη την πορεία του έργου του.
Στη συλλογή με τίτλο O θάνατος το στρώνει, ακόμα και η άσπιλη χιονονιφάδα είναι μια περίληψη του θανάτου, η φύση ολόκληρη είναι ένας θάνατος, όταν ο θάνατος ήδη απασχολεί την ψυχή. Εκεί θα συναντήσουμε –στο ποίημα με τίτλο «Είσαι δειλός»– το συγκλονιστικό “προς”, που όμως δεν είναι μια απλή πρόθεση, είναι Η πρόθεση, ένα ΠΡΟΣ προς το τέλος, (το προς θάνατον είναι του Χάιντεγκερ), η κατάληξη για την οποία εκτελεί κανείς συνεχείς προσαρμογές του πνεύματος (θέλοντας) και του σώματος (θέλοντας και μη), διότι το όλον συντελείται αργά, μέσα από τη διαδικασία της φθοράς. Τα τέλεια στην αρχή σώματα που κατόπιν θρυμματίζει το σαράκι ενώ το πνεύμα παρακολουθεί με αγωνία την αποσάρθρωση αυτή. Ο θάνατος λοιπόν, μέσα από τη διαχείριση του τρόμου του, θα πάρει διάφορα ονόματα και μορφές: Γκιούλιβερ, καπετάνιος σκουπιδιάρης, κηφήνας, Κόμης. Οι λέξεις θα γίνουν κάποτε σκληρές, όσο σκληρή είναι και η συνειδητοποίηση: “Λίγο λίγο το κρέας/ νερουλιάζει/ τα οστά ξεχωρίζουν/ ορμάνε/ τρυπούν τις σάρκες/ ξεσκίζουν τις πέτσες/ με λύσσα πετάγονται/ ουρλιάζοντας/ και ψοφάς”. Συχνά θα μιλήσει με τους νεκρούς, θα τους καλέσει κοντά του, θα ετοιμάσει μάλιστα το θάνατο από πριν αυτών που ακόμα ζουν (μητέρα), επειδή αυτός κάποτε έτσι κι αλλιώς θα συμβεί και επειδή το να παρακολουθείς την προς το θάνατο διαδικασία αγαπημένων προσώπων, είναι ένας θάνατος κι αυτό. Από την άλλη, φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι αυτοί οι νεκροί κατορθώνουν παρ' όλα αυτά και εισέρχονται στην αιωνιότητα του ποιήματος. Θα το τονίσει: “εύθραυστον”, “φράτζιλε”, “φραζίλ” είναι μέσα στο κουτάκι της η ύπαρξη. Εύθραυστος είναι συνήθως και ο ποιητής ή ο καλλιτέχνης που έχοντας όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση για να συλλάβει τα σήματα του περιβάλλοντος, επηρεάζεται σαφώς από τα σήματα αυτά. Και η διάθεση τέτοια, ώστε το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο να αναρωτιέται, όταν γράφει ένα κάπως πιο αισιόδοξο ποίημα, εάν βρίσκεται μέσα στο ποίημα άλλου. Μάλιστα αυτοσαρκαζόμενος θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του “εκ γενετής συνταξιούχο”. Ωστόσο το όλον των κειμένων διανθίζεται από στιγμιότυπα λεπτής ειρωνείας και χιούμορ που ελαφρώνουν το γενικό κλίμα, όπως στο ποίημα με τίτλο «Ανέκδοτο»: “Μόλις ο Νίκος Εγγονόπουλος/ απέθανε/ ο θάνατος του πρόσφερε τσιγάρο./ Sans filtre! Sans filtre!/ είπεν ο Νίκος/ κι επροχώρησε.” (Εδώ θα αναφέραμε και την κειμενική του συνομιλία και με άλλους ποιητές, πχ. με τον Εμπειρίκο φανερά ή το Μαβίλη και το υπονοούμενο ποίημα του «Λήθη», τον Καβάφη με το “Νάρκης του άλγους δοκιμές” και τον Καρυωτάκη με την “θριαμβική δύση” του.) Με τη μέθοδο της ειρωνείας επιτυγχάνει επίσης να εισάγει το υψηλό μέσα στο χαμηλό, όπως στο ποίημα με τίτλο «Κρυπτεία», όπου ο ποιητής εισέρχεται στην τουαλέτα με το μολύβι και το χαρτί για να ιερουργήσει στην ποίηση. Ή όταν ομιλώντας για “τεχνολογία πλυντηρίων και τη φιλοτιμία των απορρυπαντικών” θα οδηγηθεί σε σκέψεις περί της επικοινωνίας με τους νεκρούς, ή όταν ξεκινώντας από το πέταγμα ενός κουνουπιού τριγύρω του θα καταλήξει σε στοχασμούς για την εκδίκηση ή τη συγχώρεση.

Στο εκτεταμένο ποιητικό έργο του οι λέξεις είναι φροντισμένες, ακόμα και από την πρώτη νεανική συλλογή του. Μέσα στη στενάχωρη –εξ αιτίας της θεματολογίας της– περιοχή της γραφής του δημιουργούνται εν τούτοις επαρκείς αναπνοές με τη χρήση του σουρεαλισμού, ο οποίος κατευθύνει την προσοχή στη γλώσσα και τυλίγει στην αχλή του το νόημα (ο σουρεαλισμός είναι εντονότερος στις αρχικές συλλογές του, εξ ου και λιγότερο κατανοητοί οι συμβολισμοί του της περιόδου αυτής), με τη συχνή χρήση υποκοριστικών των λέξεων (που καταδεικνύουν μάλλον την τρυφερότητα του ποιητή για τα πράγματα), αλλά και την προαναφερθείσα ειρωνική ματιά. Κατασκευάζει –ιδίως στις αρχικές και μεσαίες συλλογές του– πολυσύνθετες εικόνες και παραστατικές διηγήσεις. Η καθημερινότητα με τα αντικείμενά της, η πόλη με τα τοπία και τα συμβάντα της, το σώμα με τις συνήθειες και τα παθήματά του εισέρχονται μέσα στους στίχους του. Δεν παρουσιάζει όμως μόνο την πραγματικότητα. Έχει γνώση ότι η φαντασία είναι εκείνη που οδηγεί κάποτε τη ζωή. “Ό,τι ήθελε το είχε/ ο κύριος Φογκ/ φτάνει πολύ να το ήθελε” ή “Δυο τρεις σελίδες και συνέχιζε/ σε ογδόντα μέρες/ το γύρο όλου του κόσμου/ μέσα στ' όνειρο”.   Ωστόσο ο Βαρβέρης δεν θέλει να δραπετεύσει όπως άλλοι της γραφής σε μέρη μακρινά, τα ταξίδια του με τα φέρι είναι μόνο “συντόμων διαδρομών”. Παραμένει επί τόπου κουβαλώντας το πένθος του ως το τέλος. Στις τελευταίες συλλογές του μάλιστα, θα απογυμνωθεί από κάθε είδους στολίδια και συνθετικά ευρήματα και θα γίνει πιο απλός και σύντομος. Αλλά ταυτοχρόνως πολύ ανθρώπινος. Το μεγαλύτερο –θεωρώ– εκφραστικό ενδιαφέρον των αρχικών συλλογών, θα αντικαταστήσει η λεπτότητα και ευφυΐα των παρατηρήσεων. Στη συλλογή του Βαθέος γήρατος π.χ, με αφορμή την υπέργηρη μητέρα, μετέρχεται όλους τους τρόπους επαφής με την απώλεια. Διεισδυτικός πάντα και εύστοχος κατά τη μελέτη του ανθρωπίνου φαινομένου, ακόμα και όταν ομιλεί δια μέσου της αλληγορίας των ζώων. Ιδιαίτερη και η συλλογή του με τίτλο Ο άνθρωπος μόνος, όπου την έμπνευσή του θα τροφοδοτήσουν κυρίως ιστορίες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με ποιητικές ανατροπές όμως των γνωστών και παραδεδεγμένων. Θυμοσοφία και χιούμορ, αναμειγνύονται επιτυχημένα στο σύνολο του έργου του. Θα αρνηθεί όμως φανερά κάθε παραμυθία (“ευτυχώς/ στέκομαι εδώ αβοήθητος”).
Ως κατακλείδα και έχοντας υπ' όψη την εμμονή του να προτάσσει ως moto της κάθε συλλογής του κομμάτια του λόγου του τραγουδοποιού και ποιητή Léo Ferré, δεν έχω παρά να προσφύγω στο επιτυχέστερο από αυτά: «Η απελπισία είναι μια ανώτερη μορφή κριτικής».  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: