Εντός και εκτός προθεσμίας

«Ένας άνθρωπος με φακό στο χέρι, περιφερόταν στους μακριούς διαδρόμους, έσκυβε λίγο το κεφάλι του στο εσωτερικό των θαλάμων δεξιά κι αριστερά, φωνάζοντας “εκκενώστε, πρέπει να κλείσω“».
«Ένας άνθρωπος με φακό στο χέρι, περιφερόταν στους μακριούς διαδρόμους, έσκυβε λίγο το κεφάλι του στο εσωτερικό των θαλάμων δεξιά κι αριστερά, φωνάζοντας “εκκενώστε, πρέπει να κλείσω“».


Μυρωδιά μεταλλική στο χώρο. Οι λευκοί τοίχοι έπαιρναν ένα υποκίτρινο χρώμα, από το φως που διέχεαν στο ταβάνι οι λάμπες, οι κρεμασμένες σαν γυμνά κορμιά απελπισμένων αυτοχείρων. Στους τοίχους μικρά παράθυρα ανοιχτά, χωρίς φύλλα, με σιδερένια κορνίζα και οριζόντια κάγκελα. Έξω δε φαινόταν απολύτως τίποτα, ενώ έμπαινε ένας αποπνικτικός άνεμος που δεν ήξερες αν σκόπευε να σε δροσίσει ή να σε κάψει. Το δάπεδο ήταν γκρι γυαλιστερό, κι έμοιαζε με αυτό του νοσοκομείου… ή του ασύλου… ή του γηροκομείου… πάντως καθαρό. Πώς βρέθηκες εκεί, δεν ήσουν σε θέση να θυμηθείς. Δε χρειάζονταν όμως και εξηγήσεις, γιατί αφενός δε σου τις ζητούσε κανείς, αφετέρου όλοι ήξεραν. Κι εσύ ήξερες, υποσυνείδητα. Σου φαίνονταν όλα λογικά, όλα τακτοποιημένα.
Ένας άνθρωπος με φακό στο χέρι, περιφερόταν στους μακριούς διαδρόμους, έσκυβε λίγο το κεφάλι του στο εσωτερικό των θαλάμων δεξιά κι αριστερά, φωνάζοντας «εκκενώστε, πρέπει να κλείσω». Οι θάλαμοι ήταν κι αυτοί μακρόστενοι, οι κοιτώνες με διώροφα μεταλλικά κρεβάτια, όλα γεμάτα. Άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, από παιδιά μέχρι γέρους. Οι περισσότεροι ξαπλωμένοι και τυλιγμένοι σε σκεπάσματα. Κάποιοι είχαν ανασηκωθεί προσπαθώντας να ετοιμαστούν για την αναχώρηση. Καμία οχλαγωγία, καμία αναστάτωση. Δεν ακούγονταν ομιλίες, ούτε νευρικές κινήσεις. Προφανώς δε γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ανάμεσά τους σκύλοι και γάτες. Θα μπορούσες να υποθέσεις ότι είχαν φέρει τα κατοικίδιά τους. Όμως όχι, ήταν μόνα τους τα ζώα, είχαν δικά τους κρεβάτια και ήταν προφανές ότι κατανοούσαν την ανθρώπινη ομιλία.
Μ’ έπιασε μια ανεξήγητη ανησυχία κι άρχισα να γυρίζω τους κοιτώνες πλάι στον άνθρωπο με το φακό. Σκέφτηκα ότι κάποιος ίσως ξεχνιόταν μέσα. Ήξερα ότι όλοι έπρεπε να φύγουμε στην καθορισμένη ολιγόλεπτη προθεσμία για να επιστρέψουμε στις ζωές μας. Διαφορετικά θα εγκλωβιζόμασταν εκεί για πάντα. Κι αν κάποιος αποκοιμήθηκε; Αν κάποιος ζαλίστηκε κι έχασε τις αισθήσεις του; ακολουθούσα το φως του φακού για να βεβαιωθώ. Όλα φαίνονταν υπό έλεγχο. Ώσπου διαπίστωσα πως στην πραγματικότητα συνέβαινε αυτό που φοβόμουν. Ένα κοκκινωπό γατάκι ήταν κουλουριασμένο στο μικροσκοπικό του κρεβάτι, αρνούμενο να σηκωθεί. Ο άνθρωπος με το φακό μου είπε ότι κι άλλες φορές είχε δημιουργήσει προβλήματα.

«Είναι αδέσποτο και θέλει να μείνει εδώ. Το έχει ξανακάνει αλλά τελικά στο τρίτο κουδούνι άλλαξε γνώμη. Άσ' το, μην ασχολείσαι, θα φοβηθεί και θα φύγει».

Τέσσερις θαλάμους πιο κάτω μια νέα γυναίκα ήταν το ίδιο κουλουριασμένη με το ζώο. Σε εμβρυακή στάση, με ροζ πιζάμες και καλοχτενισμένα μακριά μαλλιά. Ακίνητη, χωρίς έκδηλη πρόθεση να κατέβει από την κουκέτα.

«Γιατί» τη ρώτησα.
«Γιατί δεν υποφέρω άλλο τη μοναξιά».
«Μα κι εδώ μόνη θα μείνεις».
«Εδώ είναι άλλο, το ξέρεις και δεν περιμένεις. Είναι έτσι, είναι οι κανόνες».

Η ώρα περνούσε, χτύπησε ήδη το πρώτο κουδούνι. Είχαν αρχίσει να σβήνουν τα φώτα σε όλους τους θαλάμους εκτός από αυτόν του ζώου, αυτόν της γυναίκας … κι άλλον έναν… κάπου πιο μακριά. Αρχίσαμε οι δυο μας να οδηγούμε το φως του φακού προς την τρίτη λάμπα που έφεγγε. Περπατήσαμε αρκετά. Φτάσαμε στο διάδρομο, έπειτα στον κοιτώνα, έπειτα κοιτάξαμε στο επάνω κρεβάτι που ήταν ακόμα κατειλημμένο. Ένας άντρας σε ημικλινή θέση.

«Στη ζωή μου, που λέτε, δεν έχω τίποτα».
Έμεινε αναμμένο το δικό του φως και το φως της γυναίκας.
«Πάμε, θα έχει ο ένας τον άλλον».
«Και η γάτα»;
«Θα έχει φύγει πια».
«Δεν έχει φύγει, διακρίνω τη λάμπα της».

Ακούστηκε από το μεγάφωνο το δεύτερο κουδούνι.

«Έλα, θα σε κλείσουν κι εσένα μέσα».
«Έρχομαι, πήγαινε, φέγγει κάπως και βλέπω».

Προχώρησα προς τα πίσω. Είχα μετρήσει τους διαδρόμους και τους θαλάμους. Βρήκα το μικρό ζώο στην ίδια θέση. Είχε αποκοιμηθεί.

«Εντάξει, θα σε πάρω μαζί μου».

Πετάχτηκε σαν από λήθαργο και πήδηξε πάνω μου. Κρεμάστηκε από το πουκάμισό μου που λίγο έλειψε να το σκίσει με τα νύχια του. Άνοιξα τα χέρια μου, τα ξανάκλεισα και το σφράγισα στο στέρνο μου. Τακτοποιήθηκε και γουργούρισε. Βγήκα γρήγορα στο άκουσμα του τρίτου κουδουνιού προσπαθώντας να μη χάσω τη δέσμη φωτός του φακού. Έκλεισε πίσω η βαριά μεταλλική πόρτα, αφήνοντάς με να προφτάσω να δω τις δύο απομακρυσμένες κίτρινες λάμψεις να γίνονται μία.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: