Βαρβέρη, Βαρβέρη, είσαι εδώ

Βαρβέρη, Βαρβέρη, είσαι εδώ

Ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης εί­ναι ο πιο αγα­πη­μέ­νος μου ποι­η­τής από το φά­σμα εκεί­νο που αντι­λαμ­βά­νο­μαι ως «σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση». Το ποι­η­τι­κό του έρ­γο εί­ναι ξε­χω­ρι­στό, χω­ρίς επι­γό­νους. Ο σαρ­κα­σμός του αντι­βαί­νει στις δρα­μα­τι­κές εξάρ­σεις που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν μια κοι­νό­το­πα λυ­ρι­κή ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή της γε­νιάς του –αλ­λά και της δι­κής μου γε­νιάς. Στα βι­βλία του, βρί­σκω ό, τι χρειά­ζο­μαι: κα­λο­α­κο­νι­σμέ­νη μο­να­ξιά, ανε­κτί­μη­τους ποι­η­τι­κούς μο­νο­λό­γους, αιχ­μη­ρές πρό­ζες, χιού­μορ που σπά­ει κόκ­κα­λα, μπό­λι­κη ποι­η­τι­κώς εμπε­δω­μέ­νη ιστο­ρία, ανα­το­μία των συ­μπλεγ­μα­τι­κών εαυ­τών μας, αστα­μά­τη­το παι­χνί­δι με τα όρια ανά­με­σα στο υγιές και στο νο­ση­ρό, γρα­φή βα­θιά σω­μα­τι­κή, που δεν θα μπο­ρού­σα να μπερ­δέ­ψω με κα­νε­νός άλ­λου, φα­ντα­σία που επι­τρέ­πει τρυ­φε­ρά ζώα στα σύν­νε­φα να μας πε­τούν απα­λά στο κε­φά­λι τα πιο κρυ­φά μας μυ­στι­κά.
Δεν θυ­μά­μαι πώς ανα­κά­λυ­ψα το παι­χνί­δι της τυ­χαί­ας σε­λί­δας. Νο­μί­ζω πως προ­έ­κυ­ψε κά­ποια στιγ­μή ως ανά­γκη για παι­χνί­δι με τα πά­μπολ­λα ανα­πά­ντη­τα, υπαρ­ξια­κά και άλ­λα, ερω­τή­μα­τα. Πο­λύ σύ­ντο­μα, δια­πί­στω­σα πως αρ­κε­τός κό­σμος το γνω­ρί­ζει. Εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά απλό, ψυ­χα­γω­γι­κό και, εντε­λώς συ­χνά, ακρι­βο­λό­γο: Θέ­τεις το ερώ­τη­μα που σε απα­σχο­λεί, ανοί­γεις το βι­βλίο της επι­λο­γής σου σε μια τυ­χαία σε­λί­δα με κλει­στά τα μά­τια, ανοί­γεις τα μά­τια και λαμ­βά­νεις την απά­ντη­σή σου. Το παι­χνί­δι ανά­γε­ται σε πραγ­μα­τι­κά σο­βα­ρή υπό­θε­ση –βέ­βαια, όλα τα παι­χνί­δια εί­ναι ξε­κά­θα­ρα σο­βα­ρές υπο­θέ­σεις– ιδί­ως αν δεν πι­στεύ­εις πως δεν υπάρ­χουν τυ­χαί­ες σε­λί­δες, τυ­χαία ση­μεία και τυ­χαί­ες απα­ντή­σεις. Δη­λα­δή, αν, τε­λι­κά, πι­στεύ­εις στο τυ­χαίο, ακρι­βώς επει­δή δεν πι­στεύ­εις πως πρό­κει­ται για κά­τι τυ­χαίο.
Θα εί­μαι ει­λι­κρι­νής: Ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης μου λεί­πει. Μου λεί­πει, δη­λα­δή, η χα­ρά της ανα­μο­νής για την επό­με­νη συλ­λο­γή του, η έγνοια πως κά­που θα προ­κύ­ψει να τον κα­λέ­σουν να δια­βά­σει, και θα πάω να τον ακού­σω. Τα ποι­η­τι­κά βι­βλία του, όμως, από τα Πε­τα­μέ­να λε­φτά, στο οποίο επα­νέρ­χο­μαι λι­γό­τε­ρο, μέ­χρι τον αγα­πη­μέ­νο μου Kύ­ριο Φογκ, το ανε­κτί­μη­το Στα ξέ­να, το τε­λευ­ταίο του, Βα­θέ­ος γή­ρα­τος και το με­τα­θα­νά­τια εκ­δο­θέν Ζώα στα σύν­νε­φα, εί­ναι για μέ­να τό­ποι τους οποί­ους επι­σκέ­πτο­μαι για να ζη­τή­σω συμ­βου­λές, σαν και τις πα­ρα­κά­τω. Και για να πα­ρα­φρά­σω το κα­βα­φι­κό, «Σε σας προ­στρέ­χω τό­μοι Α΄[1] και Β,[2] που κά­πως ξέ­ρε­τε από φάρ­μα­κα».


Ποια φάρμακα είναι τα καλύτερα;

μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη.[3]


Από πού να πάω;

– Όλα καλά
στο χαζό φως.
Σαν συμφωνία
μη χαρακτήρων.
Όμως τις νύχτες μέσα μου
εντός ή –το φαντάζεστε;–
κι εκτός της πολυθρόνας
κανείς δεν ξέρει τις κινήσεις του.
Που πάει αν πάει
ποιους συναντά
πώς εξοντώνεται
δε βλέπω.
Τον βλέπω μόνο
όταν πάω για ύπνο
σαν κάθε φρόνιμο βρικόλακα
μέσα στην πολυθρόνα του εξουθενωμένο.
Κι έτσι όμως κύριε Φογκ
να μη φοβάστε.
Ο,τι κι αν δω
αν, είπα, δω
εμένα τ’ όνομά μου είναι
Δεν Είδα.[4]


Υπάρχει απάντηση;

Γι’ αυτό κι εγώ το διαβάζω απ’ την αρχή
με τα δικά σου μυαλά.
«Ωραίο βιβλίο» λέω
«κι ας μην το πολυκαταλαβαίνω
τελικά καλά κάνω
που τον αγαπώ».[5]

Τι έχει νόημα;

Είχα τα πάντα υπολογίσει στην εντέλεια
μέχρι τον ήλιο γύρισα για σας
σε ογδόντα γλώσσες μίλησαν τα λόγια σας
κι όλες οι οθόνες φρόντισαν να γίνετε
ονείρων όνειρο στον ύπνο των παιδιών.
Και τα’ αρνηθήκατε.
Τώρα πια νιώθω την παγίδα της ευεργεσίας
πόσο ίσως ακριβά εξαργυρώνει αυτός που δίνει
σε τι σκλαβιά καταδικάζεται όποιος παίρνει.[6]


Πειράζει αν καθυστερώ;

Έλα καλή μου καμήλα
ήρθε η ώρα να με πάρεις στον ώμο

κι όχι μαζί μας νερό
κάποτε τελειώνει το νερό
κι ύστερα έχουμε και να το θυμόμαστε

Έλα καλή μου καμήλα
κι αν κουραστείς έχω δασκαλευτεί να περπατώ

ιδίως αν δούμε επιγραφή
μη μ’αφήσεις να πιστέψω
βάδιζε βάδιζε

η έρημος έγινε
για να περιφρονούμε τις οάσεις[7]


Τι σημαίνει ευτυχώ;

Είναι κάτι φορές
ελάχιστες
που είσαι βέβαιος πως τα νιώθεις όλα
πιο πολύ από ποτέ
που θέλεις να τα πεις ή να τα γράψεις
όλα
αυτό που ετοιμαζότανε κι ετοιμαζόταν
ξέρεις πως τώρα το μπορείς
το έχεις
το περιέχεις
το είσαι
ολόκληρος
ολόκληρο
όμως εκεί που πας να το
αδύνατον
σε πλημμυρίζει ίσως ακόμα αλλά
δεν ξέρεις ποιο
νιώθεις ν’ αδειάζεις
από ποιο
να σβήνει
ποιο

σαν τη σοφία του εμβρύου
που χάνεται
όταν βγαίνει.[8]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: