Μια σημαντική γυναικεία ποιητική φωνή της Αναγέννησης

Angelo Bronzino: Laura Battiferra
Angelo Bronzino: Laura Battiferra

Laura Battiferra, «Σονέτα της Τοσκάνης», μτφ. Άννα Γρίβα, επιμ. Μάρκος Δενδρινός, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2023



Είναι γεγονός ότι κάθε εποχή ταυτίζεται μ’ ένα πλήθος συγκεκριμένων ιδεών, που αναπτύσσονται και κατά κάποιον τρόπο συγκρούονται μεταξύ τους, κυριαρχώντας ή χάνοντας την κυριαρχία τους σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο κι υπόβαθρο – όπως θα έλεγε και ο Παναγιώτης Κονδύλης. Ειδικά στον δυτικό κόσμο αυτή η διαδικασία ήταν πάντα ιδιαίτερα συμβατή μ’ όσα αποτέλεσαν τομές του δυτικού πολιτισμού ή σχημάτισαν μια συγκεκριμένη εποχή - πολιτισμική περίοδο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ειδικά η Αναγέννηση, μ’ επίκεντρο κυρίως τη Βόρεια Ιταλία, ήδη απ’ τον 15ο αιώνα υπήρξε ένα τέτοιο πεδίο αναρχικής σχεδόν πάλης με τα καθιερωμένα δεδομένα της καθολικής εκκλησίας, αλλάζοντας σταδιακά τόσο την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα όσο και το γενικότερο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο – ακόμη και όταν θεωρητικά η επίδρασή της είχε «περάσει». Είχε, εξάλλου, πλάσει ένα καινούριο άνθρωπο ή ανθρωπότυπο, αυτόν που μπορούμε να αποκαλέσουμε και «αναγεννησιακό». Αυτός ήταν ένας άνθρωπος βαθύτατα επηρεασμένος από τα κλασικά ιδεώδη της αρχαιότητας και κατά κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με μια ιδιαίτερη, παγανιστική θα λέγαμε, επαφή με τη φύση και την υλικότητα του σώματός του, μέσω της ταύτισής του με την αρχαιοελληνική λατρεία και φιλοσοφία του κάλλους.
Έτσι, είναι κατανοητό πως ένα τέτοιο πολιτισμικό φαινόμενο, ως καίρια χωροχρονική τομή και πολιτισμική διαμεσολάβηση, κατά έναν μπενγιαμενικό τρόπο, για το σταδιακό προσπέρασμα του Μεσαίωνα, δεν θα μπορούσε ν’ αφορά μόνο ένα μέρος της κοινωνίας ή του κόσμου των τεχνών αλλά το σύνολό τους. Η ποίηση, σ’ αυτό το πλαίσιο, ως ο κατεξοχήν φορέας εν μέρει εξωραϊσμένων λεκτικών μορφών, εμφορούμενων από μεγαλύτερη πολυσημία και περιπλοκότητα, μέσω των μεταφορών και των παρομοιώσεών τους, έμελλε να βρει πολλούς αντιπροσώπους – μέσω ιδιαίτερων ποιητικών φωνών της εποχής.

Μια από τις ιδιαίτερες φωνές-μορφές αυτές ήταν και η Laura Battiferra, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε από πολλούς μελετητές των ιταλικών γραμμάτων και της ιταλικής γραμματείας, ως η «Σαπφώ της Ιταλίας». Η ίδια δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό αυτό μέσω του έργου της, επιλογή από το οποίο έχει μεταφραστεί από τα ιταλικά από την πολύ ταλαντούχα μεταφράστρια και ποιήτρια Άννα Γρίβα, με ένα εμβριθές επίμετρο του καθηγητή Μάρκου Δενδρινού, και έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.

Σ’ αυτά ποιήματα, τα οποία σχολιάζονται επαρκώς τόσο από την Άννα Γρίβα όσο και από τον Μάρκο Δενδρινό εντός της έκδοσης, θα προσπαθήσω από την πλευρά μου να αναφερθώ, ανακεφαλαιώνοντας κάποια βασικά νοήματά τους και περειγράφοντας κάποια βασικά στοιχεία που τα αφορούν – πίσω από τις εμφανές μορφές των στίχων. Αρχικά πρέπει να ειπωθεί ότι πρόκειται για ποιήματα που αφορούν πρόσωπα που ανήκουν σε βασιλικούς οίκους της Ιταλίας και δη των Μεδίκων της Φλωρεντίας, πόλης του Μακιαβέλι, διάφορους αριστοκράτες, αλλά και ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων. Η Λάουρα είχε συνδεθεί, εξάλλου, τόσο με την αριστοκρατία της εποχής της, όντας και αυτής γόνος μιας εύπορης οικογένειας από την πλευρά του πατέρα της, όσο και με πνευματικούς κύκλους της Ιταλίας.
Αυτό, όμως, που διαφοροποιεί τα ποιήματά της απ’ άλλα παρόμοια ποιήματα της εποχής, είναι η έντονη ταύτιση ανθρώπου, θεού και φύσης. Μια ένωση που δεν έχει προφανώς καμία σχέση με τη χριστιανική πρόσληψη του κόσμου, όπως τουλάχιστον ήταν γνωστή την εποχή εκείνη. Πιο συγκεκριμένα, στα ποιήματά της παρατηρούμε μια έντονη εξύμνηση της γυναικείας φύσης, η οποία αποκτάει ιδιότητες που είχε κάποτε η πανάρχαια μεγάλη θεά - ή μητέρα γη, κατά την αρχαιοελληνική μυθολογία.
Έτσι, οι αριστοκράτισσες φίλες της ή οι γυναίκες που θαύμαζε ―συνήθως κι αυτές αριστοκρατικής καταγωγής, όπως η Ελεονόρα και η Ιζαμπέλλα των Μεδίκων, η Μαίρη Τιδόρ, η Βιτόρια― δούκισσα του Ουρμπίνο, η Βιρτζίνια Ντέλα Ροβέρε, η Λεονόρα ντε Βιτέλι, η Ιωάννα της Αυστρίας, αλλά και ποιήτριες και μουσικοί όπως η Εσίλια ντε Μόντι, η Λουκρετσία Σοντερίνα, Μαντόνα Εουφέμια και πολλές άλλες ακόμη, περνάνε μέσα από τα ποιήματά της, αλλά μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Αυτό που παρατηρούμε, λοιπόν, είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κλασικούς ύμνους στην τότε εξουσία, αν κι η κολακεία την περίοδο αυτή ταυτιζόταν με τους καλούς τρόπους της όποιας υπάρχουσας Αυλής, αλλά μ’ ύμνους που έχουν να κάνουν με τα πιο βαθιά πιστεύω της ποιήτριας για τις προεκτάσεις της ανθρώπινης φύσης.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ακόμη κι οι άγγελοι γίνονται ίσοι με τον άνθρωπο, ίσοι ακόμη και στην κοινωνία τους με το θείο. Έτσι, παρατηρούμε μια διάνοιξη εντός των στίχων των πανθεϊστικών αντιλήψεων της ποιήτριας περί του ορατού και αόρατου κόσμου, θυμίζοντας μας επιγράμματα και στίχους των αρχαίων ποιητριών, όπως η Σαπφώ, η Ανύτη κι η Ήριννα.
Κατορθώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, μια ένωση του ανθρώπινου στοιχείου με το θείο κι ένας κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους «συμβιβασμός», με μια ταυτόχρονη σύνδεσή τους με την ενυπάρχουσα φύση. Η ποιήτρια, βέβαια, έχει κι άλλες αναφορές και μάλλον άνηκε σε κάποια «εταιρεία» της εποχής, όπως όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που αναζητούσαν την αλήθεια, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Μάρκος Δενδρινός. Αυτή η ανοιχτότητά της, εξάλλου, προς ένα «πανοραμικό» θείο στοιχείο, που υπάρχει εντός του κόσμου κι όχι εκτός του, είναι αυτό το στοιχείο που συνέδεσε την ποιήτρια με το τάγμα των Ιησουϊτών, το οποίο πιστό στις διδασκαλίες του Λογιόλα ανέπτυξε τεχνικές άμεσης κι αδιαμεσολάβητης επαφής με το θείο.
Κλείνοντας, η παρούσα έκδοση μάς παρέχει την ευκαιρία όχι μιας απλής ανάγνωσης και γνωριμίας με τα ποιήματα της Λάουρας, αλλά ταυτόχρονα και μιας βαθιάς καταβύθισης στην εποχή της και στις αντιλήψεις που κυριαρχούσαν τότε, φανερώνοντάς μας καλύτερα τη βαθιά τομή που προξένησε η ίδια, όντας ενεργή εκφράστρια κι όχι απλά κοινωνός αυτών των αναγεννησιακών ιδεών. Τέλος, αναδεικνύεται το διαχρονικό στοιχείο της ποίησής της που συνδέει ουρανό και γη, επαναγυρνώντας μας πίσω στην ομορφιά του εγκόσμιου κάλλους («έτσι που το ωραίο σου πέπλο/ γύμνωσε τα ουράνια, για να ενδυθεί η γη», σελ. 57).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: