
Στο νέο του ποιητικό βιβλίο, με τίτλο Το καθήκον της νεότητος, ο Βασίλης Κουγέας μάς τοποθετεί μπροστά σε καθρέφτη – στη λατινική speculum, κάτοπτρον, που κατοπτεύει τον ουρανό, τον εξετάζει από ψηλά, ανατρέποντας τον προσανατολισμό τού βλέμματός μας και τη θέση μας στο σύμπαν. Αυτή η φιλοσοφική σκοπιά ενισχύει πολλά σύνθετα σχόλια που διανθίζουν το βιβλίο, όπως «η ποίηση […] ονοματίζει δεν ορίζει» (σ. 31), «Με φώναζα αλλά δεν μ’ άκουγα μες στη βουή», σ. 34). Αντανακλά την αλήθεια, αλλά μια εξέχουσα αλήθεια, μεγαλύτερη από την ανθρώπινη, ακόμη και στην ποιητική μορφή της, την οποία ωστόσο δεν δημιουργεί το ίδιο το μέσον αντανάκλασης αλλά η πορεία τού αναγνώστη μέσα στη διπλή κατεύθυνση, όταν ο καθρέφτης αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτή την αναζήτηση. Γι’ αυτό και μπορεί να μας οδηγήσει σε μια αναληθή πραγματικότητα, την ίδια στιγμή που επιμένει στον αρχικό στόχο του, να περισκοπεί τον ουρανό, με την ψευδαίσθηση, χωρίς αμφιβολίες, ότι τηρεί τις θείες εντολές:
Ο καθρέφτης δεν
Αναγνωρίζει
Τον εαυτό του στον καθρέφτη
Στο τέλος το στόμα
Μιλάει ανάποδα τις λέξεις
(«Δεν είναι βία», σ. 18-19)
Το Είναι αντανακλά το μη Είναι μέσα στην ποίηση. Αν και δημιουργική τέχνη, όπως
το επιβεβαιώνει η ονομασία της, οι στίχοι της συγκεντρώνουν το βλέμμα μας σε ένα συγκεκριμένο λέξημα και τοποθετούν τα νοήματα και την επιρροή τους στο επίκεντρο της γραφής. Βλέπεις την εικόνα τού σημαίνοντος, ακούς τη μελωδία του σημαινομένου, καθώς διαβάζεις το λόγο. Άρα, οφείλεις να περιμένεις με υπομονή το μήνυμά του:
τα λόγια
διαβάζονται σε διάττοντα μηνύματα
(«Μια τεθλασμένη», σ. 14),
χωρίς, ωστόσο, να είναι παντοδύναμα, όπως στη Γένεση. Η ποίηση μας σκιάζει με την ανεξάρτητη στάση της. Μας θυμίζει συνεχώς πόσο σημαντική είναι και πόσο πολύσημη η ίδια η λέξη που της δίνει την ταυτότητά της, ακόμη και αν αυτή δεν επηρεάζει την ύλη:
σκληρή κι αδιάφορη συχνά η ποίηση
για τη συνέχεια και τη σχέση των πραγμάτων
ονοματίζει δεν ορίζει, μάθε το.
(«Ο Γκαστόνε φτιάχνει»», σ. 31)
Σύμβολο, θετικό και αρνητικό, του ποιήματος αλλά και του ανθρώπινου όντος, αναδύεται ο λύκος, συνάμα άγριο ζώο και φως που βλέπει μέσα στο σκοτάδι της νύχτας («Ανακόπτει», σ. 71). Οι κανόνες τής ποίησης, με «Λέξεις αόριστες» («Είναι καιρός», σ. 47), αναιρούν την ποιητικότητα που οφείλει να κυριαρχεί ανάμεσα στους στίχους της, να την κοσμούν, ώστε να μας θυμίζει την περιώνυμη ιστορία της, όσο και αν είναι πλασμένη από υπακοή στις πρόσφατες τάσεις του συρμού:
στην ποίηση
υπάρχει δικαίωμα
στη χρήση μιας λέξης,
δεν μπορεί ο καθένας να τη λέει.
(«À tout à l’heure», σ. 63)
Ο Λόγος, η μεγάλη αλήθεια, αν προδώσει τη φύση του και είναι ψευδής, μπορεί να μεταφέρει μόνο μια πλαστή πραγματικότητα, δημιουργώντας απορίες και ανασφάλεια:
Σε κοίλο κάτοπτρο η κουκκίδα τρέμει ανίκανη
[…]
(εάν η πράξη επιμηκύνεται επιμηκύνεται κι ο χρόνος;)
[…]
ο κόσμος καίγεται καίγονται χρόνια
(«Λόγος ψευδής», σ. 49-50)
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται τη δύναμη που έχει όταν γράφει ποίηση, αγνοεί όλες τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, αναλαμβάνει τις ευθύνες του απέναντι στη Μάνα Γη:
Κατηφορίζοντας το μονοπάτι ως τη θάλασσα
είπα στις λέξεις να ξυπνήσουν
ν’ αφήσουν τ’ ασφαλή καταφύγια
να σκάψουν από την αρχή τη γη.
(«Έπρεπε», σ. 34)
Αντιμετωπίζει το επικείμενο αιώνιο σκοτάδι, κοιτώντας το κατευθείαν στα μάτια, πριν το επενδύσει με το πέπλο του:
να σταθεί ακίνητη
η αίσθηση του χρόνου, αλλά και να φύγει.
(«Μια τεθλασμένη», σ. 14)
Κι αν η νύχτα αργεί να περάσει, ετούτη τη φορά
Είναι για πάντα
(«Κι αν η νύχτα αργεί», σ. 66)
Θρηνεί την άστοχη, αλλά αναπόφευκτη, ανάλωση του χρόνου:
Έρποντας
ανάμεσα στα βρύα
θα ψάξουμε το ελάχιστο κατώφλι
το ελάχιστο άγγιγμα παρηγοριάς
μία σκεπή από καλάμια πάνω απ’ τις ανάσες μας
ό,τι απόμεινε απ’ όσα χάσαμε
ξοδεύοντας το χρόνο που πιστέψαμε
πως δεν τελειώνει
(«Ξοδεύοντας το χρόνο», σ. 69)
Ωστόσο, αισιόδοξη, η αυγή περιμένει, να δει το χρόνο να ξαναρχίσει να κυλά:
Η αυγή
έχει χρυσάφι στο στόμα της για σένα
(«Grand Meaulnes», σ. 80)
Η πυκνότητα του ποιητικού λόγου τού Βασίλη Κουγέα συνδυάζεται με συνεχή αλλαγή της θεματικής του. Ο χρόνος του δεν ωριμάζει, απλώνεται, διευρύνεται. Γίνεται θάλασσα, ουρανός, μας αγκαλιάζουν. Επιδεικνύουν το εύρος τους για να συνειδητοποιήσουμε όχι απλώς τη δική του δύναμη αλλά και τη δική μας. Οι λέξεις δεν έχουν συνείδηση του εαυτού τους. Χτίζουν μέσα στην ασυγκράτητη έμπνευσή τους μια ζωντανή ακουστική εικόνα του ασυνειδήτου. Τα σημαίνονται ανάγονται σε αγκομαχητά για να προστατέψουν τις λέξεις. Για τους Αρχαίους Έλληνες ο λόγος δεν ήταν μονάχα οι λέξεις, ήταν επίσης ο συμπαντικός Λόγος, η ανεξαρτησία της λέξης από άλλες λέξεις, μια φιλοσοφική μορφή του Λόγου, όπως εξελίσσεται στην Αγία Γραφή. Διαφορετικά η λέξη παύει να υπάρχει:
Δεν είναι η ίδια η λέξη
παρά μόνο
το αγκομαχητό της που μπορεί να τη σώσει
και για λίγο ―
πως κάτι άλλο ήθελε να πει
από αυτό που είπε.
[…]
Γι’ αυτό,
η ποίηση δεν μπορεί
να πει την αλήθεια
δεν είναι εκεί ―
ούτε Είναι.
(«Γιατί η ποίηση», σ. 10-11)
Ποιο είναι άραγε το καθήκον της νεότητος; Ποιος προλαβαίνει; Ποιος δεν θέλει να προλάβει, γιατί τρέμει μπροστά στο χρόνο που χάνεται;
Δεν πρόλαβες,
ήσουν μικρός και χάθηκες
σε αμίλητο ύπνο
υπνοβάτης.
[…]
ώσπου να δεις
παιδί ξυπόλυτο τον εαυτό σου
να χάνεται στα μονοπάτια του βασανισμένου χρόνου
(«Ξυπόλυτο», σ. 39)
Ένα εξαιρετικό, σύνθετο βιβλίο, γραμμένο κυρίως για τους νέους, που αναζητούν την τέχνη στη ζωή και στην ποίηση.