Το θάμβος και η άνωση

Francis Picabia, «Ο όμορφος χασάπης» (Le Beau Charcutier)1924-1935, Tate Modern
Francis Picabia, «Ο όμορφος χασάπης» (Le Beau Charcutier)1924-1935, Tate Modern

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, «Φάλτσα κεφαλής», εκδ. Πατάκη 2025




Η ακροτελεύτια φράση της συλλογής των δεκαέξι διηγημάτων που περιέχονται στο Φάλτσα Κεφαλής του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι το «Χριστός Ανέστη, κοκαλάκια μου!», (από το διήγημα «Αυγό από παγόνι») και την αναφωνεί ο 50χρονος λογιστής Σίμος Βαμπάς όταν μια Μεγάλη Τρίτη θεάται το άνοιγμα της ουράς ενός παγονιού που προσεδαφίστηκε αδοκήτως στον κήπο του. Το «Χριστός Ανέστη» δεν στοιχίζεται οργανικά με την πασχαλιάτικη θρησκευτική συγκυρία, παρόλο που η συγκυρία αυτή τo κάνει, ας πούμε, δραματικά πιο εύλογo. Η αναφώνηση είναι ακαριαία εκδήλωση αυτού που ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης θα ονόμαζε «θάμβος», θάμβος που πυροδοτείται από την καλειδοσκοπική φαντασμαγορία και τη χρωματική κραιπάλη της ουραίας βεντάλιας.

Πρόκειται για το άωτον μιας αισθητηριακής και αισθητικής συγκίνησης (εδώ κάπου ο Καβάφης θα έλεγε «εξαίσιας») που έρχεται ως άνωθεν δωρεά σε έναν λογιστή που πριν από λίγο έκανε «κάτι λογαριασμούς» στο γραφείο. Είναι με άλλα λόγια, μια προνομιακή στιγμή που διαρρηγνύει το συνεχές της όχι και τόσο επίζηλης καθημερινότητας ενός λογιστάκου. Είπα θάμβος, θα μπορούσα εξίσου να πω σπινθήρισμα, έκρηξη, έλλαμψη ― όλες οι λέξεις είναι ιδιαζόντως Σκαμπαρδώνειες και επιπολάζουν κάθε φορά που εκείνος ψηλαφά το απερινόητον, δηλαδή τη γενέθλια στιγμή της συγγραφικής ανάφλεξης, και κάθε φορά που ερωτώμενος ψηλαφά τη δική του Ποιητική, στο ζωτικό κεντρο της οποίας βρίσκεται, μεταξύ άλλων, η αίσθηση της ιερότητας των πραγμάτων, μιας εκκοσμικευμένης ιερότητας, όπως εδώ με το «Χριστός Ανέστη», και όπως σε άλλα διηγήματα, ένα από τα οποία μας δωρίζει και με τη συλλογή αυτή.

Θα το σχολιάσω αμέσως παρακάτω αλλά πρώτα πρέπει να πω ότι αυτό το θάμβος ταυτόχρονα ωθεί προς την επιφάνεια γλωσσικό μάγμα: «Ιριδίζουν παράφορα με διακυμάνσεις και σε διαρκείς, φωτοβόλες μεταβλητές. Στέκει, έτσι, το παγόνι ακίνητο και υπερυψούται, βασιλικό, εστεμμένο, αυτοϋπερούσιο, με υπερχείλιση χρωμάτων σε πλήρη δόξα». Νομίζω ότι τώρα γίνεται καλύτερα αντιληπτή εκείνη η εκκοσμικευμένη ιερότητα που λέγαμε, γιατί το απόσπασμα αυτό είναι σε ήχο πλάγιο Β’ και θα μπορούσε να είναι του Ρωμανού του Μελωδού. Θάμβος και υπερχείλιση γλωσσικού μάγματος είναι συνωρίδα της Σκαμπαρδώνειας Ποιητικής.

Θα πάω τώρα στο «Απαγορευτικό απόπλου». Πρωτοπρόσωπη αφήγηση επισκέπτη στο Άγιον όρος, στη Μονή Ιβήρων, Παραμονή Χριστουγέννων. Ο δυνατός νοτιάς απαγορεύει τον απόπλου. Ο αφηγητής επσκέπτεται τη σκήτη όπου διακονεί φίλος του καλόγερος, ο Μακάριος, μάγειρας το διακόνημα. Κουβέντα με τον Μακάριο και στη συνέχεια με πρωταγωνιστή τον τελευταίο ένα καρναβαλικό περιστατικό ανάμεσα στο μπουρλέσκο και το σλαπ στικ, διαδραματιζόμενο σε έναν περίπου εναέριο υπαίθριο οθωμανικό απόπατο. Στη σκήτη αναμένεται μια καλτ φιγούρα της ψαλτικής, ο διακο-Διονύσιος Περπερής, τον οποίο ο αφηγητής είχε γνωρίσει και ακούσει στο παρελθόν. Και αρχίζει η ψαλτική πανδαισία με την ηγεμονεύουσα φωνή του διακο-Διονύσιου. Και όπως ανέθρωσκε η ψαλτική μολπή ο αφηγητής άκουγε «βούισμα βουνού, νεκροπερπατήματα, κι έβλεπα αρκούδιασμα μωρών και δέσιμο εχθρών, δαίμονες ποιμνίων, έβλεπα αδερφοδιώχτες σε γυμνές χαράδρες. Εκζέματα δένδρων, ψηφιδωτές αυλές, βοτσαλωτές ... Οι τοίχοι του ναού κυμαίνονταν – ήταν πλατιά, πορφυρόχροα λάβαρα που έρρεαν μέσα σε μια μαρμαρένια, ρηχή δεξαμενή, όπου έπαιζε ένα νεογέννητο, διαφανές μωρό».

Όταν το πρωτοδιάβασα είχα την αίσθηση ότι έβλεπα πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, μετά διορθώνοντας κάπως την εστίαση αισθανόμουν ένα είδος φαλκίδευσης του βυζαντινού αγιογραφικού εξπρεσιονισμού. Αλλά το συνολικό εφέ ήταν η ρευστοποίηση του εικαστικού συμπαγούς, η απόσβεση του εικαστικού πλαισίου που επέτρεπε ώσμωση ανάμεσα στην εικαστική ύλη και το φυσικό περιβάλλον – ώσπου να αποφασίσω ότι το όνομα της υπόθεσης ήταν ψυχεδελική ιεροτελεστία. Εδώ το γενεσιουργό θάμβος είναι ακουστικό και ο Σκαμπαρδώνης ανοίγει ξανά διάπλατα και ασύδοτα τον γλωσσικό κρουνό του καθώς επιταχύνει προς τον κολοφώνα της αφήγησης: «Ο ναός, έτσι κι αλλιώς, έπλεε μόνος του, αυτόνομος, ελεύθερος από τα γήινα, προς τα άνω».

Τώρα είναι, υποθέτω, η κατάλληλη στιγμή για να πούμε: Πρόσχωμεν και για να προσέξουμε ότι το καρναβαλικό περιστατικό με τον προγάστορα Μακάριο στον απόπατο (θα ευφραινόταν με την καρδιά του ο Ραμπελαί) με τη σκατολογική και φαλλική του γόμωση, παλινδρομεί μεταξύ ρεαλισμού και νατουραλιστικής όξυνσης και είναι αυτό που προηγείται αμέριμνα του ψαλτικού ρεσιτάλ και των παρεπομένων του. Το περιστατικό αυτό που είναι πλασμένο με τραχιά γήινη ζύμη έρχεται πριν από εκείνο το «ελεύθερος από τα γήινα, προς τα άνω» - πριν από την «Ανάληψη».

Το «εξωτερικό βλέμμα» του Σκαμπαρδώνη, που μπορεί να επιμένει με αδυσώπητη καταλεπτολόγηση των τιμαλφών αλλά και του γιουσουρούμ της υλικής πραγαματικότητας, αυτό το εξωτερικό βλέμμα φροντίζει για τη ρεαλιστική γείωση αλλά συχνά κορυφώνεται στην εσωτερική παράλληλη ματιά. Ο ρεαλισμός του είναι υπό προθεσμία, και η γείωση τελικά εκβάλλει σε διάφορες εκδοχές άνωσης.

Μια άλλη εκδοχή άνωσης με συνάρπασε στο διήγημα «Τα τρία κοριτσάκια». Η Γεωργία με την κορούλα της, την Αθανασία, και η γειτόνισσά της, η Εύα, με τα δίδυμά της, τη Μίνα και την Άννα, συνομήλικα της Αθανασίας. Νύχτα Μ. Παρασκευής, λιτάνευση του Επιτάφιου, γωνία Δελφών με Αμπελώνων. Δεν είμαστε στη βουκολική, προνεοτερική Σκιάθο, αλλά με την εαρινή λαμπηδόνα να φωτίζει δρώμενα και πρόσωπα βλέπεις, τουλάχιστον είδα εγώ, τον εν άστει κυρ Αλέξανδρο. Μέσα στο πλήθος χάνουν τις μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες – κυριολεκτικά, και στην αλλόφρονα αναζήτησή τους οι μάνες καταλήγουν στο παρακείμενο του ναού κοιμητήριο, που είναι εθιμικά πάμφωτο τέτοια νύχτα. Και εκεί άφωνες βλέπουν την αμέριμνη νηπιακή τριάδα καθημένην επί τάφου, ενός ευρύχωρου οικογενειακού τάφου, όχι θανάτω αλλά αθωότητι τον θάνατον πατήσασαν. «Είμαστε εδώ» λένε η Αθανασία, η Μίνα και η Άννα, αλλά δεν χρειάζεται να είσαι και πολύ αλαφροϊσκιωτος για να δεις, με εκείνο το παράλληλο βλέμμα που φτάνει επέκεινα, δυο μυροφόρες και τρεις αγγέλους - και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. ο δέ λέγει αυταίς, μή εκθαμβείσθε, Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον, ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε. Θάμβος, Άνωση ή, αν προτιμάτε, Ανάληψη - και άνω σχώμεν τας καρδίας!

Κατά μήκος της ίδιας γραμμής συναντάμε και το διήγημα «Διπλός Ουρανός». Ο Θωμάς δραπετεύει από την ειρκτή του άστεως (και από τα χαμαίζηλα, ανιαρά παρεπόμενά της) και κατευθύνεται εποχούμενος ψηλά στο Πάικο. (Οι συνεκδοχικές προεκτάσεις και συνδηλώσεις της εκτός άστεως περιπολίας του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι ιδιάζουσας σημασίας για τη διηγηματογραφία του αλλά τα χρονικά περιθώρια μου επιτρέπουν απλώς να επισημάνω εδώ εν παρόδω αυτό το ζήτημα). Στη διάρκεια της μοναστικής Κυριακής του πάνω στο βουνό εορτάζει το σβήσιμο της τηλεοπτικής οθόνης και τη σίγαση του κινητού για να αφουγκραστεί τον ήχο της ανεμικής μέσα στις οξιές, ένα θρηνητικό ιδιόμελο το οποίο στην παρτιτούρα του βουνού το λένε «βαγμούρα». Ο Θωμάς εμφανίζει συμπτώματα βαθιάς οικολογίας και αναβάλλει μόνο την τελευταία στιγμή την αυτομολία του στα ερεβώδη σπλάχνα της θεάς Γαίας. Και καθώς βραδυάζει στο βουνό, ανάσκελος ατενίζει στον ουρανό την «πανηγυρική χοροεσπερίδα των αστερισμών» και ανεπαισθήτως κατορθώνει εκείνο το δεύτερο, το παράλληλο βλέμμα που του επιτρέπει θέαση διπλού ουρανού: θεάται «στο κέντρο μια μεγάλη οπή, από πίσω τον δεύτερο ουρανό και στο βάθος του, ανάποδα, μέσα στο φέγγος, τους όγκους απ’ την τρίγλωσση χερσόνησο της Χαλκιδικής, αριστερά. Δεξιά τις απαλές, μαύρες καμπύλες των ακτών της Πιερίας που σπινθηρίζουν απ’ τα νυκτερινά φώτα». Υπολογίστε τώρα την απόσταση. Ο Θωμάς πέρασε μια ζωή σκυμμένος στη θυρίδα (στο θυριδάκι) του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ώσπου ανέβλεψε για να δει διπλό ουρανό – περίπου σαν τον λογιστή Σίμο Βαμπά που μετά τους σκυφτούς λογαριασμούς περιήλθε σε αναστάσιμο θάμβος.

Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνια και την τέχνη είναι έτσι κι αλλιώς ολισθηρός όρος αλλά τον χρησιμοποιώ στην πιο κοινή, συμβατική σημασία του για πρακτικούς λόγους συνεννόησης. Λέω, λοιπόν, ότι ο ρεαλισμός της διηγηματογραφίας του Γιώργου Σκαμπαρδώνη έχει κατά κανόνα ρωγμές και ρηγματώσεις, όχι πάντα τόσο εμφατικές όσο στα διηγήματα στα οποία αναφέρθηκα ως εδώ. Το παράλληλο βλέμμα που απεργάζεται τη ρηγμάτωσή του είναι, για παράδειγμα, πιο διακριτικό στο διήγημα «Εργοστάσιο στο Χρούσου». Ο «εργοστασιάρχης» εδώ, ο Άγγελος, μια μορφή μεταξύ κλοσάρ και μπίτνικ, μονάζει σε ένα παραθαλάσσιο τοπίο ερείπωσης και μνήμης, ασύμμετρος με το παρόν μιας κοσμικής και μεταλλασσόμενης Χαλκιδικής, εθελοντής της ολιγάρκειας στα όρια της ακηδίας. Υποδέχεται φιλόξενα μια ομάδα ναυτιλλομένων νεαρών από τη Θεσσαλονίκη που βγαίνουν στο ακρογιάλι του, όταν εκείνοι αποπλέουν τους ζητάει να τον πάρουν μαζί τους στη βάρκα για να τον αφήσουν κάπου κοντά στη Νικήτη και κάπου ένα χιλιόμετρο από τον προορισμό του ζητάει να κατεβεί εν μέσω οίνοπος πόντου, όπως θα έλεγε ο Όμηρος ή και ο Σκαμπαρδώνης. Και αποπλέει με «τεμπέλικο ύπτιο, κοιτώντας τον ουρανό και τον ήλιο», έχοντας αναμμένο τσιγάρο στα χείλη. Αλλά η άνωση που τον κρατάει έτσι απόρθητα αμέριμνο πάνω στο ανήριθμον κυμάτων γέλασμα (έτσι λέει ο Αισχύλος το αναρίθμητο γέλιο/λάμψη των κυμάτων) δεν μοιάζει και τόσο με την κοινή και κοινόχρηστη αρχή της Φυσικής. Και οι Σαλονικιοί ναυτοπρόσκοποι θα μπορούσαν εύλογα να αναρωτηθούν αν κατοικούν ένα ρεαλιστικό διήγημα,

Μίλησα για άνωση αλλά καθώς φέρνω στο νου μου τον «Γάντζο» ( τον σιωπηλό και απροσήγορο θαμώνα του ταπεινού «Ουζερί των αδικημένων» που μια χριστουγεννιάτικη μέρα εξ-ίσταται, βγαίνει δηλαδή έξω από τον φαινόμενο εαυτό του, και διονυσιάζεται με τον ήχο των χάλκινων) θα μπορούσα να βρω άλλα συνώνυμα και συγγενικά, εδώ την έκ-στασιν, και αλλού, όπως στον «Καστανοφύλακα», τον αυθυπόβλητο οραματισμό του ξωμερίτη που κάνει τον ταγματάρχη Ανδρέα Ζώγια, τον Καπετάν Καβαλάρη, να καλπάζει φασματικός στο ρουμάνι του Κόζιακα, πέρα από τον χρόνο και τις διαχωριστικές γραμμές του Εμφυλίου. Θαρρώ ότι αυτή η οδός άνω είναι πιο ορατή στον οψιμότερο Σκαμπαρδώνη και τη βλέπω καθαρά σε τρία τουλάχιστον διηγήματα και της αμέσως προηγούμενης συλλογής του, το Ντεπό – στο «Ένα κοπαδάκι αθερίνες», στο «Τα απογεύματα των πολυελαίων» και στο «Δανεικό ασήμι».

Αλλά η κλεψύδρα εδώ είναι στενή, δεν θα πω για τα άλλα αυτής της συλλογής, για τον Σκαμπαρδώνη που λαχταράει εκδοχές αυθεντικότητας και γνησιότητας έξω από την υπερτεχνολογημένη αστική περίφραξη, για τον Σκαμπαρδώνη που εξορύσσει ιερότητα από το λατομείο των ταπεινών πραγμάτων, για τον Σκαμπαρδώνη που βυθοσκοπεί το βλέμμα ενός τράγου («Το τραγί του Καραμπά») ή ενός σκύλου («ομελέτα αλά Νταβέλη») με τη γενναιόδωρη διαθεσιμότητα που ευδοκιμεί μόνο πέρα από τον ανθρωποκεντρισμό, για τον Σκαμπαρδώνη που σκανάρει με ευστοχία και ενάργεια τόσο το μαλακό υπογάστριο όσο και το ανελέητο χέρι ενός πρώην νονού της νύχτας («Χωματουργικές εργασίες»), τέλος για τον Σκαμπαρδώνη που διαθλά φαντασιακά τη γεωγραφία του βορειοελλαδίτικου χώρου αφήνοντας ταυτόχρονα την ίδια γεωγραφία να συναντηθεί ευδόκιμα και γόνιμα με τα ζωτικά κέντρα της ευαισθησιακής ιδιοσυστασιας του.

Και βέβαια θα ήταν αστείο να σκεφτώ ότι αρκούν τα επόμενα λίγα λεπτά για να μιλήσω για τη γραφή του, για τη γλώσσα του καθεαυτή. Θα ενδώσω μόνο για λίγο στον πειρασμό. Ο Σκαμπαρδώνης είναι φονταμενταλιστής του γλωσσικού υλισμού. Είναι πανδέκτης γλωσσικής ύλης, βιώνει θυελλώδεις έρωτες με τη διαχρονία της γλώσσας, και είναι πολλές οι στιγμές που η καθαρή γλωσσική υπεραξία μοιάζει να αφήνει πίσω την ιδέα και το θέμα. Αφήνει τον γλωσσικό του υλισμό να τον διαθλά όπως ο ίδιος διαθλά την πραγματολογία με τολμήματα γλωσσικών παιγνίων. Το κάνει με σωστή οικονομία αλλά είμαι βέβαιος ότι αν δεν ήθελε να διαρρήξει βάναυσα τις συμβάσεις θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει το έρμα των ιδεών για να αφεθεί έρμαιο στον διαχρονικό ωκεανό της γλώσσας. Και, βέβαια, ξέρει ότι αυτό μπορεί να γίνει με το τρεχαντήρι του διηγήματος, όχι όμως και με τη φρεγάτα του μυθιστορήματος.

Η συλλογή Φάλτσα Κεφαλής επιβεβαιώνει την Ποιητική του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και ταυτόχρονα τη σταθερή περιπολία του στην κορυφογραμμή της διηγηματογραφίας μας.

Θα μου επιτρέψετε τώρα μια επιλογική νότα πιο προσωπική. Με τον Γιώργο είμαστε γειτονόπουλα. Εκείνος ανέβαινε στην αφετηρία της γραμμής 10, εγώ περίμενα στην αμέσως επόμενη στάση. Μας ρυμούλκησε στο φως, μπορεί και η ίδια μαμή, σε ευκλεές μαιευτήριο εγκαινιασμένο από τον τελευταίο τσάρο της Ρωσίας, και συνεπώς έχουμε τραυματικές αναμνήσεις από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η Χαριλάου του ’50 και του ’60 με τα πρόσωπα, τα πράγματα και τα θαύματα της διαμόρφωσε μεγάλο μέρος της εσωτερικής γεωγραφίας μας. Ναι, Γιώργο, συχνά διαβάζοντάς σε ένιωσα ότι μιλούσες οίκοθεν για λογαριασμό και των δυο μας. Αλλά εγώ πορεύτηκα μετά αυτοβούλως στους ακαδημαϊκούς λαβυρίνθους της επαγγελματικής φιλολογίας που είτε το θέλει κανείς είτε όχι περιστέλλουν εκείνη τη δημιουργική απορρύθμιση των αισθήσεων (έτσι το λέει ο Ρεμπό) που προϋποθετει η οικεία ηδονή της λογοτεχνίας. Αλλά, όπως είπα, σε ευχαριστώ που κράτησες για λογαριασμό και των δυο μας, για λογαριασμό όλων μας τελικά, εκείνο το θάμβος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: