
Στο τέλος του Μαΐου του παρόντος έτους είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο θέατρο «Φούρνος» τη Γέρμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Πάνου Κυπαρίσση. Ο Κυπαρίσσης επέλεξε τόσο στην απόδοση του κειμένου όσο και στη σκηνοθετική προσέγγιση ένα ύφος δωρικό και μαζί βαθιά λυρικό. Ένιωσα λες και βρέθηκα έξαφνα σε έναν κόσμο όπου το ελάχιστο –κάθε λέξη, κάθε ανάσα– μπορούσε να προσφέρει τροφή και συγκίνηση οι οποίες θα απλώνονταν μέσα στον χρόνο, όπως συχνά αισθανόμαστε όταν έχουμε προσεγγίσει τα σπουδαία και διαχρονικά έργα.
Γιατί όμως εκκινώ από την κρίση μου για τη θεατρική παράσταση, τη στιγμή που σκοπεύσω να μιλήσω για το πιο πρόσφατο βιβλίο του Πάνου Κυπαρίσση; Πρώτον, γιατί ο Κυπαρίσσης ούτως ή άλλως, σε κάθε βήμα της διαδρομής τους πορεύεται αλληλοτροφοδοτώντας τα διαφορετικά πεδία της γνώσης και της τέχνης: μαθηματικά και φιλολογία, θέατρο και κινηματογράφος και ποίηση. Δεύτερον, γιατί η δωρικότητα που συνάντησα στη Γέρμα είναι η δωρικότητα του Tattoo, ενός βιβλίου το οποίο κατά τη γνώμη μου θέτει μια καίρια θέση: η σύγχρονη ποίηση μπορεί να επιστρέψει στο «ελάχιστο», να συμπυκνώσει ακέραια την ουσία, να γίνει ένα μικρό και αόρατο κεντρί που αφυπνίζει τον βαθύτερο πυρήνα μας με λίγες λέξεις, χωρίς να έχει ανάγκη τίποτα περισσότερο, όπως συνέβη και στη λιτή σκηνή της Γέρμα.
Ποιήματα σύντομα και πολύ σύντομα μας καλούν διαρκώς να καταδυθούμε και συγχρόνως να πετάξουμε, καλύπτοντας μια πλήρη εσωτερική πορεία, από τα άδυτα και τα πιο σκοτεινά τοπία των φόβων, των ματαιώσεων και του πένθους μέχρι τις υψηλότερες πνευματικές ενοράσεις, το ψυχικό φως, τις λεπτότερες αποχρώσεις της ομορφιάς της φύσης και του κόσμου:
Πώς τη ρίζα σου ν’ απαρνηθείς
δικό σου δρόμο κάποτε ν’ ανοίξεις;
Να ρίξεις το δέντρο να συρθεί
κι απ’ τα νεκρά κλαδιά του
φτερά σου ν’ αποκτήσεις
(«Οφειλή», απόσπασμα)
Οι τρεις ενότητες του βιβλίου, που τιτλοφορούνται «Ουρανόθεν», «Θύραθεν», «Οίκοθεν», θέτουν ευδιάκριτα ορισμένα θέματα των ποιημάτων, τα οποία όμως υπεισέρχονται και αλληλοεισδύουν τελικά σε όλη την έκταση της συλλογής: την προσέγγιση αδιόρατων διαδικασιών, που συχνά αφορούν την ποιητική δημιουργία αλλά και τις μυστηριώδεις ψυχικές-πνευματικές ισορροπίες, καθώς και τη συμπόρευση της μνήμης που προέρχεται από τον «μεγάλο κόσμο» ― τους μύθους, τις αφηγήσεις και τα υλικά τους αποτυπώματα- με μια μνήμη που κινητοποιείται από ατομικές εμπειρίες. Καταγράφω παραδειγματικά το ποίημα «Κρανίου τόπος», όπου το μυθικό υπόβαθρο συνυπάρχει με τη θέαση του παρόντος και της οικολογικής κρίσης αλλά και με μια αλληγορία ποικίλων συνδηλώσεων που δύνανται να αφορούν την εσωτερική ζωή μας:
Και η Μαγδαληνή
τα πόδια τίνος τώρα να ξεπλύνει
Ούτε λουλούδι πουθενά
να σκύψει
Ξεχωρίζω σε όλο το βιβλίο το μοτίβο πτήσης και κατάδυσης, που προσφέρει δυναμική και εξέλιξη στους στίχους καθώς τα ποιήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα που εμπλέκει πτήση και καταβύθιση ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος:
Στον ουρανό ποθείς
χωρίς ανάλυση καμιά
να βυθιστείς
(«Βουλιμία γνωστική»)
Η κοφτή και «ολιγαρκής» γλώσσα, η χρήση του στιγμιότυπου που φέρει όμως κρυπτικά μέσα του ευρύτερους χρόνους καθώς και η πολυσημία κάποιων λέξεων που έχουν κομβική σημασία για την προσέγγιση του ποιήματος θεωρώ πως είναι μερικές μόνο από τις πτυχές του βιβλίου που συνομιλούν ουσιωδώς και με πρωτότυπο τρόπο με τη μοντερνιστική παράδοση και τον επιγραμματικό λόγο. Θέτω ως χαρακτηριστικό παράδειγμα που συγκεράζει τις παραπάνω επιλογές το ποίημα «Αμφισημία»:
Φοράει πράσινα ο γκρεμός
και κάποτε μες στ’ άνθη
Περιμένει
Το Tattoo επιχειρεί στην πραγματικότητα μια συνομιλία με τη σιωπή, με το άρρητο, με εκείνο δηλαδή με το οποίο διαχρονικά καταπιάνεται η ποίηση, επιδιώκοντας τελικά να εκφράσει όσα αλλιώς είναι ανέφικτο να εκφραστούν. Ή για να το πούμε με τα λόγια του επιγραμματικού ποιήματος «Ολόγραμμα»:
Με σιωπή
η σιωπή
τη σιωπή της λύνει.