
Στον Λεωνίδα Κακάρογλου, ανομολόγητη οφειλή
Το βιβλίο με τη συλλογή ποιημάτων του Σωκράτη Καμπουρόπουλου είναι μικρό, μόλις 52 σελίδες, αλλά οι απαιτήσεις που θέτει στον αναγνώστη είναι μεγάλες. Ο αναγνώστης προϊδεάζεται από το εξώφυλλο του βιβλίου με μια φωτογραφία της Elena Sheehan να καταλαμβάνει τη μισή επιφάνεια και η άλλη μισή να δίνεται σε ένα κενό υπόλευκης απόχρωσης, με τον τίτλο της συλλογής Μετείκασμα
σε κεφαλαία μαύρα γράμματα πάνω αριστερά από την εικόνα. Το όνομα και επώνυμο του συγγραφέα με μικρότερη γκρι γραμματοσειρά, βρίσκεται ακριβώς από πάνω από την εικόνα και πάνω από αυτό είναι ο εκδοτικός οίκος Θράκα που σημειώνεται με κόκκινα κεφαλαία γράμματα στην κορυφή της πυραμιδοειδούς διάταξης.
Ο αναγνώστης αμέσως αντιλαμβάνεται ότι μάλλον το κενό αυτό, υπόλευκης απόχρωσης παίζει κάποιο ρόλο, διότι κι όταν ανοίξει το βιβλίο, αντικρίζει μια κενή σελίδα και μετά άλλη μία που έχει ψηλά πάνω, σχεδόν στο τέλος της, το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα και τον τίτλο της συλλογής. Αλλά ανάμεσα και στα ίδια τα ποιήματα, το κενό διεκδικεί το τυπογραφικό του δικαίωμα: το ποίημα συγκεντρώνεται στο πάνω μέρος της σελίδας, αφήνοντας από κάτω άπλετο χώρο, σα να μεριμνεί, στοργικά, ο ποιητής για την εκπνοή και ξεκούραση του αναγνώστη, για να εναποθέσει το βλέμμα και τον εαυτό του στον άδειο χώρο της σελίδας που δεν απαιτεί και δε ζητά απολύτως τίποτα. Αντίθετα, ο τίτλος της συλλογής απαιτεί μια εξήγηση.
Το μετείκασμα είναι το οπτικό αίσθημα που εξακολουθεί να υπάρχει για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, περίπου, μετά την παύση ενός ερεθίσματος. Σε αυτό το ελάττωμα του αμφιβληστροειδούς που αδυνατεί να διακρίνει το μαύρο ή το κενό ανάμεσα στην εναλλαγή των καρέ, στηρίζεται η τέχνη του κινηματογράφου η οποία δίνει στο νου την εντύπωση της κίνησης και την ψευδαίσθηση της ζωής. Η άποψη που θεωρεί την τέχνη ως μια ψευδαίσθηση η οποία περνά για αληθινή είναι αρχαία και απαντάται σε ολοκληρωμένη μορφή στον Πλάτωνα. Η τέχνη του κινηματογράφου την οποία εδώ επικαλείται εμμέσως ο ποιητής, μέσω του τίτλου της συλλογής του, είναι πέρα ως πέρα η πιο αληθοφανής ψευδαίσθηση, αυτή για την οποία ο Πλάτωνας έχει τόσα να μας πει.
Α
Ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος φέρνει τον κινηματογράφο στην ποίηση, αναφερόμενος στη στιγμή, στο φευγαλέο αίσθημα της ζωής η οποία πράγματι, θα έλεγαν πολλοί, απαρτίζεται από στιγμές. Ο κινηματογράφος είναι η συνολική τέχνη: είναι η τέχνη που έκανε πραγματικότητα το όραμα του Richard Wagner για το Gesamtkunstwerk, το συνολικό έργο τέχνης που ο οραματιστής του εμπνεύστηκε από την αρχαία τραγωδία και επιχείρησε να εφαρμόσει στα μακρόσυρτα οπερετικά του έπη. Η εικαστική διάσταση του κινηματογράφου, το πώς εμπλέκει εντός του τη φωτογραφία, τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, για να μη μιλήσουμε για τη μουσική, τη λογοτεχνία, το ένδυμα και τις υπόλοιπες τέχνες, είναι μια διάσταση ιδιαίτερα προβεβλημένη στην ποιητική συλλογή του Σωκράτη, στον τρόπο που ο ποιητής στήνει τις λέξεις. Οι στίχοι δεν είναι ποτέ σχεδόν ίδιων συλλαβών, είναι σπάνια ίδιου μεγέθους και οι λέξεις πετάγονται αυτόνομα, κάποτε τοποθετούνται στη μέση της σειράς και ενίοτε χωρίζονται αυθαίρετα από τις συλλαβές τους όπως στο ποίημα «Μουσική του νερού». Και βέβαια, όπως αναφέραμε προηγουμένως, τις λέξεις διαδέχεται ένα μεγάλο κενό στο οποίο μπορεί να απιθώσει το στοχαστικό ή αφηρημένο βλέμμα του, ο αναγνώστης.
Είναι άραγε το κενό αυτό του οποίου το τυπογραφικό δικαίωμα αποκαθιστά ο ποιητής, μια προσπάθεια διόρθωσης του ελαττώματος του αμφιβληστροειδούς μας, μια απόπειρα να δούμε το μαύρο καρέ ανάμεσα στις στιγμές που εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα, τη σιωπή που κρύβεται πίσω από την εκκωφαντική παρουσία της ζωής; Η ποίηση σημαίνει, λένε, και, δεν ορίζει, σχεδόν ποτέ, ρητά, ό,τι εννοεί. Ως εκ τούτου η ερώτηση δεν είναι ρητορική. Μπορεί πράγματι να είναι μια τέτοια προσπάθεια το κενό, διόρθωσης της αληθοφανούς ψευδαίσθησης της τέχνης. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι τι κερδίζουμε, διορθώνοντας την ψευδαίσθηση και βλέποντας αληθινά, για πρώτη φορά, τη σιωπή, την ακινησία και το ψύχος, το κενό που βρίσκεται ανάμεσα στη διαδοχή των στιγμών και τις οριοθετεί για πάντα, όπως ο θάνατος οριοθετεί την ίδια τη ζωή. Ο Martin Heidegger μάλλον θα απαντούσε ότι διορθώνοντας την ψευδαίσθηση της τέχνης, κερδίζουμε την αλήθεια και μαζί με αυτήν τη θνητότητα, τη συνείδηση δηλαδή ότι είμαστε περαστικοί σε αυτόν τον κόσμο, μια συνείδηση που κατέτρεχε τους αρχαίους μας προγόνους, ειδικά στο θέατρο και στην τραγωδία, αλλά σ’ εμάς συχνά απωθείται ως μιαρότητα.
Πάντως, η χρήση του κενού με τρόπο εικαστικό και με αναφορά στον κινηματογράφο, εγγράφει τον Σωκράτη Καμπουρόπουλο στη μεγάλη ποιητική παράδοση του συμβολισμού και παραπέμπει σε έναν από τους πρωτεργάτες της, τον Stéphane Mallarmé.[1] Ο μεγάλος αυτός ποιητής που πέθανε, σχετικά νέος, σε ηλικία 56 ετών, το 1898, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε την ώσμωση μεταξύ της ποίησης και των υπόλοιπων εικαστικών τεχνών, κάνοντας διακριτό το χωρισμό μεταξύ μορφής και περιεχομένου του ποιήματος, μεταξύ δηλαδή του ποιητικού κειμένου και της χωροθέτησης των λέξεων στη σελίδα του ποιήματος. Ειδικά στο τελευταίο και πιο γνωστό, μεγάλο του ποίημα, Un coup de des n’abolira jamais le hazard, μεταφρασμένο πρόχειρα ως Μια ζαριά δε θα καταργήσει ποτέ την τύχη, του 1897, η διάκριση μορφής και περιεχομένου στην ποίηση, ανέδειξε στοιχεία όπως η σύνταξη, η χωρικότητα, η διακειμενικότητα και ο ήχος, πέραν του προφανούς νοήματος των στίχων.[2]
Β
Οι εκτενείς πειραματισμοί που ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος κάνει με το κενό και την παρεμβολή του στα ποιήματα, με την τυπογραφία και τη διάταξη των λέξεων, την προσεκτική και σκόπιμη τοποθέτησή τους στο χαρτί, τον κατατάσσουν στη χορεία των ακόλουθων του Mallarmé. Αυτοί οι εκτενείς πειραματισμοί με το κενό, την τυπογραφία, τη διάταξη και τη χωροθέτηση των λέξεων έχουν και μια άλλη, ακόμα πιο σημαντική πλευρά: επιτρέπουν την «αιώρηση» της λέξης, την προσωρινή αυτονόμησή της από το υπόλοιπο κείμενο και τη δοκιμή της αύρας που προέρχεται από το ηχόχρωμά της. Η τάση αυτή της αυτονόμησης της λέξης που είναι χαρακτηριστική τόσο στα μικρότερα όσο και στα μεγαλύτερα ποιήματα του Σωκράτη Καμπουρόπουλου, επιτρέπει στη λέξη να ιδωθεί για πρώτη φορά γι αυτό που είναι, ένας συνδυασμός συλλαβών, ένα ηχητικό σύνολο του οποίου η αύρα και αυτονομία χάνεται συνήθως στον ειρμό στον οποίο λαμβάνει μέρος. Τέλος, η αυτονόμηση της λέξης, οδηγεί σε πολλαπλές μη γραμμικές αναγνώσεις του κειμένου, επιτρέποντας όλες τις κυριολεκτικές και μεταφορικές της διακλαδώσεις να γίνουν ενεργές, οδηγώντας τη σκέψη σε περιπέτειες, μονοπάτια, αλλά και ξέφωτα.
Ο Mallarmé μας έμαθε την απόλαυση της υλικότητας της γλώσσας, χωρίς απαραίτητα η υλικότητα αυτή να συνδέεται μ’ ένα καθορισμένο νόημα. Ο Guillaume Apollinaire, λίγο αργότερα από τον Mallarmé, ένας ποιητής που κι αυτός πέθανε ακόμα πιο νέος, το 1918, σε ηλικία 38 ετών, θα οδηγήσει την υλικότητα της γλώσσας σε μια από τις έσχατες συνέπειές της: οι λέξεις θα γίνουν τα υλικά μιας εικαστικής γραφής, σχηματίζοντας εικόνες και σχέδια που ενισχύουν το νόημα της ποίησης. Στα Καλλίγραμμα, Calligrammes, του 1918, ο Apollinaire έγραψε ποιήματα με μορφή εικόνων, ενώνοντας την ποίηση με τις εικαστικές τέχνες.[3] Ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος δεν ακολούθησε προφανώς τον Apollinaire στην εικαστική δημιουργία μέσω λέξεων, αλλά μοιράζεται με αυτόν τόσο την έμφαση στην εικόνα όσο και το σύντομο, ελλειπτικό ύφος της ποίησης.
Αυτό το σύντομο και ελλειπτικό ύφος της ποίησης του Σωκράτη Καμπουρόπουλου το συναντάμε σε όλα τα ποιήματά του, τόσο τα μεγαλύτερα και πιο αφηγηματικά όσο και τα πολύ σύντομα. Η δεύτερη αυτή κατηγορία των πολύ σύντομων ποιημάτων του Σωκράτη Καμπουρόπουλου είναι χαρακτηριστική για ολόκληρη την ποιητική του γραφή. Δίστιχα, τρίστιχα και τετράστιχα ποιήματα διέπονται από μια αισθητική οικονομίας, σιγής και υπονοούμενου που είναι χαρακτηριστική όλης της ποίησής του αλλά και της λακωνικής και υπαινικτικής Ιαπωνικής ποίησης χαϊκού. Η Ιαπωνική αυτή ποιητική φόρμα που οι απαρχές της κατάγονται στον 16ο
αιώνα, στην αρχή της περιόδου Έντο, προωθεί την υλικότητα της γλώσσας και την απόλαυσή της στο επίπεδο του ηχητικού της σήματος, διαρρηγνύοντας την αφηγηματική παράδοση με την οποία είναι τόσο εξοικειωμένη η Δυτική ποίηση.[4] Τα χαϊκού δεν άργησαν να γίνουν ιδιαίτερα αγαπητά στη Δύση και ειδικά, στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν ο λεγόμενος Ιαπωνισμός ήταν σε έξαρση μεταξύ των Ευρωπαίων και Αμερικανών καλλιτεχνών. Είχαμε και στην Ελλάδα αποδόσεις των χαϊκού και ποιητικές προσπάθειες στο πλαίσιο της Ιαπωνικής αυτής φόρμας από το 1925, με τον Γεώργιο Σταυρόπουλο και τα τρίστιχα στο περιοδικό Λυκαβηττός και τον Νικόλαο Χάγιερ-Μπουρίδη και τα ποιήματα στο περιοδικό Νέα Τέχνη. Πέραν των πρώτων αυτών επισημάνσεων των χαϊκού, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος[5] εντρύφησαν στο είδος, γράφοντας ορισμένους από τους ωραιότερους στίχους της ελληνικής ποίησης στο χαρακτηριστικό αυτό είδος της Ιαπωνικής ποίησης.
Γ
Το ποίημα «Αχέρων» του Σωκράτη Καμπουρόπουλου που συγκαταλέγεται στα σύντομα ποιήματα απαρτίζεται από τέσσερις στίχους και δύο στροφές. Το παραθέτω:
ΑΧΕΡΩΝ
Ονειρεύτηκα ένα εχθρικό πλήθος που δεν του έδινε σημασία,
που τον παίνευε συχνά με υπερβολικούς επαίνους
Δεν επηρεαζόταν το παιδί. Πιπιλίζοντας το δάκτυλό του κοιτούσε
τον κόσμο, σε μια αχλύ φωτός που προμήνυε το τέλος του Sorgen
Ευθύς εξαρχής, το ποίημα, μέσω του τίτλου του, παραπέμπει στην αρχαία ελληνική παράδοση και στον ποταμό Αχέροντα που οδηγούσε στις πύλες του Άδη, διευθετώντας τη μετάβαση από τον κόσμο των ζωντανών σε αυτόν των νεκρών. Το πλαίσιο ορίζει ένα όνειρο που μαρτυρεί την εσωτερικότητα του αφηγητή ο οποίος διηγείται και πλάθει, σε πρώτο πρόσωπο, την εικόνα ενός εχθρικού και αδιάφορου πλήθους που φορά το προσωπείο μιας ψεύτικης και υποκριτικής ευγένειας. Το παιδί, στη δεύτερη στροφή, γίνεται το κεντρικό πρόσωπο, καθηλωμένο στην παιδικότητα και στην απόσυρση στον εαυτό, καθώς ακόμα πιπιλίζει το δάκτυλο, βρίσκεται σ’ ένα αμφίσημο χώρο, χωρίς καθαρή οπτική στα πράγματα που προμηνύει το τέλος των σκοτούρων, από τη λέξη Sorgen που, στα γερμανικά, σημαίνει φροντίδα, μέριμνα, έγνοια. Είναι ενδεχομένως το τέλος του Sorgen, η λύτρωση που επιφέρει ο θάνατος από την καθημερινή ενασχόληση με τις φροντίδες, έγνοιες και μέριμνες της ζωής, εντός ενός εχθρικού και υποκριτικού κόσμου. Είναι το παιδί, όπως κάθε παιδί, ένας αυθεντικός άνθρωπος που έρχεται κατ’ ανάγκη σε σύγκρουση με το περιβάλλον που δεν αναγνωρίζει, ούτε εκτιμά την αυθεντικότητα; Είναι βέβαια μόνο ένα όνειρο. Το όνειρο όμως αποκαλύπτει τις βαθύτερες ανησυχίες, έγνοιες, φόβους και επιθυμίες μας.
Αντίθετα, το πολυεπίπεδο και σύνθετο ποίημά του με τίτλο «Στέρνα», ανήκει στα πιο εκτενή και αφηγηματικά ποιήματα της συλλογής. Παραθέτω το πρώτο μέρος του που απαρτίζεται από τέσσερις στροφές.
ΣΤΕΡΝΑ
Ι
Όταν με το καλό
φτάσαμε στην απέναντι ακτή,
λευκές πέτρες
μας περίμεναν,
μια εκκλησιά ζωγραφισμένη
στο βράχο
δεν ήταν εύκολο να πάρουμε
αυτό που μας έστειλαν
να βρούμε,
νοσταλγήσαμε το νερό,
απομείναμε στην ξεγνοιασιά του,
με την αρμύρα
να μας γδέρνει την πλάτη,
δεν ήταν εύκολο―
“Oh God
Protect me from what I want”
―μα προσπαθήσαμε,
μια βάρκα γράφει στο νερό
τη γραμμή του Ποσειδώνα,
ο πόλεμος συνεχίζεται.
Το ποίημα ανοίγει με μια άφιξη στην απέναντι ακτή, where the grass is always greener, σε μια γη επαγγελίας, σ’ έναν τόπο στον οποίο εδράζεται η επιθυμία και η πρόσβαση στον οποίο ενείχε μια περιπέτεια. Οι λευκές πέτρες, άψυχες και σιωπηλές και η εκκλησία, ζωγραφισμένη ως ψευδαίσθηση πάνω στο βράχο δεν ήταν προφανώς το καλωσόρισμα που περιμέναμε. Η αποστολή μάλλον απέτυχε αφού αντιμετώπισε δυσκολίες και δεν τελεσφόρησε. Έτσι γεννήθηκε η νοσταλγία για την ίδια την πορεία μετάβασης στον τόπο της επαγγελίας και την ξεγνοιασιά που τρυγούσε το ταξίδι αλλά και η προσδοκία ολοκλήρωσης της αποστολής η οποία έκανε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτήν να υπομένουν τη σωματική κακουχία. Το απόφθεγμα που εμφανίζεται στα αγγλικά, αμέσως μετά, ανήκει στην Αμερικανίδα εικαστική καλλιτέχνιδα Jenny Holzer και δηλώνει την επικινδυνότητα της επιθυμίας που, όταν ικανοποιηθεί, μπορεί να καταστρέψει τον αποδέκτη της. Η προσπάθεια παραμένει, ίσως, επί ματαίω. Ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, η βάρκα πλέει στο νερό και ο πόλεμος συνεχίζεται, παρά την ελπίδα για το αντίθετο. Συνεχώς επιθυμούμε και η επιθυμία μας, μας κάνει αυτό που είμαστε, όταν όμως την εκπληρώσουμε ή τη φτάσουμε, τότε δε θα είμαστε πια ό,τι ήμασταν· θα γίνουμε κάτι που το φοβόμαστε και ίσως να μην το θέλουμε κιόλας. Η υπαρξιακή ταυτότητα είναι ένα ταξίδι, μια περιπέτεια που δεν έχει πάντα αίσιο τέλος, ενέχει τον κίνδυνο ματαίωσης και ακόμα την πιθανότητα ό,τι αγαπάμε, στο τέλος, να μας καταστρέψει.
Επίλογος
Μα, προσπαθήσαμε, λέει ο ποιητής, αλλά η προσπάθεια προφανώς δεν τελεσφόρησε, ούτε στέφθηκε με επιτυχία. Δε μένει τίποτα από την προσπάθεια αυτή, εκτός από το βλέμμα που απιθώνουμε εκ των υστέρων στα πράγματα, τη γραμμή του ορίζοντα που η βάρκα γράφει στο νερό, στην επικράτεια του Ποσειδώνα. Το βλέμμα αυτό που απιθώνουμε στα πράγματα είναι ένα νέο βλέμμα, καθορισμένο ανεξίτηλα από την αποτυχία και από τη συνείδηση ότι ο πόλεμος συνεχίζεται. Είναι το βλέμμα του κόπου και της ματαίωσης, συνθήκες στις οποίες η ποίηση οφείλει πολλά. Είναι το βλέμμα στο κενό το οποίο βλέπουμε ξεκάθαρα για πρώτη φορά, όταν οι προσπάθειες βαίνουν άκαρπες και το τέλος πλησιάζει.
Η ποίηση, αυτή που αξίζει το όνομά της, ξεσκεπάζει τα τριαντάφυλλα πάνω από τις αλυσίδες των ανθρώπων, για να παραφράσουμε τον Feuerbach, αυτές τις αλυσίδες που μας έχουν δεμένους στο πεπρωμένο μας και μας επιτρέπει να δούμε κατάματα το πεπρωμένο αυτό. Χρειάζεται αντοχή και θάρρος για να κοιτάξει κανείς το πεπρωμένο του, πόσο μάλλον για να το αποδεχτεί. Το ίδιο θάρρος και αντοχή χρειάζεται για να γράψει κανείς αλλά και για να διαβάσει ποίηση. Διότι η ποίηση δεν καταφεύγει στον υπερβολικό έπαινο, ούτε κολακεύει τα πάθη και τις αδυναμίες, τρέφοντας τον αυτοθαυμασμό. Μας επιτρέπει να βλέπουμε, για πρώτη φορά, μέσα στην αχλύ φωτός της ζωής, τα καλά και τα άσχημά της.
Πρέπει επιτέλους να ξεπεράσουμε το φόβο του κενού, το horror vacui
που, από την εποχή του Αριστοτέλη, αποστρέφονται οι άνθρωποι.[6] Αυτό, νομίζω, μας προτρέπει η ποίηση του Σωκράτη Καμπουρόπουλου. Το κενό δεν είναι αρνητικό, όπως αιώνες τώρα, έχουμε την τάση να πιστεύουμε. Ενδεχομένως το κενό να μην είναι και άδειο. Αλλά δεν είναι η ύλη ή η φύση που σπεύδει να το πληρώσει ή να το γεμίσει, όπως πίστευε ο Αριστοτέλης, αλλά η ποίηση και η τέχνη, γενικότερα, που το περιθάλπει με στοργή, ρεαλισμό και αποφασιστικότητα.
[ Διαβάστηκε στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, ΚΑΜ 27/6/2025 ]