Το ροζ καλαμάκι

Ερμάν Κανέν: «Ο ταχυδρόμος» (για τον «Χάρτη»)
Ερμάν Κανέν: «Ο ταχυδρόμος» (για τον «Χάρτη»)




Ο ουρανός έξω απ’ το παράθυρο είναι κυανός σαν τα χείλη νεκρού τριάντα επτά ωρών. Μέσα από το παράθυρο, το δωμάτιο είναι αποκοιμισμένο και βουβό με το ρολόι στον τοίχο να ακούγεται σαν χτύπος καρδιάς που δεν έχει δείξει έως αυτή τη στιγμή κανένα σημάδι προδοσίας. Πρόκειται για τον μόνο ήχο που διαρρηγνύει τη σιωπή. Στον τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι βρίσκονται σιωπηλοί μάρτυρες της ζωής που ονειρεύεται μες στο δωμάτιο κάποια αντικείμενα, που είτε αποκτήθηκαν είτε δημιουργήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Πάνω αριστερά, κρέμεται από ένα καρφί ένα μικρό μπρούντζινο αγγελάκι που κρατάει μία άρπα και που με «νανούριζε» κάποτε πάνω από το βρεφικό μου κρεβάτι, τότε που μόνο να κλαίω μπορούσα. Ακριβώς από κάτω, βρίσκεται αναρτημένο ένα πολυμεσικό κολάζ. Τη βάση του αποτελεί η φωτογραφία του προσώπου ενός τριανταπεντάχρονου φαλακρού άντρα. Ο λαιμός του είναι περιτυλιγμένος σφιχτά σε σημείο πνιγμού με μια κόκκινη, γυαλιστερή κορδέλα, όμοια με αυτές που τυλίγουμε πακέτα δώρων, όχι τόσο για πρακτικούς, όσο για καλλωπιστικούς λόγους. Στο λευκό των ματιών του έχουν προστεθεί με κόκκινο μελάνι λεπτές, περίτεχνες διακλαδώσεις για να εντείνουν στον θεατή την αίσθηση πνιγμού, ενώ απαλή κόκκινη ξυλομπαγιά έχει σκιάσει την ίδια περιοχή προς επίτευξη του ίδιου αισθητικού σκοπού. Έπειτα μεσολαβεί ένας καθρέφτης και στα δεξιά αυτού δεσπόζει πάνω-πάνω μια αλλόκοτη, αφηρημένη σύνθεση φτιαγμένη με νεμρομπογιές. Εκ πρώτης όψεως, φαίνονται να είναι διάχυτα ελλειπτικά σχήματα πολλών και διαφρετικών αποχρώσεων του μoβ, τα οποία άλλοτε βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο, κι άλλοτε υπερκαλύπτουν το ένα το άλλο, ζωγραφισμένα με τρόπο ρευστό, όπως αρμόζει στο μέσο, επάνω σε χαρτί ακουαρέλας μεγέθους Α3. Με μια κοντινή ματιά, μπορεί κανείς να διακρίνει στο κάτω μέρος του πίνακα μια διακριτική σημείωση γραμμένη με λεπτό μαυρό μαρκαδόρο: «Ζωγραφική αναπαράσταση επιστημονικής εικόνας ομάδων κυττάρων μεταστατικού νεοπλάσματος με χρήση χρωστικής Ράιτ (μεγέθυνση x100)». Ακριβώς από κάτω από αυτή τη ζωγραφιά, βρίσκεται μια κόλλα τετραδίου που στην κορυφή γράφει με κεφαλαία υπογραμμισμένα γράμματα «ΟΙ 10 ΠΙΟ ΕΠΩΔΥΝΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ», και περιέχει μια λίστα με τις παθήσεις αυτές, όχι όμως απαραίτητα με φθίνουσα σειρά της έντασης του πόνου. Λίγο πιο πέρα, στο ίδιο ύψος και δεξιά της ζωγραφιάς των καρκινικών κυττάρων, είναι αναρτημένη μια ακόμα ζωγραφιά, φτιαγμένη από ξυλομπογιές και λαδομπογιές αυτή τη φορά. Δείχνει έναν ταχυδρόμο που βαδίζει με την ταχυδρομική του τσάντα στον ώμο και παραδίδει γράμματα σε τάφους μέσα σε ένα εκτενές και ερημωμένο νεκροταφείο. Τέλος, ακριβώς από κάτω υπάρχει ένα απλό σημείωμα post-it που γράφει με έντονα μαύρα γράμματα: «Μην το κάνεις αχρείαστα περίπλοκο. Πήγαινε κατευθείαν στην ουσία.»
Στην άλλη άκρη του δωματίου, το μισοκοιμισμένο μου σώμα αναδύεται σιγά-σιγά στην επιφάνεια της συνείδησης. Ανοίγω τα μάτια και αντικρίζω γύρω μου τα ασάλευτα αντικείμενα στο μισοσκόταδο που δίνουν την εντύπωση ότι με παρακολουθούσαν εν αγνοία μου όσο κοιμόμουν. Μία περίεργη, παγερή αίσθηση απώλειας με χτυπάει και με τυλίγει ξαφνικά σαν ένα επιθετικό ρεύμα αέρα που τρύπωσε από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Αισθάνομαι σαν να εισέπραξα μόλις την είδηση του χαμού ενός αγαπημένου προσώπου, άμεσα, κοφτά, χωρίς περιστροφές και διακριτικές εισαγωγές. Δίχως να το επιδιώξω, ο νους μου πάει στη γιαγιά μου, το πλέον αγαπημένο μου πρόσωπο από τους έμμεσους προγόνους μου. Πριν περίπου ενάμιση χρόνο, μου είπαν πως η γιαγιά μου πέθανε. Νόμισα ότι ήταν φάρσα και έτσι δεν πήγα στην υποτιθέμενη κηδεία. Το περίεργο είναι ότι δεν την έχω δει από τότε. Έχω την αίσθηση ότι και η ίδια έχασε εκείνη την κηδεία.

Ανοίγω τα μάτια μου λίγο καλύτερα και, προς μεγάλη μου έκπληξη, τη βλέπω να στέκεται απέναντί μου, ακριβώς μπροστά απ’ τον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Με κοιτάζει. Η ματιά της είναι βουρκωμένη, αλλά όχι λυπημένη. Δείχνει συγκινημένη που με βλέπει ξανά μετά από τόσον καιρό. Παρόλο που τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής της ήταν μαυροφορεμένη γιατί έχασε τον τρίτο της γιο σε τροχαίο δυστύχημα, αυτή τη φορά είναι ντυμένη στα λευκά. Το άλλο που μου προκαλεί εντύπωση είναι ότι μπορεί και στέκεται ευθυτενώς μπροστά μου χωρίς να κρατάει το μπαστούνι της που για πολύ καιρό πήγαινε όπου και η ίδια, κάτι σαν τρίτο πόδι.
Πριν χαθεί, προηγήθηκαν πέντε μαρτυρικά χρόνια κατάκλισης, εξήντα ολόκληροι μήνες απόλυτης ακινητοποίησης πάνω σε ένα κρεβάτι ειδικό για ασθενείς που μπορούν να ζήσουν μόνο ξαπλωμένοι. Με έναν μοχλό μπορούσες να μετακινήσεις την πλάτη αυτού του κρεβατιού όποτε χρειαζόταν να ταϊσεις τον ασθενή, να του χτενίσεις ή να του πλύνεις τα μαλλιά ή απλώς να τον ξεκουράσεις από τη συνήθη ύπτια θέση του. Με τον ίδιο μοχλό, μπορούσες να το επαναφέρεις ξανά σε πλήρως οριζόντια θέση, όταν, για παράδειγμα, ο ασθενής επιθυμούσε να αποκοιμηθεί, κάτι που συνέβαινε το μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου.
Ο χρόνος παύει πια να έχει την οποιαδήποτε λογική και συνοχή σε τέτοιες περιπτώσεις. Το ρολόι δεν εξυπηρετεί σε τίποτα πέρα από μια υπενθύμιση για τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, ενώ το ημερολόγιο τοίχου δεν είναι παρά ένα περιττό διακοσμητικό στοιχείο. Κάθε μέρα είναι ίδια και απαράλλαχτη με την αμέσως προηγούμενη και την επόμενη της ίδιας ή μιας οποιασδήποτε εβδομάδας και κάθε εβδομάδα θα μπορούσε να ήταν η εβδομάδα οποιουδήποτε μήνα ή έτους. Από ένα σημείο κι έπειτα, η γιαγιά έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου. Μου ευχόταν «καλό ξημέρωμα» μέρα μεσημέρι και «καλά Χριστούγεννα» Ιούλιο μήνα. Όταν την έπαιρνα τηλέφωνο και τη ρωτούσα τι κάνει, μου απαντούσε κάθε φορά: «Πάνε δεκαπέντε μέρες που κείτομαι...» Όποιος, όποτε κι αν περνούσε έξω από το σπίτι, μπορούσε να τη δει μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα να βρίσκεται μόνιμα στην ίδια οριζόντια θέση της, περιμένοντας υπομονετικά κάποιον να εμφανιστεί και να της δώσει ένα κομμάτι φαγητό, μια λέξη, ένα άγγιγμα, να την απαλλάξει για λίγο από την τιμωρητική σιωπή που αντηχούσε στο δωμάτιο. Μάλιστα, σε στιγμές μαύρης απελπισίας, είχε ζητήσει από τον σύζυγο της μικρότερης κόρης της, ο οποίος εκείνον τον καιρό βρισκόταν στα αρχικά στάδια της άνοιας, να τη βοηθήσει να κρεμαστεί από τη λεμονιά στην αυλή του σπιτιού, κάτι που τελικά δεν έγινε. Και ο χρόνος συνέχισε να περνάει έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού, χωρίς ποτέ να μπαίνει μέσα – φαινομενικά, τουλάχιστον.

Φαντάζομαι πως οι νύχτες θα πρέπει να ήταν ακόμα πιο μακροσκελείς και αβυσσαλέες από τις ημέρες, λόγω του αντικοινωνικού τους χαρακτήρα. Σε μια γωνιά στο δωμάτιο, η φλόγα ενός καντηλιού ήταν μονίμως αναμμένη. Καθώς τρεμόπαιζε, οι σκιές στο δωμάτιο θα σάλευαν στους τοίχους και η γιαγιά θα τις παρατηρούσε με μάτια καθηλωμένα και άγρυπνα, πιθανώς βλέποντας σε αυτές ανθρώπινες φιγούρες νεκρών της συγγενών που έρχονταν να την επισκεφτούν και να τη συντροφεύσουν, μέχρι που το πρώτο φως του ήλιου θα εξάτμιζε και την τελευταία σκιά.
Θυμάμαι, είχα προτείνει στους δικούς μου να της φέρουν ένα κασετόφωνο για να ακούει μουσική. Ίσως τα πράγματα να ήταν λιγάκι πιο ανεκτά και διαχειρίσιμα, εάν σε όλες αυτές τις ατέλειωτες ώρες καθήλωσης, οι σκέψεις της επέβαιναν νότες, ώστε να ταξιδεύουν πιο αναπαυτικά κι ανάλαφρα επάνω στο αεικίνητο όχημα της μουσικής. «Δεν καταλαβαίνει η γιαγιά απ’ αυτά», ήταν η απάντησή τους.

Αν η παράλυση και η ανημποριά, μαζί με τη συνεπαγόμενη απώλεια δυνατότητας αυτοεξυπηρέτησης, είναι μια αξιοθρήνητη, σχεδόν προσβλητική συνθήκη για τον οποιονδήποτε άνθρωπο, για τη γιαγιά μου ήταν ακόμα περισσότερο. Και αυτό γιατί υπήρξε μια ασυνήθιστα δυναμική και παραγωγική γυναίκα. Ήταν πανέξυπνη, ευρηματική, σβέλτη· της έπεφταν δύο πράγματα κι εκείνη έσκυβε κι έπιανε τρία! Από μικρό κοριτσάκι δούλευε σκληρά στα χωράφια και αργότερα, όταν σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, συνέχισε να εργάζεται ακατάπαυστα. Έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά, τα οποία θήλασε για χρόνια, και μάλιστα, μητέρες από γειτονικά σπίτια του χωριού που δεν είχαν γάλα, της πήγαιναν τα μωρά τους για να τα θηλάσει. Παρά τη φτώχεια της, φρόντισε να μη λείψει ποτέ τίποτα από τα παιδιά της, και προκειμένου να τα ταϊσει, συχνά παρέμενε εκείνη νηστικιά. Έχτισε δυο σπίτια με τα χέρια της για να τα παραχωρήσει σαν προίκα στις κόρες της. Έζεψε αγελάδες, σκαρφάλωσε σε γαϊδουράκια για να πάει και να έρθει απ’ τις γεωργικές δουλειές της, έφτιαξε τυρί από γάλα κατσίκας. Δούλεψε απευθείας με τη γη, έσκαψε πιο σκληρά και επίμονα κι από μυώδη, σκληροτράχηλο άντρα, φύτεψε καρποφόρα δέντρα και τα είδε να ψηλώνουν, να ανθίζουν και να ευδοκιμούν, όπως και τα παιδιά της, τα παιδιά των παιδιών της, και τα παιδιά των παιδιών των παιδιών της.
Εγώ ήμουν ένα από τα παιδιά των παιδιών της, και κατά κοινή ομολογία, το αγαπημένο της εγγόνι. Όταν αρρώστησε και βρέθηκε δέσμια σε εκείνο το κρεβάτι, έτυχε να ζω σε άλλη πόλη. Της τηλεφωνούσα σχεδόν καθημερινά, όμως οι επισκέψεις μου, εκ των πραγμάτων, δεν ήταν τόσο τακτικές. Όποτε πήγαινα να τη δω, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να χαϊδέψω το σκαμμένο της πρόσωπο και να της θυμίσω πόσο πολύ τη θαύμαζα για όλα όσα είχε καταφέρει και πόσο θα ήθελα να της μοιάσω. Την επιβράβευα όσο πιο ένθερμα μπορούσα για το έργο της ζωής της για να τη βοηθήσω να εξέλθει ικανοποιημένη, πλήρης και ανάλαφρη, με όσο το δυνατόν λιγότερες μετάνοιες και σκέψεις ότι είχε αφήσει υποθέσεις εκκρεμείς και ανοιχτές.
Κάθε φορά που πήγαινα, έβρισκα ένα ροζ πλαστικό καλαμάκι επάνω σε μια χαρτοπετσέτα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Με αυτό το καλαμάκι τής δίνανε νερό μέσα από ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι. Ωστόσο, το καλαμάκι αυτό ήταν εκτεθειμένο σε μύγες, και έδινε την εντύπωση ότι είχε χρησιμοποιηθεί για αρκετό καιρό. Έτσι, λοιπόν, συχνά, προτού κάνω το οτιδήποτε, φρόντιζα να το πετάξω και να το αντικαταστήσω με καινούριο, ή αν δεν μπορούσα να βρω άλλο, το πήγαινα στον νεροχύτη και το έπλενα διεξοδικά για ώρα: εσωτερικά, εξωτερικά, από την πάνω μεριά που ήταν το στόμιο, από την κάτω, στα πλαϊνά, και όταν τελείωνα, ξανάρχιζα το πλύσιμο με την ίδια σειρά για δυο-τρεις φορές ακόμα. Για κάποιον λόγο, έτρεφα την πεποίθηση ότι για όσο περισσότερο χρόνο το έπλενα, τόσο περισσότερο χρόνο ζωής θα της εξασφάλιζα, τόσο πιο αργά θα κατέφθανε ο θάνατος που ήταν καθοδόν προς το σπίτι με τη μισάνοιχτη πόρτα καλπάζοντας επάνω στο στιβαρό άλογό του. Όταν έφθανε η ώρα να την αποχαιρετήσω, της χάιδευα και πάλι το σκαμμένο της πρόσωπο, όσο πιο απαλά μπορούσα αυτή τη φορά, της υποσχόμουν ότι θα της τηλεφωνούσα πολύ σύντομα, και την άφηνα να με κοιτάζει καθώς απομακρυνόμουν με κατεύθυνση τον κόσμο των κατακόρυφων ανθρώπων. Μην ξέροντας αν θα την έβλεπα ξανά, φύλαγα τη μορφή της όσο πιο σφιχτά μπορούσα μέσα μου, και κατέγραφα τη δεκάλεπτη διαδρομή από το σπίτι της προς τον δρόμο που οδηγούσε στη στάση του λεωφορείου παίρνοντας κυριολεκτικά εκατοντάδες φωτογραφίες.
Την τελευταία μέρα που μου μίλησε στο τηλέφωνο, έναν μήνα πριν τα ενενηκοστά τρίτα γενέθλιά της, είχε προχωρημένη αναπνευστική ανεπάρκεια και η ομιλία της ακουγόταν εμφανώς κοπιώδης και ασθμαίνουσα. Μετά βίας μπόρεσε να αρθρώσει λίγες λέξεις. Εγώ δεν μπόρεσα να της μιλήσω, γιατί πήρανε αμέσως το ακουστικό από το αυτί της. Αυτό που εκείνη πρόλαβε να πει ήταν: «Ο Θεός μαζί σου». Απ’ όλες τις δυνατές λέξεις και συνδυασμούς αυτών, αυτές τις τέσσερις επέλεξε να είναι οι τελευταίες της σε εμένα. Ήξερε ότι πέθαινε, εγώ όμως δεν το πίστευα, ή, για την ακρίβεια, αρνούμουν να το πιστέψω. Μου είπαν εκ των υστέρων ότι τέσσερις ώρες μετά από αυτήν την επικοινωνία, έφυγε.
Ανοίγω τα μάτια μου και αντικρίζω το άδειο δωμάτιο, διερωτώμενη τι έχει συμβεί. Μου είπαν ότι η γιαγιά μου πέθανε. Νόμισα ότι ήταν φάρσα και έτσι δεν πήγα στην υποτιθέμενη κηδεία. Το περίεργο είναι ότι την είδα σήμερα. Έχω την αίσθηση ότι και η ίδια έχασε εκείνη την κηδεία.



[ Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα Μedulla ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: