Ποτέ ξανά

Φωτ. © Anna La Naia 2021
Φωτ. © Anna La Naia 2021



Eπεισόδιο πρώτο

(Και γι’ αυτόν τον άλλο θάνατο πότε θα μιλήσουμε, το θάνατο που σέρνεται, που δεν ανιχνεύεται; Δεν υπάρχει πρωθυπουργικό διάταγμα να τον αναγγείλει, δεν υπάρχουν διαγράμματα ημερήσιας πορείας, δεν υφίσταται επισήμως. Όμως, μέρα με τη μέρα, εδώ κι ένα χρόνο τώρα, είναι παρών: είναι όλη η ζωή που δεν ζούμε, για να μη ρισκάρουμε και πεθάνουμε. Πάλι καλά που δεν τον υπολογίζουμε, που δεν τον μετράμε σε αριθμούς: δε θα αντέχαμε να αντικρίσουμε την καταστροφή που οι αριθμοί αυτοί θα εξιστορούσαν, θα ξεθώριαζαν ακόμα και τα τραγικά νούμερα του πραγματικού θανάτου, τα μοναδικά που έχουμε το κουράγιο να κοιτάξουμε κατάματα. Μετράμε τις καρδιές που σταματούν στα νοσοκομεία και δε μετράμε αυτές που φεύγουν, αυτές που απλώς φεύγουν. Και γι’ αυτόν το σιωπηρό, πράο, συλλογικό, γενικό, ιλιγγιώδη, σκανδαλώδη αποχαιρετισμό, πότε θα μιλήσουμε;
Ας μιλήσουμε τώρα.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άνθρωποι ικανοί για ζωή, έχουν πάψει να ζουν. Δεν ταξιδεύουν, μένουν σπίτι, δουλεύουν χωρίς να συναντιούνται, δεν αγγίζονται, δεν ασχολούνται με τα σώματά τους, διατηρούν ελάχιστες φιλίες, το πολύ-πολύ κάποιο φλερτ. Εδώ και καιρό, χειρονομίες όπως μια αγκαλιά, ένα κοίταγμα στο πρόσωπο, το κόψιμο του ψωμιού, το προσφέρουν μόνο στο –κατά τα άλλα τοξικό– οικογενειακό τους περιβάλλον. Τι κι αν υπάρχουν καλλιτέχνες ικανοί να προκαλέσουν συγκίνηση και να φτιάξουν όμορφα πράγματα; Δεν τους παρακολουθεί κανείς πια. Τι κι αν υπάρχουν πανέμορφα έργα τέχνης; Κανείς δεν τα επισκέπτεται. Και την εκλεπτυσμένη, την έντεχνη μουσική; Δεν πάνε να την απολαύσουν. Δεν στέλνουν πια τα παιδιά τους στο σχολείο, ούτε να ασκηθούν, ούτε σε πάρτι, ούτε σε εκδρομές. Δεν βγαίνουν μετά τη δύση του ήλιου και στις γιορτές κλειδώνονται στο σπίτι. Στην έγνοια τους να τα αποφύγουν, ξεχνούν πράγματα που πρότερα θεωρούσαν σπουδαία ή απλώς χαριτωμένα: δηλαδή να χειροκροτούν, να ουρλιάζουν, να ταξιδεύουν, να διδάσκουν περπατώντας πέρα-δώθε ανάμεσα στα θρανία, να φασώνονται για πρώτη φορά, να κάνουν επίσκεψη στον παππού και τη γιαγιά, να παίζουν μουσική σε κάποιον, να συζητούν με ανθρώπους που νιώθουν τη μυρωδιά τους, να χορεύουν, να φτιάχνουν τη βαλίτσα τους, να παντρεύονται και να το γιορτάζουν με όλους όσους αγαπούν, να παίζουν μπόουλινγκ, να προσκυνούν τις εικόνες στην εκκλησία, να παίρνουν τους δρόμους δίχως να νοιάζονται για πού, να ανεβαίνουν στο βουνό, να αναπνέουν στο σκοτάδι ενός σινεμά, να κρατούν το χέρι κάποιου που αργοσβήνει. Συστηματικά και με μεγάλη αποφασιστικότητα κηρύσσουν τη μοναξιά, την επιλέγουν και την επιβάλλουν ως ύψιστη αξία: την επιλέγουν ακόμα και για ανθρώπους που δεν τους ταιριάζει, όπως για τους νέους, τους άρρωστους, τους ευτυχισμένους. Και τούτη η απόσυρση από τη ζωή συμπληρώνεται με μια μαζική και υπνωτιστική χρήση από αντικείμενα, από ψηφιακές συσκευές, που, ενώ είναι μελετημένες για να επεκτείνουν την εμπειρία, χρησιμοποιούνται εδώ για να την εγκλωβίσουν σε ένα αποστειρωμένο και ασφαλές περιβάλλον. Συμπέρασμα; Άνθρωποι που φυτοζωούν.
Επισήμως, πρόκειται για μια λαμπρή απόφαση που πηγάζει ευθέως απ’ τη λογική. Στην αιφνιδιασμένη από την πανδημία λογική, όποιος δε θέλει να πεθάνει, πρέπει να παραιτηθεί από τη ζωή. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο η φρακαρισμένη λογική μας εξαναγκάζει να συμπεράνουμε. Ας πάρω την ευθύνη να περιγράψω το θέμα κάπως αλλιώς: μια κοντόφθαλμη και μηχανιστική λογική είναι σε τέτοιο βαθμό σκαλωμένη στην προσπάθειά της να επιλύσει ένα πρόβλημα, ώστε να χάνει τη θέαση της συνολικής εικόνας, αυτού δηλαδή που ονομάζουμε το νόημα της ζωής. Συνέβη ήδη επανειλημμένα στους πολέμους του περασμένου αιώνα: η ψυχαναγκαστικά λογική επίλυση ενός προβλήματος (τότε ήταν συχνά πολιτικό/κοινωνικό) κατέληγε σχεδόν νομοτελειακά σε μια κατακρήμνιση της αξίας της ανθρώπινης ζωής και σε μια κολοσσιαία ταπείνωση του δικαιώματος στο βίωμα και την ευτυχία. Είναι ένα αναγνωρίσιμο λάθος που γέννησε η υπερβολική προσκόλληση στο αποσπασματικό, η ανικανότητά μας να αντικρύσουμε τα πράγματα πιο γενικά, πιο ψηλά, πιο από ψηλά. Ένα έλλειμμα της σκέψης. Οι πραγματικές καταστροφές έρχονται όταν κάποιος παύει να ακούει τις δονήσεις του κόσμου, την αληθινή του ανάσα, όταν καταλήγει να εμπιστεύεται μόνο τα άβαταρ που ονομάζουμε αριθμούς. Όταν αυτό συμβαίνει, συνήθως συνοδεύεται από την επίκληση στη μεγάλη αντοχή των ανθρώπων στον πόνο. Στρατηγικά είναι μια σκληρή κίνηση, αλλά ορθή. Υπαγορεύει ένα καθήκον, αναπόφευκτο και δίκαιο.
Έτσι υποφέρουμε από αυτό το ανυπόφορο: πειθήνιοι και απομονωμένοι, καθένας με τον δικό του τρόπο, θολωμένοι κι εξαντλημένοι. Κάπου κάπου βρίσκουμε παρηγοριά στο να στοχαζόμαστε, να συλλογιζόμαστε, βρίσκοντας έτσι ένα απάνεμο λιμάνι, σε αυτό το αλλόκοτο ταξίδι.)

Με αφορμή την πανδημία, ξεχύνονται απ’ τα παλάτια τους οι παλιές ελίτ του εικοστού αιώνα και στήνονται αδιαμφισβήτητες αυθεντίες μπροστά στον πίνακα ελέγχου των δημοσίων υποθέσεων και κατευθύνουν τις στρατηγικές επιχειρήσεις ενάντια στον ιό. Για μια ακόμη φορά, παίζουν το πιο ισχυρό τους χαρτί: there is no alternative, το πασίγνωστο ΤΙΝΑ. Ό,τι αποφασίζεται, πάντα, αποφασίζεται επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική.
Είναι όμως αλήθεια;
Ίσως βρούμε μια απάντηση αν ασχοληθούμε με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Με μία απόφαση, ανάμεσα στις πολλές που πάρθηκαν. Το κλείσιμο των σχολείων. Ενώ γράφω, παραδείγματος χάριν, στο Πιεμόντε που ζω, αποφασίζεται να σταματήσει η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Εξήγηση: there is no alternative. Είναι όμως αλήθεια; Πιστεύω λίγο-πολύ ότι η απάντηση είναι η εξής: εάν δομείς την εκπαίδευση με αυτόν τον τρόπο, εάν εμπιστεύεσαι αυτή την επιστημονική κοινότητα, εάν διαχειρίζεσαι την περιφέρεια με αυτόν τον τρόπο, εάν το σύστημα υγείας που διαθέτεις είναι εύθραυστο, εάν η εκπαίδευση σου φαίνεται λιγότερο ουσιώδης από την παραγωγή εισοδήματος, ε τότε είναι αλήθεια: δεν υπάρχει εναλλακτική, πρέπει να κλείσεις.

Και τώρα ας συγκεντρωθούμε σε αυτό το εάν.
Η λογική ακολουθία είναι ξεκάθαρη: αν σφάλω στη διαχείριση μιας σειράς πραγμάτων, θα φτάσει η στιγμή όπου το να κάνω σφάλμα αποτελεί την πιο σωστή διαχείριση. Ας το μεταφράσουμε στο δικό μας πλαίσιο: αυτό, που χάριν συντομίας θα ονομάσουμε νοοτροπία του εικοστού αιώνα καταφεύγει σε καταναγκαστικές λύσεις, επειδή παίζει το δικό της φινάλε μιας παρτίδας. Μιας παρτίδας, που τα πιόνια έχουν λάβει τις θέσεις τους ήδη από τακτικές του προηγούμενου αιώνα, μιας παρτίδας που τα χαμένα πιόνια δε γίνεται να επανακτηθούν και που η νοητική στάση του παίκτη, δεν είναι προσαρμοσμένη να παίξει ενάντια σε έναν αντίπαλο ο οποίος αντιθέτως, κινείται με μια τακτική εντελώς καινούργια.

Αποτέλεσμα: there is no alternative.

Δεδομένου ότι η πορεία των πραγμάτων οδηγεί αναπόφευκτα και αβίαστα σε τεράστια συλλογικά δεινά, είναι ένδειξη μιας απαραίτητης κοινωνικής οργής το να αναρωτιέται κανείς πάνω σε ένα ζήτημα, που απ’ όσο καταλαβαίνω εγώ, αποτελεί ΜΕΙΖΟΝ ζήτημα: άραγε υπάρχει ένας άλλος τρόπος σκέψης και πράξης, καλύτερα προσαρμοσμένος στις προκλήσεις που μας επιφυλάσσονται; Υπάρχει ένα σκεπτικό που να μην είναι του εικοστού αιώνα; Το προετοιμάζουμε κάπου; Σε κάποιο σχολείο, σε κάποια εταιρεία, σε κάποια κοινωνική δομή; Έχουμε δίκιο όταν απαιτούμε να αναδυθεί, να αναλάβει τα ινία της διαχείρισης του κόσμου, και να το απαιτούμε με μια οργή που είναι δυνητικά επικίνδυνη;

Όλα αυτά οδηγούν και σε ακόμα ένα ερώτημα, ενστικτώδες, σχεδόν φυσικό: μήπως η διάνοια που αναζητούμε είναι στην πραγματικότητα κάτω απ’ τη μύτη όλων μας, μας εξουσιάζει όλους ήδη, και δεν είναι άλλη από την ψηφιακή διάνοια; Μήπως πέσαμε ήδη στην παγίδα του διλήμματος ανάμεσα στον Ντράγκι και τον Zuckerberg; Is there any alternative?
Θα προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτά τα πράγματα.
Σε επεισόδια. Λίγα. Αυτό είναι το πρώτο.


E
πεισόδιο δεύτερο

Λέγαμε για τη νοοτροπία του περασμένου αιώνα και για τις αποφάσεις της, των οποίων οι συνέπειες προδιαγράφουν συλλογικά δεινά που ίσως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε. Άραγε, μήπως θα ήταν προτιμότερο να κατανοήσουμε κάτι περισσότερο, αντί απλώς να εκτοξεύουμε αόριστες κατηγορίες για να ξεθυμάνουμε απ’ το θυμό μας; Ας το προσπαθήσουμε.
Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, είναι τουλάχιστον τέσσερα τα εμπόδια, που καθιστούν τη νοοτροπία του εικοστού αιώνα ανίκανη να διαχειριστεί την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον τούτη δω την πραγματικότητα.

Πρώτον. Είναι μια νοοτροπία που λατρεύει τις ακλόνητες λύσεις και αποστρέφεται την ευελιξία. Για να βάλει σε τάξη κομμάτια της πραγματικότητας επιλέγει συστήματα που εξασφαλίζουν μια σχετική μονιμότητα, ενώ αφήνουν στην άκρη την όποια προσαρμοστική δεξιότητα. Προϋποθέτει ότι σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα είναι αδιασάλευτο, αμετακίνητο, αδρανές: η λύση είναι να παραμένει εγκλωβισμένο εκεί. Έτσι, η αποτελεσματικότητα μιας λύσης καθορίζεται από την ικανότητά της να εκμηδενίζει την αστάθεια του πραγματικού, ή έστω να τη ρυθμίζει, ή —και γιατί όχι— να την αποκρύπτει. Έχουμε έτσι κι αλλιώς στοιχεία παραμυθιού σ’ αυτή την ιστορία.

Δεύτερον. Είναι μια νοοτροπία που εμπιστεύεται μια συγκεκριμένη μορφή γνώσης: την εξειδικευμένη γνώση. Εδώ διαφαίνεται εύκολα μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση: η πεποίθηση ότι τα προβλήματα που μας φέρνει η πραγματικότητα επιλύονται με μια συγκεκριμένη και περιχαρακωμένη γνώση. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, για παράδειγμα, μια οσφυαλγία θεραπεύεται από έναν γιατρό και κατά προτίμηση από έναν γιατρό εξειδικευμένο στις παθήσεις της μέσης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να εξασφαλίσει μια θετική έκβαση στο πρόβλημα. Ωστόσο, η ιδέα καθαυτή, δηλαδή ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται μέση και είναι αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, και επίσης ένας επιστημονικός κλάδος αφιερωμένος αποκλειστικά σε αυτό, αλλά ανίκανος να σχολιάσει για παράδειγμα ένα ποίημα, είναι μια ιδέα τόσο απλουστευτική, που γίνεται σχεδόν προσβλητική.

Τρίτον. Είναι μια νοοτροπία που εκπορεύεται από μονολιθικές αρχές, τις οποίες αντιλαμβάνεται ως αδιάσειστες προσταγές που αδυνατεί να αλλάξει, ή όταν το επιχειρεί, το κάνει με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς. Ας εξηγήσω καλύτερα τι εννοώ: δε διαθέτει απλά μιαν αντίληψη πραγματιστική που αναζητά την καλύτερη δυνατή λύση. Αντίθετα, χρησιμοποιεί μια αρχή (ας πούμε, τη δημοκρατία) και στη συνέχεια εύκολα ξετυλίγει λογικά συστήματα (αλληλουχίες λογικών αποφάσεων) που προκύπτουν σχεδόν αναπόφευκτα εκ του ονόματος αυτής της αρχής: για την υπεράσπισή της, τη μεταβίβασή της, τη βελτίωσή της. Αυτό που δεν κάνει, είναι να αλλάξει αυτές τις αρχές: να τις θέσει υπό συζήτηση, να φανταστεί την υπέρβασή τους. Ή το κάνει, επαναλαμβάνω, με πολύ αργούς ρυθμούς. Κι ενώ οι αργοί ρυθμοί δεν αποτελούν πρόβλημα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με βραδύτητα, μετατρέπονται σε έκδηλη αναπηρία απ’ τη στιγμή που ο κόσμος τρέχει και δε φτάνει.

Τέταρτον. Είναι μια νοοτροπία που περνιέται για έλλογη και που θεμελιώνει την ισχύ της στην πεποίθηση ότι δρα με σύνεση. Εδώ, το σφάλμα είναι διπλό: από τη μία να πιστεύεις στην ύπαρξη μιας καρτεσιανά έλλογης σκέψης (που κατανοεί και διαχειρίζεται την πραγματικότητα αποκλειστικά με το μηχανισμό της νόησης) και από την άλλη να πιστεύεις ότι συναπαρτίζεις την άρτια έκφραση αυτής της έλλογης σκέψης, μια έκφραση δηλαδή ελεύθερη από κάθε παλινδρόμηση στο παράλογο. Ένα άλογο που πιστεύει ακράδαντα ότι είναι μονόκερως θα έκανε τα ίδια λάθη: θα πίστευε ότι είναι ένα διαφορετικό πλάσμα και κυρίως ένα πλάσμα που δεν υφίσταται.

Ωραία. Θέλουμε να ανοίξουμε αυτά τα τέσσερα κουτάκια, να ρίξουμε μια ματιά μέσα, μήπως και καταλάβουμε κάτι καλύτερα; Μήπως τελικά να αξιοποιήσουμε αυτή την πένθιμη εμπειρία της πανδημίας;

Πρώτον. Συστήματα συμπαγή, μη ευέλικτα. Σκεφτείτε το Σχολείο (ναι, μου αρέσει να το γράφω με κεφαλαίο Σ).
Πώς γίνεται μια κτηνωδία όπως το κλείσιμο όλων των βαθμίδων στα Σχολεία, να θεωρείται εύλογη; Γίνεται, διότι το Σχολείο (τέκνο εξ ολοκλήρου της νοοτροπίας του εικοστού αιώνα) είναι ένα σύστημα σχεδιασμένο για να επανδρώνει διαρκώς την πραγματικότητα και όχι για να επιδεικνύει μια κάποια ευελιξία. Είναι ένας κατεξοχήν απροσάρμοστος οργανισμός. Ο κόσμος γύρω του μεταβάλλεται δραστικά και αυτός δεν βρίσκει τρόπους να αντιδράσει: το λογικότερο που απομένει είναι να κλειστεί στο καβούκι του. Μέσα στη δίνη της πανδημίας ζητήσαμε λίγη ελαστικότητα, κάναμε προτάσεις σχεδόν συγκινητικές στη σεμνότητά τους: π.χ. να γίνεται εναλλάξ διδασκαλία σε διαφορετικά ωράρια, ή να παραταθεί το σχολικό έτος μέχρι τα τέλη Ιουνίου, τέτοια πράγματα. Μα απ’ όσο φάνηκε, το σύστημα δεν ήταν σε θέση να αντέξει ούτε τo πιο αστείο τράνταγμα. Το ότι αντιλαμβανόταν τις απλές αυτές προτάσεις σαν ανυπέρβλητα εμπόδια δίνει μια ιδέα για το μέγεθος της δομικής αγωνίας στην οποία ολίσθησε ο κόσμος του Σχολείου. Το θυμάστε το τσιμέντο της γέφυρας Μοράντι[1]; Το μόνο τράνταγμα που αποδέχτηκε το σύστημα-σχολείο είναι η εξ αποστάσεως διδασκαλία. Ας σημειώσουμε όμως, πως η σχεδίαση απλά προέβλεπε το εξής: τα γνωστά πράγματα που ήδη διδάσκονται στην τάξη, να διαχυθούν μηχανιστικά σε ένα δοχείο ψηφιακών εργαλείων. Όχι κάποιο τροποποιημένο ωράριο, όχι κάποιο άλλο πρόγραμμα, παρά μόνο ένα τυφλό πείσμα στην επίτευξη των ίδιων αποτελεσμάτων με μια τεχνική ακατάλληλη να τα πετύχει. Μόνο συστήματα που είναι θεμελιωμένα σε ένα είδος ψευδοηρωικής, ξεροκέφαλης δύναμης μπορούν να σκεφτούν χωρίς δισταγμό να πραγματοποιήσουν εξ αποστάσεως τις ώρες της φυσικής αγωγής. Το βλέπετε το τσιμέντο;
Είναι αφελές να συγχέουμε αυτή την ακαμψία με κάποιο είδος βλακείας, καθώς πίσω της βρίσκονται ζυμώσεις προερχόμενες από το μακρινό παρελθόν. Πρόκειται αντίθετα για μια μορφή ευφυίας, που όμως έχει γίνει ανεπίκαιρη. Η ίδια ακριβώς που αναπαράγεται με έναν επαναληπτικό εξαναγκασμό —δυστυχώς με τη συμβολή του Σχολείου— τον οποίον πληρώνουμε πολύ ακριβά. Αν σκεφτείτε τα πράγματα και τον τρόπο που τα διδάσκουμε στο Σχολείο, θα αναγνωρίσετε εύκολα τη λατρεία της στασιμότητας, της αγκύλωσης, του τσιμέντου που είδαμε να συνθηκολογεί με την Πανδημία. Είναι η νοοτροπία του περασμένου αιώνα, που συνεχίζει να αναπαράγει τον εαυτό της. Αναπαράγει τον εαυτό της, διαιωνίζοντας την τελείως υποκειμενική της δοξασία ότι το να γνωρίζεις την πραγματικότητα, σημαίνει να την επαναφέρεις σε τάξη και σταθερότητα χωρίς ίχνος χάους. Σε μια αδιέξοδη κατηγοριοποίηση. Σε μία ελεγχόμενη ακινησία. Το Σχολείο είναι ακόμα εκεί και παράγει νέους, πρόθυμους να επαναλάβουν τα ίδια. Πάρτε για παράδειγμα δύο μαθήματα-πυλώνες όπως τα μαθηματικά και τα λατινικά, που κατά κάποιο τρόπο συνοψίζουν τους δύο κλάδους-φορείς της βασικής εκπαίδευσης των ελίτ: θα αναγνωρίσετε σίγουρα το ιδανικό training για την προετοιμασία της άρχουσας τάξης. Με ποιο τρόπο; Μαθαίνοντάς την πώς λειτουργούν τμήματα της πραγματικότητας, αποκομμένα από κάθε γίγνεσθαι, αυτάρεσκα περίκλειστα, αιωνίως σταθερά και πλήρως αδιαπέραστα από υποκειμενικές και αντικειμενικές παραλλαγές. Η σε βάθος ενασχόληση με τα δύο κορυφαία αυτά μαθήματα θα μπορούσε να μετατραπεί σε βίωμα καθαρού οράματος και ελευθερίας αλλά στο βαθμό που προσεγγίζονται ως ύλη μαθητικού προγράμματος, εκπίπτουν σε μια εκπαίδευση του αναπόφευκτου, του ήδη γραφτού, του ακίνητου. Και μόνο η έκφραση «νεκρή γλώσσα» τα λέει όλα. Έτσι διαπαιδαγωγούμε τους νέους σε μια κατάσταση ανύπαρκτη στην πραγματική ζωή: στη διαχείριση μιας ακίνητης πραγματικότητας. Στην επίλυση προβλημάτων που δεν αλλάζουν τους κανόνες. Στην αναζήτηση νοημάτων που επιβιώνουν αναλλοίωτα μέσα από γενεές ανθρώπων εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Βλέπετε το πάθος για μονιμότητα, τη φιλοδοξία να σταματήσει ο κόσμος, την ανάγκη για σταθερότητα; Αναγνωρίζετε τη γέφυρα Μοράντι;

Εντελώς αντίθετα, μια άλλη νοοτροπία θα γνώριζε ότι εκπαίδευση σημαίνει ακριβώς το να προετοιμάζεις κάποιον για την αστάθεια. Ότι η γνώση διατίθεται σε μυαλά φρέσκα και έτοιμα να ευθυγραμμίσουν παλιούς κανόνες στο άγνωστο του πραγματικού που μεταβάλλεται. Ότι η γνώση είναι μια πράξη πάντοτε ασταθής και εύπλαστη, που συμπίπτει με την τέχνη της προσαρμοστικότητας και που τελικά συνοψίζεται στην ζωική και ενστικτώδη ικανότητα να βλέπουμε μεταβατικές φιγούρες, ενώ διαθέτουμε μόνο κινούμενα κομμάτια. Για αυτού του είδους τη νοοτροπία, η ευελιξία των εκπαιδευτικών συστημάτων δε θα ήταν ένα σπιρτόζικο τρικ για την επιβίωση σε καιρούς χαλεπούς, αλλά θα ήταν ο κανόνας για την απόκτηση νοήματος την κάθε στιγμή. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει σχέση με την ανάγκη για αποτελεσματική αντιμετώπιση στην Πανδημία. Ανεξάρτητα από την εκάστοτε επείγουσα περίπτωση, ένα εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι ευέλικτο, αλλιώς είναι ένα τίποτα. Πρέπει να είναι ικανό να προσαρμόζεται με μια σχετική ταχύτητα στις μεταβολές του πραγματικού, αλλιώς είναι ένα τίποτα. Η ευελιξία δεν θα έπρεπε καν να ήταν ένα χαρακτηριστικό του, αλλά να ήταν —πιο ριζικά— κατασκευαστική προδιαγραφή του. Πρέπει να φανταστείτε το θέμα με όλη τη ριζοσπαστικότητα που κουβαλάτε. Η πραγματική ευελιξία δε θα χειριζόταν ποτέ άκαμπτα υλικά όπως η τάξη, τα μαθήματα, ο καθηγητής ενός μαθήματος, το σχολικό ωράριο, τα υπουργικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία. Αν θέλουμε να το πούμε έξω απ’ τα δόντια, δε θα έχανε ούτε καν χρόνο να σκεφτεί ότι ένα γιγαντιαίο δημόσιο Σχολείο, πανομοιότυπο παντού, μπορεί να αποτελεί μια καλή βάση για οτιδήποτε.
Χρησιμοποίησα το Σχολείο σαν δυνατό παράδειγμα λόγω των πληγμάτων που δέχτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γίνεται στο χώρο του θεάτρου, ή στην υγεία και την οικονομία; Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε κατά νου είναι το εξής: όλα αυτά είναι συστήματα υπερβολικά στάσιμα, ανίκανα να ελίσσονται. Επομένως, συστήματα ανίκανα να προσαρμοστούν σε επείγουσες καταστάσεις και κυρίως, ικανά να ισοπεδώνουν κάθε δημιουργική ενέργεια ακόμα και όταν οι καιροί είναι ευνοϊκοί. Υπάρχουν τρόποι διαφυγής από όλα αυτά; Ναι, υπάρχουν αλλά δυστυχώς δεν εμπιστευόμαστε τον κατάλληλο τρόπο σκέψης και πράξης Κι εδώ περνάμε στο σημείο δύο: στην πεισματική λατρεία της εξειδικευμένης γνώσης.


[1] Η Γέφυρα Μοράντι (Ponte Morandi) συνέδεε τις περιοχές Sampierdarena και Cornigliano τις Γένοβας στον αυτοκινητόδρομο Α10 και κατασκευάστηκε το 1963 από τον μηχανικό, του οποίου έφερε και το όνομα. Στις 14.8.2018 και έπειτα από καταρρακτώδεις βροχές, κατέρρευσε εν μέρει μετά από υποχώρηση του πυλώνα 9 προκαλώντας 43 νεκρούς και 566 τραυματίες. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί εργασίες συντήρησης για 25 χρόνια ενώ μια μηχανολογική μελέτη του 2017 είχε προειδοποιήσει για την κατάσταση των καλωδίων που κρατούσαν τη γέφυρα και που είχαν περιβληθεί με τσιμέντο.


E
πεισόδιο τρίτο

Λέγαμε για τα 4 εμπόδια που κατά τη γνώμη μου καθιστούν τη νοοτροπία του περασμένου αιώνα ακατάλληλη να διαχειριστεί την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον την τρέχουσα πραγματικότητα. Το πρώτο ήταν η έλλειψη ευελιξίας και μιλήσαμε γι’ αυτό. Ας δούμε στα πεταχτά και τα επόμενα τρία γιατί αλλιώς θα ξημερώσουμε.

Δεύτερο εμπόδιο: η λατρεία της εξειδικευμένης γνώσης. Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι δεν υπήρχε κάτι τέτοιο πάντα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ένας Έλληνας του 5ου αιώνα, ένας μοναχός του μεσαίωνα ή ένας λόγιος της αναγέννησης θα ζορίζονταν πολύ για να αποδεχτούν ότι ένας λοιμωξιολόγος, δηλαδή κάποιος που έχει σπουδάσει αποκλειστικά τα μικρόβια, θα μπορούσε να τους προστατέψει από μια πανδημία. Ούτε καν η ιδέα ενός απλού γενικού γιατρού θα τους ενθουσίαζε. Το ότι αυτή η στάση σήμερα μας φαίνεται παιδαριώδης και αποτυχημένη συμβαίνει απλώς επειδή προερχόμαστε από τουλάχιστον δύο αιώνες αποθέωσης της επιστήμης. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι τρεις άνθρωποι, ο καθένας με τον τρόπο του εικάζανε ότι οποιοδήποτε κομμάτι της πραγματικότητας, αποτελεί μέρος ενός πιο σύνθετου συστήματος. Επομένως, η μόνη χρήσιμη γνώση είναι αυτή που μπορεί να κινείται σε ολόκληρο το σύστημα και όχι μόνο σε κάποια κομμάτια του. Για έναν τέτοιο τρόπο αντίληψης της γνώσης, ένας γιατρός που δεν γνωρίζει τις ονομασίες των φυτών και δεν αναγνωρίζει ένα όμορφο ποίημα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν αξιόπιστο τεχνίτη. Αν η σκέψη αυτή σας φαίνεται ανώριμη, αναρωτηθείτε από το δικό σας κατ’ οίκον περιορισμό το εξής: και τι δε θα δίνατε ώστε η κυβερνητική πολιτική ενάντια στην Πανδημία να κατευθύνεται από έναν φιλόσοφο, έναν μαθηματικό, έναν ανθρωπολόγο, έναν ψυχολόγο, έναν βοτανολόγο, έναν ποιητή και έναν ιστορικό; Εγώ θα έδινα τα πάντα. Αλλά μην μπορώντας να το κάνω, παίρνω τουλάχιστον την ελευθερία να γράψω εδώ, μιας και η ιλιγγιώδης ανάπτυξη των εξειδικευμένων γνώσεων προκάλεσε μια συλλογική οπισθοδρόμηση, τόσο της ικανότητας να διασταυρώνονται οι διάφορες γνώσεις των ανθρώπων, όσο και της ευελιξίας να ενεργοποιούνται παράλληλα πολλές από αυτές: Αυτό, κάποτε το λέγαμε σοφία. Αυτή η ικανότητα που υπέπεσε σε αχρηστία για αιώνες, μπήκε τώρα από την κλειδαρότρυπα και φαίνεται να είναι ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά κάποιων νέων μυαλών. Το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι ξανάρχισαν να γνωρίζουν και να μιλούν για φυτά και τεχνολογία και ότι ένας copywriter που δεν γνωρίζει από art directing απλώς αχρηστεύεται, το ότι οι τερματοφύλακες παίζουν όλο και περισσότερο με τα πόδια και το τηλέφωνό μου φτιάχνει βιντεάκια, ε κάτι μας λένε όλα αυτά. Προφανώς αλλάζουμε πίστα στο παιχνίδι και οραματιζόμαστε μια γνώση σαν το βλέμμα ενός γερακιού και σαν την υπομονή μιας βελανιδιάς, σαν την ακρίβεια ενός νυστεριού και τη μνήμη ενός βουνού. Όταν συναντάμε τέτοια γνώση, νιώθουμε ότι έτσι θα θέλαμε να γνωρίζουμε.

Τρίτο εμπόδιο. Πρόκειται για μια φανατικά εγκατεστημένη νοοτροπία που αποστρέφεται τη νομαδική ζωή. Προκύπτει από αρχές και αξίες που δεν μπορεί να αποτραβηχτεί. Εγκλωβίζεται στις εννοιολογικές πολιτείες που κατασκεύασε κι ας εξελίσσεται μια βάρβαρη εισβολή, κι ας .έχει πέσει λιμός στους κατοίκους. Τεχνικά μιλώντας, είναι σαν να είσαι καταδικασμένος να κοιτάς τη Γη κολλημένος στις ίδιες περιορισμένες οπτικές γωνίες και στη συνέχεια, να συγκεντρώνεις όλες τις νοητικές δυνάμεις σου, στο να γίνει η όρασή σου όλο και πιο γερή από αυτά τα σταθερά σημεία. Ενώ στην πραγματικότητα θα αρκούσε μια μετατόπιση δυο βήματα παραπέρα ώστε κι ένας μύωπας να ξεκαθάριζε ένα σωρό άλλα πράγματα. Θα δώσω ένα παράδειγμα όχι απαραίτητα ευχάριστο. Το σύνταγμα είναι για όλες τις δημοκρατίες του εικοστού αιώνα μια αρχή σχεδόν αδιαμφισβήτητη. Στην παρούσα στιγμή, η φαιά ουσία που δαπανάται στην κατανόηση του τί είναι συνταγματικό και τί όχι, είναι ασύγκριτα περισσότερη από αυτή που αφιερώνεται για να καταλάβουμε του αν το σύνταγμα είναι ακόμα έγκυρο, επίκαιρο, κατάλληλο. Γιατί; Γιατί η νοοτροπία του περασμένου αιώνα είναι εγκατεστημένη σε τέτοιο βαθμό που δεν αντιλαμβάνεται, για παράδειγμα, ότι η θεμελίωση μιας Δημοκρατίας πάνω στην εργασία είναι μια ωραία ιδέα αλλά επίσης και μια ιδέα τρομερά παλιά, σήμερα ειδικά που η εργασία όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα, τείνει να εξαφανιστεί από τον κόσμο και μάλιστα συχνά, από επιλογή και απόφασή μας. Αναλόγως, είναι δύσκολο να σκεφτόμαστε ότι θα σώσουμε τον πλανήτη, αν δεν είμαστε σε θέση να ξαναγράψουμε τα Συντάγματά μας τοποθετώντας πάνω απ’ όλα τα δικαιώματα της ζωής, πέρα από την ανθρώπινη. Αντιθέτως, παραμένουμε μπλοκαρισμένοι στο ίδιο σημείο και αυτή τη στιγμή κανένας - σχεδόν κανένας - δε σκέφτεται ότι το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν οι δυτικές δημοκρατίες είναι να ξαναγράψουν τα Συντάγματά τους. Να επανιδρύσουν δηλαδή την ίδια τους την πολιτεία. Σε μια άλλη κοιλάδα, στις όχθες μιας άλλης λίμνης, σε κάποιον άλλον ουρανό. Δεν το κάνουμε, γιατί η νομαδική ζωή, αν αφορά σε αξίες και αρχές, θεωρείται μια βάρβαρη πρακτική, παιδί μιας κάποιας άγνοιας ή ενός ελλείματος πειθαρχίας, ή του λαϊκισμού. Έτσι, γερνάμε σε εννοιολογικές πολιτείες με ξεχειλωμένα σύνορα, όπως για παράδειγμα, το δικαίωμα στη μελέτη, η ελευθερία της έκφρασης, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας, η έννοια της πατρίδας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία. Υπέροχες, εξουθενωμένες πολιτείες, με δυστυχείς κατοίκους. Είναι ξεκάθαρο: οφείλουμε να σηκωθούμε να φύγουμε και να τις επανιδρύσουμε σε έναν τόπο που δεν τον μαστίζει η πενία των ιδεών. Αλλά δε θα το κάνουμε ποτέ, παρά μόνο αν προσκαλέσουμε κάποια άλλα μυαλά-οδηγούς.

Τέταρτο και τελευταίο εμπόδιο. Πρόκειται για μια νοοτροπία που εμμένει να επιλέγει τον ορθολογισμό σαν χαρακτηριστικό της. Θεωρεί τον εαυτό της και θέλει να είναι ορθολογική. Εδώ το θέμα είναι πολυπλοκότερο. Ελπίζω να μπορέσω να το εξηγήσω σωστά. Ένα πρώτο πράγμα που μπαίνει υπό συζήτηση, είναι η πεποίθηση ότι μπορεί κάποιος να είναι ορθολογικός, ή καλύτερα εξ ολοκλήρου ορθολογικός: η πεποίθηση δηλαδή ότι υπάρχει ένας τρόπος να λαμβάνει κάποιος αποφάσεις, προστατευμένος από οποιοδήποτε storytelling, από οποιαδήποτε συναισθηματική καμπύλη και από οποιοδήποτε ένστικτο. Υπάρχει στ’ αλήθεια ακόμα κάποιος που να δηλώνει ότι υπάρχει κάτι τέτοιο; Βρίσκεται κάποιος που να θεωρεί ορθολογική την απόφαση να διακοπεί η χορήγηση εμβολίων για τέσσερις ημέρες, για έναν ελεγχούλη;[2] (και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά). Μπορεί και να ‘μαι τρελός, αλλά μου φαίνεται πολύ πιο αποτελεσματικός ένας συλλογισμός που λαμβάνει υπόψη το storytelling, το συναίσθημα και το ένστικτο, που επιθυμεί να τα γνωρίσει, και που δε δοκιμάζει να περάσει τις αποφάσεις του ως αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα αλάνθαστων λογικών διεργασιών. Θα μου άρεσε να υπήρχε, ας πούμε, μια αμφίβια νοοτροπία, με επίγνωση, να μπορεί να λάβει αποφάσεις ακόμα και κάτω από την ίσαλο γραμμή της λογικής, ακόμα και στον πάτο. Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτό το ατελείωτο παραμύθι του ορθολογισμού. Ας κρατήσουμε λοιπόν κυρίως αυτό: δεν έχει σημασία το τι κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, αλλά το πώς είναι η πραγματικότητα, πώς είναι ο κόσμος. Εκεί έξω, τα πράγματα λειτουργούν λόγω μιας ενέργειας και σύμφωνα με φυσικές διεργασίες, για τις οποίες η ανθρώπινη λογική γνωρίζει ελάχιστα. Αντιλαμβανόμαστε μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχει μια πνοή του κόσμου που δεν είναι μόνο ένα παραμύθι για σαλεμένους και όποιος δεν την αισθάνεται —δε λέω να την αναπνέει, αλλά τουλάχιστον να την αισθάνεται— δεν έχει μια πραγματική δυνατότητα να λάβει αποφάσεις που οδηγούν στην ευτυχία των έμβιων όντων. Και επιπλέον σκεφτείτε τις διάφορες συνδέσεις, αυτές και μόνο να σκεφτείτε, τις συνδέσεις: όπως η χλωρίδα ενός τεράστιου δάσους, έτσι και τα ζωντανά όντα ανταλλάσσουν πληροφορίες, συνδέονται με χημικές αλυσίδες, σχηματίζουν αόρατους δεσμούς μέσω των οποίων επιβιώνουν: δεν υπάρχουν δέντρα, αλλά δάση, και κάθε φορά που εμείς αποσυναρμολογούμε αυτή την απλή και πρωταρχική ενότητα, παραδείγματος χάρη με την εξειδικευμένη γνώση, ή επιλέγοντας μόνο αυτό που είναι ορθολογικό, ξεγραπώνουμε αυτό που μελετάμε, αποσυνδεόμαστε, ξεστρατίζουμε από το πραγματικό: αργά ή γρήγορα θα το βρούμε μπροστά μας. Δεν υπάρχει τίποτα το ποιητικό, πιστέψτε με: οι άνθρωποι είμαστε –ο κόσμος είναι– ένα θαυμάσια σύνθετο τοπίο που καμία λογική γραφή δε θα μπορούσε να κατονομάσει πραγματικά. Γι’ αυτό και μια νοοτροπία που πείθεται ότι δαμάζει τον κόσμο, δε μας κάνει. Μια νοοτροπία που πείθεται ότι ο σκοπός της είναι να τον δαμάσει αντί να τον κατοικήσει, δεν είναι μια ευφυής νοοτροπία: ίσως να ήταν κάποτε, αλλά δεν μπορεί να είναι πια.

Ωραία. Μπορούμε τώρα να συνοψίσουμε. Για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι, συνεχίζουμε να παραδιδόμαστε στα χέρια μιας νοοτροπίας σαστισμένης από τον θρυλικό μύθο του ορθολογισμού, μιας νοοτροπίας που συμβαδίζει με άκαμπτα συστήματα, που δρα υπό την ώθηση ασύνδετων γνώσεων, που δεν έχει τη δύναμη να επανεξετάσει τα δικά της εννοιολογικά σταθερά σημεία αναφοράς,. Την ονομάσαμε νοοτροπία του εικοστού αιώνα, και εδώ ζητάμε συγγνώμη από τον Μπένγιαμιν, τον ΠΙκάσσο, τον Φουκώ, τον Τζίμυ Χέντριξ, τον Τζον Μακενρό και όλους αυτούς που δεν είχαν καμία σχέση με αυτόν τον τρόπο ύπαρξης στον κόσμο: δυστυχώς, όταν διαλέξαμε μυαλά για να διαχειριστούν τον κόσμο, δε διαλέξαμε τα δικά τους. Διαλέξαμε αυτά που ακόμα και τώρα μας φέρνουν το λογαριασμό με τη συνήθη, ενοχλητική υποσημείωση there is no alternative.

Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε, αν πραγματικά αυτός ο τρόπος σκέψης και πράξης είναι ο μοναδικός που διαθέτουμε. Είναι μια ερωτησούλα που θα θέσουμε στο επόμενο και τελευταίο επεισόδιο. Δεν υπόσχομαι την απάντηση. Υπόσχομαι όμως την ερώτηση.

Eπεισόδιο τέταρτο (και τελευταίο)

Έτσι, κλεισμένοι στο σπίτι, παρακολουθώντας την τελευταία κουρασμένη παράσταση της νοοτροπίας του περασμένου αιώνα, περιμένουμε την έλευση ενός νέου τρόπου σκέψης και πράξης που θα έρθει να μας πάρει από δω. Από πού θα έρθει, είναι ένα ερώτημα. Κι ένα άλλο, το αν βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας. Πάντα κουβαλάμε το μεσσιανικό ένστικτο να περιμένουμε ένα σωτήρα. Να ψάχνουμε στον ουρανό ένα άστρο-κομήτη να μας οδηγήσει στη Γέννηση. Είναι ανθρώπινο πάντα να ελπίζουμε.

Αν υπάρχει μια νέα νοοτροπία, δικαιούμαστε να προσδοκούμε από αυτή ένα πράγμα: να στέκει απρόσβλητη απέναντι στα εμπόδια που μπουρδουκλώνουν αυτή του περασμένου αιώνα. Άρα, φανταζόμαστε ανθρώπους προικισμένους με πολυδιάστατη γνώση, που σκαρφίζονται ευέλικτα συστήματα, παράτολμους ώστε να αναθεωρούν συχνά τις αξίες τους και να αντιστέκονται σθεναρά στην ιδέα ότι η πραγματικότητα δαμάζεται με τον ορθολογισμό. Το επόμενο ερώτημα είναι τώρα απλό: κοιτώντας τριγύρω, εντοπίζουμε στην πράξη τέτοιου είδους ανθρώπους;

Κι όμως υπάρχουν. Για παράδειγμα, πολλοί από τους κάτω των 35 σκέφτονται με αυτό τον τρόπο. Αλλά δεν πρόκειται αποκλειστικά για ένα ηλικιακό χαρακτηριστικό. Αν παρατηρήσετε καλά, υπάρχουν πάρα πολλά μέρη, εταιρείες, θεσμοί, πραγματικότητες στις οποίες μπορείτε να βρείτε, ακόμα και σε υψηλές θέσεις, ανθρώπους που σκέφτονται έτσι. Που δρουν με αυτόν τον τρόπο. Είναι πιθανό, μεγάλο μέρος αυτών που διαβάζουν αυτό το άρθρο να είναι άνθρωποι που αυθόρμητα λειτουργούν μες στον κόσμο, με αυτόν εδώ τον τρόπο. Τέλος πάντων, δε μιλάμε για κάτι το τρελό ή το ουτοπικό, μιλάμε για κάτι που υπάρχει. Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν;

Το πρόβλημα είναι ότι, αν παρατηρήσετε όλους αυτούς τους ανθρώπους, θα δείτε να βρίσκονται διαρκώς σε μάχη με κάποιον οργανισμό ισχυρότερο από αυτούς, που δεν επιτρέπει να επιβιώσει ο δικός τους τρόπος αντίληψης. Που τον καθυστερεί. Ένα είδος έλους που τον περιβάλλει και συχνά τον ρουφάει. Θα μας βόλευε να ισχυριστούμε ότι είναι η Εξουσία που τον ξεγελά. Μια γερασμένη Εξουσία του εικοστού αιώνα. Αλλά το πράγμα είναι πιο σύνθετο. Τον ξεγελάει η διοίκηση των κοινοτήτων μας, το δομικό design της κοινωνίας μας. Το δάσκαλο που έχει κατά νου ένα πιο ευφάνταστο τρόπο διδασκαλίας, δεν τον ξεγελά η ορθολογική αυθεντία ενός ξεροκέφαλου διευθυντή ή η τυφλή ακαμψία των υπουργικών διαταγμάτων: τον ξεγελά ο σκεπτικισμός των συναδέλφων, η άγνοια των γονέων και η απραξία των μαθητών. Τον εικοσάχρονο που θα είχε κατά νου μια start up προορισμένη να ξηλώσει την παράλογη γραφειοκρατία των πληρωμών με διακανονισμό (για παράδειγμα), δεν τον ξεγελά ένας —ανύπαρκτος— πιο ισχυρός ανταγωνιστής αλλά το απλό γεγονός ότι ο αριθμός των ατόμων που ζουν χάρη σε αυτή την πολυπλοκότητα είναι τόσο μεγάλος, ώστε να δημιουργούν γύρω της μια αλυσίδα προστασίας. Θέλω δηλαδή να πω ότι αυτό που επιβραδύνει την έλευση της νέας νοοτροπίας είναι η δομική λογική του κόσμου μας. Ο τρόπος που είναι κατασκευασμένος. Απ’ την άλλη, όποιος θέλει να ανακαινίσει το σπίτι των ανθρώπων με μια νέα νοοτροπία, συνήθως δεν ξαναβάφει τους τοίχους, αλλά γκρεμίζει όλο το κτίριο για να το οικοδομήσει με ένα διαφορετικό κατασκευαστικό σύστημα. Η νέα νοοτροπία δεν παριστάνει το διακοσμητή. Είναι ένας δομικός μηχανικός. Γι’ αυτό και ο κόσμος της αντιστέκεται. Αρνείται να γκρεμιστεί. Στέκεται όρθιος μέχρι την τελευταία στιγμή, σαν τη γέφυρα Μοράντι. Και αυτό, με υποστυλώματα όπως η εθελοτυφλία, η συνενοχή, η πονηριά, που αναβάλλουν την κατάρρευσή του. Μέχρι το τέλος.

Βλέπετε όμως, θα υπάρχει πάντα εκείνη η απογευματινή καταιγίδα που θα κάνει τους πυλώνες να καταρρεύσουν.

Με τον πιο θεαματικό τρόπο οι πυλώνες κατέρρευσαν, όταν στο πανόραμα του κόσμου ξέσπασε η ψηφιακή επανάσταση. Εδώ έχουμε την εμβληματική περίπτωση μιας φρέσκιας νοοτροπίας που ξηλώνει τη γερασμένη. Όσο ανθεκτική κι αν ήταν η συντηρητική, πυκνή αλυσίδα που μάντρωνε τους πρωτοπόρους αυτής της επανάστασης, δεν μπόρεσε να καταφέρει τίποτα: όσοι θέλησαν, την έσπασαν. Τι κι αν ήσουν η Walmart, η Amazon σου την έφερνε. Τι κι αν ήσουν η New York Times, το Twitter σε γονάτιζε. Κι αφού γονάτιζες, το μόνο που σου απέμενε ήταν να επιλέξεις, αν θα παραμείνεις στο έδαφος, κάτω από το βάρος των ερειπίων σου, ή αν θα ανακάμψεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα με ένα νέο δομικό σύστημα. Έτσι έχουν τα πράγματα στις ημέρες μας.

Και τώρα μπορούμε να αναρωτηθούμε, μήπως αυτοί οι άνθρωποι, οι πρωτοπόροι του ψηφιακού, ήταν όντως οι φορείς της νέας νοοτροπίας, που σκαρφιζόταν το νέο δομικό design του κόσμου με τα δικά της κατασκευαστικά εργαλεία; Νομίζω πως ναι. Στην ουσία οι ψηφιακοί επαναστάτες άρχισαν να χτίζουν το σπίτι των ανθρώπων με βάση μια νέα τεχνική κατασκευής και μάλιστα άρχισαν να το κάνουν από τα κάτω. Ξεκίνησαν από τα τηλέφωνα και τις γραφομηχανές, φαντάσου! Τώρα, ξέρουμε ότι τα είχαν πάρει στο κρανίο με τη νοοτροπία του εικοστού αιώνα και φυσικά την παραγκώνισαν: σκεφτείτε ότι κάποιοι ούτε πτυχίο δεν πήραν. Αν ξαναδούμε τα τέσσερα εμπόδια που σκόνταφταν οι πατεράδες τους, αυτοί ξεπέρασαν οριστικά τουλάχιστον τα δύο: έψαξαν και βρήκαν ένα παιχνίδι, που όλα είναι σε αέναη κίνηση και στο οποίο κερδίζει μόνο όποιος μεταμορφώνεται γρήγορα κι ευέλικτα: στη συνέχεια, βάλθηκαν να καταστρέφουν τον ένα πυλώνα μετά τον άλλο, σαρώνοντας αρχές και αξίες που φάνταζαν ακλόνητες: δεν το έκαναν με κακία, ήταν απλώς σκληροί και οργισμένοι επαναστάτες.

Παρόλα αυτά, φαίνεται πως δεν ήταν αρκετοί. Μάλλον κάτι δε λειτούργησε σωστά, αν ακόμα προσμένουμε αυτό το νέο που θα μας σώσει. Σε σχέση με αυτό το κάτι, ακούγονται διάφορα. Απ’ όσο έχω εγώ καταλάβει, βασικά δεν λειτούργησαν τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ξεκινώντας από τα κάτω, η ψηφιακή επανάσταση άφησε όρθιους όλους τους μεγάλους θεσμούς του περασμένου αιώνα που αφορούν την κοινοτική ζωή: το σχολείο, την πολιτική, τους νόμους, τις Εκκλησίες. Έπεφταν οι New York Times αλλά όχι η καθηγήτρια στα Αρχαία. Έκλειναν οι βιβλιοθήκες αλλά όχι τα κόμματα. Έτσι άρχισε αυτή η παράξενη σχιζοφρένεια, οι άνθρωποι να ζουν σε δύο παράλληλες διαστάσεις: στη μία, την ιδιωτική και ατομική, βρίσκονταν στο μέλλον, ενώ στην άλλη, τη δημόσια και συλλογική, παρέμεναν εγκλωβισμένοι στον εικοστό αιώνα, για να μην πω στον δέκατο ένατο.

Ταλαιπωρία.

Το δεύτερο που δε λειτούργησε έχει να κάνει με το ότι οι επαναστάτες ήταν όλοι άντρες, μηχανικοί, Αμερικάνοι, λευκοί. Σχεδόν όλοι, για να είμαστε ακριβείς. Άρα στην ουσία, συνέβη το εξής: οι ψηφιακοί επαναστάτες ανήκαν ήδη σε μίαν ελίτ όχι μόνο άκρως εξειδικευμένη αλλά και ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά περιχαρακωμένη με σχεδόν κλειστοφοβικό τρόπο: μια εικόνα πολύ του εικοστού αιώνα. Τι μπορεί να γεννήσει μια τέτοια ελίτ; Ήδη από την αρχή υπάρχει ένα ολοφάνερο σφάλμα: όσα έχουν σκαρφιστεί άνδρες, μηχανικοί, Αμερικάνοι, λευκοί, δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν πραγματικά. Ούτε μια θρησκεία, ούτε μια ορχήστρα, ούτε ένα πλύσιμο αυτοκινήτου: τίποτα.

Σπάσιμο.

Τρίτο πράγμα: η ψηφιακή τεχνολογία γεννιέται στην αγαπημένη φάτνη του ορθολογισμού, τους αριθμούς. Πάρτε μια φράση όπως «η ανάσα του κόσμου» και αναζητήστε την στο νοητικό ευρετήριο της ψηφιακής επανάστασης: δε θα τη βρείτε ούτε στις 100 πρώτες θέσεις. Πιθανόν να ενοικούσε σε κάποιους από τους πρωτοπόρους: αλλά δεν είναι εύκολα προσβάσιμη στα device που αυτοί δημιούργησαν. Και κάπως έτσι, καταλήξαμε να απομυζούμε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μη αριθμήσιμο μέρος του κόσμου, την αόρατη δόνηση του πλάσης. Η ψηφιακή επανάσταση πολλαπλασίασε τις εμπειρίες, σάρωσε μια σειρά από προνόμια, επανέφερε την ουσία στην επιφάνεια του κόσμου απελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά όλων αυτών των ιεροκηρύκων: αλλά μέσα στη φούρια της να απαριθμήσει τον κόσμο, κατά κάποιο τρόπο τον έσφιξε, απογυμνώνοντάς τον από μια συνθετότητα που είναι δύσκολο να οριστεί, χωρίς να ανατρέξουμε στην παρακινδυνευμένη λέξη πνευματικό.

Μυστήριο.

Έτσι σε τελευταία ανάλυση, η ψηφιακή επανάσταση μοιάζει με μια ιδιοφυή απόδραση, ένα μεγαλειώδες γκρέμισμα τοίχων και ένα θεαματικό άνοιγμα μιας διεξόδου: μόνο που τελικά δεν χωθήκαμε σε αυτήν τη διέξοδο αλλά χαθήκαμε συζητώντας για fake news, για καπιταλισμό της αστυνόμευσης και άλλα τέτοια πράγματα. Και κατά κάποιο τρόπο, ξεμείναμε στα μισά του δρόμου. Η Πανδημία μας έπιασε σε ένα είδος συνόρου. Αυτή τη στιγμή παραπαίουμε εκεί, περιμένοντας να μάθουμε προς ποια πλευρά θα πέσουμε, πότε θα περάσει η νυχτιά[2]. Θα βοηθούσε πολύ να διαθέταμε μια νέα νοοτροπία και γι’ αυτό έχουμε καθήκον να την εντοπίσουμε, να την απαιτήσουμε και να την προστατέψουμε.

Και τώρα για να τελειώνουμε, θα πετάξω και το τελευταίο και πάμε πάλι μετά ν’ αρχίσουμε τα παραμύθια.

Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά γνωρίζω ότι το σκεπτικό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα σκεπτικό όπως το γνωρίζουμε ως τώρα. Σίγουρα θα χρησιμοποιεί λογικά νήματα για να συγκροτεί τις κινήσεις του και θα χρησιμοποιεί τη γνώση για να αποφασίσει τι να επιλέξει. Αλλά δε θα είναι μια μέθοδος, δε θα στηριχτεί σε ένα πλέγμα από αρχές, δε θα είναι με κανένα τρόπο μια μορφή ορθολογισμού. Θα είναι ένα πράττειν. Θα είναι μια πράξη. Θα είναι μια συλλογή από ελιγμούς. Η νέα νοοτροπία θα είναι μια πράξη.

Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς αλλά πιστεύω ότι θα είναι μια ζωική πράξη και επομένως η σκέψη της θα είναι μια σωματική κίνηση. Θα έχει επίγνωση γι’ αυτό και θα βάλει τέλος στην αποστειρωμένη ψευδαίσθηση της καθαρής σκέψης. Θα σκέφτεται βρώμικα, αυτό θα κάνει. Βρώμικα αλλά ορθά.

Η νέα νοοτροπία θα είναι ζωική και επομένως συνδεδεμένη με το πάθος και όχι με μια ηθική αρχή, με ένα πρέπει. Η σκέψη θα σχετίζεται με την πείνα και θα είναι πιθανώς απλή. Η κατανόηση θα είναι κάτι που θα οδηγεί στην κατοικία, όχι στο κυνήγι. Η γνώση θα πάψει να είναι εργαλείο επίθεσης και κυριαρχίας και θα έχει να κάνει με την ανάγκη να ακούμε και να συμπεριλαμβάνουμε.

Δεν μπορώ να πω γιατί αλλά θα είναι μια νομαδική νοοτροπία. Δε θα έχει ένα σπίτι, θα έχει πολλά σπίτια. Δε θα διστάζει να τα εγκαταλείψει όλα.

Πιστεύω ότι θα χαρακτηρίζεται από μια διανοητική λειτουργία που θα διαχέεται παντού και δεν θα συγκεντρώνεται σε μέρη που παράγουν αποκλειστικά διανόηση. Θα είναι συλλογική και όχι ατομική.

Περιμένω ότι θα είναι μια νοοτροπία με βαθιά μνήμη και πλατιά όραση: στις πιο όμορφες στιγμές, αυτά τα δύο συμπίπτουν.

Ξέρω ότι θα είναι μια συναισθηματική νοοτροπία, όχι με την έννοια ότι θα μπήγει τα κλάματα κάθε πέντε λεπτά αλλά με την έννοια ότι θα δρα ξεκινώντας από τα συναισθήματα. Θα κινείται προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις δονήσεις που λαμβάνει από τον κόσμο μέσα από τα συναισθήματα. Έτσι, η διάνοια θα ταυτιστεί με την ικανότητα να καταγράφεις τον κόσμο, να τον αισθάνεσαι. Οποιαδήποτε εννοιολογική αφαίρεση που συνθέτει εν ψυχρώ την πραγματικότητα θα θεωρείται ένας απλουστευτικός χάρτης και επομένως επισφαλής. Τίποτα το εγκεφαλικό δε θα θεωρείται χρήσιμο. Κάθε πράξη που καλλιεργεί τα συναισθήματα, θα αντιμετωπίζεται με σεβασμό.

Η ορθολογική ανάλυση θα θεωρείται μια απαραίτητη υπηρεσία και η διαίσθηση θα γίνει η καρδιά κάθε υπόθεσης.

Πιστεύω πως όλες οι αποφάσεις θα προέρχονται από μια μοναδική δεξιότητα: να διακρίνουμε αυτό που είναι νεκρό από αυτό που είναι ζωντανό. Όσους ελιγμούς κάνουμε, θα τους κάνουμε για να προστατέψουμε τη δημιουργικότητα. Δε θα ξοδεύουμε —από ανικανότητα— πρώτες ύλες για να διατηρηθεί στη ζωή ό,τι δε δονείται πια. Δε θα μας χαρακτηρίζει η φιλοδοξία να αλλοιώνουμε την πορεία της ζωής αλλά να την επικυρώνουμε.

Δεν ξέρω αν το εκφράζω σωστά, αλλά νομίζω ότι θα είναι μια νοοτροπία επιφανειακή, δηλαδή ελαφριά, μεταβαλλόμενη, λεπτή. Θα κινείται φανερά, ανοιχτά. Στα μυαλά που προηγήθηκαν θα φαντάζει διακριτικά αφελής. Θα είναι θηλυκή, με την έννοια που τα αρσενικά δίνουν σε αυτόν τον όρο. Θα είναι αρσενική, με την έννοια που τα θηλυκά δίνουν σε αυτόν τον όρο. Θα είναι ασυγκράτητη.

Θα χρησιμοποιεί τους αριθμούς για να ελέγξει τον κόσμο και τα ονόματα για να χάσει τον έλεγχο. Εννοείται θα ξέρει να υπολογίζει αλλά συχνά δε θα το θεωρεί ενδεδειγμένο. Θα ξέρει να ονομάζει, αλλά ποτέ για να περι-ορίσει τον κόσμο, μόνο για να τον ανα-κινήσει.

Μου φαίνεται ξεκάθαρο ότι θα είναι μια αυθάδης νοοτροπία. Με την έννοια ότι δεν θα φοβάται να χάσει και να κερδίσει. Όποιος σκορπίζει φοβίες θα παρεμποδίζεται, όποιος τις διαδίδει θα του δείχνεται ευγενικά η έξοδος. Οι εξερευνητές θα κατέχουν μια ξεχωριστή θέση, θα θεωρούνται απαραίτητοι. Αποχωρισμοί, αντίο και αποδεσμεύσεις θα διδάσκονται σαν λεπτές κινήσεις, που πρέπει να εκτελεστούν σωστά: θα θεωρούνται απαραίτητες.

Και τέλος. Θα είναι μια νέα νοοτροπία που δε θα μας εκπλήξει, γιατί έχουμε κλείσει ένα ραντεβού μαζί της εδώ και πολύ καιρό. Πάρα πολλοί άνθρωποι την έχουν ήδη επιλέξει ως καταστατικό της θέσης τους στον κόσμο. Ενώ αποδέχονται πειθαρχημένα την επικρατούσα λογική, την εξασκούν με το ένστικτο κάποιου που δεν έχει ανάγκη να το πολυαναλύσει. Την έχουν μάθει με την πρακτική τους. Στους πιο νέους προκύπτει σα φυσικό χάρισμα και μόνο. Άλλοι την έχουν χωρίς να το γνωρίζουν. Όλοι την αναγνωρίζουν και συμβάλλουν στη δημιουργία της. Δεν υπάρχει τίποτα το ποιητικό ούτε καλλιτεχνικό σε αυτή: είναι μια πράξη που μοιράζεται πολύς κόσμος, άνθρωποι που κατεβάζουν ιδέες κάθε μέρα— είναι απλώς μια νοοτροπία που κάνει τη γη να γυρίζει. Είναι η δεξιοτεχνία της ζωής. Μου φαίνεται πως προοριζόμαστε να της εμπιστευτούμε ό,τι πιο αγαπημένο διαθέτουμε. Μια μέρα, που δε θα αργήσει να έρθει, θα αναλογιστούμε την πορεία μας και θα πούμε ποτέ ξανά, έτσι ποτέ ξανά, ποτέ ξανά. Και στην ατσάλινη παροδικότητα αυτής της δεξιοτεχνικής κίνησης, θα εμπιστευτούμε ό, τι πιο αγαπητό διαθέτουμε. Θα συμβεί μια οποιαδήποτε Πέμπτη, υποθέτω. Αλλά μπορεί και να έγινε εχθές. Δεν ξέρω, μπορεί και να μου ξέφυγε. Ήμουν εδώ, κλεισμένος, γράφοντας ένα δύσκολο άρθρο.

[ 2021 ]

[2] Αναφέρεται στην διακοπή για λίγες μέρες του εμβολιαστικού προγράμματος με Astrazeneca τον περασμένο Μάρτιο στην Ιταλία. Από τον Μάιο και μετά, ανεστάλη οριστικά η χορήγησή του σε ανθρώπους κάτω των 60 ετών.
[3]
“Ha da passà 'a nuttata”: Φράση από το θεατρικό έργο Napoli milionaria (1945) του Eduardo de Filippo.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: