Ντάγκο

Ντάγκο

Το Ντάγκο πραγματεύεται τον θάνατο ενός δεκαεννιάχρονου Έλληνα μετανάστη στην Τασμανία το 1956, μια εποχή όπου η πολιτική μετανάστευσης της Αυστραλίας ήταν ακόμα δημοσίως ρατσιστική. Πριν μερικά χρόνια, στα ογδόντα του, ο πατέρας μίλησε για τον αδερφό του για πρώτη φορά, αρθρώνοντας το όνομά του. Έως τότε, το όνομα δεν είχε ειπωθεί ποτέ. Το κείμενο είναι κατ’αρχήν ένας στοχασμός γύρω από το ανείπωτο όνομα, ένα όνομα που απαντάται συνεχώς και που συνεχώς αποφεύγεται. Η αποφυγή του ονόματος των νεκρών εντάσσεται και στα ήθη των Αβορίγινων της Τασμανίας (και ολόκληρης της Αυστραλίας) : το φαινόμενο ονομάζεται ‘λόγος αποφυγής’ από τους εθνογλωσσολόγους. Εκκινώντας από τούτη τη σύμπτωση, αλλά και από άλλες που καθ'οδόν αναδύονται από ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα της εποχής, το κείμενο καθιστά, επίσης, μια εξερεύνηση της συνάντησης των σχεδόν εξοντωμένων Μαύρων της Τασμανίας και των Ελλήνων που καταφτάνουν εκεί το 1956 ως άλλοι Μαύροι.
Η λέξη Ντάγκο είναι εφεύρεση και προέρχεται από την υποτιμητική ονομασία Ντέιγκο που απευθυνόταν στους Ισπανόφωνους, Πορτογάλους, Ιταλούς και, ενίοτε, Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ. Σπανίως, χρησιμοποιούνταν και στην Αυστραλία, όπου η πιο κοινή ονομασία για τους Έλληνες ήταν Ουόγκ.


Ντάγκο
Ένα χωρίο: Τα εξαφανισμένα παιδιά



Για γενιές και γενιές κλέβουν τα παιδιά, και τα παιδιά αυτά λέγονται κλεμμένα παιδιά και οι γενιές αυτές κλεμμένες γενιές. Τα παιδιά που κλάπηκαν ή που εγκαταλείφθηκαν είναι το ίδιο: κληρονόμησαν την διαθήκη του αιώνα. Η διαθήκη είναι μπούσουλας, γράφει μέλλον για να μην έχουν να το γράψουν οι κληρονόμοι. Είναι μουσικό κουτί. Το ένα παιδί γυρνά τη μανιβέλα και αφουγκράζεται τον εθνικό ύμνο. Το δεύτερο παιδί ακούει τη Διεθνή. Το τρίτο χορεύει το γαϊτανάκι και τα πλέκει όλα. Και σας βαφτίζω Πέρντιτα, Οιδίποδα, Περσέα, ζώα του καλαθιού, του δάσους, που ζώα σφάζονται για χάρη σας, ζώα-παιδιά που μαθαίνετε όλα τα μυστικά πλην ένα. Και σας βαφτίζω Μωυσή μ’ αρχή νερό και τέλος το ταξίδι, και σας βαφτίζω Χάνσελ και Γκρέτελ που σκούζετε ενώ τα γύρω ζώα δεν σας καταλαβαίνουν πια. Και σας βαφτίζω Φάνι και Αλέξανδρο, και σας βαφτίζω κουτσά σκυλιά, αδέσποτα γατιά, ξεριζωμένα φύλλα, ό,τι δεν αποφεύγεται με τίποτα όσο κι αν το χώσεις μες στο δάσος. Όλα τα πρόδιδε η ζωή, τις υποσχέσεις της νιότης, την ανάταση αυτή που βγαίνοντας απ´την τυφλή ανάγκη των παιδικών χρόνων, προσφερόταν σαν χάρισμα. Η ανάταση της κουπαστής, όπου τρεις γυναίκες κάθονται δίπλα δίπλα και γελάνε: θεά, Βαυβώ και θάνατος. Αναγωγή της προδοσίας σε δόξα, της απουσίας σε ανάσταση. Επειδή ποιος ήταν εκείνος και ποιος εγώ ώστε να βρεθούμε σε τέτοιον διπλό εναγκαλισμό, σε συμβίωση με μια μόνο πιθανή έξοδο, σε ασπρόμαυρη συνύπαρξη; Από την μια, τη δική μου πλευρά, τον βλέπω κι ας μην έχω καν μια φωτογραφία εμπρός μου – θυμάμαι εκείνη την παλιά αντικρισμένη σ’ ένα δωμάτιο (όπως αργότερα, σ’ άλλα σπίτια, έχω δει φωτογραφίες αγαπημένων νεαρών νεκρών στα πιο περίοπτα σημεία: τζάκι, τραπέζι, εικονοστάσι, ώστε ο νεκρός να συμμετέχει σ’ όλα): το σκούρο βλέμμα, τα κυματιστά μαλλιά, το κοντό μουστάκι. Κατείχε τη θέση θεού ή πνεύματος, ο ίδιος μια Ασμοδέα που σηκώνει τις σκεπές από τα σπίτια, δεν ήτανε πια άνθρωπος, το μόνο ανθρώπινο ήταν η ραγισμένη λατρεία που του απήυθυναν όσοι τον είχαν στη ζωή του αγαπήσει – καίτοι αυτά τα λόγια δεν υπήρχαν, δεν ειπώνονταν.  Ό,τι μπορούσα να συμπεράνω από ‘κει ήταν η μαζεμένη του ενέργεια, σαν ένα συμπαγές και σφιχτό πέτρωμα, ο συνδυασμός της νιότης και μιας, ας πούμε, εγκράτειας, ενός μη χασίματος. Με τίποτα δεν κατευθυνόταν προς τον θάνατο, δεν έχανε, πώς να το πω, από πουθενά. Ένα τέτοιο σώμα είχε κάλεσμά του μια πορεία σταθερή μέσα στα χρόνια της φυγής και της αστάθειας, τόσο μεστός φαινόταν, τόσο συγκροτημένος από τη φύση του ..... Αλλάζει χρώμα καθώς τον οραματίζομαι, σηκώνεται το μαύρο, μα ας εγκατασταθώ για μια στιγμή ακόμα εκεί, σ’ αυτήν μας την αντίθεση. Από την άλλη, ναι, την απέναντι σελίδα, με κοιτά εκείνος – μια Μπάμπα Γιάγκα, μια συγγενής λευκή, ένα άσπρο ουαλαμπί της Ταζμανίας. Τραγουδιούνται σα να ‘ταν τα παλιά μου ρούχα αυτά, μια απειλητικά και μια αηδιαστικά από την τόση μαζεμένη φτώχεια και σοφία μαζί, μια φορτωμένα σύμβολα και παραδοσιακή ερμηνεία και μια αθώα, ραμμένα χθες από άγνωστους περαστικούς ράφτες. Άτεγκτη, σκληρή γριά μέσα στο δάσος, που συνεννοείται με τους κορμούς, τα ζώα, τα πουλιά, όπως αυτά συνεννοούνται μεταξύ τους, που άθελά σου πας να μαθητεύσεις δίπλα της. Άγνωστη γυναίκα –θεία– που, σαν παιδί αποκοιμιέσαι πάνω στο μπράτσο της περπατώντας και ξυπνάς απ’ το πλαδαρό, το πολύ άσπρο. Ουαλαμπί που αποκλεισμένο γενιές και γενιές στο νησί λευκαίνει. Μια Άτροπος κι εγώ, που αιωρούμενη, κραδαίνω το ψαλίδι. Ω, να ζήσει κανείς χωρίς διαθήκη!




Ντάγκο

Το Ντάγκο θα εκτεθεί τον Απρίλιο ως ηχητική εγκατάσταση στο Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης.
____________

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Δήμητρα Κατιώνη και Αγγελική Παπούλια: ανάγνωση
Χρήστος Μπάρμπας: νέι, πιάνο, electronics, mixing editing
Ναταλία Καραγιάννη: κείμενο, διεύθυνση

Η ηχογράφηση έγινε από τον Γιάννη Μαυρίδη στο Cue Studio στη Θεσσαλονίκη.


Ντάγκο
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: