Η κυρά Νικόλαινα

Έργο του Ολλανδού ζωγράφου Carel Jozeph Grips (1866)
Έργο του Ολλανδού ζωγράφου Carel Jozeph Grips (1866)

Την έλεγαν κυρά Νικόλαινα. Κανείς δεν ήξερε το γιατί. Μάλλον από τ’ όνομα του γιου της, του Νίκου, παρά το γεγονός ότι στα μέρη μας το παρατσούκλι η γυναίκα το ’παιρνε από τ’ όνομα του άντρα. Τον άντρα της όμως δεν τον είχε δει ποτέ κανείς, ούτε τέτοιος γάμος είχε καταγραφεί στα κιτάπια του Δήμου. Έλεγαν ότι την γκάστρωσε και μετά έφυγε για την Αμερική. Εκεί όπου αργότερα πήγε και ο γιος της. Έτσι έλεγαν. Η ίδια πάντως δεν μιλούσε ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον.
Η κυρά Νικόλαινα έμενε σ’ ένα καμαράκι με μικρή αυλή μπροστά, σε μία σπιτάρα, στην άκρη του επαρχιακού δρόμου που κατέβαινε προς τη θάλασσα. Ήταν απάγκιο το μέρος και αρκετά μοναχικό. Μια ανάσα απόσταση από τη δική μας γειτονιά. Εκεί φιλοξενούνταν με έξοδα του Δήμου, συνήθως πρόσφυγες ή πολύ φτωχοί άνθρωποι. Πώς ζούσε η κυρά Νικόλαινα ήταν κι αυτό ένα μυστήριο. Την βλέπαμε που κατέβαινε στην λαϊκή, πουλούσε κάτι χόρτα που έλεγε ότι τα μάζευε από τα γύρω χωράφια, κι ό,τι της έστελνε ο γιος της, μετά που έφυγε κι αυτός για την Αμερική. Εμείς δεν ξέραμε τίποτε, ούτε στο ταχυδρομείο είχε φτάσει ποτέ κάποια επιταγή. Ήταν μία ήσυχη γυναίκα, μικρόσωμη, αδύνατη και μαυριδερή, μ’ ένα κεφαλομάντιλο μαύρο πάντα στο κεφάλι της. Ποιον πενθούσε τρέχα γύρευε. Το πρωί, μας έλεγε η θεία Θάλεια που έμενε δίπλα, η κυρά Νικόλαινα έβγαινε στην αυλή, έπινε τον καφέ της και μετά γύριζε το φλιτζάνι. Το άφηνε ώρες μέχρι που ξεραινόταν ο καφές και μετά το κοίταζε. Όταν διάβαζε καλά, χαμογελούσε. Όταν διάβαζε κακά, σιγομουρμούριζε άι σιχτίρ. Ύστερα έριχνε το κατακάθι στο χώμα, ξέπλενε βιαστικά το φλιτζάνι, έμπαινε μέσα στην κάμαρα και σφάλιζε τα παντζούρια. Εκείνη τη μέρα ούτε που ξανάβγαινε έξω.
Μια χρονιά, καλοκαίρι προς φθινόπωρο, κάτι βλίτα φύτρωσαν έξω απ’ την αυλή της κυρά Νικόλαινας. Κανείς δεν τα είχε φυτέψει. Το χώμα εκεί ήταν σκληρό, πετρωμένο, και χρόνια τώρα τίποτα δεν φύτρωνε, ούτε ζοχός, ούτε τσουκνίδα. Κι όμως, το πρωί της γιορτής της Παναγίας, βγήκε η θεία Θάλεια και φώναξε «Παναγία μου, για δες εκεί!».
Περίεργο· δεν ήταν μόνο που είχαν φυτρώσει βλίτα· ήταν που ανάμεσά τους είχαν φυτρώσει και παπούτσια· ένα ζευγάρι αντρικά, καλογυαλισμένα, παλιομοδίτικα. Κανείς δεν τα είχε δει ποτέ. Η κυρά Νικόλαινα, που συνήθως αγνοούσε τους περίεργους, εκείνο το πρωί βγήκε έξω, στάθηκε μπροστά στα βλίτα και τα κοίταξε ώρα πολλή. Έπειτα, χωρίς να πει λέξη, πήρε ένα μαχαίρι, τα έκοψε προσεκτικά, τα τύλιξε σε μια πετσέτα και μπήκε στο σπίτι της, αφήνοντας τα παπούτσια στη θέση τους.

Από εκείνη τη μέρα, κάτι άλλαξε.

Η μυρωδιά βρασμένου χόρτου και λεμονιού άρχισε να ξεχύνεται κάθε μεσημέρι από το καμαράκι της. Το περίεργο ήταν ότι κανείς δεν την έβλεπε πια να κατεβαίνει στη λαϊκή. Κι όμως, είχε πάντα φρέσκα χόρτα, ψωμί και ένα ποτήρι κρασί στο τραπέζι. Η θεία Θάλεια έλεγε ότι τα βράδια φαινόταν μέσα από τα παντζούρια της κυράς Νικόλαινας μια δεύτερη σκιά. Σαν να καθόταν κάποιος απέναντί της.

«Μπορεί να γύρισε ο άντρας της», μουρμούριζαν οι περίεργες.

Μια νύχτα του Αυγούστου, κι ενώ η ζέστη είχε γίνει θολούρα πάνω από τις στέγες, κάποιος ορκίστηκε πως άκουσε τη φωνή του Νίκου. «Μάνα», είπε, «μάζεψα και φέτος βλίτα». Κανείς όμως δεν είχε δει τον Νίκο, ούτε άλλον άντρα, ούτε καν τον ταχυδρόμο. Μόνο τα παπούτσια είχαν μετακινηθεί λίγα εκατοστά προς την πόρτα. Κι εκεί παρέμειναν, με την υπομονή των πεθαμένων.
Μέχρι και την τελευταία χρονιά που ζούσε η κυρά Νικόλαινα, κανείς δεν είχε τολμήσει να της μιλήσει για τα παπούτσια. Όταν τελικά έφυγε ―ένα πρωινό ήσυχο, όπως όλα της τα πρωινά― η θεία Θάλεια μπήκε στο καμαράκι της πρώτη. Βρήκε το φλιτζάνι αναποδογυρισμένο, με το κατακάθι φρέσκο ακόμα, και στο τραπέζι ένα σημείωμα με γράμματα ακανόνιστα:

«Φύτεψα λίγη μνήμη για του χρόνου. Αν ανθίσει, πείτε του πως ήμουν εδώ.»

Το φθινόπωρο, στα χωράφια γύρω από το παλιό σπίτι, φύτρωσαν πάλι βλίτα, σε σχήματα που θύμιζαν πρόσωπα. Κάποιοι μέχρι σήμερα λένε πως, άμα τα μαγειρέψεις σωστά, το νερό παίρνει γεύση από τη φωνή τους.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: