«Όλες οι λέξεις ανεβαίνουν στη Σκηνή»

«Όλες οι λέξεις ανεβαίνουν στη Σκηνή»

Μαρία Κούρση, «Εξόδιος Αέρας», Εκδοτική Αθηνών 2023



Ο τίτλος του νέου ποιητικού βιβλίου της Μαρίας Κούρση, Εξόδιος Αέρας, παραπέμπει τους αναγνώστες σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές της. Το διαβάζω, λοιπόν, με προσοχή, μήπως ξαναφέρω στη μνήμη μου ποιήματα που με είχαν γοητεύσει. Στόχος μου να τα διαλέξω και να με διαλέξουν. Τελικά, εγκαταλείπω την προσπάθεια, καθώς τα παλιά, τώρα σε έναν τόμο συγκεντρωτικό, με νέα ποιήματα και νέα πνοή, έχουν μεταμορφωθεί με το μαγικό ραβδί της ποιήτριας, σε σημείο που όλα με ενδιαφέρουν. Και τότε αποφασίζω να ανοίξω τον τόμο στην τύχη:

Δεν είχα και πολλές ευκαιρίες
για να ζήσω
Έπρεπε να μεγαλώσω τις λέξεις
να τις φροντίζω να μην κακοπέσουν
Και ο χρόνος έφυγε
Τώρα με περιποιούνται αυτές
Και με σιγοπνίγουν («Τα λυπηρά», σ. 48).

Αν πήγε το χέρι μου εντελώς τυχαία στη συγκεκριμένη σελίδα, γιατί παρέμεινε εκεί το βλέμμα μου; Η ποιήτρια, αντιμέτωπη με τις λέξεις, αρχικά υπεύθυνη γι’ αυτές, μια μάνα που μεγαλώνει τα παιδιά της, σύντομα –καθώς ο χρόνος τρέχει και δεν μας αφήνει να τον ζήσουμε– βρίσκεται υπό την επίβλεψή τους, όσο και αν αυτό την πληγώνει. Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, για τον ποιητή, μεγάλη δόξα για την ποίηση που ενισχύει την πολυσημία της, είναι ότι οι λέξεις έχουν τελικά τη σημασία που τους απονέμει ο αναγνώστης, αν είναι καλός κολυμβητής, όπως αποκαλούσαν οι Αρχαίοι τον επαρκή αναγνώστη τού Ηράκλειτου. Για τον εμπνευσμένο ποιητή αυτό μπορεί να είναι μια μεγάλη δικαίωση. Βρίσκεται στις δύο πλευρές του ποιήματος, δημιουργός του και υπεύθυνος της αναγνωστικής διαδικασίας. Ή μια μεγάλη δοκιμασία – να πλάθει αναγνώστες-ποιητές και όχι ποιήματα, να δουλεύει «φωνήεντα και σύμφωνα / που δεν σημαίνουν / Χαλάνε» (24). Να μην αναγνωρίζουν οι άλλοι τα δικά του ποιήματα, αν δηλαδή τα αναγνώρισαν ποτέ σαν δικά του, με μια αυτοσχέδια εκδοχή της διακειμενικότητας. Να συσσωρεύεται όλη η προσοχή στον αναγνώστη, δεύτερο ποιητή, δικής του δημιουργίας: «έτσι για πρόφαση / κάλεσε χωρίς λόγο το σερβιτόρο / Κι εκείνος δεν ήρθε» (24). Όντως, οι λέξεις δεν σημαίνουν πάντα. Επικοινωνούν υπογείως, αθόρυβα. Ο σερβιτόρος δεν ξαναπάει όταν τον φωνάζουν, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για θεατρικό παιχνίδι. Ο ηθοποιός που παίζει το ρόλο του πελάτη δεν θα παραγγείλει δεύτερη φορά. Με τα χρόνια που περνούν, τα ποιήματα δεν βγαίνουν στο χαρτί, δεν ακούγονται για να μπορέσουν να σημάνουν: «Παλιώνω […] / Τα περισσότερα ποιήματα μένουν πια / στο κεφάλι μου» (25).

Ο ποιητής μεταμορφώνεται σε θεατή της ποιητικής τέχνης. Έχει ένα στίχο δόλωμα στο νου του, η ποίηση ερωτεύεται το στίχο και ο ποιητής αναλαμβάνει το ρόλο απλού δέκτη του θεάματος (71). Η Ποίηση ταυτίζεται με την ανθρώπινη Μοίρα, και είναι ανελέητη.

Επιπλέον, το ποίημα που βρέθηκε από σύμπτωση, αν σύμπτωση όντως υπάρχει –καθώς ο αναγνώστης οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το σύνολο του έργου του ποιητή–, μας οδηγεί σε μια πρώτη ερμηνεία του τίτλου τού βιβλίου. Η σύνθεση παλιών και νέων ποιημάτων μιλά για λέξεις και ποίηση, για το χρόνο, για τη ζωή που δεν προλαβαίνει να ζήσει ο ποιητής, συνεχώς απασχολημένος με τη δημιουργία του, ζει σε εβδομάδα χωρίς έβδομη μέρα να αναπαυθεί. Ο τίτλος, Εξόδιος Αέρας, παραπέμπει στην έξοδο αρχαίου δράματος ή στον εξόδιο ύμνο. Ο θάνατος εμφανίζεται ως ηθοποιός στη σκηνή της τέχνης ή της ενορατικής γνώσης, και όχι αποκλειστικά της λογικής. Όταν η ποιήτρια γράφει

Παρατηρώ τους ανθρώπους
Που έφυγαν […]
Παρατηρώ τους ανθρώπους που θα ’ρθουν (18)

και όχι «που φεύγουν, που έρχονται», τους παρατηρεί με τα μάτια της ψυχής. Ακίνητη στο παρόν, βλέπει το παρελθόν και το μέλλον, ενώ ο εχθρός παλεύει να ανατρέψει τα νέα δεδομένα:

Επίμονος
Αέρας
Την κοιτούσε
Σαν να ήταν νέα (52)

Εξάλλου, μια παρένθεση, ή έστω ένα μονόπρακτο, είναι η ζωή μας:

(θαζήσωθαγράψωθαφύγω) (66)

Σκηνοθέτις, η ποιήτρια, με προφανή μουσική αγωγή, δεν βλέπει την έξοδο, ακούει τη λέξη, ακούει το όνομα:

Η έξοδος […] μια περίεργη υπάκουη λέξη
Η γυναίκα που βγαίνει από το θέατρο
δεν είναι η Ελένη∙ Ελένη ονομάζεται.
(80)

Η έξοδος, υπεύθυνη γι’ αυτή την ανατροπή, ταυτίζει το θέατρο με τραγωδία, το συνδέει με το θάνατο, υπακούει, σκύβει το κεφάλι μπροστά στην Ελένη, με αφορμή την έξοδο μιας κάποιας Ελένης από το θέατρο. Όλος ο κόσμος μια σκηνή. Μια λέξη γίνεται υπάκουη μπροστά στο δέος που προκαλεί μια άλλη, ένα γνωστό όνομα που συμβολίζει την ομορφιά, το πάθος, την καταστροφή.

Η ποιητική γραφή δεν είναι αντιγραφή της πραγματικότητας. Είναι μυθική, αρχετυπική, και ίσως ακόμη περισσότερο όταν είναι βιωματική. Είναι η γραφή που γράφει, ζωγραφίζει, μελοποιεί την ποίηση της ζωής μας, η γραφή που παίζει μαζί μας και την ίδια στιγμή με τις λέξεις:

Μέσα από τα μάτια σου
βγαίνουν απαλές κυρίες
ή κύριες λέξεις (104)

Τα παιχνίδια με τις λέξεις είναι πάντα απαλά και αναπάντεχα στα χέρια τής ποιήτριας, που κρύβεται κάτω από το ποίημα για να το πάρει στους ώμους της, να το σηκώσει ψηλά, να το αναδείξει. Οι λέξεις βγαίνουν από τη θέση τους, επαναστατούν, διασπώνται. Γίνονται τίτλοι των στροφών που ακολουθούν (104-113). Σαν να θέλει η Μαρία Κούρση να ερμηνεύσει το ποίημά της ή, μάλλον, να μας δείξει ότι δεν ερμηνεύουμε ένα ποίημα, το αναγιγνώσκουμε, το απαγγέλλουμε. Μέσα στην ποίησή της, η ίδια δεν είναι ένα σύνηθες ποιητικό εγώ που εκπροσωπεί τον εαυτό της ή και το σύνολο των ποιητών. Είναι ένα διαχρονικό εγώ που επιβάλλεται στη γλώσσα, στη σκέψη, στην Ιστορία: «Ψιθυρίζω και ρυπαίνω τους αιώνες (13)». Πάνω απ’ όλα οι λέξεις μπορούν να αναιρέσουν την ίδια την ύπαρξη του ποιητή:

Τελευταία, περιγράφω με ανακρίβεια
Σαν να ξυπνώ και βλέπω
πως η ζωή μου
δεν έγινε ακόμα
(12).

Ο κήπος είναι γεμάτος ποιητικές λέξεις και καθημερινά λόγια, που η γλώσσα φύτεψε για τους ποιητές. Και όταν η ποιήτρια ζωγραφίζει, το αντικείμενό της δεν είναι ο κόσμος γύρω της αλλά η λέξη «ζωγραφίζω» (81):

Ένα αλλιώτικο ποίημα
Εκεί όπου οι άγγελοι
έχουν ονοματεπώνυμο
(156).

Το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του τόμου, με τίτλο «Λέει η άλαλη άλλη», χτισμένο με φωνήεντα και το εύηχο σύμφωνο λάμδα, αποκλειστικά, ταυτίζει την ομιλία συνάμα με την αφωνία και την ετερότητα. Στα Μετά τα φυσικά, ο Αριστοτέλης διαχωρίζει σαφώς ανάμεσα στη διαφορά και την ετερότητα, «διαφορά δε και ετερότης άλλο» (1054 b 29). Η θέαση του Άλλου ως μη διαφορετικού; Ο κήπος Λέει ότι είναι κήπος. Η ετερότητα, ύπαρξη μέσα σε καθρέφτη; Υπάρχει προφανώς μεγάλο βάθος στο αριστοτελικό απόφθεγμα. Ένα βάθος που μας παρασύρει σε φιλοσοφική ανάγνωση της ποίησης της Μαρίας Κούρση, όπως όταν μας πληροφορεί ότι δεν θα αφήσει υλικά αγαθά στο γιο της. Θα του αφήσει το μυστήριο και τη μελωδία της γραφής και της ζωής:

Δεν έχω και τίποτα να σου αφήσω
Με κάτι χαρτιά πάλευα
Λευκά μυστικά
Τραγούδια
(135)

Στο ποίημα με τίτλο «[Η παρένθεση λέει ότι] (Απαγγέλλει Γιώργο Χουλιάρα)», ρωτά όλους μας:

Γιατί κανείς δεν ζητάει από περιέργεια
Τη ζωή του;
(60)

Τη ζωή μας τη ζητάμε μέσα από την ποίηση και λέξεις επενδυμένες με το μανδύα τής πολυσημίας. Ηθοποιός η λέξη, μπορεί να αφυπνίσει τον αναγνώστη, να τον παρασύρει σε διαφορετική ανάγνωση. Είναι το δώρο της σπουδαίας ποιήτριας Μαρίας Κούρση στον αναγνώστη που διαβάζει με το πνεύμα και την ψυχή:

Ένα ποίημα χίλιες εικόνες
Αφηγηματικές λέξεις
ζευγαρώνουν αδιάφορα
Ας της πάρει ο χρόνος
τη ζωή και τα μαλλιά
                    
ο αγέρας
Σε μια κλωστή που βρέχεται
                        
από αθάνατο ποτάμι (153).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: