Με το βλέμμα της αναγνώστριας

Με το βλέμμα της αναγνώστριας

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, «Χύμα», εκδ Οδός Πανός 2024



Πού κολλάει τώρα ο Έρωτας και η φτιαχτή νοημοσύνη;
Πουθενά· αν θες αληθινή ζωή, κι αν δεν κολλήσει με τη με τη φύση: Μ’ ένα κορμί μ’ έν’ άλλο με όσα τύχει.
Με άλλον που έχει άλλα βιώματα και θέλει μα δεν μπορεί, γιατί δεν ξέρει και δεν καταλαβαίνει.
Με δυο μαζί που ψάχνονται και θέλουν κι άλλα. Κι όλοι γυρεύουνε τα ίδια: Όπως γύρευαν πάντα οι Νεάντερταλ, οι Όρθιοι, κι εμείς λέει οι Σοφοί. Απ’ την αυγή τού κόσμου· κάτω απ' τον ίδιον ήλιο.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)




Διαβάζοντας το πρόσφατα εκδοθέν νέο ηθιστόρημα Χύμα του καταξιωμένου και πολύπειρου Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, κατά την πρώτη ανάγνωση με κατέλαβε το αίσθημα μιας παράδοξης ανοικειότητας ως προς τα διαμειβόμενα του αφηγήματος· τέτοια που ίσως να ευθύνεται για το ότι περιόρισα το ανάγνωσμα κυρίως σε πνευματικό παιγνίδι, αφαιρώντας του κατά ανερμήνευτο αρχικώς τρόπο, την αμεσότητα να με ταξιδέψει σε νέα ψυχικά τοπία. Ξεκινώ επομένως σαφώς μη διεκδικώντας υπερατομικότητα στο αναγνωστικό μου βλέμμα, αλλά και αποπειρώμενη να διερευνήσω αυτήν την παραδοξότητα.
Το βιβλίο εκδόθηκε μόλις λίγο πριν το κύριο πόνημα του Αδαμόπουλου για εκείνη την περίοδο· την συγκέντρωση και την έκδοση σε έναν πυκνό τόμο ―πάλι απ’ τις απ’ τις εκδ. Οδός Πανός― της μαρτυρίας του Για τον Γιάννη Χρήστου· μια παρακαταθήκη που χρόνια ένιωθε ως οφειλή προς το κοινό, μιας κι είχε τόσα μεστά πολύτιμα και μέχρι τούδε άγνωστα να αφηγηθεί από πρώτο χέρι για τον μεγάλο συνθέτη. Μοιραία το Χύμα βρέθηκε στη σκιά.
Ο ευπατρίδης Αδαμόπουλος ξεσκαλίζοντας τα γεμάτα κείμενα συρτάρια του έχει ανασύρει παλιότερο υλικό και διαλέγεται, μιλώντας άμεσα σε πρώτο πρόσωπο, χύμα· με απλό, συχνά χιουμοριστικό και ενίοτε επαναλαμβανόμενων μοτίβων οικείο καθημερινό λόγο, με ιδιοπρόσωπους ήρωες σε κλειστά ιδιωτικά περιβάλλοντα, με παρόν ένα διαρκές αμφίπλευρο ερωτικό κάλεσμα επιζητώντας πρωτίστως να δηλώσει -ή και να επιβεβαιώσει;- με κάποια αυτοσαρκαστική ανησυχία το προσωπικό στίγμα του ήρωά του.

Η λογοτεχνική φόρμα έχει στοιχεία δραματουργίας με συνεχείς διαλόγους σε μεταβαλλόμενες λιτές σκηνές, μέσα σε χαρακτηριστικό περίγυρο εκλεπτυσμένης διανόησης και καλού γούστου. Στη συνεχή ροή των διαλόγων παρεμβάλλονται αβίαστα, ενσωματωμένες σκέψεις, κρίσεις, διερωτήσεις και αποφάνσεις του αφηγητή.
Καυτηριάζεται λ.χ. η χριστιανικότητα του κομμουνισμού στη θέση της περισσότερο ήδη ευρέως σχολιασμένης κομμουνιστικότητας του Χριστιανισμού, σε μια διαδικασία οριοθέτησης του αφηγητή απέναντι στο κεντρικό ερώτημα του βιβλίου που από μια σκοπιά αφορά στον τρόπο που επιτυγχάνεται ή αποτυγχάνει η βαθύτερη επικοινωνία των ηρώων και πώς, σε ποιο βαθμό, ναρκοθετούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις σύμφωνα με τον καθιερωμένο τρόπο σκέψης στον δυτικό κόσμο μας.
Πιο ακροθιγώς σχολιάζεται η πολιτική, πάντως αναλυτικότερα η αλήθεια και το ψεύδος στις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές συμβάσεις, η πίστη και η απιστία, που ψάχνουν έναν πιο γόνιμο και διεξοδικό ορισμό τους, η δυαδική συνομωτικότητα των εραστών, η επίτευξη πνευματικότητας μέσα από την σωματική και δη την ερωτική απόλαυση και τη σεξουαλική εξ-άντληση.
Ζητούμενο η διάφυλη σχέση στα όρια της ώσμωσης. Επόμενο είναι, ο παππούς Freud να μην ξεφεύγει από τα ειρωνικά πυρά του γράφοντος και ο απόγονος Λακάν να αγνοείται στην διάσημη απόφανσή του, ότι διάφυλη σχέση δεν υπάρχει.
Με αυτήν την αναφορά στον ψυχαναλυτικό λόγο του επιγόνου του Freud είναι βέβαιο, ότι αποτολμώ έναν τελείως αυθαίρετο συσχετισμό, δεδομένου ότι, όπως θα αναπτυχθεί πιο κάτω, είναι ακριβώς ο δυτικός τρόπος σκέψης που στηλιτεύεται στο βιβλίο και σε αυτόν ανήκουν χωρίς αμφιβολία και οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις. Το Χύμα ωστόσο, όπως κάθε ποιοτικό λογοτέχνημα, καθώς απορροφά πλήρως τον αναγνώστη, του επιτρέπει να βυθιστεί και να ανατρέξει παράλληλα με την παρακολούθηση του ειρμού του δημιουργού και στα δικά του πεδία ενδιαφέροντος, αναμετρώντας σκέψεις και απόψεις.
Στην πλοκή συναντούμε εκτεταμένες πιπεράτες περιγραφές δύο ερωτικών τριγώνων. Της ερωτικής συνεύρεσης τριών εκάστοτε ετεροφυλόφιλων εραστών σε τριγωνική ερωτικά ισοσκελή σχέση με μια γυναίκα στο κέντρο και δύο άντρες αντικριστά, οι οποίοι στην πρώτη περίπτωση είναι μεταξύ τους στενοί φίλοι και στη δεύτερη διερευνούν την δυνατότητα να εξελιχθούν σε φίλους μέσα από την αρχικώς πολύ μύχια σχέση εκάστου με την ίδια αυτή γυναίκα. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει κι έναν υπαινιγμό υπόρρητης ανδρικής αμφιφυλοφιλίας· εύρημα ενδεχομένως του συγγραφέα, ώστε να κεντρίσει περισσότερο με καρυκευμένες αμφισημίες το κοινό του.
Το συγγραφικό εγώ εμφανίζεται πρωτοπρόσωπα ως αφηγητής και είναι αυτός που αναζητά απαντήσεις στην πνευματική και υπαρξιακή ανησυχία του. Αποτελεί, όπως άλλωστε και η κεντρική γυναικεία φιγούρα ―η Σοφία!― σταθερό μέλος-πόλο αυτών των ερωτικών τριγώνων, ενώ εναλλάσσεται ο εκάστοτε τρίτος, σχετικά ισότιμος, παρτενέρ.
Ο τρόπος που καταφέρνει να σχετίζεται ο αφηγητής με τα άλλα πρόσωπα της πλοκής διαγράφεται εν τέλει ως αναπόφευκτη παλινδρόμηση σε ήδη κατασταλαγμένες νοητικές αναζητήσεις, διεργασίες και αναγνώσεις παρά την πολύ έντονη και κεντρική στην αφήγηση, ζωτική και απολαυσιακή σεξουαλική δραστηριότητα του ιδίου και των λοιπών ηρώων. Αναζητά ένα τελικό όριο ή μάλλον την κατάλυσή του. Άλλωστε αυτή ειδικά η στέρηση της πληρέστερης και πέρα για πέρα ολοκληρωμένης επαφής και συγχώνευσης στη σχέση μοιάζει και εξόχως να τον απασχολεί.
Περιγράφεται εξ αποστάσεως και μια δεύτερη γυναίκα ―η επί μακρόν και μέσ’ από σαράντα κύματα σύντροφος του αφηγητή― ως πιο κλειστή και αδιάφανη στο βλέμμα του· εξού και πιο απρόσιτη. Μια μορφή που ισορροπεί ανάμεσα σε μάλλον αρνητικής χροιάς περιγραφές ζωής ξοδεμένης σε σαχλές συναναστροφές, μιας προικισμένης ίσως νεαρής Δυτικής -καθόλου τυχαίο- στην οποία μάλιστα συστήνεται ως πιστός του θεού Πανός (ως Pan believer!), και σε περιγραφές όπου διαφαίνεται μια ιδιαίτερα θελκτική θηλυκή φιγούρα για τον ίδιο και όχι μόνο.
Ίσως επιθυμητή ως απόρθητη· μιας και αρνείται να δεχτεί τον κόσμο του συντρόφου της με την υλοποίηση των ερωτικών του προσμονών και δη των πολυπρόσωπων ερωτικών συνευρέσεων, ή των παράλληλων ερωτικών δεσμών. Έναν κόσμο που επικαλείται ο αφηγητής ως ευκταίο και μόνο κατάλληλο δρόμο για να ξεκλειδωθούν οι ψυχισμοί μέχρι την οραματική εν τέλει σκοπούμενη πλήρη ψυχική ταύτιση. Επίτευξη που συνοψίζει το κεντρικό διακύβευμα του αφηγήματος, πριν το σποραδικά μεν παρόν στην αφήγηση, αλλά αναπότρεπτο τελικό φυσικό όριο όλων μας.
Ωστόσο τα σώματα πυρώνουν. Είναι σεξουαλικά ενεργά, ιδρώνουν, κυλιούνται, επιδεικνύονται, διακορεύουν, διακορεύονται και οργιάζουν χύμα. Εορταστικά και συγχρόνως δοξαστικά της ζωής, χωρίς ορατά ανησυχητικά και σε καμία περίπτωση ανεξέλεγκτα ή ενοχλητικά παράλληλα αλλότρια πάθη.
Το πανταχού παρόν όμως ανήσυχο μυαλό του αφηγητή μοιάζει να διαφυλάττει προσεκτικά (έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος αυτού) ένα προνόμιο σκοτεινής πυρηνικής μοναχικότητας - μοναδικότητας και να μην επιτρέπει την έστω παροδική πλήρη ψυχική ώσμωση μεταξύ των ηρώων, παρά την απόλαυση κατά την κορύφωση της παράλληλης διείσδυσης και την με κάθε μέσο αξιοποίηση της ερωτικής παρτενέρ του και του εν πολλοίς δίδυμου με τον αφηγητή συντρόφου της.
Ο αφηγητής ως κεντρικός ήρωας, παλεύει αδιαλείπτως με τη δεδομένη του/μας οχύρωση και τα κοινωνικά ταμπού προσπαθώντας να καταλύσει περίκλειστα κάστρα, που θεωρεί πως είναι αλλότριες μπροστά του περιτειχίσεις, αναγνωρίζοντας όμως πως πρόκειται από μια άποψη για διανοητικά οικοδομήματα του Δυτικού τρόπου σκέψης· του Λόγου και του Νόμου, που συγκρατούν και περιστέλλουν ζωογόνες και εκρηκτικές δυνάμεις βίωσης της εν ζωή πορείας των βροτών.
Το αντρικό σώμα ευτυχώς πάλλεται, λειτουργεί καλολαδωμένο, φαλλικό και καθημερινά υπέρμαχο της σφύζουσας ζωής, αλλά δεν καταφέρνει να κατευνάσει το μονήρες πνεύμα του που αγωνιά για τα όρια της (συν)ύπαρξης και την αλήθεια τους. Μήπως γιατί φαινομενικά ακούσια τα αντιδιαστέλλει, σώμα και πνεύμα, ως αντιθετικά; Μήπως γιατί δεν διαθέτει τον "κοινό νου" ή την αυθεντικότητα του πάλαι ποτέ λαϊκού τρόπου μιας π.χ. εκρηκτικής ζεϊμπεκιάς που εκστατικά αγκιστρώνει το πνεύμα στο σώμα και αντίστροφα, χωρίς τα πολυτελή διεισδυτικά διανοητικά διαφράγματα της εποχής; Πόσο πράγματι σύγχρονα αυτά τα μεταμοντέρνα βάσανα, αν και ούτε καν χρονο-θετημένα στην αφήγηση στην τωρινή ακμή της ψηφιακής υποκατάστασης ενσώματων επαφών και συναντήσεων!

Για το γυναικείο σώμα μα και πνεύμα δεν πληροφορούμαστε πρωτοπρόσωπα πολλά. Τίμια, ως εκ τούτου, η προσωπική γραφή.
Το κείμενο, αν και παρουσιάζεται ως αυτοσχεδιαστικό και χύμα, ως αποτέλεσμα δηλαδή τυφλής πληκτρολόγησης με σκοπό την εξάσκηση στο κάποτε νέο μέσο γραφής, τον Η/Υ, δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που θα επιβεβαίωνε τη μοιραία σε τέτοια περίπτωση απουσία εστίασης στην ορθότητα της γραμματικής και τη στίξη. Αντίθετα, όλο το βιβλίο, πέρ’ απ’ τη συγκροτημένη και καλά ελεγχόμενη γραφή με πλούσια, ζεστή, καλοζυγισμένη γλώσσα, εξοικειωμένη με την ανθρωπινότητα του τετριμμένου, καταφέρνει συγχρόνως δύο μείζονος σημασίας στόχους: Αφ' ενός μεν να μην ξεπεράσει πουθενά την κοσμιότητα, ακουγόμενο χυδαίο, μη ταιριαστό στον όλο προβληματισμό και στο τοποθετημένο πλαίσιο, ενώ παράλληλα πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό τον καλπασμό της έντασης και την προσωρινή αποθεραπεία που επέρχεται με την σύντηξη συμβάντων και εμπλεκόμενων εραστών· αφ’ ετέρου δε να διατυπώσει με ενάργεια ανοιχτά πνευματικά και υπαρξιακά ερωτήματα.
Και τα πέντε κεφάλαιά του βιβλίου έχουν τίτλους ―στα αρχαία ελληνικά― παρμένους αυτούσια από την Πολιτεία του Πλάτωνα και από τα Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου, που στοχεύουν στο να υποδηλώσουν την «ζημιά» που υπέστη έκτοτε ο δυτικός τρόπος του σκέπτεσθαι, αφ’ ότου παρασύρθηκε να βρεθεί μακριά από την λαμπρότητα του ελληνικού φωτός στα σκοτεινά δάση των δυτικών.
Ένα καλοψημένο στον ζωοδότη αττικό ήλιο ανάγνωσμα, αμιγές, χωρίς παράπλευρες άλλης θεματολογίας μα υπαρκτές καθημερινές ανησυχίες επιβίωσης, γι’ αυτό και παραπλανητικά ανάλαφρο με μια πρώτη ματιά, που θα το κρατήσετε στο κομοδίνο, κοντά στην διαρκώς πια εφημερεύουσα οθόνη αφής, όχι χωρίς κάποιο επίμονο τσίμπημα ή τσίγκλισμα αιώνιων αναπάντητων ερωτημάτων αλλά και αντιδιαμετρικών αντιλήψεων, αποσυρμένοι/-νες στη θαλπωρή της νυκτερινής σας κλίνης.

Συνοψίζοντας επανέρχομαι στην παράδοξη ανοικειότητα που επικαλέστηκα αρχικά. Παράδοξη γιατί ως ετερότητα δεν μπορεί παρά να είναι κατά κανόνα παρούσα σε κάθε καλογραμμένο μυθιστόρημα, και ως εκ τούτου ξέρει να μας μεταφέρει σε αλλότριες ζωές και πεπρωμένα. Καταλήγω, στο ότι ο ίδιος ο Αδαμόπουλος, θέλοντας οπωσδήποτε να αποφύγει τον σκόπελο της κατάταξης του ηθιστορήματός του ειδικά στην ερωτική λογοτεχνία, επί τούτου, δεν έχασε ούτε στιγμή τον πλήρη και σφικτό έλεγχο του κειμένου του· δεν επέτρεψε δηλαδή στο έργο να γραφεί σε κάποια έστω σημεία πηγαία και από μόνο του, όπως συμβαίνει κατά δήλωση πολλών γραφιάδων. Μέσα σε μιαν ελκυστικά περίτεχνη συσκευασία, ανάμεσα και κάτω απ’ τις γραμμές, υποβάλλει εντέχνως και ζωτικά ερωτήματα στον αναγνώστη. Και ακριβώς αυτά τα ερωτήματα είναι που καθιστούν μιαν αναγνωστική προσέγγιση με ανάλαφρη μόνο και χαλαρή διάθεση αδόκιμη, ανεπαρκή για το συγκεκριμένο βιβλίο που σχολιάζεται εδώ: Ελλοχεύει ο κίνδυνος να πιαστείς στην παγίδα της εκ πρώτης όψεως ελαφρότητας του κλίματος της αφήγησης, χάνοντας την ουσία.

Το Χύμα λοιπόν ―και αυτή κυρίως είναι η αξία του, πράγμα που επιβεβαίωσα κατά την δεύτερη ανάγνωση―πρέπει εξ αρχής να διαβαστεί από προσεκτικούς και απαιτητικούς αναγνώστες, με πνευματική οξύνοια και φιλοπερίεργο πνεύμα, ως αλληγορία -παρά το ότι κυριολεκτεί. Ούτε κατά το ελάχιστο …χύμα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: