Μικρές ατέλειες


Την επόμενη μέρα συνέβη κάτι παράξενο. Κάτι πολύ παράξενο. Εντάξει, πάντα υπήρχαν τα σημάδια, αλλά δεν τα έβλεπε ή τουλάχιστον, δεν ήθελε να τα δει. Ο έρωτας είναι παράξενο πράγμα. Αλλά να, ήταν οι άτσαλες κινήσεις του, ο τρόπος που περπατούσε και τρέκλιζε σαν μεθυσμένος. Η λεπτή του φωνή, σχεδόν τσιριχτή, και εκείνο το μουστάκι του που τον έκανε να μοιάζει με τον Στάλιν τον ίδιο. Και το γούστο του στα ρούχα. Λες και όλη η γκαρνταρόμπα του να ήταν εκείνη η άθλια καμπαρντίνα, που δεν την έβγαζε ούτε στους εσωτερικούς χώρους και το καπέλο, που τον έκαναν να μοιάζει με αποτυχημένο ντεντέκτιβ ταινίας νουάρ. Παράξενα πράγματα. Μυστήριος άνθρωπος, αυτό του το μυστήριο την γοήτευε. Δεν έλεγε πολλά, λίγες κουβέντες, ουσιαστικές. Άκουγε. Μόνο άκουγε. Θα μπορούσε να του μιλάει για ώρες, κι εκείνος απλά να ακούει και να χαμογελάει και να της νεύει με το κεφάλι να συνεχίσει. Και να την κοιτάει όλο το βράδυ με εκείνα τα μάτια του… Tα μάτια του, που την κοίταζαν με μια αγνότητα, σχεδόν παιδική. Πώς να μη συνεχίσει να βγαίνει μαζί του; Παράξενα πράγματα, όταν του έπιασε πρώτη φορά το ατροφικό του χέρι και περπάτησαν μαζί. Οι ατέλειες είναι γοητεία. Κι εκείνη δεν ήταν καμιά καλλονή. Την ενοχλούσαν τα κατσαρά της μαλλιά που δεν ίσιωναν όσο κι αν προσπαθούσε να τα σουλουπώσει, κανένα χτένισμα δεν της ταίριαζε. Δεν της άρεσε τίποτα πάνω της, η μύτη της ήταν πολύ μεγάλη και τα αυτιά της πολύ πεταχτά. Τα δύο μπροστινά της δόντια ήταν κάπως στραβά. Δεν μπορούσε να πει το «ρο» και μερικές φορές ψεύδιζε. Το ένα της μάτι ήταν λίγο αλλήθωρο, αν δεν έδινες σημασία στις λεπτομέρειες δεν το πρόσεχες καν, αλλά ναι ήταν λίγο αλλήθωρο και έφτανε μόνο που το ήξερε εκείνη. Τι άλλο; Το πιγούνι της. Αυτό το πιγούνι της ήταν πολύ μυτερό. Είχε και μια κρεατοελιά, σαν γριά μάγισσα έμοιαζε στην πραγματικότητα. Αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά. Δύο ατελείς άνθρωποι, που βλέπουν τέλειους ο ένας τον άλλον. Τυφλοί από έρωτα. Να έφταιγε που ήταν τυφλωμένος από έρωτα και δεν είδε το ραγισμένο πλακάκι στο πεζοδρόμιο; Να έφταιγαν τα μικρά του πόδια που έτρεμαν σε κάθε βήμα και παραπατούσαν; Έπεσε κάτω και μέσα από την καμπαρντίνα πετάχτηκαν τρία παιδάκια, το ένα πάνω στους ώμους του άλλου. Άρχισαν να τρέχουν μακριά, γελώντας, ρίχνοντας πίσω γρήγορες ματιές, μια καμπαρντίνα, ένα καπέλο, ένα μεγάλο μουστάκι και εκείνη, μόνη και ατελής για ακόμα μια φορά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: