Το διστακτικό χαμόγελο της ποίησης

Σχέδιο του Αλέκου Φασιανού
Σχέδιο του Αλέκου Φασιανού

Κοίτα
η λέξη μόνο βγαίνει
από τη λέξη […].
Αποτυχαίνω στην ποίηση
όταν συγκεντρώνομαι
στην αιώνια έκφραση
του πρόσκαιρου

(«Για την ποίηση», 178)[1]


Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δίνει μια καίρια απάντηση στην ερώτηση που απασχόλησε τους ποιητές από την ελληνική αρχαιότητα: ποιες είναι οι πραγματικές σχέσεις ποίησης και αθανασίας; Η ποίηση υπάρχει ως αντίθετο και όχι ως αντίδοτο του εφήμερου βίου μας. Είναι εκεί, πρότυπο∙ μας σαγηνεύει, μας μαγεύει. Δημιουργεί την εικόνα μιας ολοκληρωμένης ζωής, πλασμένης με νόηση και πάθος. Ποίηση είναι η έκφραση της αιωνιότητας και συνάμα της αδυνατότητας να συλλάβουμε το αιώνιο. Να ζούμε τη στιγμή έντονα και να την εκλαμβάνουμε ως συνώνυμο της διάρκειας.
Η Σαπφώ υμνεί την αθανασία που κατακτά με την ποίησή της. Προφανώς έχει δίκιο, αλλά εμείς διαβάσαμε τις λέξεις της. Δεν διαβάσαμε το βλέμμα της, τη ζωή της. Δεν ακούσαμε τον ήχο της κραυγής της. Κοντά της η Κατερίνα βρίσκει το θάρρος να μειώσει τη δική της ποίηση, για να κερδίσει την αιωνιότητα της ύλης, μέσα στα όρια της πρόσκαιρης ύπαρξής μας, παράδοξο που αποκαλύπτει τα κρύφια μυστικά της φύσης μας.
Περισσότερα από είκοσι χρόνια πριν, σε ηλικία που κανείς μας δεν ζει φυσιολογικά σε συνθήκες απομόνωσης, γράφει το ποίημα «Μοναξιά» και, αγέρωχη, χωρίς δισταγμό, εμπιστεύεται την κρίση του διάσημου νονού της:

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο […]
θα βρεις τη μοναξιά σου.
(«Μοναξιά», 9)

Βροχή-δάκρυ, γέλιο-ήλιος δίνουν στη μοναξιά αίγλη μοναδικότητας, ενώ η στάλα της βροχής στο πρόσωπο της νεαρής ποιήτριας αναγγέλλει την επίσκεψη του ουρανού στη γη. Ο Καζαντζάκης ανακάλυψε στο ποίημα της δεκαεπτάχρονης βαφτισιμιάς του τον προσωπικό ουρανό που ο ίδιος έψαχνε στη γη. Εικάζω ότι θα τον γοήτευε εξίσου το «Ημερολόγιο πολέμου»:

Οι ουράνιες μάχες κατεβαίνουν στο χώμα
κι ο θάνατος γυρνάει στη γη
τόπο καταγωγής του.
(324)

Η γη χώμα, humus, που γεννά τη humilitas, μας προτρέπει να ζούμε, να ονειρευόμαστε, να γράφουμε ποίηση με χώμα, δηλαδή χωρίς έπαρση. Έτσι, η Γαία-Μήτηρ αναπλάθεται σε Μητέρα-Ποίηση.
Και αργότερα, καταξιωμένη και πολυβραβευμένη πλέον, σε μία από τις προσωπικές συζητήσεις της με το Ποίημα, και συγκεκριμένα σε μια διαλεκτική τού Εγώ και του Ασυνειδήτου, το ακούει υπομονετικά να διαμαρτύρεται, να την κατηγορεί για παραβίαση των πεποιθήσεών της: «Αλλά ακόμη δε μου είπες πώς εξηγείς το ότι δε με γράφεις, ενώ λες ότι είσαι θλιμμένη» (73)[2]. Ο χρόνος, όπως το ποίημα, πρέπει να ταρακουνηθεί πριν από μια νέα εκκίνηση, ακόμη περισσότερο πριν μείνει ακίνητος.[3] Η ποιήτρια ταξιδεύει έξω από το χρόνο και ανακαλύπτει ότι ο χώρος στον οποίο ζούσε άλλαξε, ανανεώθηκε. Ταξιδεύει μακριά από το νέο χώρο που δημιουργεί και βρίσκεται μέσα στο φως και τον αιθέρα. Αντικρίζει την αιωνιότητα και αναρωτιέται: Τι είναι δημιουργία; Τι είναι ενέργεια; Εύκολα συνειδητοποιεί, όπως όλοι μας, ότι δημιουργία, για τον ποιητή, είναι το ποίημα, με το ρυθμό και τη μελωδία του, ενέργεια η φαινομενικά απλή ύλη, οι λέξεις:

Μικρές εκπλήξεις οι λέξεις
με το απλό τους νόημα, τη σύνθετη δουλειά τους…
(«Ημερολόγιο πολέμου», 326)


Ο θάνατος, ύλη της ποίησης και μανδύας του ποιητή, την απασχολεί στις σχέσεις του με την Ανάσταση:

Πατιέται άραγε με θάνατο
ο θάνατος όλος;
(«Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας», 185)

Αρχικά διακρίνουμε μια παρωδία της αναγγελίας της Ανάστασης: Πώς οδηγήθηκε στην Ανάσταση ο Ιησούς; Τι θα επακολουθήσει; Ωστόσο, όπως όλοι οι σπουδαίοι ποιητές, η Αγγελάκη-Ρουκ μάς προκαλεί να ξαναδιαβάσουμε την ποίησή της. Φαίνεται να λέει ότι κάτι θα ξεφύγει από το θάνατο, ή και το αντίθετο: κάποιος δεν θα αναστηθεί, γιατί αρνείται να ζήσει στο «λερωμένο χιόνι» (185). Ποια αξία έχει η ζωή, αν οι ρόδες που μας μεταφέρουν από τόπο σε τόπο κυλούν «μες στο χάος» (186); Κοντολογίς, το σκεπτικό που μας προσκαλεί να μοιραστούμε μας φέρνει αντιμέτωπους με τις ευθύνες μας. Ποιήτρια της ζωής και του θανάτου, δεν είναι μέλημά της να αμφισβητήσει την ανάσταση των νεκρών. Μας σπρώχνει σε βαθύτερες σκέψεις. Υπάρχουν στιγμές στην ποίησή της που ταυτίζεται με τον Χριστό: «Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου» («Η διήγηση του εγώ. Απόπειρα αυτοβιογραφίας», 275). Σταυρώνεται τη στιγμή που γεννιέται. Ζει με τις πληγές της. Και όταν απορεί:

«Τι να την κάνω τη ζωή
Και να ’ταν κι άλλη τόση…»
(185),

παραλείπει το υπόλοιπο δίστιχο και μοιάζει να νικά το θάνατο. Στα ποιήματα «Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα» γράφει:

αν ήμουνα πουλί
με σύντομη ζωή
δε θα φοβόμουνα το θάνατο
(107).

Όσο σύντομη και αν είναι η ζωή μας, η διάρκειά της, σε σύγκριση με λιγότερο καλότυχα ζωντανά, μας κάνει αχόρταγους. Πιο σεμνά, τα πουλιά είναι βραχύβια, αλλά, από τη δική τους οπτική, η ανθρώπινη ζωή αγγίζει τα όρια της αθανασίας. Η ποιήτρια προσφεύγει στη σιωπή για να βρει απάντηση. Στα «Ποιήματα παύσης»:

μόνο η σιωπή
μπορεί κι ενώνει το μύρο της ζωής
και το εξάνθημα του θανάτου
(336).

Αρχίζει το πεζό ποίημα «Τα όντα και τα πράγματα μόνα» με την ερώτηση: «Τα όντα, όταν τ’ αφήνουμε μόνα τους, πώς είναι;» (227), για να τελειώσει με μια άλλη ερώτηση-επανάληψη: «Πώς είναι ο κόσμος όταν λείπουμε;» (228) Πώς είναι η πλάση όταν λείπει ο Δημιουργός; Ποιες είναι οι σχέσεις του Εγώ και του Κόσμου, του Δημιουργού και της Δημιουργίας; Η έννοια της απουσίας ανάγεται σε φαντασιακό χώρο, όπου η ποίηση θριαμβεύει, όπου σιωπή δεν είναι παρά η γλώσσα-μήτρα της Ποίησης (405).
Στο ποίημα «Ο τζίτζικας» (213), η Αγγελάκη-Ρουκ υμνεί τον γνήσιο ποιητή, αλλά με μια διαφορετική μορφή από αυτήν που του αποδίδουμε, όχι τον «τρελό» ποιητή του πλατωνικού Ίωνα ή του Σαχτούρη, αλλά αυτόν που εκπροσωπεί τη διαλείπουσα έμπνευση, τον περιστασιακό ποιητή, που γράφει ενώ στοχάζεται και αμφισβητεί το ταλέντο του. Του αρκεί να γράφει, να είναι πιο δυνατός από τα «άψυχα» φύλλα, να τα μετατρέπει σε σύμβολα ανθρωπίνων όντων. Και ας γράφει, όπως η ποιήτρια, ποιήματα «τυφλά μονοκύτταρα / καρφωμένα στο σκούρο χώμα / της ζωής» της («Τα ποιήματα αυτά», 258). Η ταύτισή της με τον τζίτζικα αποκαλύπτεται στο στίχο «Αχ, μάνα μου κακότυχη, που γέννησες μια τζίτζικα» («Η διήγηση του εγώ», 279) και μας θυμίζει το θρήνο της μητέρας του Ποιητή στο ποίημα «Bénédiction» του Baudelaire.

Ωστόσο, το σιωπηλό φύλλο παραπέμπει στη Δημιουργία, τη στιγμή του προπατορικού αμαρτήματος, μετατρέπει το σκούρο χρώμα σε φως και βοηθά να ακουστεί η κραυγή της ποίησης:

Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
(«Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας», 193)

Το φύλλο, η βιβλική χρήση του, ακολουθεί την αμαρτία. Το φύλλο καλύπτει και διεγείρει. Μετατρέπει σε εικόνα το αίσθημα ενοχής, συστολής, αποδοχής μιας δύναμης ικανής και πρόθυμης να μας επιβάλει τους δικούς της κανόνες και να μας τιμωρήσει ανελέητα. Διαβάζοντας την ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ νιώθουμε ότι ο άνθρωπος, με όλη του την έπαρση, δεν μπορεί να είναι παρά μια σπίθα μέσα στο σύμπαν, μια σταγόνα βροχής, ένα φύλλο.
Για να αμαρτήσεις πρέπει να υπάρχει κάποιος που θα σου απαγορεύσει πράγματα που επιθυμείς. Η αμαρτία κάνει πολύ σπάνιες εμφανίσεις στην ποίησή της, και έχει συνήθως θετικό πρόσημο, θυμίζοντας βίους αγίων:

σαν άγιος αμάρτησε
σαν αμαρτωλός αποθεώθηκε
στους ουρανούς
(«Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα», 104)

Στο ποιητικό βιβλίο Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, η Δημιουργία προσδιορίζει το υποσυνείδητο ως ένα «μείγμα πόθου, ανάμνησης, αμαρτίας» (30). Η ζωή είναι θέατρο. Γι’ αυτό και οι διάλογοι γεννούν αντίθετα, γι’ αυτό και οι μονόλογοι χρειάζονται δύο πρόσωπα για να υπάρξουν ως λόγος. Ωστόσο, η αυθεντικότητα και η αλήθεια είναι μεγάλες αξίες της ζωής. Στο Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, καθώς το Εγώ συνδιαλέγεται με την Υποκρισία, τη μεταμορφώνει σε Υποκριτική (60).
Εντυπωσιάζει στην ποίησή της η κοσμοπολίτικη ζωή που πλαισιώνει το ταξίδι στα βάθη της ψυχής. Κάθε ποίημά της που διαβάζουμε γραμμένο σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη χώρα, μας θυμίζει πόσο μικρή και συνάμα πόσο απέραντη είναι η γη, πόσο σύντομη και πόσο ατελεύτητη είναι η ζωή μας. Και όχι μόνο. Είναι πολλές οι στιγμές που η παγκοσμιότητα της Αγγελάκη-Ρουκ κοσμεί με χωρική χροιά τη διαχρονικότητα του Καβάφη.

Και το ποίημα;
Ο ουρανός είχε απλώσει τις σελίδες του
και μια μικρή ανθρώπινη πένα
ετοιμαζόταν κάτι να χαράξει…
(«Τρία ποιήματα για την εξωστρέφεια», 437)

«Ήσουν η γλώσσα των θεών», λέει η Πρόζα στην Ποίηση (Των αντιθέτων…, 22). Ο Montaigne, που αποκαλεί την ποίηση γλώσσα των θεών, «le jargon des Dieux», υπονοεί ότι εμπνέεται τον ορισμό από τον Πλάτωνα.[4] 
Η αιωνιότητα είναι μια στιγμή ανάμεσα στο ποίημα και την τελεία, το τέλος («Μια άνοιξη για τη Γιαννούσα», 300). Έρως-Θάνατος δεν είναι ψυχαναλυτικές έννοιες. Είναι το πάθος της ζωής και η σβέση του. Η πάλη με το ποίημα οδηγεί την ποιήτρια σε θέαση ή και κατάκτηση του ουρανού:

Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.
(«Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος», 416)

Αντί συμπεράσματος, ας ακούσουμε τη Μούσα Πολύμνια, καθώς ατενίζει τη γη από την κορυφή του Μύτικα και εμπνέεται από την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ:

Μια ποιήτρια, αγαπημένη όλων μας, …συνέλαβε έναν τζίτζικα και τον υπέβαλε σε ανάκριση. Τον υποχρέωσε να της πει το μυστικό του. Γιατί είναι γνωστός σαν τραγουδιστής αφού είναι φάλτσος; Και ο τζίτζικας απάντησε όσο πιο μελωδικά μπορούσε, και τελικά μπορούσε πολύ μελωδικά: Γιατί τραγουδώ με την ψυχή μου, γιατί η ψυχή είναι άνεμος, γιατί κανένας άνεμος δεν είναι φάλτσος. Γιατί, συνεχίζει ο τζίτζικας, με λόγια της Κατερίνας και όχι πλέον δικά μου, αργά, μελωδικά: «Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ’ άλλα άφωνα ηχεία της φύσης.»[5]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: