Χρυσάνθη, το μεγάλο θηλαστικό των παιδικών μου χρόνων

Ίδια φάλαινα με μισοκουμπωμένη ρόμπα και πασούμια, έπλεκε σεμεδάκια με το βελονάκι στο ημιβυθισμένο της παράθυρο. Με μαστάρια κρεμασμένα από την κούραση και το καμπούριασμα, ασκούνταν στο πεντάλ πάνω στη singer της. Θηρίο που τάχθηκε υπηρέτρια σε μέθυσους και έγινε μητέρα αντί γυναίκα. Τρεις μήτρες έθρεψε βουτώντας ψίχα στον τούρκικο καφέ της. Αδερφή βουνίσια ξεφύσησε αγίασμα στα στενά της Καλλιθέας, αντί να βγει στη ράχη να ραντίσει τις χαρές της. Φοβήθηκε τη σκιά του γαϊδουράγκαθου —μάλλον την πέρασε για αγχόνη— και μέχρι να δέσει η μεγάλη μάμα το συκαλάκι, πήρε το ΚΤΕΛ να βρει όσα της έταξαν.
Έτσι γερνούν οι εκατοχρονίτισσες στην πόλη. Ψήνουν πίτες με πετραδάκια και χριστουγεννιάτικους μπακλαβάδες. Και όταν κυρτώσει το ισχίο τους, αποσύρονται στον τέταρτο να αγναντεύουν τα Άγραφα. Παραχωρούν μία επίσκεψη στους προσκυνητές τους κάτω στην είσοδο. Λίγο κλάμα, μισή αγκαλιά, όλα μετρημένα με νεκρούς και εμπόδια.
Κι αν θρηνώ πριν ακόμα φύγει, είναι γιατί αυτό το καλοκαίρι μάς λιώνει έναν έναν. Γιατί με κάλεσαν να παρουσιάσω τις κόρες μου μια μια, πριν εξαφανιστεί αυτό το είδος και δεν μάθουν τι θα πει μάνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: