Η ποιητική γραφή και τα είδωλά της

Έργο του Κώστα Τσόκλη (1973) για το βιβλίο «Στα ξένα», 2001
Έργο του Κώστα Τσόκλη (1973) για το βιβλίο «Στα ξένα», 2001

Εί­ναι πολ­λές οι κρυ­φές αλή­θειες του κα­θρέ­φτη. Πρώ­τη και πιο πο­λύ­τι­μη: η ποι­η­τι­κή γρα­φή εί­ναι συ­νά­μα πρω­ταρ­χι­κή και δεύ­τε­ρη γρα­φή, με­τα­γρα­φή του σύ­μπα­ντος ή της συ­μπα­ντι­κής ψυ­χής που κρύ­βει βα­θιά μέ­σα του ο ποι­η­τής. Και το ζει κά­θε φο­ρά που ο λό­γος του απο­τυ­πώ­νει στο χαρ­τί τον μα­κρό­κο­σμο, αρ­χί­ζο­ντας από τον μι­κρό­κο­σμο. Ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης, κα­τ’ εξο­χήν ποι­η­τής της κα­το­πτρι­κής θέ­α­σης, έχει το ποι­η­τι­κό θάρ­ρος να απο­κα­λύ­ψει την ψυ­χή του με μια λέ­ξη, φι­λο­σο­φι­κά αλ­λά και συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νη, όπως «ξέ­νος» ή «αμαρ­τία», και να προ­κα­λέ­σει το εί­δω­λό του να ανα­κα­λύ­ψει τη δι­κή του. Και αυ­τό σε ποί­η­ση που μα­γεύ­ει τον ανα­γνώ­στη, τον πα­ρα­σύ­ρει σε πα­ρό­μοια ενέρ­γεια, τον κα­τα­κτά.
Γνώ­ρι­ζα κα­λά το πο­λυ­σχι­δές έρ­γο του αλ­λά τον ίδιο πο­λύ λί­γο. Ανταλ­λά­ξα­με κά­ποιες φο­ρές βι­βλία. Του έστελ­να θε­α­τρι­κές με­τα­φρά­σεις μου, ως ελά­χι­στο φό­ρο τι­μής στο σπου­δαίο με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο του∙ αντα­πέ­δι­δε πά­ντα τις απο­στο­λές μου με ποί­η­ση. Τον συ­νά­ντη­σα μό­νο μια φο­ρά. Τον εί­δα, κα­θώς κα­τέ­βαι­να τα σκα­λιά στο «Underground Εντευ­κτή­ριο» του Γιώρ­γου Κορ­δο­με­νί­δη και έσπευ­σα αμέ­σως να του μι­λή­σω. Χα­μο­γε­λά­σα­με, χω­ρίς τε­λε­τουρ­γι­κές υπο­κρι­σί­ες. Ανταλ­λά­ξα­με λί­γα αυ­θόρ­μη­τα λό­για χα­ράς για τη γνω­ρι­μία εκ του σύ­νεγ­γυς.
Ένα βρά­δυ δέ­χθη­κα ένα απρό­σμε­νο τη­λε­φώ­νη­μά του. Μου εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ότι κα­θώς ξε­φύλ­λι­ζε με­τα­φρά­σεις μου θε­α­τρι­κών έρ­γων σκέ­φτη­κε ότι δεν εί­χε πο­τέ την ευ­και­ρία να μου πει πό­σο πο­λύ του άρε­σαν. Του θύ­μι­σα ότι το έγρα­ψε με λί­γες όμορ­φες λέ­ξεις στην Κα­θη­με­ρι­νή, σε κρι­τι­κή του για την πα­ρά­στα­ση του Νη­σιού των Σκλά­βων, σε σκη­νο­θε­σία Νί­κου Σα­κα­λί­δη. Δεν το έκρι­να απα­ραί­τη­το να προ­σθέ­σω ότι εί­χε γρά­ψει λά­θος το όνο­μά μου. Θε­ώ­ρη­σα ότι Ζωή και Σο­φία οφεί­λουν να εί­ναι συ­νώ­νυ­μα σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις. Έμει­να με την απο­ρία για­τί απο­φά­σι­σε εκεί­νη τη στιγ­μή να μου τη­λε­φω­νή­σει.
Όχι όμως για πο­λύ. Δύο μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα τον ξαφ­νι­κό χα­μό του. Και τό­τε όλη του η ποί­η­ση άρ­χι­σε να ση­μαί­νει δια­φο­ρε­τι­κά για μέ­να. Να ση­μαί­νει αυ­τή τη φο­ρά σαν κα­μπά­να αλ­λά, όπως στον John Donne ή τον Ernest Hemingway, πέν­θι­μα.
Πέ­ρα­σαν λί­γες μέ­ρες και σκέ­φτη­κα να πά­ρω ξα­νά στα χέ­ρια μου τη συλ­λο­γή Στα ξέ­να, αφιε­ρω­μέ­νη «Στον ξέ­νο» – που μου εί­χε στεί­λει στη δεύ­τε­ρη έκ­δο­σή της. Τι εί­ναι ξε­νι­τιά, τι εί­ναι ξέ­νος; ανα­ρω­τή­θη­κα για πολ­λο­στή φο­ρά μπρο­στά στο βι­βλίο του. Ποια εί­ναι ξέ­νη χώ­ρα, για ποιον; Μή­πως κυ­ρί­ως για τον γη­γε­νή, όταν ο τό­πος του κα­τα­κλύ­ζε­ται από πρό­σω­πα με πα­ρά­ξε­να γι’ αυ­τόν ήθη; Ποιος εί­ναι ξέ­νος ή μάλ­λον ποιος δεν εί­ναι; Πρώ­τοι ξέ­νοι, πά­ντα επή­λυ­δες και πρό­σφυ­γες όπου και αν πή­γαι­ναν –με­τά την απο­μά­κρυν­σή τους από την πα­ρα­μυ­θέ­νια πα­τρί­δα τους, κή­πο επι­πλέ­ον–, ο Αδάμ και η Εύα. Οι πρω­τό­πλα­στοι θα πα­ρα­μεί­νουν σύμ­βο­λα της ξε­νό­τη­τας αιω­νί­ως, του­λά­χι­στον για τον Δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό. Ξέ­νος και ο Χρι­στός όταν, με­τά τη σταύ­ρω­σή Του, Τον ανα­ζη­τεί ο Πό­ντιος Πι­λά­τος, σε τρο­πά­ριο της Με­γά­λης Πα­ρα­σκευ­ής. Αρ­κεί να δει μια θέ­ση ο ποι­η­τής και αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι δεν βρί­σκε­ται εκεί για να υπο­δε­χθεί τον ίδιο. Γι’ αυ­τό νιώ­θει την ανά­γκη να πλη­ρο­φο­ρή­σει τον Δη­μιουρ­γό στο εξαι­ρε­τι­κά λι­τό ποί­η­μα (με τί­τλο «Θέ­ση»), που υπο­δη­λώ­νει ένα ασύλ­λη­πτο δέ­ος μπρο­στά στο ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο:    

Εί­ναι κα­τει­λημ­μέ­νη, Θεέ
από τον ξέ­νο.

(Β, Στα ξέ­να, 48)[1] 

Εδώ πρό­κει­ται, σκέ­φτο­μαι, όχι μο­νά­χα για τον Χρι­στό, αλ­λά και για τον ξέ­νο που εί­ναι ο κα­θέ­νας μας, κυ­ρί­ως ο ποι­η­τής, ως δη­μιουρ­γι­κό εγώ, όταν εί­ναι μό­νος και, άθε­λά του, αντι­κρί­ζει τον εαυ­τό του. Τό­τε, βλέ­πει το κοι­νω­νι­κό εγώ του να υφαρ­πά­ζει ένα ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι του αλη­θι­νού εαυ­τού του. Ωστό­σο, αν δεν συ­να­ντή­σεις τον ξέ­νο και αν δεν νιώ­σεις ξέ­νος, δεν θα δεις πο­τέ το πρό­σω­πό σου στον κα­θρέ­φτη σαν τον άλ­λο που εί­σαι, δεν θα ει­σχω­ρή­σεις πο­τέ στην ει­κό­να σου να ανα­κα­λύ­ψεις πό­σο πολ­λά ετε­ρό­κλι­τα θραύ­σμα­τα την απαρ­τί­ζουν. Κο­ντο­λο­γίς, δεν θα οδη­γη­θείς πο­τέ σε μια ικα­νο­ποι­η­τι­κή δό­ση αυ­το­γνω­σί­ας.
Αυ­τή η εγ­γε­νής ιδιό­τη­τα του ξέ­νου κά­νει τον ποι­η­τή να βλέ­πει από από­στα­ση τον άν­θρω­πο και τους μύ­θους του, να ανα­τρέ­πει τα ιε­ρά και τα κα­θιε­ρω­μέ­να. Ποιους και για­τί τι­μω­ρεί ο Δη­μιουρ­γός, σύμ­φω­να με την Αγία Γρα­φή; Ο Κάιν θυ­σί­α­σε σπαρ­τά, ο Άβελ ποί­μνια, «μα προ­τι­μή­θη­κε η θυ­σία ποι­μνί­ων του Άβελ» (Β, Ο άν­θρω­πος μό­νος, 95). Το πα­θη­τι­κό ρή­μα ει­σά­γει στο ποί­η­μα μια αό­ρα­τη εξου­σία. Ο ποι­η­τής απα­ντά πλα­γί­ως στην ερώ­τη­ση «Λοι­πόν ποιος Πρώ­τος ζή­τη­σε αί­μα;», πριν ακό­μα τη θέ­σει. Απα­ντά ξα­νά όταν γρά­φει με κε­φα­λαίο Π τη λέ­ξη «Πρώ­τος». Αγνο­εί­ται σκο­πί­μως η αγνή πρό­θε­ση του Άβελ, κα­θώς θέ­τει σε αμ­φι­σβή­τη­ση την πα­ντο­δυ­να­μία του Πρώ­του. Οι σχέ­σεις δη­μιουρ­γί­ας και φό­νου ανοί­γουν διά­πλα­τα μπρο­στά μας τη συ­μπα­ντι­κή πόρ­τα να δια­βά­σου­με τον Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη μέ­σα από την Πα­ρε­ξή­γη­ση του Albert Camus.
Και ο Ιη­σούς, ποι­η­τής, και ας μην έγρα­ψε πο­τέ ο ίδιος, κι ας άφη­σε τους Ευαγ­γε­λι­στές Του να κα­τα­γρά­ψουν τον δι­κό Του ποι­η­τι­κό-πα­ρα­βο­λι­κό λό­γο, γνή­σιος επα­να­στά­της ακό­μη και ανά­με­σα στις λέ­ξεις «ει­ρή­νη υμίν», μας απο­κα­λύ­πτει το «μυ­στι­κό του Δεί­πνου»:

«Ενά­ρε­τοι κι αμαρ­τω­λοί λοι­πόν, παι­διά μου
όλοι μια μέ­ρα θα συγ­χω­ρε­θούν

εκτός απ’ τους δει­λούς εκεί­νους
που δεν τολ­μή­σα­νε να με προ­δώ­σουν».

(Β, Ο άν­θρω­πος μό­νος, 120-21)

Για ποιο πράγ­μα να συγ­χω­ρε­θεί ο ανα­μάρ­τη­τος; Η απά­ντη­ση βρί­σκε­ται στις λέ­ξεις «που δεν τολ­μή­σα­νε». Ο Ιη­σούς, εν­σάρ­κω­ση του θεί­ου λό­γου, δεν μπο­ρεί να έχει την ιδιό­τη­τα του συ­νη­γό­ρου του αμαρ­τω­λού. Εντού­τοις, κα­λεί το σύ­νο­λο της αν­θρω­πό­τη­τας σε αυ­τό που, προ­φα­νώς υπο­κρι­τι­κά, απο­κα­λού­με αμαρ­τία∙ αφαι­ρεί από το πρό­σω­πό μας τη μά­σκα του ανα­μάρ­τη­του και από το νου μας την ψευ­δαί­σθη­ση της κα­λής πρό­θε­σης.
Ο ποι­η­τής δεν ανή­κει στους δει­λούς. Γρά­φει για­τί επα­να­στα­τεί, ανα­τρέ­πει, προ­δί­δει. Το ρή­μα «προ­δί­δω» προ­έρ­χε­ται από το αρ­χαίο «προ­δί­δω­μι» που ση­μαί­νει δί­νω εκ των προ­τέ­ρων, προ­πλη­ρώ­νω. Άρα, όταν προ­δί­δου­με, με την ετυ­μο­λο­γι­κή έν­νοια του­λά­χι­στον, δη­λα­δή με ση­μα­σία που κυ­ριαρ­χού­σε σε ένα μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν, πλη­ρώ­νου­με για πράγ­μα­τα που δεν χρω­στά­με, που προ­φα­νώς δεν τολ­μή­σα­με να κά­νου­με. Και ίσως που ξέ­ρου­με ότι δεν θα τολ­μή­σου­με πο­τέ. Αυ­τό κι αν εί­ναι αμαρ­τία, προ­δο­σία, αλ­λά και επι­βε­βαί­ω­ση της γνη­σιό­τη­τάς μας, ένα πρω­το­φα­νές πα­ρά­δο­ξο: να μην τολ­μάς να προ­δώ­σεις, ενώ το επι­θυ­μείς δια­κα­ώς, για να μεί­νεις πι­στός στην ποι­η­τι­κή αλή­θεια, σε μια απο­γύ­μνω­ση ή και ανέκ­φρα­ση του λό­γου. Ας προ­σθέ­σου­με ότι ο Ιη­σούς μι­λά στο τρί­το πρό­σω­πο. Οι προ­βλέ­ψεις Του δεν αφο­ρούν στους μα­θη­τές Του. Όλοι δι­κή Του επι­λο­γή, ποι­η­τές και εκεί­νοι, δεν ανή­κουν στους δει­λούς. Ο Βαρ­βέ­ρης προ­βάλ­λει ένα Χρι­στό επα­να­στά­τη, χω­ρίς να πα­ρα­πέ­μπει στον Κα­ζαν­τζά­κη. Μας θυ­μί­ζει ότι κου­βα­λά­με τις αμαρ­τί­ες του πρώ­του αν­θρώ­που, του Αδάμ, ενώ ο Θε­άν­θρω­πος θυ­σιά­ζε­ται για να μας σώ­σει από την αμαρ­τία. Ποια αμαρ­τία; Η θεϊ­κή και συ­νά­μα αν­θρώ­πι­νη αλ­λη­λεγ­γύη Του προς τον αμαρ­τω­λό Τον φέρ­νει πιο κο­ντά στην κα­τα­νό­η­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης και αδυ­να­μί­ας, σκε­πτι­κό που αναι­ρεί την ανά­γκη για σω­τη­ρία, αμ­φι­σβη­τεί την ίδια την απο­στο­λή Του.
Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο βλέ­πει τη βά­πτι­ση ως το αντί­θε­το από τη συ­νή­θη ση­μα­σία που της απο­δί­δουν πι­στοί και εκ­κλη­σία. Δεν μας απαλ­λάσ­σει από τις αμαρ­τί­ες, το αντί­θε­το μά­λι­στα. Μας προσ­δί­δει ει­κο­νι­κές, πα­ρα­μυ­θι­κές σχε­δόν, αμαρ­τί­ες (Β, Ο άν­θρω­πος μό­νος, 132). Το ίδιο και η σω­τη­ρία∙ δεν εί­ναι λύ­τρω­ση από την απο­τυ­χία που υπο­νο­εί η λέ­ξη «αμαρ­τία» αλ­λά εφη­συ­χα­σμός:

Κίν­δυ­νος μέ­γας
κι απ’ τον οποίο με τη φυ­γή μας

πρέ­πει να σω­θού­με.

(Β, Ο άν­θρω­πος μό­νος, 133)

Η πο­λυ­ση­μία της αμαρ­τί­ας γί­νε­ται προ­φα­νής στα βι­βλι­κά ποι­ή­μα­τα. Στις τέσ­σε­ρεις αφη­γή­σεις με τί­τλο «Ασω­τία και υπο­δο­χή της» (Β, Ο άν­θρω­πος μό­νος, 106-10), ο υπά­κουος γιος, ο ενά­ρε­τος, δεν εί­ναι ανά­με­σα στους πρω­τα­γω­νι­στές της πα­ρα­βο­λής. Υπάρ­χει αο­ρί­στως σαν αδελ­φός, που ίσως και να μη γεν­νή­θη­κε ακό­μη. «Κι ο αδελ­φός σου πέ­θα­νε / προ­τού να γεν­νη­θεί» (107), πλη­ρο­φο­ρεί τον Άσω­το ο Πα­τέ­ρας, με τα ρή­μα­τα «πέ­θα­νε» και «γεν­νη­θεί» να έχουν έντο­νη αλ­λη­γο­ρι­κή ση­μα­σία. Δεν πρό­κει­ται για κο­σμι­κό αλ­λά για κα­θα­ρά ποι­η­τι­κό-μυ­θο­πλα­στι­κό χρό­νο. Ο Αδελ­φός θα γεν­νη­θεί όταν επι­στρέ­ψει ο Άσω­τος, όταν η με­τά­νοια για την ασω­τία γί­νει απο­δε­κτή από τον Πα­τέ­ρα, από την εξου­σία. Τό­τε θα πά­ρει τη θέ­ση του στην πα­ρα­βο­λή. Και σε λί­γο ο πα­τέ­ρας μοιά­ζει να υπα­να­χω­ρεί. Δεν έχει μια ολό­δι­κή του, κα­θα­ρή ει­κό­να των συμ­βά­ντων: «Έχω για μό­νη μου πα­ρη­γο­ριά τον αδελ­φό σου» (109). Ο άσω­τος πρέ­πει να δια­τη­ρή­σει την ιδιό­τη­τα του ασώ­του, δια­φο­ρε­τι­κά ο αδελ­φός θα εί­ναι σαν να μην υπήρ­ξε πο­τέ. Ο άλ­λος γιος δεν έχει δι­κή του αυ­τό­νο­μη ταυ­τό­τη­τα∙ εί­ναι αδελ­φός. Και υπάρ­χει απο­κλει­στι­κά για­τί ο αδελ­φός του τόλ­μη­σε να πα­ρα­βεί τους κα­νό­νες. Ή μή­πως όχι; «Μια θα ’ν’ η ευ­χή μου: / όρ­θιος μα­κριά μας πια να ζή­σεις» (109). Για να συ­μπε­ρά­νει σε λί­γο με ένα στί­χο που επε­ξη­γεί την έν­νοια ενός ασυ­νή­θους αμαρ­τή­μα­τος, αυ­τού που αυ­το­α­ναι­ρεί­ται, που γεν­νιέ­ται και υπάρ­χει μό­νο μέ­σα στην ποί­η­ση, κυ­ρί­ως στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ποί­η­ση του Βαρ­βέ­ρη: «Μό­νη ασω­τία οι λέ­ξεις και τα αι­σθή­μα­τα» (110).
Η ανο­μία έχει τέ­τοια ση­μα­σία μέ­σα στον ποι­η­τι­κό λό­γο που προσ­διο­ρί­ζει τον πα­ρα­βά­τη και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τον υπά­κουο, αυ­τόν που δεν τόλ­μη­σε. Σε άλ­λο ποί­η­μα, άλ­λη βι­βλι­κή πα­ρα­βο­λή, το πρό­βα­το συμ­βο­λί­ζει απο­κλει­στι­κά την υπα­κοή, ενώ τα μη απο­λω­λό­τα πρό­βα­τα, όπως ο κα­λός γιος, οφεί­λουν την οντό­τη­τά τους στο απο­λω­λός:

Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός […]
Αντίθετα, να ’σαι υπερήφανος

που διάλεξε με παρρησία να σ’ αρνηθεί
[…]
Η ανησυχία και η θλίψη Σου

θα ’πρεπε μάλλον να στραφούν

στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας.

Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά Σου

μας έχεις αιώνες τώρα

και για πάντα

χάσει
. (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 115)

Η πα­ρα­δο­ξο­λο­γία κρύ­βει μια απει­λη­τι­κή αλή­θεια. Οι έν­νοιες που δη­μιουρ­γού­με, για να αντέ­ξου­με την ανία της ύπαρ­ξης, εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σο­φι­στεί­ες∙ μας κά­νουν να υπο­φέ­ρου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο, δεν μας δια­σκε­δά­ζουν καν, δι­καιο­λο­γούν τη θλί­ψη μας, την ατε­λεί­ω­τη μο­να­ξιά μας στο σύ­μπαν, όπως υπο­νο­εί ο τί­τλος της συλ­λο­γής Ο άν­θρω­πος μό­νος (2009), με ήρω­ες πρό­σω­πα από την Πα­λαιά και την Και­νή Δια­θή­κη.
Η ανα­τρο­πή εί­ναι η πιο συ­νή­θης τε­χνι­κή σε αυ­τά τα ποι­ή­μα­τα. Η πα­ροι­μιώ­δης υπο­μο­νή του Ιώβ, που μας έδω­σε το γνω­στό στε­ρε­ό­τυ­πο «ιώ­βεια υπο­μο­νή», έχει κύ­ριο στό­χο την εξέ­γερ­ση των αιώ­νιων προ­βά­των, αυ­τών που έμει­ναν στο μα­ντρί. Στο ποί­η­μα «Η προ­δο­σία του Ιώβ» η υπο­μο­νή έχει τα όριά της, σύμ­φω­να με τη λαϊ­κή ρή­ση, αλ­λά για­τί εί­ναι μια μορ­φή αυ­το­κα­τα­πί­ε­σης που οδη­γεί στην επα­νά­στα­ση. Ο Ιώβ λέ­ει:

υπομονετικός αν κι έκπτωτος
περιπλανώμαι μες στην Ιστορία

κι επάνω στων ανθρώπων τις πληγές
αλάτι ρίχνω

με ιώβεια υπομονή προσμένοντας

την επί γης οργή

κι εξέγερσή τους.
(Β, Ο άνθρωπος μόνος, 101)

Ο πό­νος που προ­κα­λεί το αλά­τι εξει­κο­νί­ζει μάλ­λον την επώ­δυ­νη λο­γι­κή, όταν μας απο­κα­λύ­πτει την αδι­κία. Μας κά­νει να ανα­ρω­τη­θού­με για­τί να προ­σφέ­ρο­νται θυ­σία τα ζώα, για­τί να τι­μω­ρεί­ται ο δί­καιος, σκέ­ψεις που μας προ­ε­τοι­μά­ζουν για επα­νά­στα­ση, έστω και πά­νω σε γαϊ­δού­ρι, έστω και αν δεν επι­τρέ­πει ο σω­μα­τό­τυ­πος –με­τα­φο­ρι­κώς, ει­κά­ζω– να το κα­βα­λή­σου­με (A, Ανα­πή­ρων πο­λέ­μου, 123).
Όταν ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης γρά­φει «η έρη­μος έγι­νε / για να πε­ρι­φρο­νού­με τις οά­σεις» (Β, Στα ξέ­να, 16), συ­νει­δη­το­ποιού­με ότι η έρη­μος δεν μας χα­ρί­ζε­ται∙ μας προ­κα­λεί και πε­ρι­μέ­νει να κα­τα­κτη­θεί. Υπάρ­χουν ψυ­χές στιγ­μα­τι­σμέ­νες με το δώ­ρο της ποί­η­σης. Μό­νο αυ­τές θα μπο­ρέ­σουν να προ­σπε­ρά­σουν τον πει­ρα­σμό (ή τον αντι­κα­το­πτρι­σμό) των οά­σε­ων, για να ζή­σουν στην έρη­μο, όπως ο Ιη­σούς. Και κα­θώς στη δια­δι­κα­σία χά­νου­με την όα­ση, πραγ­μα­τι­κή ή ψευ­δαι­σθη­τι­κή, που κερ­δί­σα­με με στε­ρή­σεις, αυ­τή η νέα «κα­τά­κτη­ση» θα εί­ναι το κέρ­δος μας, όπως γρά­φει σε δύο πυ­κνούς στί­χους: «Πε­ριου­σία μας εί­ναι / ό,τι έχου­με χά­σει.» (Β, Στα ξέ­να, 45)
Οι γο­νείς μας, πο­λύ­τι­μη πε­ριου­σία που χά­νου­με στη φυ­σιο­λο­γι­κή ροή των πραγ­μά­των, πα­ρα­μέ­νουν ζω­ντα­νοί εί­τε με τη γέν­νη­ση των παι­διών μας εί­τε με την αγά­πη και την κο­σμο­α­ντί­λη­ψη που μας κλη­ρο­δό­τη­σαν. Το αντί­στρο­φο θα ήταν δυ­σβά­στα­χτο. Στο ποί­η­μα «Προ­θρή­νος» σκέ­φτε­ται με τρό­μο μια ζωή χει­ρό­τε­ρη από θά­να­το για τη μη­τέ­ρα του, με την έν­νοια της προ­δο­σί­ας-προ­πλη­ρω­μής να επα­νέρ­χε­ται:

Έπρεπε χρόνια πριν
να είχες φύγει.

Όμως φοβάμαι μήπως τώρα
το εκλάβω σαν συνέπεια φυσική

μήπως τα δάκρυα
σου τα ’χω προπληρώσει

ή ακόμα μήπως, ποιος το ξέρει
πρέπει εσύ να ετοιμάζεσαι

για μια, χωρίς εμένα
αβάσταχτη επιβίωση.
(Β, Βαθέος γήρατος, 160)

Ίσως πά­λι η υπε­ρή­λι­κη μη­τέ­ρα με­του­σιώ­νε­ται σε αλ­λη­γο­ρία της μα­κρο­ζω­ί­ας, προ­βλέ­πει και ζει το θά­να­το του παι­διού της και, μη­τέ­ρα ποι­η­τή, απο­κτά την ποι­η­τι­κή εξου­σία να εξορ­κί­σει το κα­κό.
Η δύ­να­μη των ποι­η­τών να απο­νέ­μουν αθα­να­σία με το έρ­γο τους ξε­κί­νη­σε στην Αρ­χαιό­τη­τα με τη Σαπ­φώ και τον Πίν­δα­ρο και επα­νήλ­θε στην Ανα­γέν­νη­ση. Ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης επι­νο­εί μια αθα­να­σία, με τις δύο μορ­φές που της απο­δί­δει ο Πλά­των στο Συ­μπό­σιο, προ­ερ­χό­με­νες η μία από τους απο­γό­νους και η άλ­λη από την τέ­χνη (209 C-D), όταν πα­ντρεύ­ει τους γο­νείς του, αυ­τή τη φο­ρά μέ­σα σε ένα ποί­η­μα που δη­μο­σιεύ­ει σε βι­βλίο:

Έτσι θα ενώσουμε τις τύχες μας κι οι τρεις
κι ο νέος σας γάμος θα κρατήσει

όσο αυτό το ποίημα.
Κι όσο θα υπάρχει

ακόμα κι ένα αντίτυπο
θα ’στε μαζί

σε δυνατότητα περίπτυξης μες σε κλειστές σελίδες . (Α, Πιάνο βυθού, 256)

Οι σχέ­σεις μη­τέ­ρας-παι­διού εί­ναι ένας κρί­κος της αιω­νιό­τη­τας. Ζουν μέ­σα σε κα­το­πτρι­κό, και όχι ορι­ζό­ντιο χρό­νο:

σχέ­σεις μη­τέ­ρας-παι­διού εί­ναι ένας κρί­κος της αιω­νιό­τη­τας. Ζουν μέ­σα σε κα­το­πτρι­κό, και όχι ορι­ζό­ντιο χρό­νο:

ναι μητέρα, δεν πρέπει να κλαίτε
όπως κάθε παιδί που θα έρθει
εγώ βρίσκομαι μέσα σας πάντα
(Α, Ο κύριος Φογκ, 333)

Και λί­γο πριν:

ενώ θυμόταν τη μορφή της
ήξερε καλά τα παιχνίδια της μοίρας

ήξερε πως η μητέρα του θα γεννηθεί
αφού εκείνος πεθάνει. 
    (Α, Ο κύριος Φογκ, 331)

Ένα εί­ναι βέ­βαιο∙ εί­τε ζω­ντα­νή εί­τε νε­κρή η μη­τέ­ρα, ο θρή­νος της θα αντη­χεί μέ­σα στην αιω­νιό­τη­τα.
Ο μυ­θο­λο­γι­κός χρό­νος χα­ρί­ζει στη μη­τέ­ρα συμ­βο­λι­κή μορ­φή και ίσως μας πα­ρα­πέ­μπει στη Γαία που μας γεν­νά και πα­ρα­μέ­νει εκεί να ανα­ζω­ο­γο­νη­θεί με τη σάρ­κα μας. Ο ποι­η­τι­κός χρό­νος απο­τε­λεί ένα αέ­ναο πα­ρόν. «Φυ­λά­ξου μά­να∙ γεν­νιέ­μαι» (Α, Το ράμ­φος, 58), προει­δο­ποιεί το ποι­η­τι­κό εγώ. Η γέν­νη­ση ποι­η­τή δεν εί­ναι ού­τε τυ­χαίο ού­τε ανώ­δυ­νο συμ­βάν, κυ­ρί­ως για τη μη­τέ­ρα του που αλ­λά­ζει εντε­λώς υπό­στα­ση. Το γε­γο­νός ότι στην κη­δεία της μη­τέ­ρας του Κα­βά­φη βρί­σκε­ται ο γιος της δί­νει στο θά­να­τό της μια χροιά αθα­να­σί­ας, σαν να μην πέ­θα­νε πο­τέ:

τι τυχερή γυναίκα
στον θρήνο της προσήλθε

ένας Καβάφης.      (Β, Βαθέος γήρατος, 231)

Ο πα­τέ­ρας εί­ναι μια βι­βλι­κή μορ­φή, ένας πα­τριάρ­χης. Ο ποι­η­τής ζει το πα­ρελ­θόν, ανα­ζη­τώ­ντας τη συ­νέ­χεια μέ­σα από τους γο­νείς του. Συ­νά­μα, ζει μα­κριά από τον ιστο­ρι­κό χρό­νο και τον πραγ­μα­τι­κό εαυ­τό του. Πί­σω του στέ­κε­ται αυ­τό­νο­μος, ανε­λέ­η­τος ο κα­θρέ­φτης, που μας βλέ­πει και όταν ακό­μη του γυ­ρί­ζου­με την πλά­τη, για να ζή­σου­με τά­χα στον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο.
Όταν πε­θά­νει ο πα­τέ­ρας, τό­τε ο γιος παίρ­νει τη θέ­ση του, παίρ­νει σει­ρά, σε ση­μείο που ταυ­τί­ζε­ται με τον νε­κρό πα­τέ­ρα:

Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου. […]
ανάβω και τσιγάρο:

– Μπαμπά, πάλι τσιγάρο;

μ’ ακούω να λέω
αλλά δεν ξέρω πια

ποιος απ’ τους δυο
καπνίζει

και ποιος κλαίει. (Α, Άκυρο θαύμα, 393)

Ο ποι­η­τής ανα­πο­λεί τα παι­δι­κά του χρό­νια, όταν πή­γαι­νε με τον πα­τέ­ρα του να πε­τά­ξουν χαρ­τα­ε­τό:

να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
«Σουρούπωσε Γιαννάκη

μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε».
(Α, Ο θάνατος το στρώνει, 173)

Μα­κρι­νή, μα­κρό­συρ­τη, η φω­νή ή μή­πως πρό­κει­ται για σχή­μα λό­γου που συγ­γε­νεύ­ει με την υπαλ­λα­γή (ανταλ­λα­γή νο­ή­μα­τος με άλ­λη λέ­ξη στην ίδια φρά­ση); Του πα­τέ­ρα η μα­κρι­νή φω­νή εί­ναι η φω­νή που ο ποι­η­τής ακού­ει από μα­κριά, από άλ­λο χω­ρό­χρο­νο, την ακού­ει τώ­ρα με­γά­λος, με τον πα­τέ­ρα νε­κρό. Παί­ζει ανά­με­σα σε δύο κα­τη­γο­ρί­ες χρό­νου, τον αν­θρώ­πι­νο και τον υπερ­πραγ­μα­τι­κό. Κα­θώς ο ιε­ρός χρό­νος ακυ­ρώ­νει τον ιστο­ρι­κό, η ποί­η­ση του Βαρ­βέ­ρη μάς με­τα­φέ­ρει σε ένα μη-χρό­νο, ακό­μη και όταν υπάρ­χουν χρο­νι­κά όρια:

Ακούς, μ’ ακούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα             (Α, Πιάνο βυθού, 253)

Ο ποι­η­τής ζει στο πα­ρόν, προ­βλέ­πει και νο­σταλ­γεί το μέλ­λον:

Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
(Α, Ο θάνατος το στρώνει, 185)

Εξάλ­λου ο ποι­η­τι­κός χρό­νος ανή­κει στην αέ­ναη επι­στρο­φή. Εί­μα­στε πά­ντα κά­που εκεί κο­ντά σαν ενέρ­γεια που βοη­θά το σύ­μπαν να γυ­ρί­ζει:

Αν έρθετε στην κηδεία μου
θα ’ρθω κι εγώ στη δική σας.
(Α, Πιάνο βυθού, 271)

Ο λό­γος των τε­θνε­ώ­των συ­νε­χί­ζει το λό­γο των ζώ­ντων:

Χρόνια πολλά
λεν οι ζωντανοί
Χιόνια πολλά
απαντούν οι πεθαμένοι
. (Α, Άκυρο θαύμα, 359)

Χιόνια πολλά
λεν οι ζωντανοί.
Χρόνια πολλά
απαντούν οι πεθαμένοι
. (Α, Άκυρο θαύμα, 398)

Πρό­κει­ται για παι­χνί­δι με τους φθόγ­γους, ίσως και για προ­σπά­θεια να ανα­δει­χθεί η δύ­να­μη του ση­μαί­νο­ντος που πα­ρά­γει νέα ση­μαι­νό­με­να. Το μά­θη­μα που αντλού­με: τα χιό­νια πά­ντα λιώ­νουν, τα χρό­νια πά­ντα κυ­λούν και φεύ­γουν, όσα και αν εί­ναι. Η αιω­νιό­τη­τα εί­ναι μια μορ­φή αχρο­νί­ας∙ δεν έχει χώ­ρο για τον θνη­τό.

«Ο Βαρ­βέ­ρης ήταν σί­γου­ρα ένας άν­θρω­πος που έζη­σε για πο­λύ με τα όρια. Τα επι­ζη­τού­σε και συ­νά­μα ήθε­λε να τα υπερ­βεί», γρά­φει ο Αλέ­ξης Ζή­ρας («Ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης, οι δε­ο­ντο­λο­γί­ες και οι φαρ­μα­κεί­ες της τέ­χνης», Οδός Πα­νός 159, Μάιος-Αύ­γου­στος 2013, σ. 27. Αφιέ­ρω­μα στον Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη). Στην ποί­η­ση του Βαρ­βέ­ρη ο Γκιού­λι­βερ ανά­γε­ται σε θε­ό­τη­τα που δεν πέ­θα­νε –Νί­τσε–, κοι­μά­ται. Ωστό­σο, ο άν­θρω­πος εν­δύ­ε­ται τον ύπνο του και ανα­ζω­ο­γο­νού­νται και οι δύο όσο ο γί­γα­ντας κοι­μά­ται (Α, Ο θά­να­τος το στρώ­νει, 198), αντί­θε­τα με την Αλί­κη και το βα­σι­λιά. Ο ίδιος νιώ­θει σαν να βρί­σκε­ται «μέ­σα σε ποί­η­μα / άλ­λου» (Α, Πιά­νο βυ­θού, 266). Αν το ποί­η­μα εί­ναι μνή­μα, το εσω­τε­ρι­κό νε­κρο­τα­φείο απο­τε­λεί ένα κομ­μά­τι του ασυ­νει­δή­του και όταν ακό­μη κρύ­βε­ται σε ποί­η­μα. Δεν εί­ναι τυ­χαία η επι­λο­γή των στί­χων του Léo Ferré σε μό­το, «La mort la mort / Toujours recommencée» (Α, Ο θά­να­τος το στρώ­νει, 189), πα­ραλ­λα­γή στί­χου του Stéphane Mallarmé, από το ποί­η­μα «Le cimetière marin», όπου οι λέ­ξεις «κοι­μη­τή­ρι» και «θα­λασ­σι­νό» του τί­τλου ενώ­νο­νται, για να με­τα­τρέ­ψουν τη θά­λασ­σα σε θά­να­το, σχε­δόν ομό­η­χες λέ­ξεις στη γαλ­λι­κή, mer, mort, στη δια­δρο­μή της από το ποί­η­μα στο τρα­γού­δι, όταν αυ­τή η ίδια θά­λασ­σα ήταν νω­ρί­τε­ρα διέ­ξο­δος από τον κλει­στό χώ­ρο:

Ζω σ’ ένα δω­μά­τιο
γε­μά­το πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής
                    που απει­κο­νί­ζουν
                        θά­λασ­σες.
                (Α, Εν φα­ντα­σία και λό­γω, 20)

Εδώ, μέ­σα από την τέ­χνη, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ανα­τρέ­πε­ται. Η θά­λασ­σα, ακρι­βώς επει­δή υπάρ­χει σε απει­κό­νι­ση, ανοί­γει την πόρ­τα του κλει­στού χώ­ρου προς την ύπαρ­ξη. Το ψυ­χα­να­λυ­τι­κό Έρως-Θά­να­τος πα­ρα­χω­ρεί τη θέ­ση του στο υπαρ­ξια­κό Ποί­η­ση-Θά­να­τος.
Αμ­φί­ση­μο σύμ­βο­λο, ο κα­θρέ­φτης οδη­γεί στη γνώ­ση με τις ίδιες λέ­ξεις που την κρύ­βει, από την πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Βαρ­βέ­ρη:

εί­μαι τυ­φλός και πλή­ρης
πα­ρα­δο­μέ­νος στους πο­λυ­ε­δρι­κούς κα­θρέ­φτες σας                 
(Α, Εν φα­ντα­σία και λό­γω, 23).

Απο­κα­λύ­πτε­ται η πο­λύ­ση­μη ταυ­τό­τη­τα του ποι­η­τή. Ποιος γρά­φει το ποί­η­μα, εγώ ή κά­ποιο εί­δω­λό μου στον κα­θρέ­φτη; Μια ορια­κή στιγ­μή στην πο­ρεία κά­θε ποι­η­τή, όταν νιώ­σει την ανά­γκη να προσ­διο­ρί­σει την ποι­η­τι­κή του υπό­στα­ση:

Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα
εδώ
κάτω απ’ το φως
τέλειωσαν είπες όλα μεταξύ μας.
Όμως γραφτήκανε μες στο σκοτάδι
πίστεψε
κι ούτε θυμάμαι πώς και πότε
κι αν είναι δυνατόν
να υπαινίσσεσαι οτιδήποτε!
Στο κάτω κάτω δεν τα ξέρω καν 
δεν τα ’χω γράψει εγώ
αυτό είναι βέβαιο.
(Α, Αναπήρων πολέμου, 84)

Όπως εί­ναι βέ­βαιο ότι ο ποι­η­τής πα­ρα­μέ­νει αγέ­ρω­χος, ασυμ­βί­βα­στος και στο θά­να­το:

Μόλις ο Νίκος Εγγονόπουλος
απέθανε
ο Θάνατος του πρόσφερε τσιγάρο.
– Sans filtre! Sans filtre!
είπεν ο Νίκος
κι επροχώρησε
(Α, Ο θάνατος το στρώνει, 208)

Τί­τλος του ποι­ή­μα­τος: «;Ανέκ­δο­το;», αστείο και μη δη­μο­σιευ­μέ­νο, ανά­με­σα σε ερω­τη­μα­τι­κά, σε αέ­ναη αυ­το­αμ­φι­σβή­τη­ση, σε αέ­ναη ανα­μο­νή να γί­νει γρα­πτός λό­γος. 
Στα­θε­ρό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη: νιώ­θει ανα­κού­φι­ση να ανα­τρέ­πει με τρό­πο κω­μι­κό την επα­νά­στα­ση που δια­κη­ρύσ­σει και μα­ζί τη νέα ανα­τρο­πή που κα­ρα­δο­κεί μέ­σα στην ποί­η­ση-κά­το­πτρο:

ρε παιδιά πώς ν’ ανέβω στο γαϊδούρι της Επανάστασης
αφού είμαι χοντρός
και ζαλίζομαι
[…]

αρπάζω σαν τρελός τα πρες-παπιέ
να μη μου φύγουνε
τα φύλλα με τα ποιήματα
να μην πετάξουν.   
  (Α, Αναπήρων πολέμου, 123-24)

Η δύ­να­μη της ποί­η­σης: προ­σκα­λεί σε επα­νά­στα­ση που ένα πρες-πα­πιέ τής αρ­κεί για να μην απο­τύ­χει. Ή μή­πως όχι; Υπέρ­τα­τη ανα­τρο­πή: ένα ποί­η­μα στη μη­τέ­ρα του που τε­λειώ­νει με τις λέ­ξεις:

–Έλα, όχι, μη φοβάσαι, ποίημα ήταν,
μη φοβάσαι.
(Β, Βαθέος γήρατος, 234)

Το ιερό ψεύδος της ποίησης: ανατρέπει, δεν επαναστατεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: