Βγήκε από το κτίριο με τον φάκελο στη μασχάλη και τη μάσκα να του τραβά το πηγούνι προς τα κάτω. Η ζέστη τον έσπρωχνε. Η άσφαλτος, εύπλαστη μάζα κάτω από τα παπούτσια του. Τα αυτοκίνητα ξεφυσούσαν. Έπνιγαν τον θόρυβο μέσα τους, σαν κορμιά που έπαψαν να θέλονται.
Κοίταξε τη στάση που αναβόσβηνε αριθμούς και αποφάσισε να περπατήσει.
Δεν είχε λόγο να βιάζεται. Είχε τον φάκελο, μια πόλη, μια απόσταση που μπορούσε να την κόψει σε κομμάτια. Ήθελε να αφήσει τη θερμοκρασία να κολλήσει πάνω του, να διαπεράσει το λινό κοστούμι. Να τον αναγκάσει να πηγαίνει αργά- όπως τα παιδιά όταν μαθαίνουν τα πρώτα τους βήματα.
Δυο κάδοι ξεχείλιζαν. Τα μπλε καπάκια τους άνοιγαν σε χασμουρητά. Τους κοίταξε όπως κάνεις σε έναν πίνακα που σε απωθεί αλλά, δεν τον προσπερνάς αδιάφορα.
Συνέχισε προς Πατησίων. Ο ιδρώτας έφτιαχνε δρόμο στην πλάτη του. Ένα αγόρι τον προσπέρασε με ακουστικά που έσταζαν μουσική. Το λεωφορείο άνοιγε πόρτες, έκλεινε πόρτες, ξανάνοιγε. Ένας άντρας με μια τσάντα ψώνια προσπάθησε να κρατήσει ανοιχτή την πίσω. Η πόρτα τον έκλεισε. Τα φρούτα έλιωσαν κι έκαναν την τσάντα πολύχρωμη.
Η πόλη ζωγράφιζε την αποσύνθεσή της.
Το σκυρόδεμα ξεφλούδιζε φανερώνοντας παλιές στρώσεις. Σε ένα παράθυρο, μια γυναίκα με ανοιχτό καφτάνι καθόταν σχεδόν γυμνή μπροστά σε ανεμιστήρα. Τα μαλλιά της σηκώνονταν κι έπεφταν ξανά. Τον κοίταξε και ύψωσε το χέρι, ίσα να φανούν τα δάχτυλα. Το ίδιο έκανε κι εκείνος.
Πιο κάτω, μια μάνικα πότιζε τσιμέντο. Τα παιδιά κρατούσαν το λάστιχο και έγραφαν με νερό στο πεζοδρόμιο. Η λέξη έσβηνε πριν αποκτήσει νόημα. Το νερό έκανε σκούρο το γκρι, μετά το άφηνε πάλι άχρωμο. Το παρατήρησε σαν επισκέπτης σε έκθεση δομικών υλικών.
Στάθηκε για λίγο. Από το μπαλκόνι έπεφτε νερό κλιματιστικού, σταθερά, κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Ακουγόταν σαν μεταλλικό ρολόι. «Γκντουπ, γκντουπ» Άφησε τις σταγόνες να πέφτουν στο πρόσωπό του. Ήταν κρύες — όχι αρκετά. Όμως ακριβείς. Η πόλη μετρούσε τα λεπτά με σταγόνες.
Δύο εργάτες με κίτρινα γιλέκα, κάτω από ένα δέντρο χωρίς φύλλα. Ο ένας μίλησε για τον «παλιό». Έσκασαν στα γέλια, σκουντώντας ο ένας τον άλλον.
Ήξερε αυτή τη βιτρίνα: παγωμένη τάξη πίσω από γυαλί που έκαιγε. Ψύχρα υπό συνθήκες, σαν θάλαμος. Κρεμασμένα φορέματα και σακάκια σε νάιλον, αεροστεγές ψύχος σε κάθε παραλληλόγραμμο. Κάποιο μπορεί να ήταν δικό του. Το χέρι του ακούμπησε τη βιτρίνα. Ήταν καυτή. Η τακτοποιημένη ψύχρα ήταν για μέσα.
Έστριψε μαζί με έναν αδέσποτο σκύλο στην Σπετσών. Μαγαζιά με ρολά μισά κατεβασμένα, σκιά να κόβει τις προσόψεις στη μέση. Ένα κόκκινο παγκάκι κάτω από την ταμπέλα «DOLCE CAF». Είχε φύγει το É. Το φως έπεφτε λοξά στις τζαμαρίες και τα έκανε να μοιάζουν ζωγραφισμένα. Λωρίδες πορτοκαλί, μαύρες σκιές. Για μια στιγμή του ήρθε στο νου ο πίνακας με τους δρόμους που καίγονταν σιωπηλοί τα πρωινά της Κυριακής. «Αν έβαζες καβαλέτο στην Πατησίων», σκέφτηκε, «θα ’βγαινε το ίδιο». Μόνο που ήταν Σάββατο.
Χαμογέλασε, όχι από ειρωνεία, από κατανόηση. Η πόλη για λίγο, ήταν πίνακας.
Στη στάση «ΙΚΑ» ένας άντρας μαζεύει σκορπισμένα κέρματα. Ένα κύλησε στο ρείθρο, ισορρόπησε, χάθηκε στην αποχέτευση. Έμεινε σκυφτός, ίσως αποχαιρετούσε κάτι περισσότερο. Τίναξε τα χέρια του, με μια κίνηση. Κάτι ανάμεσα σε καθαριότητα και παραίτηση.
Πλησίαζε στην οδό Κόμνα Τράκα. Η γειτονιά έβραζε: κεφάλια πίσω από παράθυρα με νωπά μαλλιά, απλωμένα πολύχρωμα σορτσάκια και βρακιά, σαν σημαίες κρατών. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο θυρωρός — προ πολλού συνταξιούχος αλλά ακόμα εκεί — καθόταν σε πλαστική καρέκλα και έτρωγε καρπούζι. Τα κουκούτσια είχαν σχηματίσει σειρά στο πιάτο. ‘Ελειπαν δυο, είχαν δραπετεύσει.
―Ζέστη, είπε ο θυρωρός.
―Σα φούρνος, είπε εκείνος.
―Φούρνος έχει ψωμί, απάντησε ο άλλος.
―Εδώ μόνο ζέστη. Χαμογέλασαν.
Στο ασανσέρ μπήκε αλλά δεν πάτησε κουμπί. Ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο κλειστό χώρο σήμερα. Η καμπίνα μύριζε μοκέτα και ανώνυμο άρωμα. Βγήκε. Προτίμησε τις μαρμάρινες σκάλες. Κάθε σκαλοπάτι είχε στη μέση μια θαμπάδα απ’ τα νεοκλασικά του χρόνια. Είχε αγοράσει το σπίτι για αυτές τις σκάλες και το στηθαίο με το ακριβό ξύλο.
Έβαζε το πόδι πάνω στο ίδιο μαρμάρινο σημείο και το σώμα του έβρισκε ρυθμό. Είχε τρεις ορόφους ακόμη.
Στον δεύτερο, μια πόρτα ανοιχτή. Μέσα τηλεόραση με διάλειμμα για διαφημίσεις.
Στο χερούλι, πετσέτα απλωμένη. Ένα αγόρι πέρασε τρέχοντας με το σώβρακο. Στον τρίτο, ένας γέρος άνοιξε την πόρτα με το πόδι για να αφήσει σκουπίδια. Από μέσα βγήκε μουσική — Shostakovich, Waltz No. 2.
Του ’πε «γεια». Ο γέρος άφησε το πόδι, έκλεισε η μουσική. Στο δικό του όροφο η πόρτα όπως την άφησε: κηλίδα παλιάς βίας κοντά στην κλειδαριά, αυτοκόλλητο «DO NOT DISTURB» Το ’χε κλέψει από ξενοδοχείο στο Μαρακές. Το κόλλησε εδώ. Να δείχνει πως η πόρτα ανοιγοκλείνει.
Το διαμέρισμα δεν αγκάλιαζε, κολλούσε. Άφησε τα παπούτσια στην άκρη, τον φάκελο στο τραπέζι.
Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα. Φουσκωμένη από τη ζέστη κόλλησε στο κάτω αλουμίνιο. Έσπρωξε δυνατά και φάνηκε το μπαλκόνι του. Ήταν στενό, με πλακάκια που είχαν πυρώσει όπως τα μάτια κουζίνας που ξεχνιούνται ανοιχτά. Το κάγκελο, σχεδόν άγγιζε το απέναντι. Η απόσταση, ίσα για να χωράει τη ζωή του άλλου. Μια γυναίκα κάπνιζε, κινώντας το σώμα της δεξιά-αριστερά. Του έριξε μια ματιά σαν έλεγχο. Εκείνος της έκανε μια υπόκλιση, χωρίς λόγο.
«Χορεύουμε;» της φώναξε.
Η γυναίκα έσβησε το τσιγάρο και έφυγε μέσα στον καπνό της.
Κοίταξε απέναντι και τα μάτια του γέμισαν παράθυρα. Ανοιχτά και κλειστά. Μια κουρτίνα σερνόταν από τη ζέστη. Ένιωσε σαν να στέκεται σε θεωρείο θεάτρου. Από παντού ακούγονταν σκηνές: κουτάλια να χτυπούν ποτήρια, παιδί να τσιρίζει «μαμά, μαμά, μαμά» μέχρι να γίνει ρυθμός, γείτονας να φωνάζει θυμωμένα στο τηλέφωνο.
«Τι σου είπα εγώ;» Μια κατσαρίδα έμπαινε στον φωταγωγό. Σαν να της ανήκε. Κι ένα γέλιο νεανικό. Κανείς δεν το πρόσεξε. Εκείνος ναι.
Στο τραπέζι της κουζίνας, ο φάκελος κάτω από τα κλειδιά. Καφέ, με διάφανο παράθυρο. Μια σφραγίδα-Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Η Ελπίς». Με πιο μικρά: αποτελέσματα αξονικής, το όνομά του και ένας κωδικός. Τον είχε φέρει μαζί του χωρίς να τον ανοίξει. Όπως κάνει εδώ και μήνες.
Άπλωσε το χέρι, το ξαναμάζεψε.
Κοίταξε μακριά. Το βλέμμα του τρύπησε τις πολυκατοικίες, γρατζουνίστηκε στις κεραίες και βρήκε ουρανό.
Έβαλε την καρέκλα σκηνοθέτη δίπλα στην μπαλκονόπορτα, εκεί που έπεφτε σκιά από την τέντα.
Κάθισε. Το σώμα του έσπασε σε μικρές αναμονές. Είχε τον φάκελο μπροστά του. Τα δάχτυλά του είχαν αφήσει πάνω του ίχνη αλάτων. Μια σταγόνα έπεσε αυτή τη φορά από το κούτελο, αλλά την ρούφηξε το χαρτί πριν απλωθεί.
Έσυρε το κάτω συρτάρι της βιβλιοθήκης προς τα έξω. Ήταν χτυπημένο από κλωτσιές.
Μέσα κλειστοί φάκελοι. Καφέ, με το ίδιο διάφανο παράθυρο, με το ίδιο όνομα. Στρίμωξε και αυτόν κάθετα, κοιτάζοντας το χώρο που απέμενε.
Δεν τον άνοιξε. Ούτε αυτή τη φορά.
Αυτή τη φορά, οι παλάμες ακούμπησαν στο στηθαίο, τα δάχτυλα λύγισαν και πίεσαν το μέταλλο. Ο κορμός έγειρε προς το κενό, οι ώμοι πάγωσαν στη στάση.
Για λίγο τίποτα.
Ύστερα η φωνή του:
― Χορεύουμε;
Κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος έπεφτε στα μπαλκόνια- ο αέρας έφερνε κάρυ, φρέον και Αύγουστο. Όλα ήταν κολασμένα ίδια.
Μόνο που τώρα, για πρώτη φορά, έβλεπε τις μικρές τους θεϊκές λεπτομέρειες.
Δεν είχε πολύ χώρο στο συρτάρι κάτω δεξιά, μα είχε περιέργεια να ζήσει.
Ένα αγόρι περίμενε το σκύλο του να μυρίσει μια φλούδα από καρπούζι, στο πεζόδρομο της Κόμνα Τράκα.