
Ύλη και πνεύμα
χωριστά μετρήσαμε,
μα το ένα ήταν του άλλου
η ψυχή. (14: «Ενότητα»)
Μια Κυριακή πρωί, η κόρη του Diderot, πολύ μικρή ακόμη, ετοιμάζεται να πάει με τη μητέρα της στην εκκλησία. «Γιατί πας στην εκκλησία;» ρωτά με στοργικό ύφος ο δεδηλωμένος άθεος, σπουδαίος στοχαστής. «Για να σώσω την ψυχή μου», απαντά η μικρούλα. Ο γνήσιος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού συνεχίζει με ειλικρίνεια: «Πες μου, γιατί είναι κάτι που δεν το ξέρω. Πώς φτιάχνουν ψυχές;» Και η μικρή, αυθόρμητα, σαν να μη χρειαζόταν να σκεφτεί: «Ψυχές φτιάχνουν όταν φτιάχνουν σώματα. On fait des âmes quand on fait des corps.» «Αυτό το παιδί θα πάει πολύ μπροστά», σκέφτεται με ικανοποίηση ο σοφός πατέρας.
Στο νέο εντυπωσιακό ποιητικό βιβλίο της Ειρήνης Χαβρεδάκη, με τίτλο Της καρδιάς και του νου τα πελάγη, πρωταγωνιστεί η καρδιά, ενδιαίτημα του έρωτα, της αγάπης και της φιλίας. «Στην καρδιά μου κατοικεί / ένας Ήλιος.» (22: «Το βάλσαμο της καρδιάς»). Το αίμα κυκλοφορεί χάρη στην καρδιά. Η καρδιά είναι αυτή που μας δίνει ζωή. Η ποιήτρια την ανάγει σε πυλώνα του ποιητικού παιχνιδιού με τα αντίθετα. Έδρα των συναισθημάτων μας, αλλά και της συναισθηματικής νοημοσύνης, αρκεί η λέξη «πανέρι» (13: «Ο νους και η καρδιά»), για να μετατραπεί ακόμη και η χαρά σε ύλη, σε άρτο, τροφή του νου και της ψυχής, και να δώσει μια ακόμη διάσταση στον τίτλο του βιβλίου.
Η έρημος και η σιωπή, μοιράζονται την ίδια αντιθετική βαρύτητα με τη χαρά. Η σιωπή, αντώνυμο του λόγου, συνώνυμο της ερήμου, παίζει μαζί της ένα μεταφυσικό παιχνίδι που αναδύεται ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα. Έρημος είναι η αγονία (η στειρότητα, η ακαρπία) χωρίς Θεό, αλλά και ο τόπος όπου ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο:
Χρόνια πολέμησα τον νου μου
να σιγήσω, του λόγου
να σιωπήσω τη λαλιά.
Γιατί το αθάνατο μόνο μες
στη σιγή πλανιέται, εκεί βαθιά
στα αιώνια της ψυχής νερά. (17: «Σιωπηλός στοχαστής»).
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Δ, 1-11), η έρημος κατοικείται από δαίμονες. Γι’ αυτό το Άγιο Πνεύμα μεταφέρει τον Ιησού στην έρημο, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Στην ποίηση της Χαβρεδάκη, ενώ τα Ευαγγέλια βρίσκονται βαθιά μέσα στο λόγο της, τραβά την προσοχή μας το γεγονός ότι τα χρόνια είναι πολλά, το κομμάτι της ερήμου μικρό. Το παιχνίδι της αντίθεσης μας προκαλεί να αναρωτηθούμε: Πολύ μικρό για να νικήσει; Ή μήπως είναι παντοδύναμο;
Ένα μικρό κομμάτι της ερήμου
Έζησε μέσα μας
χρόνια ατέλειωτα, πολλά. (19: «Ερημότοποι της ψυχής»)
Σαν οφειλέτες περπατήσαμε
στη γη,
σαν δαμασμένα ά-λογα του χρόνου.
Μορφές που της ερήμου τους
την καταδίκη δέχτηκαν (24: «Γη και ύδωρ»)
Η διαφορά με τη θάλασσα ενισχύει τη δύναμη των λέξεων: «Αδειάσαμε τις λέξεις μας / σαν ποτάμια στη θάλασσα» (23: «Η κάθε λέξη μας για πάντα ζει»). Αδειάζω υπονοεί ότι κάτι μένει, ένας αμφορέας, λ.χ.. Τι έμεινε από τις λέξεις; Οι όχθες των ποταμών; Ο χώρος που θα δημιουργήσουμε το νέο ποίημα; Τη νέα ζωή;
Ο χρόνος κυριαρχεί όχι σαν Κρόνος αλλά σαν Προμηθέας, που ετοιμάζεται να φέρει φως και ζεστασιά στο σύμπαν. Όσο το σκοτάδι και η σιωπή κυριαρχούν, μας οδηγούν στην Αποκάλυψη. Το πρώτο ποίημα, «Ανάντα», ανοδική πορεία «στον χώρο / της βαθιάς σιωπής», ταξίδι που επιβεβαιώνει τη σημασία της αντίθεσης, της μετάβασής μας συνάμα προς το θάνατο και την αγιοσύνη, προετοιμάζει το τελευταίο, «Ανάσα Ουρανού»:
Πλατιές
να γίνουν οι εικόνες μας
και ελεύθερες
απ’ των γερμένων ώμων
τη σκιά.
Η γέννηση του ανθρώπου ταυτίζεται με τη γέννηση και άρα τα πάθη και την ανάσταση του Θεανθρώπου. Στο ποίημα «Του πρώτου ονείρου η πνοή» (40), παλεύουμε για να ξαναγεννηθούμε στο φως, να αναστηθούμε «μέσα απ’ τις οδύνες» μας.
Είμαστε μάρτυρες στην εποχή της Αντιδημιουργίας. Ο Άνθρωπος εξαφανίζεται και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς. Γενηθήτω σκότος. Ο θόρυβος που προέρχεται από το χώρο του ζόφου γύρω μας καλύπτει τη φωνή του Δημιουργού.
Ακούγαμε παλιά στις ειδήσεις: «Δεν φρόντισε η Κυβέρνηση να αποτρέψει τις βιβλικές καταστροφές.»
― Και τώρα εσύ τι κάνεις; Ποιος είναι ο δικός σου ρόλος;
Η αδιαφορία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της ανθρώπινης υπόστασης, ο πιο ισχυρός σύμμαχος της Αντιδημιουργίας. Τώρα στη Γη θα μείνουν μόνο όσοι σπρώχνουν έναν χαμογελαστό αθώο νέο στη θάλασσα, ενώ οι ίδιοι ταξιδεύουν με διονυσιακό πάθος για τη χώρα του Ερέβους.
Η Ειρήνη Χαβρεδάκη παλεύει, με κάθε της στίχο, να δημιουργήσει φως στην καρδιά μας και στην καρδιά του σκότους, να μας οδηγήσει σε έναν κόσμο που απολαμβάνει τη θέα του χορού ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Διόνυσο, ενώ συνδέει τους πολιτισμούς της Ελληνικής Αρχαιότητας και της Αγ. Γραφής. Κοινωνιολογία είναι εξάλλου η επιστήμη που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Κλείνω με στίχους που εκφράζουν την οδύνη της και στη συνέχεια, στο προτελευταίο ποίημα, τους χτύπους της καρδιάς «μιας νέας άνοιξης / που ονειρεύεται να ’ρθει»:
Πες μου και εσύ,
γιατί να μάθω θέλω τώρα
πώς συρρικνώθηκε
του κόσμου μου η μορφή
σε μια σταγόνα δάκρυ,
σ’ ένα βλέμμα,
σε ήχους από βήματα
που όλο ξεμάκραιναν στη γη;
Πες μου, γιατί απ’ τα χέρια μας
ξεγλίστρησε ο χρόνος
κι όλα όσα ζήσαμε πήρε
μαζί της η βροχή;
Κι ύστερα τι; Αυτό είναι όλο.
Άδεια σκηνή. Ο καθένας μόνος.
Μάταια προσμένοντας το ανκόρ
να μας καλεί. (27: «Κι ύστερα τι;»)
Κάτω απ’ το χιόνι μου
καρδιοχτυπούν οι σπόροι
μιας νέας άνοιξης
που ονειρεύεται να ’ρθει.
Να βγει στο φως,
να δει της ύπαρξής της
το λαμπρό στερέωμα
κι απ’ του χειμώνα της
την παγωνιά να λυτρωθεί. (42: «Κάτω απ’ το χιόνι»)