Η ποιητική γραφή και τα είδωλά της

Έργο του Κώστα Τσόκλη (1973) για το βιβλίο «Στα ξένα», 2001
Έργο του Κώστα Τσόκλη (1973) για το βιβλίο «Στα ξένα», 2001

Είναι πολλές οι κρυφές αλήθειες του καθρέφτη. Πρώτη και πιο πολύτιμη: η ποιητική γραφή είναι συνάμα πρωταρχική και δεύτερη γραφή, μεταγραφή του σύμπαντος ή της συμπαντικής ψυχής που κρύβει βαθιά μέσα του ο ποιητής. Και το ζει κάθε φορά που ο λόγος του αποτυπώνει στο χαρτί τον μακρόκοσμο, αρχίζοντας από τον μικρόκοσμο. Ο Γιάννης Βαρβέρης, κατ’ εξοχήν ποιητής της κατοπτρικής θέασης, έχει το ποιητικό θάρρος να αποκαλύψει την ψυχή του με μια λέξη, φιλοσοφικά αλλά και συναισθηματικά φορτισμένη, όπως «ξένος» ή «αμαρτία», και να προκαλέσει το είδωλό του να ανακαλύψει τη δική του. Και αυτό σε ποίηση που μαγεύει τον αναγνώστη, τον παρασύρει σε παρόμοια ενέργεια, τον κατακτά.
Γνώριζα καλά το πολυσχιδές έργο του αλλά τον ίδιο πολύ λίγο. Ανταλλάξαμε κάποιες φορές βιβλία. Του έστελνα θεατρικές μεταφράσεις μου, ως ελάχιστο φόρο τιμής στο σπουδαίο μεταφραστικό έργο του∙ ανταπέδιδε πάντα τις αποστολές μου με ποίηση. Τον συνάντησα μόνο μια φορά. Τον είδα, καθώς κατέβαινα τα σκαλιά στο «Underground Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη και έσπευσα αμέσως να του μιλήσω. Χαμογελάσαμε, χωρίς τελετουργικές υποκρισίες. Ανταλλάξαμε λίγα αυθόρμητα λόγια χαράς για τη γνωριμία εκ του σύνεγγυς.
Ένα βράδυ δέχθηκα ένα απρόσμενο τηλεφώνημά του. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι καθώς ξεφύλλιζε μεταφράσεις μου θεατρικών έργων σκέφτηκε ότι δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μου πει πόσο πολύ του άρεσαν. Του θύμισα ότι το έγραψε με λίγες όμορφες λέξεις στην Καθημερινή, σε κριτική του για την παράσταση του Νησιού των Σκλάβων, σε σκηνοθεσία Νίκου Σακαλίδη. Δεν το έκρινα απαραίτητο να προσθέσω ότι είχε γράψει λάθος το όνομά μου. Θεώρησα ότι Ζωή και Σοφία οφείλουν να είναι συνώνυμα σε τέτοιες περιπτώσεις. Έμεινα με την απορία γιατί αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να μου τηλεφωνήσει.
Όχι όμως για πολύ. Δύο μέρες αργότερα πληροφορήθηκα τον ξαφνικό χαμό του. Και τότε όλη του η ποίηση άρχισε να σημαίνει διαφορετικά για μένα. Να σημαίνει αυτή τη φορά σαν καμπάνα αλλά, όπως στον John Donne ή τον Ernest Hemingway, πένθιμα.
Πέρασαν λίγες μέρες και σκέφτηκα να πάρω ξανά στα χέρια μου τη συλλογή Στα ξένα, αφιερωμένη «Στον ξένο» – που μου είχε στείλει στη δεύτερη έκδοσή της. Τι είναι ξενιτιά, τι είναι ξένος; αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά μπροστά στο βιβλίο του. Ποια είναι ξένη χώρα, για ποιον; Μήπως κυρίως για τον γηγενή, όταν ο τόπος του κατακλύζεται από πρόσωπα με παράξενα γι’ αυτόν ήθη; Ποιος είναι ξένος ή μάλλον ποιος δεν είναι; Πρώτοι ξένοι, πάντα επήλυδες και πρόσφυγες όπου και αν πήγαιναν –μετά την απομάκρυνσή τους από την παραμυθένια πατρίδα τους, κήπο επιπλέον–, ο Αδάμ και η Εύα. Οι πρωτόπλαστοι θα παραμείνουν σύμβολα της ξενότητας αιωνίως, τουλάχιστον για τον Δυτικό πολιτισμό. Ξένος και ο Χριστός όταν, μετά τη σταύρωσή Του, Τον αναζητεί ο Πόντιος Πιλάτος, σε τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής. Αρκεί να δει μια θέση ο ποιητής και αντιλαμβάνεται ότι δεν βρίσκεται εκεί για να υποδεχθεί τον ίδιο. Γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη να πληροφορήσει τον Δημιουργό στο εξαιρετικά λιτό ποίημα (με τίτλο «Θέση»), που υποδηλώνει ένα ασύλληπτο δέος μπροστά στο ποιητικό υποκείμενο:    

Είναι κατειλημμένη, Θεέ
από τον ξένο.

(Β, Στα ξένα, 48)[1] 

Εδώ πρόκειται, σκέφτομαι, όχι μονάχα για τον Χριστό, αλλά και για τον ξένο που είναι ο καθένας μας, κυρίως ο ποιητής, ως δημιουργικό εγώ, όταν είναι μόνος και, άθελά του, αντικρίζει τον εαυτό του. Τότε, βλέπει το κοινωνικό εγώ του να υφαρπάζει ένα σημαντικό κομμάτι του αληθινού εαυτού του. Ωστόσο, αν δεν συναντήσεις τον ξένο και αν δεν νιώσεις ξένος, δεν θα δεις ποτέ το πρόσωπό σου στον καθρέφτη σαν τον άλλο που είσαι, δεν θα εισχωρήσεις ποτέ στην εικόνα σου να ανακαλύψεις πόσο πολλά ετερόκλιτα θραύσματα την απαρτίζουν. Κοντολογίς, δεν θα οδηγηθείς ποτέ σε μια ικανοποιητική δόση αυτογνωσίας.
Αυτή η εγγενής ιδιότητα του ξένου κάνει τον ποιητή να βλέπει από απόσταση τον άνθρωπο και τους μύθους του, να ανατρέπει τα ιερά και τα καθιερωμένα. Ποιους και γιατί τιμωρεί ο Δημιουργός, σύμφωνα με την Αγία Γραφή; Ο Κάιν θυσίασε σπαρτά, ο Άβελ ποίμνια, «μα προτιμήθηκε η θυσία ποιμνίων του Άβελ» (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 95). Το παθητικό ρήμα εισάγει στο ποίημα μια αόρατη εξουσία. Ο ποιητής απαντά πλαγίως στην ερώτηση «Λοιπόν ποιος Πρώτος ζήτησε αίμα;», πριν ακόμα τη θέσει. Απαντά ξανά όταν γράφει με κεφαλαίο Π τη λέξη «Πρώτος». Αγνοείται σκοπίμως η αγνή πρόθεση του Άβελ, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση την παντοδυναμία του Πρώτου. Οι σχέσεις δημιουργίας και φόνου ανοίγουν διάπλατα μπροστά μας τη συμπαντική πόρτα να διαβάσουμε τον Γιάννη Βαρβέρη μέσα από την Παρεξήγηση του Albert Camus.
Και ο Ιησούς, ποιητής, και ας μην έγραψε ποτέ ο ίδιος, κι ας άφησε τους Ευαγγελιστές Του να καταγράψουν τον δικό Του ποιητικό-παραβολικό λόγο, γνήσιος επαναστάτης ακόμη και ανάμεσα στις λέξεις «ειρήνη υμίν», μας αποκαλύπτει το «μυστικό του Δείπνου»:

«Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου
όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν

εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους
που δεν τολμήσανε να με προδώσουν».

(Β, Ο άνθρωπος μόνος, 120-21)

Για ποιο πράγμα να συγχωρεθεί ο αναμάρτητος; Η απάντηση βρίσκεται στις λέξεις «που δεν τολμήσανε». Ο Ιησούς, ενσάρκωση του θείου λόγου, δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του συνηγόρου του αμαρτωλού. Εντούτοις, καλεί το σύνολο της ανθρωπότητας σε αυτό που, προφανώς υποκριτικά, αποκαλούμε αμαρτία∙ αφαιρεί από το πρόσωπό μας τη μάσκα του αναμάρτητου και από το νου μας την ψευδαίσθηση της καλής πρόθεσης.
Ο ποιητής δεν ανήκει στους δειλούς. Γράφει γιατί επαναστατεί, ανατρέπει, προδίδει. Το ρήμα «προδίδω» προέρχεται από το αρχαίο «προδίδωμι» που σημαίνει δίνω εκ των προτέρων, προπληρώνω. Άρα, όταν προδίδουμε, με την ετυμολογική έννοια τουλάχιστον, δηλαδή με σημασία που κυριαρχούσε σε ένα μακρινό παρελθόν, πληρώνουμε για πράγματα που δεν χρωστάμε, που προφανώς δεν τολμήσαμε να κάνουμε. Και ίσως που ξέρουμε ότι δεν θα τολμήσουμε ποτέ. Αυτό κι αν είναι αμαρτία, προδοσία, αλλά και επιβεβαίωση της γνησιότητάς μας, ένα πρωτοφανές παράδοξο: να μην τολμάς να προδώσεις, ενώ το επιθυμείς διακαώς, για να μείνεις πιστός στην ποιητική αλήθεια, σε μια απογύμνωση ή και ανέκφραση του λόγου. Ας προσθέσουμε ότι ο Ιησούς μιλά στο τρίτο πρόσωπο. Οι προβλέψεις Του δεν αφορούν στους μαθητές Του. Όλοι δική Του επιλογή, ποιητές και εκείνοι, δεν ανήκουν στους δειλούς. Ο Βαρβέρης προβάλλει ένα Χριστό επαναστάτη, χωρίς να παραπέμπει στον Καζαντζάκη. Μας θυμίζει ότι κουβαλάμε τις αμαρτίες του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, ενώ ο Θεάνθρωπος θυσιάζεται για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποια αμαρτία; Η θεϊκή και συνάμα ανθρώπινη αλληλεγγύη Του προς τον αμαρτωλό Τον φέρνει πιο κοντά στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και αδυναμίας, σκεπτικό που αναιρεί την ανάγκη για σωτηρία, αμφισβητεί την ίδια την αποστολή Του.
Το ποιητικό υποκείμενο βλέπει τη βάπτιση ως το αντίθετο από τη συνήθη σημασία που της αποδίδουν πιστοί και εκκλησία. Δεν μας απαλλάσσει από τις αμαρτίες, το αντίθετο μάλιστα. Μας προσδίδει εικονικές, παραμυθικές σχεδόν, αμαρτίες (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 132). Το ίδιο και η σωτηρία∙ δεν είναι λύτρωση από την αποτυχία που υπονοεί η λέξη «αμαρτία» αλλά εφησυχασμός:

Κίνδυνος μέγας
κι απ’ τον οποίο με τη φυγή μας

πρέπει να σωθούμε.

(Β, Ο άνθρωπος μόνος, 133)

Η πολυσημία της αμαρτίας γίνεται προφανής στα βιβλικά ποιήματα. Στις τέσσερεις αφηγήσεις με τίτλο «Ασωτία και υποδοχή της» (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 106-10), ο υπάκουος γιος, ο ενάρετος, δεν είναι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της παραβολής. Υπάρχει αορίστως σαν αδελφός, που ίσως και να μη γεννήθηκε ακόμη. «Κι ο αδελφός σου πέθανε / προτού να γεννηθεί» (107), πληροφορεί τον Άσωτο ο Πατέρας, με τα ρήματα «πέθανε» και «γεννηθεί» να έχουν έντονη αλληγορική σημασία. Δεν πρόκειται για κοσμικό αλλά για καθαρά ποιητικό-μυθοπλαστικό χρόνο. Ο Αδελφός θα γεννηθεί όταν επιστρέψει ο Άσωτος, όταν η μετάνοια για την ασωτία γίνει αποδεκτή από τον Πατέρα, από την εξουσία. Τότε θα πάρει τη θέση του στην παραβολή. Και σε λίγο ο πατέρας μοιάζει να υπαναχωρεί. Δεν έχει μια ολόδική του, καθαρή εικόνα των συμβάντων: «Έχω για μόνη μου παρηγοριά τον αδελφό σου» (109). Ο άσωτος πρέπει να διατηρήσει την ιδιότητα του ασώτου, διαφορετικά ο αδελφός θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο άλλος γιος δεν έχει δική του αυτόνομη ταυτότητα∙ είναι αδελφός. Και υπάρχει αποκλειστικά γιατί ο αδελφός του τόλμησε να παραβεί τους κανόνες. Ή μήπως όχι; «Μια θα ’ν’ η ευχή μου: / όρθιος μακριά μας πια να ζήσεις» (109). Για να συμπεράνει σε λίγο με ένα στίχο που επεξηγεί την έννοια ενός ασυνήθους αμαρτήματος, αυτού που αυτοαναιρείται, που γεννιέται και υπάρχει μόνο μέσα στην ποίηση, κυρίως στη συγκεκριμένη ποίηση του Βαρβέρη: «Μόνη ασωτία οι λέξεις και τα αισθήματα» (110).
Η ανομία έχει τέτοια σημασία μέσα στον ποιητικό λόγο που προσδιορίζει τον παραβάτη και πολύ περισσότερο τον υπάκουο, αυτόν που δεν τόλμησε. Σε άλλο ποίημα, άλλη βιβλική παραβολή, το πρόβατο συμβολίζει αποκλειστικά την υπακοή, ενώ τα μη απολωλότα πρόβατα, όπως ο καλός γιος, οφείλουν την οντότητά τους στο απολωλός:

Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός […]
Αντίθετα, να ’σαι υπερήφανος

που διάλεξε με παρρησία να σ’ αρνηθεί
[…]
Η ανησυχία και η θλίψη Σου

θα ’πρεπε μάλλον να στραφούν

στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας.

Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά Σου

μας έχεις αιώνες τώρα

και για πάντα

χάσει
. (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 115)

Η παραδοξολογία κρύβει μια απειλητική αλήθεια. Οι έννοιες που δημιουργούμε, για να αντέξουμε την ανία της ύπαρξης, είναι στην πραγματικότητα σοφιστείες∙ μας κάνουν να υποφέρουμε περισσότερο, δεν μας διασκεδάζουν καν, δικαιολογούν τη θλίψη μας, την ατελείωτη μοναξιά μας στο σύμπαν, όπως υπονοεί ο τίτλος της συλλογής Ο άνθρωπος μόνος (2009), με ήρωες πρόσωπα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Η ανατροπή είναι η πιο συνήθης τεχνική σε αυτά τα ποιήματα. Η παροιμιώδης υπομονή του Ιώβ, που μας έδωσε το γνωστό στερεότυπο «ιώβεια υπομονή», έχει κύριο στόχο την εξέγερση των αιώνιων προβάτων, αυτών που έμειναν στο μαντρί. Στο ποίημα «Η προδοσία του Ιώβ» η υπομονή έχει τα όριά της, σύμφωνα με τη λαϊκή ρήση, αλλά γιατί είναι μια μορφή αυτοκαταπίεσης που οδηγεί στην επανάσταση. Ο Ιώβ λέει:

υπομονετικός αν κι έκπτωτος
περιπλανώμαι μες στην Ιστορία

κι επάνω στων ανθρώπων τις πληγές
αλάτι ρίχνω

με ιώβεια υπομονή προσμένοντας

την επί γης οργή

κι εξέγερσή τους.
(Β, Ο άνθρωπος μόνος, 101)

Ο πόνος που προκαλεί το αλάτι εξεικονίζει μάλλον την επώδυνη λογική, όταν μας αποκαλύπτει την αδικία. Μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί να προσφέρονται θυσία τα ζώα, γιατί να τιμωρείται ο δίκαιος, σκέψεις που μας προετοιμάζουν για επανάσταση, έστω και πάνω σε γαϊδούρι, έστω και αν δεν επιτρέπει ο σωματότυπος –μεταφορικώς, εικάζω– να το καβαλήσουμε (A, Αναπήρων πολέμου, 123).
Όταν ο Γιάννης Βαρβέρης γράφει «η έρημος έγινε / για να περιφρονούμε τις οάσεις» (Β, Στα ξένα, 16), συνειδητοποιούμε ότι η έρημος δεν μας χαρίζεται∙ μας προκαλεί και περιμένει να κατακτηθεί. Υπάρχουν ψυχές στιγματισμένες με το δώρο της ποίησης. Μόνο αυτές θα μπορέσουν να προσπεράσουν τον πειρασμό (ή τον αντικατοπτρισμό) των οάσεων, για να ζήσουν στην έρημο, όπως ο Ιησούς. Και καθώς στη διαδικασία χάνουμε την όαση, πραγματική ή ψευδαισθητική, που κερδίσαμε με στερήσεις, αυτή η νέα «κατάκτηση» θα είναι το κέρδος μας, όπως γράφει σε δύο πυκνούς στίχους: «Περιουσία μας είναι / ό,τι έχουμε χάσει.» (Β, Στα ξένα, 45)
Οι γονείς μας, πολύτιμη περιουσία που χάνουμε στη φυσιολογική ροή των πραγμάτων, παραμένουν ζωντανοί είτε με τη γέννηση των παιδιών μας είτε με την αγάπη και την κοσμοαντίληψη που μας κληροδότησαν. Το αντίστροφο θα ήταν δυσβάσταχτο. Στο ποίημα «Προθρήνος» σκέφτεται με τρόμο μια ζωή χειρότερη από θάνατο για τη μητέρα του, με την έννοια της προδοσίας-προπληρωμής να επανέρχεται:

Έπρεπε χρόνια πριν
να είχες φύγει.

Όμως φοβάμαι μήπως τώρα
το εκλάβω σαν συνέπεια φυσική

μήπως τα δάκρυα
σου τα ’χω προπληρώσει

ή ακόμα μήπως, ποιος το ξέρει
πρέπει εσύ να ετοιμάζεσαι

για μια, χωρίς εμένα
αβάσταχτη επιβίωση.
(Β, Βαθέος γήρατος, 160)

Ίσως πάλι η υπερήλικη μητέρα μετουσιώνεται σε αλληγορία της μακροζωίας, προβλέπει και ζει το θάνατο του παιδιού της και, μητέρα ποιητή, αποκτά την ποιητική εξουσία να εξορκίσει το κακό.
Η δύναμη των ποιητών να απονέμουν αθανασία με το έργο τους ξεκίνησε στην Αρχαιότητα με τη Σαπφώ και τον Πίνδαρο και επανήλθε στην Αναγέννηση. Ο Γιάννης Βαρβέρης επινοεί μια αθανασία, με τις δύο μορφές που της αποδίδει ο Πλάτων στο Συμπόσιο, προερχόμενες η μία από τους απογόνους και η άλλη από την τέχνη (209 C-D), όταν παντρεύει τους γονείς του, αυτή τη φορά μέσα σε ένα ποίημα που δημοσιεύει σε βιβλίο:

Έτσι θα ενώσουμε τις τύχες μας κι οι τρεις
κι ο νέος σας γάμος θα κρατήσει

όσο αυτό το ποίημα.
Κι όσο θα υπάρχει

ακόμα κι ένα αντίτυπο
θα ’στε μαζί

σε δυνατότητα περίπτυξης μες σε κλειστές σελίδες . (Α, Πιάνο βυθού, 256)

Οι σχέσεις μητέρας-παιδιού είναι ένας κρίκος της αιωνιότητας. Ζουν μέσα σε κατοπτρικό, και όχι οριζόντιο χρόνο:

σχέσεις μητέρας-παιδιού είναι ένας κρίκος της αιωνιότητας. Ζουν μέσα σε κατοπτρικό, και όχι οριζόντιο χρόνο:

ναι μητέρα, δεν πρέπει να κλαίτε
όπως κάθε παιδί που θα έρθει
εγώ βρίσκομαι μέσα σας πάντα
(Α, Ο κύριος Φογκ, 333)

Και λίγο πριν:

ενώ θυμόταν τη μορφή της
ήξερε καλά τα παιχνίδια της μοίρας

ήξερε πως η μητέρα του θα γεννηθεί
αφού εκείνος πεθάνει. 
    (Α, Ο κύριος Φογκ, 331)

Ένα είναι βέβαιο∙ είτε ζωντανή είτε νεκρή η μητέρα, ο θρήνος της θα αντηχεί μέσα στην αιωνιότητα.
Ο μυθολογικός χρόνος χαρίζει στη μητέρα συμβολική μορφή και ίσως μας παραπέμπει στη Γαία που μας γεννά και παραμένει εκεί να αναζωογονηθεί με τη σάρκα μας. Ο ποιητικός χρόνος αποτελεί ένα αέναο παρόν. «Φυλάξου μάνα∙ γεννιέμαι» (Α, Το ράμφος, 58), προειδοποιεί το ποιητικό εγώ. Η γέννηση ποιητή δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε ανώδυνο συμβάν, κυρίως για τη μητέρα του που αλλάζει εντελώς υπόσταση. Το γεγονός ότι στην κηδεία της μητέρας του Καβάφη βρίσκεται ο γιος της δίνει στο θάνατό της μια χροιά αθανασίας, σαν να μην πέθανε ποτέ:

τι τυχερή γυναίκα
στον θρήνο της προσήλθε

ένας Καβάφης.      (Β, Βαθέος γήρατος, 231)

Ο πατέρας είναι μια βιβλική μορφή, ένας πατριάρχης. Ο ποιητής ζει το παρελθόν, αναζητώντας τη συνέχεια μέσα από τους γονείς του. Συνάμα, ζει μακριά από τον ιστορικό χρόνο και τον πραγματικό εαυτό του. Πίσω του στέκεται αυτόνομος, ανελέητος ο καθρέφτης, που μας βλέπει και όταν ακόμη του γυρίζουμε την πλάτη, για να ζήσουμε τάχα στον πραγματικό κόσμο.
Όταν πεθάνει ο πατέρας, τότε ο γιος παίρνει τη θέση του, παίρνει σειρά, σε σημείο που ταυτίζεται με τον νεκρό πατέρα:

Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου. […]
ανάβω και τσιγάρο:

– Μπαμπά, πάλι τσιγάρο;

μ’ ακούω να λέω
αλλά δεν ξέρω πια

ποιος απ’ τους δυο
καπνίζει

και ποιος κλαίει. (Α, Άκυρο θαύμα, 393)

Ο ποιητής αναπολεί τα παιδικά του χρόνια, όταν πήγαινε με τον πατέρα του να πετάξουν χαρταετό:

να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
«Σουρούπωσε Γιαννάκη

μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε».
(Α, Ο θάνατος το στρώνει, 173)

Μακρινή, μακρόσυρτη, η φωνή ή μήπως πρόκειται για σχήμα λόγου που συγγενεύει με την υπαλλαγή (ανταλλαγή νοήματος με άλλη λέξη στην ίδια φράση); Του πατέρα η μακρινή φωνή είναι η φωνή που ο ποιητής ακούει από μακριά, από άλλο χωρόχρονο, την ακούει τώρα μεγάλος, με τον πατέρα νεκρό. Παίζει ανάμεσα σε δύο κατηγορίες χρόνου, τον ανθρώπινο και τον υπερπραγματικό. Καθώς ο ιερός χρόνος ακυρώνει τον ιστορικό, η ποίηση του Βαρβέρη μάς μεταφέρει σε ένα μη-χρόνο, ακόμη και όταν υπάρχουν χρονικά όρια:

Ακούς, μ’ ακούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα             (Α, Πιάνο βυθού, 253)

Ο ποιητής ζει στο παρόν, προβλέπει και νοσταλγεί το μέλλον:

Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
(Α, Ο θάνατος το στρώνει, 185)

Εξάλλου ο ποιητικός χρόνος ανήκει στην αέναη επιστροφή. Είμαστε πάντα κάπου εκεί κοντά σαν ενέργεια που βοηθά το σύμπαν να γυρίζει:

Αν έρθετε στην κηδεία μου
θα ’ρθω κι εγώ στη δική σας.
(Α, Πιάνο βυθού, 271)

Ο λόγος των τεθνεώτων συνεχίζει το λόγο των ζώντων:

Χρόνια πολλά
λεν οι ζωντανοί
Χιόνια πολλά
απαντούν οι πεθαμένοι
. (Α, Άκυρο θαύμα, 359)

Χιόνια πολλά
λεν οι ζωντανοί.
Χρόνια πολλά
απαντούν οι πεθαμένοι
. (Α, Άκυρο θαύμα, 398)

Πρόκειται για παιχνίδι με τους φθόγγους, ίσως και για προσπάθεια να αναδειχθεί η δύναμη του σημαίνοντος που παράγει νέα σημαινόμενα. Το μάθημα που αντλούμε: τα χιόνια πάντα λιώνουν, τα χρόνια πάντα κυλούν και φεύγουν, όσα και αν είναι. Η αιωνιότητα είναι μια μορφή αχρονίας∙ δεν έχει χώρο για τον θνητό.

«Ο Βαρβέρης ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος που έζησε για πολύ με τα όρια. Τα επιζητούσε και συνάμα ήθελε να τα υπερβεί», γράφει ο Αλέξης Ζήρας («Ο Γιάννης Βαρβέρης, οι δεοντολογίες και οι φαρμακείες της τέχνης», Οδός Πανός 159, Μάιος-Αύγουστος 2013, σ. 27. Αφιέρωμα στον Γιάννη Βαρβέρη). Στην ποίηση του Βαρβέρη ο Γκιούλιβερ ανάγεται σε θεότητα που δεν πέθανε –Νίτσε–, κοιμάται. Ωστόσο, ο άνθρωπος ενδύεται τον ύπνο του και αναζωογονούνται και οι δύο όσο ο γίγαντας κοιμάται (Α, Ο θάνατος το στρώνει, 198), αντίθετα με την Αλίκη και το βασιλιά. Ο ίδιος νιώθει σαν να βρίσκεται «μέσα σε ποίημα / άλλου» (Α, Πιάνο βυθού, 266). Αν το ποίημα είναι μνήμα, το εσωτερικό νεκροταφείο αποτελεί ένα κομμάτι του ασυνειδήτου και όταν ακόμη κρύβεται σε ποίημα. Δεν είναι τυχαία η επιλογή των στίχων του Léo Ferré σε μότο, «La mort la mort / Toujours recommencée» (Α, Ο θάνατος το στρώνει, 189), παραλλαγή στίχου του Stéphane Mallarmé, από το ποίημα «Le cimetière marin», όπου οι λέξεις «κοιμητήρι» και «θαλασσινό» του τίτλου ενώνονται, για να μετατρέψουν τη θάλασσα σε θάνατο, σχεδόν ομόηχες λέξεις στη γαλλική, mer, mort, στη διαδρομή της από το ποίημα στο τραγούδι, όταν αυτή η ίδια θάλασσα ήταν νωρίτερα διέξοδος από τον κλειστό χώρο:

Ζω σ’ ένα δωμάτιο
γεμάτο πίνακες ζωγραφικής
                    που απεικονίζουν
                        θάλασσες.
                (Α, Εν φαντασία και λόγω, 20)

Εδώ, μέσα από την τέχνη, η πραγματικότητα ανατρέπεται. Η θάλασσα, ακριβώς επειδή υπάρχει σε απεικόνιση, ανοίγει την πόρτα του κλειστού χώρου προς την ύπαρξη. Το ψυχαναλυτικό Έρως-Θάνατος παραχωρεί τη θέση του στο υπαρξιακό Ποίηση-Θάνατος.
Αμφίσημο σύμβολο, ο καθρέφτης οδηγεί στη γνώση με τις ίδιες λέξεις που την κρύβει, από την πρώτη ποιητική συλλογή του Βαρβέρη:

είμαι τυφλός και πλήρης
παραδομένος στους πολυεδρικούς καθρέφτες σας                 
(Α, Εν φαντασία και λόγω, 23).

Αποκαλύπτεται η πολύσημη ταυτότητα του ποιητή. Ποιος γράφει το ποίημα, εγώ ή κάποιο είδωλό μου στον καθρέφτη; Μια οριακή στιγμή στην πορεία κάθε ποιητή, όταν νιώσει την ανάγκη να προσδιορίσει την ποιητική του υπόσταση:

Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα
εδώ
κάτω απ’ το φως
τέλειωσαν είπες όλα μεταξύ μας.
Όμως γραφτήκανε μες στο σκοτάδι
πίστεψε
κι ούτε θυμάμαι πώς και πότε
κι αν είναι δυνατόν
να υπαινίσσεσαι οτιδήποτε!
Στο κάτω κάτω δεν τα ξέρω καν 
δεν τα ’χω γράψει εγώ
αυτό είναι βέβαιο.
(Α, Αναπήρων πολέμου, 84)

Όπως είναι βέβαιο ότι ο ποιητής παραμένει αγέρωχος, ασυμβίβαστος και στο θάνατο:

Μόλις ο Νίκος Εγγονόπουλος
απέθανε
ο Θάνατος του πρόσφερε τσιγάρο.
– Sans filtre! Sans filtre!
είπεν ο Νίκος
κι επροχώρησε
(Α, Ο θάνατος το στρώνει, 208)

Τίτλος του ποιήματος: «;Ανέκδοτο;», αστείο και μη δημοσιευμένο, ανάμεσα σε ερωτηματικά, σε αέναη αυτοαμφισβήτηση, σε αέναη αναμονή να γίνει γραπτός λόγος. 
Σταθερό χαρακτηριστικό του Γιάννη Βαρβέρη: νιώθει ανακούφιση να ανατρέπει με τρόπο κωμικό την επανάσταση που διακηρύσσει και μαζί τη νέα ανατροπή που καραδοκεί μέσα στην ποίηση-κάτοπτρο:

ρε παιδιά πώς ν’ ανέβω στο γαϊδούρι της Επανάστασης
αφού είμαι χοντρός
και ζαλίζομαι
[…]

αρπάζω σαν τρελός τα πρες-παπιέ
να μη μου φύγουνε
τα φύλλα με τα ποιήματα
να μην πετάξουν.   
  (Α, Αναπήρων πολέμου, 123-24)

Η δύναμη της ποίησης: προσκαλεί σε επανάσταση που ένα πρες-παπιέ τής αρκεί για να μην αποτύχει. Ή μήπως όχι; Υπέρτατη ανατροπή: ένα ποίημα στη μητέρα του που τελειώνει με τις λέξεις:

–Έλα, όχι, μη φοβάσαι, ποίημα ήταν,
μη φοβάσαι.
(Β, Βαθέος γήρατος, 234)

Το ιερό ψεύδος της ποίησης: ανατρέπει, δεν επαναστατεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: