Όταν μπήκε για πρώτη φορά στο κομμωτήριο, δειλά-δειλά, σαν να είχε μετανιώσει, σαν να σκεφτόταν να κάνει μεταβολή και να εξαφανιστεί, αμέσως τον κατέταξα σ’ αυτούς που δε θα μείνουν. Από τότε που άνοιξα το μαγαζί, όταν βλέπω νέα φάτσα, καταλαβαίνω αμέσως αν θα γίνει τακτικός πελάτης ή αν δεν θα πατήσει δεύτερη φορά το πόδι του. Είναι ένα παιχνίδι που παίζω, ένα στοίχημα που βάζω με τον εαυτό μου και συνήθως δεν πέφτω έξω. Με τoν Στράτο είπα αμέσως, χωρίς να το σκεφτώ, “δεν πρόκειται να ξανάρθει”. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο λάθος έκανα.
Εκείνη την πρώτη φορά είχε ένα ντροπαλό βλέμμα. Με κοίταξε όμως στα μάτια. Οι έφηβοι που είχα τότε πελάτες συνήθως με κοιτούσαν χαμηλότερα. Ήμουνα τότε είκοσι τριών χρονών κορίτσαρος, φορούσα εκείνα τα ντεκολτέ και τα μίνι... Περασμένα μεγαλεία... Με ρώτησε αν μπορούσα να τον κουρέψω. Του απάντησα ότι κανονικά δουλεύω με ραντεβού αλλά ήταν τυχερός γιατί είχα ένα κενό και του έκανα νόημα να περάσει για λούσιμο.
Καθώς τσέκαρα το νερό, κοιτούσα με περιέργεια εκείνο το φρικτό πράγμα που κουβαλούσε στο κεφάλι του. Εκτός από την αναμενόμενη χαίτη (ήταν της μόδας τότε) πυκνό μαλλί έπεφτε στο μέτωπο και το σκέπαζε μέχρι τα μάτια. Επειδή όμως φούντωνε, ήταν σαν είχε μία φωλιά πουλιών καρφωμένη στο κούτελο! Παρακαλούσα μέσα μου να μου πει “παρ’ τα πολύ κοντά”. Πόσο ήθελα να επιτεθώ σε αυτό το αίσχος με το ψαλίδι μου και τη μηχανή μου, να κάνω το γλυκό, παιδικό του προσωπάκι να λάμψει ελεύθερο. Προς μεγάλη μου απογοήτευση τον άκουσα να μου λέει “πίσω και μπροστά θα ήθελα να μην τα πάρετε πολύ, στα πλάγια λίγο παραπάνω”.
Μόλις έγειρε πίσω, στον λουτήρα, και του έβρεξα τα μαλλιά αποκαλύφθηκε ένα άλλο τερατούργημα: φαβορίτες μέχρι το λοβό του αυτιού! Μα τι κακό είναι αυτό, σκέφτηκα, δεν ξέρουν τι καινούργιο να βγάλουν και ξαναφέρνουν στη μόδα κάθε βλακεία του παρελθόντος. Εκείνη την εποχή, εκτός από τις φαβορίτες, είχαν ξαναέρθει στη μόδα τα παντελόνια καμπάνες και τα λουλουδάτα πουκάμισα λες κι ήμασταν σε ταινία του Κωνσταντάρα.
«Να σου κοντύνω λίγο τις φαβορίτες;» τόλμησα να πω όταν τέλειωνα σχεδόν το κούρεμα.
Γύρισε λοξά το κεφάλι και κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη μία εμένα μία την αριστερή του φαβορίτα, σαν να το σκεφτόταν. Τελικά είπε:
«Όχι, αφήστε, όταν ξυριστώ μπορεί να τις κοντύνω λίγο».
«Εδώ να την κόψεις», του είπα βάζοντας το δάχτυλό μου στο ύψος της τρύπας του αυτιού γιατί από εκεί και κάτω η φαβορίτα πλάταινε.
«Καλά» είπε με τον τρόπο που λέμε «καλά» για να ξεφορτωθούμε κάποιον ενοχλητικό.
Όσο τον κούρευα ήταν εντελώς αμίλητος. Αλλά κι εγώ που είμαι γνωστή γλωσσοκοπάνα (έτσι με έλεγε από μικρή η μάνα μου) δεν τόλμησα να ξεκινήσω κάποια κουβέντα. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι στο πρόσωπό του έδειχνε ότι προτιμούσε να μη μιλάμε.
«Εκατό τοις εκατό, δεν πρόκειται να ξαναπατήσει» σκέφτηκα καθώς τον έβλεπα να χώνει τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν και να απομακρύνεται.
Όμως ξανάρθε. Και μάλιστα είχε κλείσει ραντεβού από το τηλέφωνο την προηγούμενη. Φυσικά δεν είχα γνωρίσει τη φωνή. Όπως και την πρώτη φορά, ένιωθα λίγο άβολα γιατί διαισθανόμουν ότι ένιωθε κι εκείνος άβολα σαν να υπέμενε όλη τη διαδικασία του κουρέματος. Οπότε έκανα κι εγώ τη δουλειά μου σιωπηλή και κατά κάποιο τρόπο υπέμενα κι εγώ τη διαδικασία γιατί δεν μου είναι εύκολο να κουρεύω στα μουγκά. «Λιγομίλητο κουρέα και ταξιτζή δύσκολα θα βρεις», λέει ένας πελάτης. Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, αλλά εγώ δεν μπορώ να έρχομαι τόσο κοντά σε έναν άνθρωπο, να δουλεύω πάνω από το κεφάλι του και να μη βγάζω μιλιά. Δεν ξέρω αν είμαι παράξενη, αλλά δεν μου φαίνεται φυσιολογικό. Πάντως, με τον Στράτο, φυσιολογικό-ξεφυσιολογικό, οι μόνες κουβέντες που ανταλλάσσαμε τα πρώτα χρόνια ήταν περιορισμένες.
«Είναι εντάξει το νερό;» τον ρωτούσα στο λούσιμο.
«Εντάξει είναι» μου απαντούσε.
Μετά από δύο λεπτά:
«Πώς να τα κόψω;»
«Πίσω και μπροστά λίγο. Στα πλάγια περισσότερο».
Μετά από ένα τέταρτο:
«Να κοντύνω τις φαβορίτες;»
«Όχι καλύτερα, ίσως τις κοντύνω εγώ όταν θα ξυριστώ».
«Να βάλω ξυράφι στον σβέρκο;»
«Ναι».
Μετά από πέντε λεπτά:
«Ζελέ να βάλω;»
«Όχι καλύτερα».
Και αυτά ήταν όλα κι όλα τα λόγια που ανταλλάσσαμε.
Ένα παλιό ανέκδοτο λέει ότι πάει ένας να κουρευτεί κι όταν τον ρωτάει ο κουρέας «πώς να σας κουρέψω»; εκείνος του απαντάει «χωρίς πολλά λόγια». Κάποιος σαν τον Στράτο θα το έβγαλε. Να φανταστείτε ότι και το όνομά του το έμαθα μετά από ένα χρόνο περίπου —στο τηλέφωνο έκλεινε ραντεβού με το επίθετό του. Όταν τον κούρευα και τύχαινε να περιμένει άλλος πελάτης έπιανα κουβέντα με αυτόν. Νομίζω ότι κι ο Στράτος ένιωθε πιο άνετα όταν εγώ φλυαρούσα με κάποιον άλλο και δεν έψαχνα αφορμές να του πιάσω κουβέντα. Όταν, όμως, δεν υπήρχε κανείς στην αναμονή, ολόκληρα λεπτά κάλυπτε η σιωπή κάτι που μόνο μαζί του γινόταν. Το μόνο που κατάφερα να μάθω γι’ αυτόν μετά από δυο-τρία χρόνια, ήταν ότι σπούδαζε στην Αθήνα —όταν πρωτομπήκε στο κομμωτήριο τέλειωνε το λύκειο— αλλά δεν κατάφερα να συγκρατήσω τι ακριβώς, επειδή δεν το πολυκατάλαβα. Είχε σχέση, νομίζω, με φιλοσοφία ή με λογοτεχνία, πάντως ήταν από εκείνες τις σχολές που τις ακούς και λες «α, εντάξει, τέσσερα χρόνια θα περάσει ωραία φοιτητική ζωή και μετά θα γίνει άνεργος ή στην καλύτερη θα πιάσει μια δουλειά εντελώς άσχετη». Πάντως όσο σπούδαζε στην Αθήνα –μου το διαβεβαίωσε κατηγορηματικά αυτό– δεν είχε κουρευτεί ποτέ εκεί. Προτιμούσε να θυσιάζει μια ώρα από τα σαββατιάτικα πρωινά όταν ερχόταν στη Λάρισα για να περάσει από το κομμωτήριό μου. Μπορώ να πω ότι με εξέπληξε λίγο μια τέτοια εκμυστήρευση από κάποιον που έδειχνε να κάνει υπομονή μέχρι να τελειώσω το κούρεμα. Αυτό πάλι, ότι απλά κάνει υπομονή, μάλλον ήταν ιδέα μου. Γιατί εγώ μπορώ να μείνω σιωπηλή για ώρα, όταν περιμένω υπομονετικά να περάσει κάτι. Δεν είναι όμως όλοι σαν εμένα.
Κάποτε έκανε να έρθει για κούρεμα αρκετό καιρό. Μία φορά που τον θυμήθηκα, κάθισα να υπολογίσω πότε τον είχα δει τελευταία φορά και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είχε να πατήσει στο κομμωτήριό μου πάνω από ένα χρόνο. Ίσως θα έπρεπε να το πάρω απόφαση ότι για κάποιο λόγο (όπως συνέβη με τόσους και τόσους στο πέρασμα των χρόνων) αποφάσισε να κουρεύεται αλλού. Κι όμως, ήρθε και πάλι, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, με ένα κάπως αλλοπρόσαλλο κούρεμα. Όταν του ταχτοποιούσα με τη χτένα το μαλλί του μετά το λούσιμο, συνειδητοποίησα πόσο φριχτά κουρεμένος ήταν και δεν άντεξα να μη φωνάξω:
«Μα ποιος εγκληματίας σου το έκανε αυτό το κούρεμα; Έχει μαγαζί αυτός ο άνθρωπος; Ζει από αυτή τη δουλειά;»
Έβαλε τα γέλια. Πρώτη φορά τον έβλεπα να διασκεδάζει τόσο πολύ με κάτι που είχα πει.
«Όχι, ούτε μαγαζί έχει ούτε ζει από αυτό. Είναι εντελώς ερασιτέχνης».
Αυτός το είχε βρει πολύ αστείο, αλλά εγώ είχα θυμώσει πραγματικά. Δηλαδή τόσους μήνες προτιμούσε να κουρεύεται από κάποιον άσχετο και να γίνεται το κεφάλι του χάλια; Γιατί; Για να γλυτώσει δυο φράγκα; Τουλάχιστον έβαλε μυαλό κι επέστρεψε.
«Μα τόσο χάλια με έκανε;» με τσίγκλισε πάλι.
«Καλά να πάθεις. Να μάθεις να μου κάνεις απιστίες» είπα κι εγώ για να το γυρίσω λιγάκι στο αστείο.
«Συγγνώμη, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Κινδύνευα με φυλακή».
Τι παλαβά ήταν πάλι αυτά που μου έλεγε…
«Αλήθεια σου λέω! Είπα θα κάνω υπομονή και θα έρθω να με κουρέψεις εσύ αλλά είχαν μακρύνει πολύ. Στο τέλος με έπιασε ο λοχαγός και μου λέει “Αν αύριο δεν είσαι κουρεμένος, δύο μέρες φυλακή. Μπορεί σύντομα να απολύεσαι, αλλά όσο είσαι εδώ, θα είσαι όπως πρέπει να είναι ένας στρατιώτης”. Οπότε τι να κάνω κι εγώ… Πήγα να κουρευτώ στον τύπο που έβαλαν να μας κουρεύει. Ο οποίος, πριν πάει φαντάρος, το μόνο που είχε κουρέψει ήταν πρόβατα!»
Κι έτσι έμαθα ότι η εξαφάνιση του Στράτου οφειλόταν στη στρατιωτική του θητεία. Δεν με είχε ξεγράψει ο άνθρωπος, υπηρετούσε την πατρίδα στη Λήμνο. Μα ―τι περίεργο!― ενώ για άλλους άντρες ο στρατός αποτελεί αγαπημένο θέμα συζήτησης και μπορούν να μιλάνε ώρες ολόκληρες γι’ αυτό, αυτός, όταν τον ρώτησα πώς τα πέρασε στη θητεία του, μου απάντησε:
«Δε βαριέσαι, πέρασε τώρα».
Λίγα χρόνια μετά, μόλις τον έλουσα και πήγαινα να κάνω την ανούσια ερώτηση πώς ήθελε να τον κουρέψω, είδα μέσα από τον καθρέφτη μία κοπέλα στην ηλικία του να μπαίνει και να κοιτάζει δειλά προς το μέρος μας. Πριν προλάβω να τη ρωτήσω τι θέλει, ο Στράτος της απευθύνθηκε μιλώντας μέσα από τα δόντια του:
«Σου είπα να μην έρθεις, θα της τα πω εγώ…»
«Ε, καλά, πώς κάνεις έτσι; Εγώ θα τα πω καλύτερα» είπε εκείνη και μετά προχώρησε χαρωπή προς το μέρος μου. Με καλημέρισε και χωρίς να μου συστηθεί άρχισε να περιγράφει τον τρόπο που ήθελε να τον κουρέψω και να τον χτενίσω. Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι συνήθιζε ως τότε· αν θυμάμαι καλά, ζητούσε ένα κούρεμα που ήταν τότε της μόδας. Κοίταξα τον Στράτο ερωτηματικά κι εκείνος έπιασε το βλέμμα μου.
«Κάνε ό,τι σου λέει να τελειώνουμε» είπε ξεφυσώντας.
«Να τον προσέξετε, σας παρακαλώ», επέμενε εκείνη, «γιατί είναι για γάμο».
«Ποιος παντρεύεται;» ρώτησα εντελώς αυθόρμητα.
«Εγώ», απάντησε ο Στράτος χωρίς να έχει ούτε λίγο από τον ενθουσιασμό που υποτίθεται ότι πρέπει να έχει (ή έστω να
υποκρίνεται ότι έχει) ένας μελλόνυμφος, τόσο πολύ που αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να του ευχηθώ. Του ευχήθηκα αλλά όχι πολύ ζωηρά κι αυτός μουρμούρισε ένα «ευχαριστώ».
Η κοπέλα πριν φύγει για να πάει για ψώνια, όπως την άκουσα να λέει στον Στράτο, με ρώτησε αν το χτένισμά του θα κρατούσε ως την επόμενη βδομάδα που ήταν ο γάμος. Εγώ της είπα ότι θα μπορούσε αυτή να του τα φρεσκάρει εκείνη την ώρα με μία χτένα και λίγη λακ και προθυμοποιήθηκα να της δείξω, αλλά γέλασε.
«Εγώ θα έχω άλλα πράγματα να κάνω εκείνη την ώρα. Είμαι η νύφη!».
Δαγκώθηκα. Αλήθεια, αυτό θα έπρεπε να σκεφτώ από την πρώτη στιγμή αλλά κάτι με εμπόδιζε να τους δω σαν ζευγάρι.
«Α, με συγχωρείτε… επειδή μοιάζετε λίγο, νόμιζα ότι είσαι η αδερφή του» δικαιολογήθηκα εγώ μάλλον χωρίς μεγάλη επιτυχία.
Σε εκείνο το κούρεμα η συνηθισμένη ερώτηση για τις φαβορίτες ήταν τροποποιημένη:
«Μη μου πεις ότι θα γίνεις γαμπρός με αυτές τις φαβορίτες».
«Μην ανησυχείς. Ούτε στην αρραβωνιαστικιά μου αρέσουν. Θα τις κόψω αλλά μόνο για τον γάμο. Αυτή είναι η συμφωνία».
«Είμαι σίγουρος ότι όταν τις κόψεις θα καταλάβεις ότι είσαι πιο ωραίος χωρίς αυτές».
Με κοίταξε με ένα αμυδρό χαμόγελο. Ήταν σαν να μου έλεγε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο. Την επόμενη φορά που ήρθε για κούρεμα, οι φαβορίτες ήταν στη θέση τους, όπως πάντα.
Μερικά χρόνια μετά, μπήκε στο μαγαζί κρατώντας από το χέρι ένα πιτσιρίκι που δεν θα πρέπει να πήγαινε καν σχολείο.
«Ανιψάκι σου είναι;» ρώτησα.
«Όχι, γιος μου».
Για άλλη μία φορά συνειδητοποιούσα πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος. Σαν πέρυσι μου φαινόταν ότι τον είχα κουρέψει για γαμπρό. Ρώτησε αν μπορούσα να κουρέψω τον μικρό, αλλά εγώ του είπα κατηγορηματικά όχι και ξεκίνησα να του διηγούμαι τις τραυματικές εμπειρίες που είχα με παιδιά. Ιδιαίτερα τόνισα εκείνη την περίπτωση με ένα πολύ ζωηρό που κόντεψα να του βγάλω το μάτι. Είπα τότε, αν είναι να μου το κλείσουν το μαγαζί και να πάω κατηγορούμενη, παιδάκι δεν ξανακουρεύω. Ο Στράτος με άκουσε υπομονετικά και στο τέλος χαμογέλασε και με διαβεβαίωσε ότι το συγκεκριμένο παιδί θα είναι εντελώς συνεργάσιμο. Είχε δίκιο. Κάθισε το καημένο, εντελώς ακίνητο. Και τα πιο ήσυχα που έχω κουρέψει κουνούσαν στο τέλος τα ποδαράκια τους από ανυπομονησία. Αυτό παρέμεινε εντελώς ακίνητο σαν κούκλα. Και φυσικά δεν έβγαλε κουβέντα. Στις δυο τρεις κουβέντες που του απηύθυνα, αν πάει σχολείο κι όλες τις γνωστές χαζομάρες που ρωτάνε οι μεγάλοι τα παιδιά, απαντούσε με ένα “ναι” ή με ένα “όχι”. Στη φάτσα δεν του έμοιαζε και πολύ του Στράτου αλλά κατά τα άλλα ήταν σαν να κούρευα τον Στράτο σε μικρογραφία. Δεν τον ξανάφερε για κούρεμα. Ήταν αρμοδιότητα της γυναίκας του είπε, εκτάκτως μόνο έτυχε να τον φέρει εκείνη τη φορά.
Κάποτε έτυχε να μιλήσουμε για την πρώτη φορά που είχε έρθει στο κομμωτήριο, για τα χρόνια που είχαν περάσει, που ήταν αυτός μαθητής κι εγώ μόλις είχα πρωτοανοίξει το μαγαζί. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε κάπως πιο εξομολογητικός. Μου είπε για τα όνειρα και τα σχέδια ζωής που έκανε όταν ξεκινούσε τις σπουδές, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι θα κατέληγε να κάνει την πιο βαρετή δουλειά του κόσμου —όπως τη χαρακτήρισε— υπάλληλος στην Περιφέρεια. Ίσως γι’ αυτό, κουβέντα στην κουβέντα, παρασύρθηκα κι εγώ σε πιο προσωπικά ζητήματα.
Ένα καλό που δεν μιλούσε πολύ ο Στράτος ήταν ότι δεν με είχε ρωτήσει ποτέ, όλα αυτά τα χρόνια, γιατί δεν παντρεύτηκα. Όλοι οι άλλοι που είναι πελάτες χρόνια, με τόσα που λέμε στο κούρεμα, κάποτε τυχαίνει και το ρωτάνε είτε στα ίσα είτε πλαγίως. Δεν είναι αυτό το χειρότερο. Πιο εκνευριστικοί είναι εκείνοι που νομίζουν ότι χρειάζομαι τη συμπόνια τους και προσπαθούν να με παρηγορήσουν. Όχι λάθος! Πιο εκνευριστικοί είναι αυτοί που έχουν ένα καλό παιδί να μου γνωρίσουν —αν εξαιρέσουμε βέβαια έναν που με ρώτησε στα ίσα αν είμαι λεσβία.
Ο Στράτος ήταν κύριος σε όλα του και πάντα διακριτικός. Εκείνη τη μέρα, λόγω της συζήτησης, εγώ η ίδια παρασύρθηκα, το είχα ανάγκη φαίνεται, και του είπα για την ιστορία μου με τον Θανάση. Του έλεγα ότι αυτός ο κύριος με είχε χρόνια ολόκληρα στο περίμενε και το ενδιαφέρον του Στράτου για την ιστορία μου δεν ήταν μεγαλύτερο από αυτό που έδειχνε όταν του έλεγα για κάτι που είχα δει στην τηλεόραση. Οι ερωτήσεις του ήταν οι αδιάφορες ερωτήσεις που έκανε μόνο για να δείξει δήθεν ότι ενδιαφέρεται και να με κάνει να συνεχίσω να μιλάω για να μη μιλάει αυτός.
«Δεν ήταν έτοιμος για γάμο ο κύριος;» ρώτησε κάποια στιγμή κι εγώ διστακτικά του απάντησα:
«Έπρεπε να πάρει πρώτα διαζύγιο».
Τότε με κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη για πρώτη φορά με τέτοια έκπληξη. Από εκεί κι έπειτα με κοιτούσε με πραγματικό ενδιαφέρον.
«Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν… Τη μία σκεφτόταν τη στεναχώρια που θα έδινε στη γυναίκα του, την άλλη φοβόταν για τους άρρωστους γονείς του που δεν θα το άντεχαν. Μετά ήθελε να μεγαλώσουν λίγο οι γιοι του για να μην τον στερηθούν νωρίς και τον μισήσουν, μετά περνούσαν δύσκολη εφηβεία… Δεν καταλαβαίνεις εύκολα ότι είσαι το κορόιδο του άλλου γιατί δεν θέλεις να το παραδεχθείς ότι σε κορόιδευε ειδικά όταν έχουν περάσει τόσα χρόνια».
«Και πώς το κατάλαβες. Δηλαδή πώς το πήρες απόφαση;»
«Έμαθα ότι εκτός από εμένα είχε κι άλλη ερωμένη».
«Ε, όχι» φώναξε ο Στράτος, πρώτη φορά αγανακτισμένος, και με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα.
«Κι όμως! Αλλιώς, μη νομίζεις, ακόμη θα με κορόιδευε. Τέτοιο βόδι είμαι σε αυτά τα θέματα. Από τότε το κεφάλαιο άντρες έκλεισε για μένα. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι στο μέλλον, αλλά μετά από μία τέτοια απογοήτευση δεν καίγομαι να το ξανανοίξω».
Συνέχισα να τον κουρεύω και θυμάμαι ότι ήταν μία από τις μεγαλύτερες σιωπές που περάσαμε μαζί. Ντρεπόμουν αφάνταστα. Είχα μετανιώσει που εκμυστηρεύτηκα την ιστορία μου σε έναν πελάτη και ειδικά στον Στράτο, στον πιο σοβαρό. Θα αισθανόμουν λιγότερη ντροπή εάν τα είχα πει σε κάποιον από τους τόσους χαζοβιόληδες που κουρεύω.
«Θα έχεις χάσει πάσα ιδέα για μένα» είπα τελικά.
Αυτό που μου απάντησε με έκανε να σταματήσω προσωρινά το κούρεμα και να τον κοιτάξω έκπληκτη.
«Ίσα-ίσα. Έχεις ανέβει πολύ στην εκτίμησή μου».
«Σοβαρά; Και γιατί αυτό;»
Ο Στράτος σκέφτηκε για λίγο και τελικά μου χάρισε ένα βλέμμα πραγματικής συμπόνιας. Και είπε… Να δεις πώς το είπε. Προσπαθώ να θυμηθώ ακριβώς την ατάκα του.
«Μόνο σεβασμό αξίζουν εκείνοι που δόθηκαν ολοκληρωτικά σε έναν έρωτα».
Τώρα που το σκέφτομαι, τώρα μόνο, στο τελευταίο του κούρεμα ήταν λίγο περίεργος. Όσο περίμενε τη σειρά του διάβαζε αμίλητος ένα βιβλιαράκι. Ήταν τόσο αφοσιωμένος που δεν πήρε είδηση ότι αυτός που κούρευα είχε φύγει και ότι εγώ τον περίμενα με την πετσέτα στο χέρι για να τον λούσω.
«Στράτο, η σειρά σου» του είπα. «Τι διαβάζεις με τόση αφοσίωση;»
Σήκωσε αργά το κεφάλι του αλλά ο ίδιος δεν σηκώθηκε.
«Συμβαίνει τελευταία να κουράζομαι να είμαι άνθρωπος».
«Ορίστε;»
«Αυτό διαβάζω. Είναι από το ποίημα ενός Χιλιανού ποιητή. Παρακάτω λέει κάτι που μπορεί να σε ενδιαφέρει».
Να με ενδιέφερε κάτι που έγραψε ένας ποιητής και μάλιστα Χιλιανός; Τι εντύπωση είχε σχηματίσει για μένα τόσα χρόνια; Γύρισε αργά το κεφάλι του προς το βιβλίο και διάβασε:
«Η μυρωδιά των κουρείων με κάνει να κλαίω με λυγμούς».
«Να κλαίει; Και με λυγμούς μάλιστα! Δεν καταλαβαίνω, τι έχει η μυρωδιά δηλαδή;»
«Κάποτε, ξέρεις, ρώτησαν τον ποιητή αυτό ακριβώς. Ξέρεις τι απάντησε; “Αυτό που ένιωθα τη στιγμή που το έγραφα, μόνο με αυτά τα λόγια μπορούσα να το εκφράσω”».
«Τι να σου πω, βρε Στράτο, εγώ δεν ξέρω από ποίηση και τέτοια. Δεν έρχεσαι να σε λούσω;».
Χαμογέλασε, έκλεισε το βιβλίο κι επιτέλους σηκώθηκε. Το άλλο πρωτότυπο εκείνης της μέρας ήταν όταν φτάσαμε στο γνωστό θέμα με τις φαβορίτες. Δεν μου έδωσε την τυπική απάντηση-ψέμα ότι θα της κοντύνει λίγο ο ίδιος. Απλά με κοίταξε και χαμογέλασε.
«Ποτέ δεν τις συμπάθησες» είπε. «Από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εδώ τις έχεις βάλει στο μάτι. Γιατί; Τι σου έφταιξαν;»
Πραγματικά τι μου είχαν φταίξει; Δεν μπορούσα να πω ακριβώς. Κι άλλοι έχουν φαβορίτες. Στο δικό του κεφάλι όμως μου φαίνονταν εντελώς παράταιρες, δεν ξέρω τι έφταιγε, ίσως το σχήμα του προσώπου, ίσως το γεγονός ότι ήταν πλατιές, πραγματικά δεν ξέρω.
«Βρε Στράτο…» του λέω, «άντε πες, εκείνη την εποχή ήταν στη μόδα, το καταλαβαίνω. Σήμερα, όμως, τόσα χρόνια μετά, γιατί επιμένεις να τις κρατάς;»
«Ακριβώς γι’ αυτό βρε Τούλα», είπε.
«Δηλαδή, γιατί;» είπα εγώ που πάλι δεν καταλάβαινα.
«Γιατί είναι το μόνο που μου έμεινε από εκείνη την εποχή».
Και πρόσθεσε σιγά σαν να μην ήθελε να τον ακούσω:
«Κάποτε θα σε αφήσω να τις κόψεις».
«Αλήθεια λες; Δεν σε πιστεύω».
«Σ’ το υπόσχομαι».
«Και πότε θα γίνει αυτό;» του είπα εγώ χασκογελώντας. «Φαντάζομαι την τελευταία φορά που θα σε κουρέψω, όταν θα βγαίνω στη σύνταξη, σαν δώρο, ε;».
«Όχι. Πολύ νωρίτερα».
«Άντε να δούμε, πότε θα είναι αυτή η ιστορική μέρα».
Αυτή η μέρα ήταν σήμερα.
Ήταν γύρω στις εννιά και μισή, μόλις είχε φύγει ο πρώτος πελάτης και σκούπιζα τις τρίχες, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα αντίγραφο του Στράτου. Όχι πιστό αντίγραφο. Αυτός είχε πιο γκρίζα και λίγο πιο αραιά μαλλιά, και μουστάκι, αλλά κατά τα άλλα ήταν φτυστός ο Στράτος. Με καλημέρισε και είπε κάτι που δεν με εξέπληξε καθόλου:
«Είμαι ο αδερφός του Στράτου του Μιχελή».
Του είπα ότι το κατάλαβα αμέσως και νομίζοντας ότι ήρθε για κούρεμα θέλησα να του πω να καθίσει, όμως η στάση του με απέτρεψε. Στεκόταν ακίνητος κοντά στην πόρτα. Κάτι ήθελε να πει, αλλά φαινόταν να μην ξέρει πώς να το ξεκινήσει.
«Κουρευόταν χρόνια σε σας ο αδελφός μου...»
«Γιατί λέτε “κουρευόταν”; Δεν θα ξανάρθει;» ρώτησα και χαμογέλασα θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο ήταν απίθανο.
«Δυστυχώς δεν θα ξανάρθει» απάντησε σοβαρός εκείνος. «Πέθανε χθες το βράδυ».
«Χθες το βράδυ;» ψιθύρισα βλακωδώς, λες και το περίεργο στην υπόθεση ήταν η ώρα που πέθανε. «Τα συλλυπητήριά μου. Τι συνέβη; Δυστύχημα;» ρώτησα.
«Μία σπάνια ασθένεια. Την είχε τα τελευταία δύο χρόνια».
«Παρακαλώ, καθίστε» του είπα και κάθισα εγώ γιατί το είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή, αλλά εκείνος μου είπε ότι είναι λίγο βιαστικός κι έτσι έμεινα εγώ καθισμένη κι εκείνος όρθιος.
«Ξέρετε γιατί ήρθα; Πριν από λίγες μέρες, στο νοσοκομείο, είδε ότι είχαν μεγαλώσει τα μαλλιά του και μου είπε “Όταν τελειώσουν όλα, θα ήθελα να φωνάξετε την Τούλα να μου κάνει ένα τελευταίο κούρεμα”».
Κόμπιασε λίγο και συνέχισε.
«Ίσως σας φαίνεται λίγο περίεργο. Οι άλλοι συγγενείς είπαν να μην έρθω να σας ενοχλήσω. Μάλλον αυτό είναι δουλειά του γραφείου τελετών. Όμως… δεν ξέρω… μετά δεν ξαναμίλησε, αυτά έτυχε να είναι τα τελευταία του λόγια, νομίζω ότι είναι κάτι σαν... τελευταία επιθυμία».
Τον κοιτούσα παγωμένη χωρίς να ξέρω τι να πω. Αυτός συνέχισε όλο και πιο διστακτικά:
«Όπως καταλαβαίνετε, ήρθα να σας ζητήσω, αν δεν σας είναι δύσκολο να έρθετε να τον κουρέψετε». Και βιάστηκε να προσθέσει: «Αν δεν θέλετε, για οποιοδήποτε λόγο, δεν θα επιμείνω. Απλά πείτε το μου και θα φύγω».
Φυσικά, δεν έχω κουρέψει ποτέ μου πεθαμένο. Δεν ξέρω τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ξέρω ότι κάποιοι άνθρωποι περιποιούνται τον πεθαμένο για να είναι εμφανίσιμος στην τελευταία του εμφάνιση, αλλά αν τύχει να τον βρει το κακό ακούρευτο τι κάνουν; Δεν ήταν κάτι που με είχε απασχολήσει έως τότε.
«Θα έρθω. Δώστε μου μισό λεπτό» είπα και κοίταξα το ρόλει με τα εργαλεία μου κάνοντας ότι προβληματίζομαι τι να διαλέξω. Ο αδερφός του Στράτου είπε ότι θα με πήγαινε με το αυτοκίνητο και θα περίμενε έξω. Βγήκε στο πεζοδρόμιο και τον είδα πίσω από τα στόρια να ανάβει τσιγάρο.
Αναρωτήθηκα αν έκανα καλά που δέχθηκα. Προς στιγμήν φοβήθηκα ότι εκείνη τη στιγμή θα κάνω πίσω. Ψυχραιμία, Τούλα, σκέφτηκα, δεν είναι τίποτα. Απλά ένας πεθαμένος άνθρωπος. Φυσικά και μπορείς να τον κουρέψεις. Πήρα ένα ψαλίδι και μία χτένα. Θα ήταν αρκετά αυτά. Ψάχνοντας τα κλειδιά, σκέφτηκα τους πελάτες που θα έρχονταν τις επόμενες ώρες και θα στέκονταν απορημένοι μπροστά στην κλειστή πόρτα. Ίσως θα έπρεπε να βάλω κάποιο χαρτί στο τζάμι. Τι θα έγραφε; “Κλειστό λόγω…”. Λόγω πένθους; Ναι, πένθους. Πενθούσα κι εγώ, όχι τον Στράτο αλλά τον χρόνο που φεύγει χωρίς να το καταλάβουμε. Σαν χθες μου φαινόταν ότι είχε μπει διστακτικά στο μαγαζί, παιδί σχεδόν, με τζιν και πάνινα παπούτσια, με τα μαλλιά ανακατωμένα να πέφτουν μέχρι τα μάτια του και χαίτη στο σβέρκο, και με εκείνες τις απαίσιες φαβορίτες που δεν μπόρεσα ποτέ μου να συμπαθήσω. Και τώρα αυτό το παιδί είχε πεθάνει και θα έπρεπε να το κουρέψω για να παρουσιαστεί καθώς πρέπει στον άλλο κόσμο. Ήθελα να πενθήσω κι εμένα που ήμουν τότε κοπελάρα που περπατούσα κι άκουγα γύρω μου αναστεναγμούς αντρών και τώρα… Να πενθήσω τη ζωή μου που πήγε στράφι, που την αφιέρωσα σε έναν μεγάλο έρωτα, έναν άντρα που αποδείχθηκε λίγος και… για δες… τώρα που το σκέφτομαι… ο Στράτος ήταν ο μόνος πελάτης στον οποίο είχα τολμήσει να μιλήσω κάποτε γι’ αυτό.
Τελικά δεν κόλλησα τίποτα στο τζάμι. Κλείδωσα και στάθηκα για μία στιγμή διστακτικά. Ο αδερφός του Στράτου με κατάλαβε.
«Επαναλαμβάνω ότι δεν είστε υποχρεωμένη αν δεν θέλετε» τον άκουσα να μου λέει, αλλά εγώ τον διαβεβαίωσα ότι θέλω.
Έλα, Τούλα, σύνελθε, είπα στον εαυτό μου. Είσαι επαγγελματίας. Ένας πελάτης σε χρειάζεται. Και όχι απλά ένας οποιοσδήποτε πελάτης, ο καλύτερός σου, ο πιο πιστός. Απλά είναι πεθαμένος, αυτό είναι όλο. Απλά δεν θα μιλάει. Έτσι κι αλλιώς και ζωντανός όταν ήταν, δεν πολυμιλούσε. Κυρίως εσύ μιλούσες κι αυτός σε άκουγε. Ας γίνει έτσι και στο τελευταίο κούρεμα. Μίλα του και τώρα, πες του όλα αυτά που του έλεγες συνήθως, ας μη σ’ ακούει πια… Μήπως και τότε ήσουν σίγουρη ότι σ’ άκουγε;
«Α, κάτι που ξέχασα…» είπε ο αδερφός του Στράτου, μόλις προχωρήσαμε λίγα μέτρα στο πεζοδρόμιο. «Μου είπε ότι μπορείτε να του κόψετε τις φαβορίτες. Για την ακρίβεια μου είπε: “Να τις κόψει όσο ψηλά θέλει, ας τις εξαφανίσει εντελώς”».
Έκανα απότομη μεταβολή και έτρεξα πάλι να ξεκλειδώσω την πόρτα. Αυτός θα πρέπει να με κοιτούσε έκπληκτος.
«Τι πάθατε;» τον άκουσα πίσω από την πλάτη μου.
«Να πάρω ένα ξυράφι» είπα, αλλά η φωνή μου ήταν τόσο πνιγμένη που καλά – καλά δεν την άκουσα ούτε εγώ η ίδια.