Βγήκε στον κάμπο η Μάνα Παναγιά
κι ο Λόγος έγινε κραυγή, να συγκρουστεί με τον μουγγό αέρα
«Χίλιες φορές να γεννηθείς»
σε χίλιες χώρες, από χίλιες μάνες
«τόσες θα σε σταυρώσουν».
Ποιοι; Ρώτησα, άδολα, στην προστασία της μήτρας.
Να μη μιλήσω, μου έκανε νόημα. Την έβλεπα.
Της άγιας μάνας εντολή, παράκληση,
αγάπης προφητεία:
το λόγο μου να πνίξω στου ουρανού τα βάθη,
να σηκώσω το φως, να το τιμήσω, το φως που έγινε φωτιά στον κόσμο όλο,
φωτιά στης εξουσίας τον πυρήνα
Να ζήσω, να τιμώ την ανθρωπιά μου, όπως Εκείνη.
Την ανθρωπιά, τη λάμψη της Θεότητας.
Να αποδεχθώ, εγώ και πάλι μόνος, τη θεϊκή ύπαρξη μου.
Αυτά η Μάνα μού θυμίζει, στα δάκρυα κρυμμένη.
Ξέρει πως δεν θα υποκύψω.
Έχουμε δίκιο και οι δύο. Πώς αλλιώς;
Και όμως.
Γιατί τους άφησα να με περιγελούν,
να βασανίζουν βίαια το ανθρώπινο κορμί μου;
Αν και μικρό και εύθραυστο,
είχε συσσωρεύσει, είχε γιατρέψει
όλο τον δικό τους πόνο.
Να μου στερούν τον ένα και μοναδικό χιτώνα, και ας μην ήταν αρκετός
για το ξέπνοο κορμί τους.
Να τρέχουν πλάι στη φωτιά κι άλλο να ζεσταθούν.
Τότε γεννήθηκε η επιθυμία, ασύμβατη με την υπόστασή μου,
να τους δω να τρέχουν μέσα στις φλόγες.
Μια λάμψη έβγαινε από τον ουρανό.
Την έπνιξα με μιας. Αυτήν δεν θα την ξεχνούσανε ποτέ,
ενώ αναιρούν με προσευχή που τη μιμείται
ακόμη και τη σταύρωσή μου.
Μόνη απάντηση η Σιωπή αν απορρέει από τον θείο Λόγο.
Γιοι του Θεού θα είμαστε πάντα για τη Μάνα.
Πρώτος εγώ.
Για ποιον άλλο θα μπορούσα να είμαι;
Απόμεινε άραγε κανείς να με θυμάται;