Το Ον

Το Ον



Το ον έμεινε μαζί μας όλη μέρα κι όλη νύχτα. Το είδαμε να έρχεται από το βουνό, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος. Το διακρίναμε από μακριά, από τα τραγίσια κέρατα, που όταν πλησίασε αρκετά είδαμε ότι ήταν ξύλινα και όχι κοκάλινα. Τα μούσια του θύμιζαν τον παπά του χωριού και το χιτώνιο που φορούσε ήταν άμφιο άλλου θεού. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του για να μιλήσει, έβγαινε καπνός και όλα γύρω μύριζαν ταμπάκο και λιβάνι. Μιλούσε μόνο με ομοιοκαταληξίες, με ρυθμό που θύμιζε ψαλμωδίες ή αρχαίες προσευχές. Τα πουλιά είχαν σταματήσει το κελάηδισμα, μέχρι και τα τζιτζίκια κρατούσαν την ανάσα τους και πέρα από αυτόν το μόνο που ακουγόταν ήταν το βουητό του δάσους από τη μια και το τραγούδι των σειρήνων από την άλλη. Μας ζήτησε ανταλλάγματα ισάξια για τις ευχές που θα μας πραγματοποιούσε και θέλησε λίγο από το χρόνο μας για να μας μιλήσει για τον πραγματικό θεό, τον οποίο ποτέ δεν είχε γνωρίσει, ούτε και ήξερε ακριβώς να μας πει τι πρεσβεύει. Τον πιστέψαμε χωρίς ερωτήσεις.

Όταν ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει ξανά, χωρίς να πει κουβέντα, γύρισε την πλάτη και κίνησε για το βουνό. Και μέχρι να χαθεί, τα δάκρυά του ήταν μέσα στα δάκρυά μας και οι κραυγές μας ήταν μέσα στις κραυγές του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: