Το παλτό

Έργο του Αμαντέο Μοντιλιάνι, 1915
Έργο του Αμαντέο Μοντιλιάνι, 1915



Τρέ­χω να προ­λά­βω. Βλέ­πω από την γω­νία το λε­ω­φο­ρείο να ’ρ­χε­ται. Κου­νάω το χέ­ρι μου για να με δει ο οδη­γός και να στα­μα­τή­σει στη στά­ση. Ανε­βαί­νω λα­χα­νια­σμέ­νος, χτυ­πάω το ει­σι­τή­ριο και στέ­κο­μαι με την πλά­τη στη φυ­σαρ­μό­νι­κα για να πά­ρω με­ρι­κές ανά­σες. Ακούω την καρ­διά μου να χτυ­πά­ει σαν τα­μπούρ­λο. Νοιώ­θω ήδη τον ιδρώ­τα να λε­ρώ­νει το που­κά­μι­σό μου. Κα­θα­ρό το φό­ρε­σα, πώς θα βγά­λω το σα­κά­κι στην πα­ρου­σί­α­ση; Το λε­ω­φο­ρείο ανε­βαί­νει βα­σα­νι­στι­κά αρ­γά την Συγ­γρού, στα­μα­τά­ει στην στά­ση τού Με­τρό, κα­τε­βαί­νω βια­στι­κά και προ­χω­ρώ κα­τά μή­κος του πε­ζο­δρο­μί­ου. Αιφ­νι­δια­στι­κά νοιώ­θω ένα τρι­πλό χτύ­πη­μα στο κε­φά­λι μου. Γυ­ρί­ζω, βλέ­πω μία κυ­ρία κοκ­κι­νο­μάλ­λα με μαύ­ρο χο­ντρό παλ­τό, μαύ­ρες οπάκ κάλ­τσες και αρ­βυ­λά­κια να με προ­σπερ­νά­ει. Θέ­λε­τε κά­τι; την ρω­τάω ενο­χλη­μέ­νος, δεν μου απα­ντά, προ­χω­ρά­ει αδιά­φο­ρα, χώ­νε­ται στο πλή­θος, την ακο­λου­θώ αλ­λά συ­νει­δη­το­ποιώ ότι έχει αλ­λά­ξει παλ­τό· τώ­ρα φο­ρά­ει ένα κόκ­κι­νο, ίδιο χρώ­μα με τα μαλ­λιά της. Τρέ­χω ξω­πί­σω της, ανα­κα­τεύ­ο­μαι με τους διερ­χό­με­νους, την προ­σπερ­νώ, μπαί­νω μπρο­στά της, τι θέ­λε­τε από μέ­να την ρω­τάω, υψώ­νο­ντας τον τό­νο της φω­νής μου, αλ­λά εκεί­νη αντί γι' απά­ντη­ση ξε­χύ­νε­ται πά­λι μπρο­στά σαν δρο­μέ­ας, πα­ρα­κάμ­πτει τους διερ­χό­με­νους, κά­ποια στιγ­μή την χά­νω, δια­γκω­νί­ζο­μαι με τούς πε­ρα­στι­κούς, ανα­γνω­ρί­ζω από μα­κριά τα κόκ­κι­να μαλ­λιά της, πλη­σιά­ζω, όμως βλέ­πω ότι δεν φο­ρά­ει πια κόκ­κι­νο παλ­τό αλ­λά ένα πο­λύ ελα­φρύ βαμ­βα­κε­ρό φού­τερ σε στιλ πι­τζά­μας, πρά­σι­νο κυ­πα­ρισ­σί κι αντί για αρ­βυ­λά­κια περ­πα­τά με λευ­κές αθλη­τι­κές κάλ­τσες. Εκνευ­ρι­σμέ­νος της φω­νά­ζω· τι θέ­λε­τε πια απ’ τη ζωή μου, πρω­ι­νιά­τι­κα; για να ει­σπρά­ξω μία κραυ­γή δί­πλα στο αυ­τί μου «ΣΗ­ΚΩ επι­τέ­λους!»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: