Πριν ξυπνήσει η πόλη, ονειρεύτηκα μια ξύλινη κούνια να κυλάει σε έναν άδειο δρόμο. Η ομίχλη τυλιγόταν γύρω από τις φθαρμένες της άκρες, και η μόνη πηγή φωτός στο τοπίο ήταν το αχνό φως ενός μακρινού φανοστάτη. Έτρεχα, με κοφτή ανάσα, με την καρδιά τεντωμένη ανάμεσα στην ελπίδα και τον φόβο. Κάθε φορά που τα χέρια μου έφταναν μπροστά, η κούνια απομακρυνόταν όλο και περισσότερο, με έναν σταθερά περιπαιχτικό ρυθμό που κυμαινόταν ανάμεσα στην πιθανότητα και την απώλεια. Ο δρόμος απλωνόταν ατελείωτος, χωρίς σαφή ορίζοντα. Όταν ξύπνησα, ένιωσα την ανάμνηση αυτής της κίνησης να πιέζει το στήθος μου σαν μια, σκληρή, αδιαπραγμάτευτη προειδοποίηση: τα δώρα της ζωής είναι εύθραυστα, φευγαλέα.
Το διαμέρισμα ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Κινήθηκα μεθοδικά, σαν κάθε κίνηση να είχε τελετουργική σημασία: ένα ζεστό ντους για να χαλαρώσουν οι μύες που είχαν σφιχτεί από την αγωνία, ρούχα απαλά που αγκάλιαζαν το σώμα, ένα σάλι διπλωμένο προσεκτικά στο χέρι μου. Στην τσάντα είχα βάλει νερό, χαρτομάντιλα, την ταυτότητά μου, και ένα μικρό μπουκαλάκι αιθέριο έλαιο λεβάντας για να σταθεροποιώ τα τρεμάμενα χέρια μου. Αυτά τα αντικείμενα ήταν μόνιμα μαζί μου όλους τους μήνες που προηγήθηκαν και απαίτησαν αναρίθμητες ενέσεις, αυστηρές διατροφικές συνήθειες, ακριβή χρονοδιαγράμματα εξετάσεων και επισκέψεων στην κλινική. Κάθε τελετουργία ήταν μια μορφή διεκδίκησης, ένας τρόπος να ανακτήσω τον έλεγχο μιας διαδικασίας που όφειλα να ακολουθήσω και που συχνά έμοιαζε ξένη και ανεξέλεγκτη.
Εκείνος καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, οι ώμοι του σκυφτοί, το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό. Δέκα χρόνια ζωής μαζί – τα πρώτα διαμερίσματα με τα σπασμένα πατώματα, τα πρωινά με χλιαρό καφέ, τα βράδια διαβάζοντας μεγαλόφωνα ο ένας στον άλλον, οι διακοπές, τα μεταμεσονύκτια δείπνα με κεριά, τα ήσυχα γέλια σε μικρά δωμάτια – όλα συμπιεσμένα σε αυτήν την εύθραυστη στιγμή. Θυμήθηκα τα βράδια μετά τις στιγμές έρωτα, που όταν μέναμε νωχελικοί, δύο μπλεγμένα σώματα στα σεντόνια, ψιθυρίζαμε ιδέες για τα παιδιά που ίσως αποκτούσαμε. Συχνά μέναμε μέσα σε αυτήν την ευφορία για πολλή ώρα, υφαίνοντας μέλλοντα με την άνεση παραμυθάδων: ονόματα φορτωμένα με ιστορία, τελετουργίες ύπνου δανεισμένες από τη δική μας παιδική ηλικία, τραγούδια που κανείς μας δε θυμόταν ολόκληρα αλλά υποσχόμασταν να ξαναμάθουμε. Αυτό που ξεκίνησε σαν παιχνίδι μετατράπηκε σε κάτι πιο σοβαρό ένα βράδυ, όταν ανοίξαμε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης για να δημιουργήσει τα πρόσωπα των φανταστικών μας παιδιών. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα κορίτσι με τη σπιρτάδα στα μάτια του, κι ένα αγόρι με το πείσμα του χαραγμένο στο σαγόνι. Τα χαρακτηριστικά τους έμοιαζαν σχεδόν ρεαλιστικά, ραμμένα μεταξύ τους σαν όνειρα που δέχεσαι σαν αληθινά. Γελάσαμε, αλλά το γέλιο στέρεψε γρήγορα. Η σιωπή που ακολούθησε δεν ήταν κενή, αλλά φορτισμένη με τη διάχυτη αίσθηση ότι η γραμμή ανάμεσα στην επιθυμία και τη θλίψη είναι λεπτή και δυσδιάκριτη. Κι ότι η τεχνολογία, αντί να ξεγελάσει τον πόνο, έστησε έναν καθρέφτη ακριβώς μπροστά απ’ το πρόσωπό του.
«Πρέπει να μιλήσουμε πριν φύγεις», είπε, η φωνή του σπασμένη, σχεδόν αγνώριστη.
«Τώρα;» ψιθύρισα.
«Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο», είπε. «Ούτε καν για μια μέρα ακόμα. Η πίεση, η επανάληψη... Έχω τελειώσει».
Η προδοσία έσκισε τον ιστό της ζωής που υφάναμε με προσοχή τόσα χρόνια μέσα σε μια στιγμή. Δέκα χρόνια συμπυκνωμένα σε μια δήλωση υποχώρησης. Θέλησα να τον ικετεύσω να παραμείνει, να τον πείσω να περιμένει, ώστε να σταθεί μάρτυρας στη ζωή που μπορεί να φύτρωνε μέσα μου, να τιμήσει, έστω, την ιερότητα αυτής της ημέρας. Αντ΄ αυτού, μάζεψα τα πράγματά μου με τρεμάμενα χέρια, πιέζοντας την αποφασιστικότητα να υπερισχύσει της θλίψης, και έφυγα.
Οι δρόμοι γυάλιζαν από τη βροχή του πρωινού. Νέον φως αντανακλούνταν στην υγρή άσφαλτο, παιδικά γέλια ξεχύνονταν από τις παιδικές χαρές, περιστέρια απογειώνονταν σε σμήνη στις πλατείες. Κρατούσα σφιχτά το σάλι μου, οι αναμνήσεις μπερδεύονταν με τις εικόνες γύρω μου: διαμερίσματα με ανοιχτά παράθυρα, η μικρή βιβλιοθήκη που είχαμε φτιάξει μαζί, τα κοινά μας γεύματα, οι βραδιές που ξενυχτούσαμε ο ένας για τον άλλον, τα όνειρά μας για ένα παιδί ψιθυρισμένα στο σκοτάδι. Δέκα χρόνια συμπιεσμένα σε θραύσματα οικειότητας, ζεστασιάς και διστακτικής ελπίδας, που, όμως, τώρα είχαν τελειώσει.
Στην κλινική, τα φθορίζοντα φώτα έπεφταν με εκτυφλωτική δύναμη στο πάτωμα κι έκαναν τα μάτια να πονάνε. Ζευγάρια ψιθύριζαν κρατώντας χέρια, τα μάτια τους συναντιώνταν πού και πού σε μια στιγμιαία επιβεβαίωση για την αξία της κοινής τους προσπάθειας. Έπιασα μια θέση ανάμεσά τους, προσπαθώντας να μείνω όσο το δυνατόν αόρατη.
Μια νοσοκόμα πλησίασε με ένα ντοσιέ στο χέρι. «Καλημέρα. Είστε έτοιμη;»
«Ναι», ψιθύρισα, μια φωνή που μετά βίας ακούστηκε.
Χαμογέλασε διακριτικά. «Ελάτε μαζί μου. Θα ξεκινήσουμε με μια μικρή προετοιμασία, κι έπειτα θα σας δει ο δρ. Μέντες.»
Όσο απομακρυνόμουν από την αίθουσα αναμονής, θραύσματα συνομιλιών έφταναν στ’ αυτιά μου.
«…προσπαθήσαμε στον προηγούμενο κύκλο, δεν πέτυχε.»
«…κάτι μου λέει ότι αυτό το έμβρυο θα κρατηθεί…»
«…δε μιλάει πια πολύ. Απλώς κάθεται.»
Συνειδητοποίησα ότι ήμασταν όλοι συνδεδεμένοι με την ίδια λεπτή κλωστή· κάθε λέξη, μια προσπάθεια να πιαστούμε από μια αφανή ελπίδα.
Η δεύτερη μέρα ξημέρωσε γκρίζα, ο θόρυβος της πόλης διαπερνούσε τους τοίχους. Το σώμα μου πονούσε ελαφρά – μια διακριτική υπενθύμιση της διαδικασίας, ένα ερωτηματικό φυτεμένο μέσα μου. Έφαγα μόνη – τσάι και φρυγανιά – στο τραπέζι της κουζίνας, με την άδεια καρέκλα απέναντί μου να με κοιτάζει επίμονα με μια εύγλωττη σιωπή. Ο αδυσώπητος ήχος του ρολογιού μετρούσε ήδη μια μέρα αναμονής. Αυτή η οικεία αβεβαιότητα ήταν κάθε φορά σαν μια πέτρα που κατακάθεται στο στήθος. Κινήθηκα αργά, πλένοντας πιάτα, διπλώνοντας ρούχα· μικρές, απλές πράξεις για να κρατήσω τη σιωπή σε απόσταση.
Το διαμέρισμα έμοιαζε με κλουβί, η ακινησία του αποπνικτική. Βγήκα έξω, αναζητώντας αέρα. Οι δρόμοι ζωντανοί με τη βιασύνη του πρωινού: εργάτες που έτρεχαν, ποδήλατα που έκοβαν δρόμο ανάμεσα σε αυτοκίνητα, η ατμόσφαιρα γεμάτη καυσαέριο και άρωμα καφέ. Περιπλανήθηκα ως το κοντινό πάρκο, κάθισα σ’ ένα παγκάκι και παρακολούθησα τον κόσμο να κινείται. Στο πάρκο, δρομείς διέγραφαν κύκλους, σταθεροί σαν μετρονόμοι· παιδιά έπαιζαν λίγο πιο πέρα, οι φωνές τους ανυποψίαστες, ανέμελες. Ένα αγόρι σήκωσε τον φίλο του μετά από μια πτώση· ένα κορίτσι μοιράστηκε την μπάλα της χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτές οι μικρές στιγμές έμοιαζαν σαν αποδείξεις ότι κάτι ανθεκτικό μπορεί και να επιμένει, σαν ένας σταθερός παλμός κάτω από το χάος.
Στο σπίτι τηλεφώνησα στην αδελφή μου. Η φωνή της ήταν σωσίβιο· ζεστή, σταθερή. «Πώς κρατιέσαι;» ρώτησε, χωρίς να επιμείνει. Μιλήσαμε για τη μέρα της, το άγχος στη δουλειά, μια αστεία ιστορία για τη γάτα του γείτονά της. Ευτυχώς, δεν ανέφερε την κλινική, αλλά ούτε κι εκείνον. Η μετρημένη σιωπή της ήταν μια μορφή φροντίδας, μια γέφυρα προς ένα στέρεο έδαφος. Μετά το τηλεφώνημα, το διαμέρισμα δεν ήταν τόσο άδειο· τα λόγια της έφεγγαν σαν μικρό φως μέσα στην ομίχλη.
Η μητέρα μου τηλεφώνησε το απόγευμα, η φωνή της απαλή στην άλλη άκρη της γραμμής. Μου διηγήθηκε ιστορίες από την παιδική μου ηλικία, πώς κουβαλούσα όπου πήγαινα ένα λούτρινο κουνελάκι σαν να ήταν μωρό, τα νανουρίσματα που μου τραγουδούσε για να κατευνάσει τους φόβους μου. «Ξεκουράσου», είπε. «Άσε το σώμα σου να κάνει τη δουλειά του». Ο πατέρας μου της πήρε το ακουστικό για λίγο, Η φωνή του τραχιά, αλλά γεμάτη καλοσύνη. Υποσχέθηκε να περάσει σύντομα. Η φροντίδα τους – απλή, αδιάλειπτη – ήταν υπενθύμιση ότι η αγάπη ζει σε μικρές, καθημερινές πράξεις. Για να αποκοιμηθώ εκείνο το βράδυ, κρατήθηκα απ’ αυτή τη σκέψη σαν να ήταν σχοινί μέσα στο σκοτάδι.
Τη δεύτερη μέρα άνοιξα το ημερολόγιό μου και έγραψα στο ίσως-παιδί:
«Είσαι παρών στις σιωπηλές στιγμές του κόσμου· στη ζεστασιά του ήλιου επάνω στο δέρμα μου, στο νεύμα ενός αγνώστου, στο θρόισμα των φύλλων στον άνεμο. Δεν ξέρω αν υπάρχεις, αλλά σε βλέπω σε όλα, κι αυτό, να ξέρεις, μου είναι αρκετό. Σε κρατώ προσεκτικά, με την ελπίδα και την αμφιβολία δίπλα-δίπλα.»
Οι τυπωμένες φωτογραφίες των παιδιών που είχαμε φτιάξει στην οθόνη τράβηξαν το βλέμμα μου. Τα κοίταξα σαν να είχαν ζωή· ένα γέλιο, ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια, αν και ήξερα ότι ίσως μείνουν απλώς εικόνες στο χαρτί, πίξελ στην οθόνη. Όμως, ήταν ένας τρόπος να νιώθω κοντά σε κάτι άμορφο, μια εύθραυστη γέφυρα προς την πιθανότητα.
Θυμήθηκα ένα βράδυ, πολύ μετά αφότου η ζεστασιά του κοινού μας κρεβατιού είχε καταλαγιάσει, που ξαπλώναμε με τα δάχτυλα πλεγμένα, κι ο χαμηλός βόμβος της πόλης έμπαινε από τις κουρτίνες. Τα σώματά μας χαλαρά, γνώριμα στις καμπύλες ο ένας του άλλου, δέρμα χαρτογραφημένο από δέρμα. Με ανάσες μπερδεμένες, εκπνοή δική του, εισπνοή δική μου, ψιθυρίζαμε για απίθανες εκδοχές του μέλλοντος· καμία από αυτές δεν περιλάμβανε το σήμερα.
Ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος, το όνειρο με την κούνια επέστρεψε – μα αυτή τη φορά διαφορετικό. Η κούνια ήταν πιο κοντά, σχεδόν σε προσιτή απόσταση, κι όμως δίστασα να απλώσω το χέρι, φοβούμενη ότι θα σπάσω κάτι εύθραστο. Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι, με το χέρι στην κοιλιά μου, αναζητώντας νόημα σε κάθε τράβηγμα, σε κάθε ασυνήθιστη φυσική αίσθηση, χωρίς, όμως, να καταλήγω σε κάτι συμπαγές.
Την τρίτη μέρα γύρισα ξανά στην κλινική για έλεγχο: αιματολογικές, υπέρηχος, καμία οριστική απάντηση. Η αίθουσα αναμονής γνώριμη πια, σαν δεύτερο σπίτι: ανήσυχοι ψίθυροι, ζευγάρια που κρατιόνταν σφιχτά, μοναχικές γυναίκες χαμένες στις σκέψεις τους. Μια γυναίκα δίπλα μου μού μίλησε, η φωνή της χαμηλή: «Η αναμονή είναι το χειρότερο, έτσι δεν είναι;» Έγνεψα καταφατικά. «Κι όμως επιστρέφουμε πάντα». Το αχνό της χαμόγελό ήταν σαν καθρέφτης, μια κοινή αμφισβήτηση της απελπισίας.
Η νοσοκόμα ήταν γρήγορη, με μια φλύαρη ευγένεια που δεν έκρυβε απαντήσεις. «Όλα φαίνονται καλά προς το παρόν», είπε – λόγια που δεν γκρέμισαν, αλλά ούτε υποσχέθηκαν τίποτα.
Βγαίνοντας έξω, περπάτησα ξανά. Ο ρυθμός της πόλης σταθερός: ένας μουσικός του δρόμου έπαιζε για λίγα κέρματα, η θήκη της κιθάρας γεμάτη όχι μόνο χαρτονομίσματα, αλλά κι ένα παιδικό σκίτσο παραχωμένο ανάμεσα σε χρήματα· ένας πωλητής αστειευόταν με τον πελάτη του, ενώ πίσω του μια εξαντλημένη γυναίκα μάλωνε τον γιο της που έριξε το σνακ του στο βρεγμένο πεζοδρόμιο – η φωνή της αυστηρή, μα τα χέρια της τρυφερά όταν του σκούπισε το πρόσωπο. Πουλιά στριμώχνονταν σ’ ένα γείσο πάνω από ένα κλειστό βιβλιοπωλείο, τα ξεθωριασμένα γράμματα στην επιγραφή του να θυμίζουν μιαν απομακρυσμένη εποχή.
Αυτές οι στιγμές, που ξεδιπλώνονταν μπροστά μου με χάρη αλλά και με κούραση, μου θύμισαν ότι η ζωή δεν είναι μόνο ξεγνοιασιά, αλλά και αγώνας, επιμονή· κι ότι ίσως η αντοχή από μόνη της να είναι μια μορφή αγάπης.
Άνοιξα ξανά το ημερολόγιο, οι σελίδες σχεδόν άδειες εκτός από τις πρώτες δειλές καταγραφές. Σου απευθύνθηκα, παιδί μου, με λόγια μετρημένα αλλά τρυφερά:
«Μικρέ μου, υπάρχεις στις αισθήσεις των ημερών: στο φως του ήλιου, στο σφύριγμα του ανέμου, στο γέλιο που ταξιδεύει απρόσεκτα στους δρόμους. Σκέφτομαι τα πρόσωπα των ξένων, τις μικρές πράξεις καλοσύνης που περνούν απαρατήρητες, και καταλαβαίνω ότι η ζωή υφαίνεται από τέτοιες μικρές, απλές πράξεις. Ίσως να κληρονομήσεις αυτή την προσοχή – να αναγνωρίζεις το ασυνήθιστο μέσα στο συνηθισμένο. Θα ήθελα να σου μάθω ότι η ομορφιά είναι συχνά ήσυχη, κρυμμένη στον ρυθμό της ύπαρξης, σε ένα φευγαλέο χαμόγελο, σε μια μνήμη πολύτιμη, σε μια πόρτα που κρατιέται ανοιχτή για να περάσει ένας άγνωστος, σε μια χειρονομία καλοσύνης που δεν έχει καμία προσδοκία.»
Η τέταρτη μέρα έφερε βροχή, που χτυπούσε στα παράθυρα σαν δυσοίωνη προειδοποίηση. Έμεινα μέσα, διαβάζοντας βιβλία που με μετέφεραν αλλού – ιστορίες για αποσυναρμολογημένες ζωές, σκέψεις για το πώς να ζεις με την αμφιβολία. Μια φίλη πέρασε με καφέ και μάφινς, η παρουσία της μια στιγμιαία ζεστασιά. Μιλήσαμε για τους φόβους μου· οι δικές της ιστορίες ήταν ευπρόσδεκτη απόσπαση, κι όταν έφυγε, η σιωπή στο διαμέρισμα ήταν λίγο πιο ελαφριά.
Οι μέρες γίνονταν ένας κύκλος από μικρές ρουτίνες, καθεμιά με το δικό της βάρος. Κάθε πρωί σημείωνα τη μέρα στο ημερολόγιο, σαν να χάραζα γραμμές σε τοίχο κελιού. Ένα νούμερο λιγότερο, μια ανάσα πιο κοντά στην απάντηση· κι όμως το μέλλον παρέμενε αδιαπέραστο, σαν ομίχλη που δεν υποχωρεί.
Οι έξοδοι έγιναν καταφύγιο. Οι δρόμοι μ’ έπαιρναν μακριά από το άδειο διαμέρισμα, αποκαλύπτοντας άγνωστα πρόσωπα, νέα βλέμματα, ιστορίες που άφηναν ίχνη. Μια ηλικιωμένη γυναίκα έριχνε κομμάτια ψωμί σε περιστέρια, τα χέρια της ρυτιδωμένα αλλά σταθερά· ένας νεαρός με ποδιά έσβηνε ένα μενού στον μαυροπίνακα, γράφοντας «φαλάφελ» με βιαστικά, λοξά γράμματα· μια μητέρα έσκυβε να δέσει το παπούτσι του παιδιού της, το χαμόγελό της κουρασμένο αλλά αληθινό. Στάθηκα, παρατηρώντας. Αυτές οι πράξεις – τόσο απλές, τόσο πρόσκαιρες – έμοιαζαν σαν να συντηρούν τον ιστό του κόσμου.
Στο σπίτι, άνοιξα τα συρτάρια που είχαμε γεμίσει για μια πιθανή άφιξη – μικρές κουβέρτες, μπιμπερό, ρούχα που ίσως δε θα φορεθούν ποτέ. Τα χάιδεψα σαν φυλαχτά, νιώθοντας την ειρωνεία: προετοιμασία για κάτι που μπορεί να μην πραγματοποιηθεί. Η οικειότητα αυτών των αντικειμένων με παρηγόρησε και με πλήγωσε ταυτόχρονα.
Εκείνο το βράδυ τηλεφώνησε μια φίλη απ’ τα παλιά. Δε μιλήσαμε για την κλινική· η φωνή της ήταν σαν ένα ταξίδι σε μια άλλη ζωή, τότε που γελούσαμε μέχρι δακρύων για ασήμαντες ιστορίες, όταν το μέλλον έμοιαζε γεμάτο πιθανότητες. Μιλήσαμε για ταινίες, για μουσική, για το σκυλί της. Το γέλιο της – φωτεινό, ανέμελο – μπήκε μέσα μου σαν ανάσα. Έκλεισα το τηλέφωνο και για λίγο το δωμάτιο δεν ήταν τόσο βαρύ.
Στράφηκα ξανά στο ημερολόγιο:
«Δεν ξέρω αν θα συναντηθούμε ποτέ, μα σου γράφω σαν να είσαι ήδη εδώ. Σε φαντάζομαι να κρατάς τα χέρια μου με τη δική σου μικρή δύναμη. Σου γράφω γιατί με βοηθάει να πιστεύω πως ίσως να υπάρχεις, έστω για λίγο, έστω σε αυτές τις λέξεις.»
Η πέμπτη μέρα με βρήκε ξανά στην κλινική. Η αίθουσα αναμονής γεμάτη γνώριμες φιγούρες. Τα πρόσωπα κουβαλούσαν όλες τις αποχρώσεις της προσμονής: φόβο, κουράγιο, κούραση, επιμονή. Ένα ζευγάρι μιλούσε ψιθυριστά, τα δάχτυλά τους πλεγμένα· μια γυναίκα έκλαιγε σιωπηλά με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από προσδοκία, μια ανάσα που κρατούσαμε όλοι μαζί.
Όταν ήρθε η σειρά μου, η γιατρός κοίταξε τις εξετάσεις με προσοχή. «Πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα», είπε. Ο τόνος της ήταν ουδέτερος, σχεδόν άδειος. Δεν υπήρχε βεβαιότητα, μόνο παράταση – μια ακόμα μέρα, μια ακόμα νύχτα.
Βγαίνοντας, κοίταξα τον ουρανό. Τα σύννεφα μαζεύονταν βαριά, αλλά ανάμεσά τους υπήρχε μια λεπτή γραμμή φωτός, μια υπόσχεση ότι κάπου πέρα από το σκοτάδι υπάρχει ακόμη διαύγεια.
Ο ύπνος μού έφερε όνειρα γεμάτα εικόνες μισοσβησμένες: ένα παιδί που γελούσε πίσω από ένα γυάλινο τζάμι· μια κούνια που σταμάτησε στη μέση της αιώρησης· ένα ζευγάρι χέρια που ανοιγόκλειναν χωρίς να πιάνουν κάτι. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι η ψυχή μου κινείται ανάμεσα σε δυο κόσμους: τον κόσμο της ελπίδας και τον κόσμο της απουσίας.
Οι μέρες που απέμεναν για την απάντηση κυλούσαν με αργή, τελετουργική αβεβαιότητα. Έγραψα στο ημερολόγιο:
«Δεν ξέρω αν θα νιώσω ποτέ το άγγιγμά σου, ούτε αν θα γεμίσει το σπίτι από τον ήχο της φωνής σου. Κι όμως συνεχίζω να σου γράφω, σαν να σε καλώ να υπάρξεις μέσα από τις λέξεις. Κάθε φράση είναι μια μικρή φλόγα, ένα κερί που ανάβω στη σιωπή. Αν δεν έρθεις, θα μείνουν εδώ αυτές οι λέξεις, ταπεινές αλλά επίμονες, σαν μάρτυρες της αγάπης μου. Θα είναι τα σημάδια σου, χαραγμένα στο χαρτί, ακόμη κι αν δε χαράξεις ποτέ τα δικά σου στο δέρμα μου. Γιατί ήδη, με τον τρόπο σου, υπάρχεις: στην ανάσα που κρατώ πριν κοιμηθώ, στη σκέψη που με συνοδεύει όταν ξυπνάω, στην ελπίδα που αρνείται να σβήσει όσο κι αν την πολιορκεί η αμφιβολία.»
Οι ώρες περνούσαν γεμάτες μόνο από θραύσματα· μια κούπα καφέ που κρύωνε πάνω στο τραπέζι, ο ήχος των τακουνιών στο πεζοδρόμιο, μια σελίδα βιβλίου που διάβαζα ξανά και ξανά χωρίς να θυμάμαι τι έλεγε. Όλα μετέωρα, όλα σε αναμονή.
Στο τέλος της εβδομάδας, επέστρεψα για το τεστ. Η αίθουσα αναμονής ήταν σιωπηλή αυτή τη φορά. Η νοσοκόμα πήρε αίμα· το ψυχρό τσίμπημα της βελόνας δεν ήταν τίποτα μπροστά στο βάρος της απουσίας και της προσμονής.
«Θα σας καλέσουμε το απόγευμα», είπε.
Βγήκα έξω. Ο αέρας σιγανός, τα δέντρα κουνούσαν αργά και άτονα τα φύλλα τους, σαν να είχαν συγχρονιστεί με τον χτύπο της καρδιάς μου.
Το τηλέφωνο χτύπησε αργότερα, ο ήχος του ακούστηκε στο δωμάτιο σαν βροντή. Σήκωσα το ακουστικό. Η φωνή στην άλλη άκρη ευγενική, μετρημένη, σαν να ήξερε πόσο εύθραυστη ήμουν. Τα λόγια τα άκουσα σαν από μακριά. Δεν υπήρχε «ναι» ούτε «όχι», μόνο μια γκρίζα ενδιάμεση ζώνη. Αβεβαιότητα. Κι άλλη αναμονή. Ένα ίσως, ένα παρατεταμένο ίσως. Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι, το βλέμμα χαμένο στον απέναντι τοίχο. Θυμήθηκα την κούνια του ονείρου μου να κυλάει στον άδειο δρόμο, πάντα λίγο πιο μακριά απ’ τα χέρια μου.
Δεν ξέρω αν θα γίνω μητέρα. Δεν ξέρω αν θα ξαναβρώ την αγάπη. Αυτό που ξέρω είναι ότι περπατάω σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία, ανάμεσα στο να συνεχίσω και στο να εγκαταλείψω. Η ζωή μου είναι ένα τεντωμένο σκοινί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω, και κάθε μέρα είναι μια πάλη να μη γείρω πολύ προς τη μία ή την άλλη πλευρά.